Αλέξιος Α' Κομνηνος |
Ιδρυτές
της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας υπήρξαν δυο βυζαντινόπουλα, οι Κομνηνοί
Αλέξιος και Δαβίδ που ήταν παιδιά του σεβαστοκράτορα Μανουήλ, γιου του
Ανδρόνικου του Α', ο οποίος είχε σκοτωθεί μαζί με τον πατέρα του κατά την
εξέγερση του 1185.
Ο Αλέξιος που είχε γεννηθεί το 1182 και ο
Δαβίδ ένα ή δυο χρόνια νωρίτερα, απομακρύνθηκαν από την επαναστατημένη πρωτεύουσα
και τον ίδιο χρόνο, 1185, στάλθηκαν στην αυλή της θείας τους, βασίλισσας των
Ιβήρων (Γεωργίας) Θάμαρ (1184-1212).
Τον Απρίλιο του 1204, όταν οι Φράγκοι της Δ'
Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος,
οι δυο, νεαροί πια, Κομνηνοί, με τη βοήθεια της θείας τους και των Γεωργιανών
στρατιωτών, καθώς και τη συνεργασία των Σχολάριων αρχόντων που έφυγαν από την
Κωνσταντινούπολη, αλλά και των ντόπιων Πόντιων τιμαριούχων και στρατιωτικών
αριστοκρατών, κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το μεσαιωνικό κράτος του
Πόντου.
Οι αυτοκράτορες του κράτους αυτού, οι Μεγάλοι
Κομνηνοί, όπως ονομάστηκαν από την αρχή ακόμα της βασιλείας τους, αισθάνονταν
σαν Έλληνες και συνεχιστές του βυζαντινού κράτους.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι για καιρό είχαν τον τίτλο
«πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων».
Μόνο αργότερα, ο Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος
(1261-1282), ανασυσταίνοντας τη βυζαντινή αυτοκρατορία το 1261, ζήτησε από τους
αυτοκράτορες της Τραπεζούντας να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την προσηγορία
αυτή, που ανήκε αποκλειστικά στους βασιλιάδες της Κωνσταντινούπολης.
Τότε, κατά πάσα πιθανότητα, εγκαινιάστηκε από τους
Κομνηνούς της Τραπεζούντας ο νέος τίτλος «πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ
πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας». Ίβηρες λέγονταν οι κάτοικοι της
σημερινής Γεωργίας, και Περατεία η σημερινή Κριμαία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με την άλωση της
Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την πολυδιάσπαση της βυζαντινής
αυτοκρατορίας σε μικρά κρατίδια, ανέβηκε για ένα διάστημα στην εξουσία της
Αμισού ένας απόγονος των Γαβράδων, τιμαριωτών του Πόντου, ο Θεόδωρος Γαβράς.
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας είχαν για
έμβλημά τους το μονοκέφαλο αετό, σε διαστολή με το δικέφαλο της αυτοκρατορίας
της Κωνσταντινούπολης.
Το περίεργο είναι ότι οι βυζαντινοί ιστορικοί και
χρονογράφοι, αρχικά, χρησιμοποιούσαν υποτιμητικούς τίτλους για το κράτος
τούτο, σε αντίθεση με τους τίτλους της κεντρικής βυζαντινής αυτοκρατορίας, από
την οποία αποσπάσθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Ονόμαζαν τον αυτοκράτορά της: «ο της Τραπεζούντος
κρατών», «ο της των Λαζών άρχων», «ο της των Λαζών αρχηγός», «ο
περιζωνούμενος την Δυναστείαν Τραπεζούντος», «ο της των Κόλχων και Λαζών
τυραννών γης».
Μόνο στις αρχές του 15ου
αιώνα, όταν το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπε ζούντας, εξαιτίας της
οχυρής θέσης του και του πλούτου του, έγινε ισχυρότερο από το κράτος της Κωνσταντινούπολης, άρχισαν οι βυζαντινοί
ιστορικοί να ονομάζουν τον αυτοκράτορα της
Τραπεζούντας «βασιλέα» και το κράτος του «βασίλειον».
Τα σύνορα της ποντιακής αυτοκρατορίας, στα πρώτα
χρόνια μετά την ίδρυσή της, είχαν φτάσει δυτικά πέρα από το Σαγγάριο ποταμό,
μέχρι τη Νικομήδεια, αλλά αργότερα, μετά την ήττα του Δαβίδ Κομνηνού, αδελφού
του Αλεξίου Α', από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη (1204-1222),
τα σύνορα αυτά περιορίστηκαν ως τη Σινώπη. Αλλά σιγά σιγά κι αυτά συρρικνώθηκαν
πιο πολύ και το 1223, στα χρόνια του Ανδρόνικου Γίδου (1222-1235) έφταναν μόνο
από τη Σεβαστόπολη ή Σωτηριούπολη (Σοχούμ) της σημερινής Γεωργίας του Καυκάσου,
ανατολικά, ως το Οίναιο (Οινόη), δυτικά.
Ενώ πιο αργότερα, από το έτος 1404 και μέχρι την
πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, τα σύνορα του ποντιακού κράτους
περιορίζονταν από το Βατούμ μέχρι την Κερασούντα, παραλιακά, και ως το
Ερζιγκιάν, νότια.
Ωστόσο, το ποντιακό κράτος, αν και έζησε 257 χρόνια
χωριστά από τα άλλα ελληνικά κρατίδια, αναδείχτηκε σ' ένα ισχυρό προπύργιο του
Ελληνισμού, που διατηρήθηκε ως το 1461, δηλαδή 8 χρόνια μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
Η υπηρεσία που πρόσφερε στους Έλληνες κατοίκους
του τόπου και γενικότερα στον Ελληνισμό στάθηκε τεράστια. Χρησίμευσε σαν ελληνική
κιβωτός στην άκρη εκείνη του βυζαντινού κόσμου, γιατί όχι μόνο διατήρησε τον
ελληνικό πολιτισμό του, αλλά και τον ανέπτυξε και τον στερέωσε καλά, ώστε να
αντέξει στην κατοπινή δοκιμασία που τον περίμενε με την Τουρκοκρατία.
Στην περίοδο μάλιστα της ακμής του κράτους αυτού,
η Τραπεζούντα έγινε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, από τα μεγαλύτερα του τότε
γνωστού κόσμου, και λαμπρή εστία των ελληνικών γραμμάτων και της βυζαντινής
τέχνης.
Η περιοχή της
«αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών», όπως ονομαζόταν κι αλλιώς, περιλάμβανε,
εκτός από την πρωτεύουσα Τραπεζούντα, πολλές άλλες πόλεις, όπως τα Σούρμενα,
τη Ριζούντα, τα Πλάτανα, την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Οινόη, την Αμισό (Σαμψούντα),
την Ινέπολη, τη Σινώπη, παραλιακά, και την Αργυρούπολη (Κάνη), τη Σεβάστεια, τη
Νικόπολη, τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την Κελτζηνή (Ερζιγκιάν), τη
Νεοκαισάρεια, την Τοκάτη, την Αμάσεια, μεσογειακά, ενώ οι κτήσεις της έφταναν
συχνά ως τον Καύκασο και την Κριμαία. Το ποντιακό ελληνικό αυτό κράτος αποτελούσε έναν κλειστό και ασφαλισμένο, από τα ψηλά βουνά του, γεωγραφικό χώρο, που είχε μεγάλη οικονομική και στρατηγική σημασία. Ταυτόχρονα έλεγχε το σημαντικό εμπορικό δρόμο που οδηγούσε από την Τραπεζούντα στο εσωτερικό της Ανατολής.
Η οικογένεια «των Μεγάλων Κομνηνών», όπως αυτοονομάστηκε, κυβέρνησε αξιοποιώντας αρκετά επωφελώς το ανθρώπινο ποντιακό δυναμικό και τον υλικό μεταλλευτικό και γεωργοκτηνοτροφικό πλούτο της χώρας. Παρουσίασε μάλιστα και μιαν οικονομική πρόοδο που η μεγαλύτερή της ακμή εκδηλώθηκε στα χρόνια του Αλεξίου Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390).
Αλλά και οι τέχνες και οι επιστήμες, και ο
πολιτισμός γενικά, άνθησαν στον Πόντο την περίοδο της βασιλείας των Μεγάλων
Κομνηνών. Αξιόλογη είναι η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στις διάφορες
πόλεις, και ιδιαίτερα στην Τραπεζούντα, με το χτίσιμο πολλών φρουρίων,
εκκλησιών, δημόσιων κτιρίων και ανακτόρων, όπως αυτά στην ακρόπολη της
πρωτεύουσας του κράτους. Όσο για τις επιστήμες, μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν η
αστρονομία, η φυσική και τα μαθηματικά. Στη
σχολή των θετικών επιστημών της Τραπεζούντας σπούδαζαν μαθητές που
έρχονταν ακόμα και από την
Κωνσταντινούπολη, όπως και από την Αρμενία.
Η
ζωγραφική πάλι έφτασε οε μεγάλη ακμή, όπως δείχνουν ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες
στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, η οποία αποτελούσε μικρογραφία της
Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Σπουδαίας τέχνης ήταν και οι
εικονογραφήσεις των ευαγγελίων και των χειρογράφων (δημόσιων, εκκλησιαστικών
και αυτοκρατορικών).
Ασημένιος δίσκος απο την Τραπεζούντα 12ος αι. |
Πολλά εικονογραφημένα
χειρόγραφα σε εκκλησίες και μοναστήρια είναι σωστά αριστουργήματα τέχνης, και
σώζονται ακόμα και σήμερα στο Αγιον Όρος και σε διάφορα ελληνικά και ξένα
μουσεία, ιδιαίτερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και στο Μουσείο Μπενάκη.
Η μικρογραφική τέχνη, ιδιαίτερα, έφτασε κατά τον
14ο αιώνα σε τέτοια ακμή, ώστε ο ξένος μελετητής Strzygowski να τη συγκρίνει με τη μικρογραφική τέχνη των
μαθητών της σχολής του Giotto (Τζιότο) στην Ιταλία, και μάλιστα να τη βρίσκει
και ανώτερη.
Η ακμή τούτη
της μικρογραφίας παρουσιάστηκε, όταν όλο το ποντιακό κράτος των Κομνηνών
βρισκόταν σε πλήρη άνθηση και το λάμπρυναν όχι μόνο οι επιστήμες αλλά και οι
τέχνες, κάθε κατηγορίας, και ο πολιτισμός γενικά.
Ανάμεσα στις τέχνες, ξεχωριστή θέση κατείχαν η
ψηφιδογραφία, η ζωγραφική των ναών και των ιερών βιβλίων, των ευαγγελίων και
των χρυσοβούλων, αλλά και των λαϊκών χειρογράφων, όπως ενός περίφημου που
σώθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα. Σαν σπουδαίο στοιχείο
της αγιογραφικής τέχνης στον Πόντο πρέπει να θεωρηθεί και η εικόνα της Παναγίας
Σουμελά, άσχετα αν ο θρύλος τη θεωρεί «αχειροποίητη» ή δημιούργημα του Ευαγγελιστή
Λουκά.
Τα
μοναστήρια του Πόντου, εξάλλου, τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν σχολεία σοφίας. Εκεί
καλλιεργούσαν τα μαθηματικά και την αστρονομία, γιατί η Εκκλησία θεωρούσε τις
επιστήμες αυτές, πριν ακόμα από την Αναγέννηση στη Δύση, βοηθητικές στη
θεολογία και τη φιλοσοφία.
Κληρικοί και κοσμικοί, λοιπόν, διαλεχτά τέκνα
του Πόντου, καλλιέργησαν τις επιστήμες και διατήρησαν την ελληνική παιδεία,
την τέχνη και τον πολιτισμό.
Μεγάλος επομένως, υπήρξε ο ρόλος του ποντιακού
κράτους της Τραπεζούντας στη διατήρηση και ακτινοβολία της ορθοδοξίας και του
ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Βορειοανατολικής Μικρασίας. Και τα δύο αυτά
στοιχεία προφυλάχτηκαν αρχικά απέναντι στη φράγκικη πλημμυρίδα των Σταυροφόρων
και, κατοπινά, απέναντι στη σελτζουκική και τουρκική επέκταση και αφομοίωση.
Ο ιστορικός Joinville, που έγραψε το 1305 την ιστορία του Λουδοβίκου του
Αγίου, δίκαια ονομάζει την Τραπεζούντα «η βαθιά Ελλάδα», ενώ ο βυζαντινός
ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, το 15ο αιώνα, αναφέρεται με θαυμασμό στην
αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποκαλώντας την «ηγεμονία Ελλήνων
και εις τα ήθη και δίαιταν τετραμμένην Ελλήνων».
Γενικά, η Τραπεζούντα ήταν όχι μόνο πανέμορφη σαν
πόλη, με τα κάστρα, τα ψηλά τείχη, τα οικοδομήματά της και τα ανάκτορα, αλλά
και σαν τοπίο και κλίμα.
Από το
λιμάνι της Δαφνούντας μέχρι την οχυρωμένη πόλη, από την παραλία ως τις πλαγιές
του Μιθρίου βουνού, από τα φρούρια ως τα δυο φαράγγια που κατέβαιναν κάθετα
προς τη θάλασσα, αλλά και σ' όλους τους λόφους που την περιτριγύριζαν,
υπήρχαν κάθε είδους δέντρα και φυτά, κήποι και λιβάδια με μεγάλη ποικιλία χλωρίδας.
Το νερό εξάλλου για την άρδευοη, δεν ερχόταν από
στάσιμες λίμνες, αλλά από καθαρές πηγές, των οποίων τα νερά, διάφανα, δροσερά,
γλυκύτατα και υγιεινότατα, ανάβλυζαν από τα βράχια, έτρεχαν μέσα σε ρυάκια που
κελάρυζαν και χύνονταν στη θάλασσα περνώντας από τη Μεγάλη Πύλη. Η ζέστη του ήλιου
πάλι, ανακατευόταν με τις δροσερές πνοές -που φυσούσαν από το πέλαγος, από τη
μεριά της Κριμαίας, από όπου έρχονταν και οι ομίχλες και οι βροχές- και
μαλάκωνε.
Έτσι, το κλίμα της Τραπεζούντας αποτελούσε ένα από τα πιο εύκρατα
του κόσμου, που το υμνούσαν αρχαίοι και νεότεροι γεωγράφοι και περιηγητές.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των παραπάνω, εξαιτίας των άριστων κλιματολογικών
συνθηκών, η βλάστηση ήταν πλούσια, όχι μόνο στην πόλη αλλά και στα περίχωρά
της.
Αναφέρεται ότι υπήρχαν στην περιοχή ευχάριστα λιβάδια και κάμποι,
ποικίλα και ποικιλόχρωμα λουλούδια, μεγάλα δάση και βουνά με ημερότατους
όγκους, άφθονοι θάμνοι και χλωρά χορτάρια, πλήθος κληματαριές, κρεμασμένες
στα κλαδιά των δέντρων, και στητά κυπαρίσσια που φαίνονταν σα να χόρευαν. Εντύπωση
έκαναν τα κίτρα με τα άσπρα και ευωδερά λουλούδια τους, τα χλοερά φύλλα και τα
λυγερά κλαδιά τους. Όλα αυτά πρόσφεραν στα μάτια των επισκεπτοίν μαγευτική θέα
και ανέκφραστη ομορφιά.
Μερικοί περιηγητές
σημειώνουν λεπτομερειακά ότι σ' όλη την έκταση της περιοχής έξω από την Τραπεζούντα
υπήρχαν πολλές αχλαδιές και ροδιές, συκιές και μηλιές με άφθονους και γλυκούς
καρπούς. Και το πιο χαριτωμένο, γράφει κάποιος ποιητικά, ήταν ότι μέσα στη μέση
του βράχου φύτρωνε το αμπέλι, οργίαζε η μυρσίνη και ανθούσαν η ελιά και το
κυπαρίσσι.
Κατά τον Τούρκο μάλιστα γεωγράφο και ιστορικό
Εβλιά εφέντη (17ος αιώνας), πάνω από 30.000 κήποι και αμπελώνες ήταν γραμμένοι
στους καταλόγους της πόλης. Γι' αυτό, φαίνεται, και σε ένα αρχαίο νόμισμα της
Τραπεζούντας του 4ου αιώνα π.Χ., εικονιζόταν η πόλη σαν ένα τραπέζι γεμάτο με
τσαμπιά από σταφύλια.
Στα γύρω από την Τραπεζούντα γραφικά βουνά υπήρχαν
τα θερινά ανάκτορα των Κομνηνών, ο λεγόμενος Παρχάρης,
με κήπους γεμάτους λουλούδια και δέντρα, όπου οι αυτοκράτορες περνούσαν ένα
μέρος από την καλοκαιριάτικη περίοδο και φιλοξενούσαν διάφορους ξένους
ηγεμόνες και βασιλιάδες.
Η πρωτεύουσα του Πόντου, εξάλλου, παρ' όλες τις
πυρκαγιές και τις επιδρομές σε βάρος της, ως την εποχή της άλωσής της από τους
Τούρκους, ήταν πλούσια πόλη, ακμαία και πυκνοκατοικημένη, κέντρο του παγκόσμιου
εμπορίου. Λέγεται, ότι ακόμα και μέσα στη θύελλα των εμφύλιων πολέμων, των
επιδρομών από τους Τουρκομάνους και των εμπρησμών από τους Γεωργιανούς, στην
Τραπεζούντα υπήρχε οικονομική ευρωστία και ευδαιμονία
Ήδη από το 10ο αιώνα δυο Άραβες γεωγράφοι, ο
Μασουντί και ο Ισταχρί, αναφέρουν την Τραπεζούντα σαν ένα από τα μεγαλύτερα
εμπορικά κέντρα της Ανατολής.
Κατά τον Μασουντί μάλιστα, στην πόλη γίνονταν
πολλές φορές, μέσα στο χρόνο, εμπορικά πανηγύρια, όπου, εκτός από τους
Κιρκάσιους (Τσερκέζους), συνέρρεε και ένα μεγάλο πλήθος Βυζαντινών εμπόρων,
Αρμενίων και Μουσουλμάνων από την Περσία και την Μπουχάρα.
Αλλά η εμπορική σημασία της πόλης αυξήθηκε πιο
πολύ, προπάντων, όταν ιδρύθηκε το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, οπότε η Τραπεζούντα
έγινε κέντρο εμπορίου και για τη Νότια Ρωσία και για όλες τις Μικρασιατικές χώρες,
καθώς και για τις χώρες της υπόλοιπης Ανατολής: της Μεσοποταμίας, της Συρίας
και των Ινδιών.
Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν το λιμάνι της
προτελευταίας, η Πτολεμα'ί'δα, κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους το 1291 και
έτσι έκλεισε ολότελα για τους δυτικούς εμπόρους, τότε, όλα τα πολύτιμα
εμπορεύματα που πρόσφεραν οι χώρες από τα ανατολικά και νότια του Πόντου μέχρι
τις Ινδίες και την Κίνα, μεταφέρονταν πλέον αδιάκοπα στην Τραπεζούντα, με τα
καραβάνια.
Τα καραβάνια αυτά έρχονταν από τη μακρινή Ανατολή,
περνούσαν τις κοιλάδες του Ευφράτη, του Κάνη (Χαρσιώτη) και του Πυξίτη, και
κατέληγαν στις αποθήκες της πρωτεύουσας του Πόντου, όπου και συσσωρεύονταν για
να διατεθούν στην παγκόσμια αγορά. Αλλά εκτός από τα καραβάνια της Ανατολής,
και τα πλοία όλων των λαών της Δύσης κατέπλεαν στο λιμάνι της
Τραπεζούντας για να ανταλλάξουν ή να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ιδιαίτερη
προτίμηση είχαν οι δυτικοί έμποροι στα κεντημένα φορέματα, τα πολύχρωμα λινά
υφάσματα της Ριζούντας και τα περίφημα μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα της
Τραπεζούντας, που μνημονεύονται στις εμπορικές συμφωνίες της αυτοκρατορίας των
Κομνηνών με το όνομα βλαττία. Για την κατασκευή και την
καλλιτεχνική διακόσμηση των βλαττίων, οι Τραπε ζούντιοι είχαν ιδιαίτερη
τεχνική.
Αλλά στην πρωτεύουσα του Πόντου πουλιούνταν και
πολλά άλλα διαλεχτά πράγματα: χρυσοκέντητα υφάσματα από τη Βαγδάτη, ρούχα από
την Περσία και την Αίγυπτο, μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα από τις Ινδίες, μεταξωτά
από την Κίνα, μεταξωτά από τη Μπουχάρα, μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες από
την Κεϋλάνη, καθώς και υφάσματα από τη Φλαμανδία και την Ιταλία, φορτία με
γυαλί και χάλυβα από τη Γερμανία, λινάρι και μέλι από τη Μιγγρελία και σιτηρά
από την Κριμαία.
Έτσι,
η Τραπεζούντα ήταν, όπως λέει ο Βησσαρίων, «κοινόν τι εργαστήριον ή εμπόριον της
οικουμένης απάσης» και μπορούσε ν' ακούσει κανείς στην αγορά και στους δρόμους
της ποικίλες φωνές και γλώσσες.
Οι
αυτοκράτορες που βασίλευσαν στα 257 χρόνια (1204-1461) του κράτους των Μεγάλων
Κομνηνών της Τραπεζούντας, ήταν οι παρακάτω:
2. Ανδρόνικος Α' ο Γίδος ή Γίδων (1222-1235)
3. Ιωάννης Α' ο Αξούχος (1235-1241)
4. Μανουήλ Α' ο Μέγας (1241-1263)
5. Ανδρόνικος Β'(1263-1266)
6. Γεώργιος Α' (1266-1280)
7. Ιωάννης Β'(1280-1297)
8. Αλέξιος Β'(1297-1330)
9. Ανδρόνικος Γ (1330-1332)
10. Μανουήλ Β'(1332-1336)
11. Βασίλειος Α'(1336-1340)
12. Ειρήνη Παλαιολογίνα (1340-1341)
13. Άννα Κομνηνή (1341-1342)
14. Ιωάννης Γ (1342-1344)
15. Μιχαήλ Ά (1344-1349)
16. Αλέξιος Γ ο Μέγας (1349-1390)
17. Μανουήλ Γ (1390-1417)
18. Αλέξιος Δ' (1417-1429)
19. Ιωάννης Δ' ο Καλογιάννης (1429-1458)
20. Δαβίδ
(1458-1461)
Χρηστος Σαμουηλιδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου