Ιστορια των Ελληνικων Εκκλησιων & Σχολειων της περιοχης ΤΣΑΛΚΑΣ (1830-1985) -ΑΒΡΑΝΛΟ

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012


Το παλιό όνομα αυτού του χωριού είναι Αβρενί. Το όνομα Αβρενί προέρχεται από την ελληνική λέξη «Αυριανή». Την άνοιξη του 1830 ε­γκαταστάθηκαν εδώ Έλληνες προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία.
Συ­γκεκριμένα αυτοί κατάγονταν από το Ελληνικό χωριό Αβρενί και την πόλη Πασέν της περιοχής Αρζρούμ[1]. Μεταξύ των μεταναστών του Αβρενί ήταν οι οικογένειες δύο ιερέων: του Κωνσταντίνου Αγάποβ και του Αθανάση Ιβδιγκιάροβ (Γιαδιγκάροβ).
Ο Κωνσταντίνος Αγάποβ, γόνος οικογένειας ιερέων, γεννήθηκε στο χωριό Ολιάγκ της περιοχής Αρζρούμ. Μετά το Γυμνάσιο πέρασε στο  εκκλησιαστικό σχολείο της Τραπεζούντας και παράλληλα διορίστηκε διάκονος στην Εκκλησία του Αγίου (Νικηφόρου) Γεωργίου, στο χωριό Αβρενί, της περιοχής του Αρζρούμ.
 Ύστερα, αφού πήρε καλή μόρφωση, γνωρίζοντας τους νό­μους, τους κανόνες και τα έθιμα της Ορθοδοξίας, όπως και την Ελλη­νική γλώσσα, διορίστηκε ιερέας από το Μητροπολίτη του Αρζρούμ.
Η οικογένεια του ιερέα Κ.Αγάποβ, στη Ρωσική Αυτοκρατορία, μπή­κε στον κατάλογο των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στο σημερι­νό Αβρανλό της περιοχής Τσάλκας.
 Στην πορεία της μετακίνησης αυ­τής η ομάδα των προσφύγων χτυπήθηκε στη Μικρά Ασία από τους λη­στές, οι οποίοι πήραν από τον ιερέα πολύτιμες εικόνες και εκκλησιαστικά είδη, τα οποία και κατάστρεψαν. Οι μουσουλμάνοι του πήραν και τα έγγραφα που επιβεβαίωναν τον ιερό τίτλο του. Για την αποκατάσταση του ιερού αυτού τίτλου μάταια αλληλογραφούσε επτά χρόνια με τη γραμματεία του Εξάρχου. Αργότερα, με τη βοήθεια του Ρώσου προξένου στην πόλη Αρζρούμ, ο τίτλος αποκαταστάθηκε.
Ο Αθανάσης Ιβδιγκιάροβ, γόνος οικογενείας ιερέων και αυτός, γεν­νήθηκε στο Πασέν της περιοχής Αρζρούμ. Μετά τις σπουδές στο ντόπιο σχολείο του Πασέν, συνέχισε στο εκκλησιαστικό σχολείο της Τραπε­ζούντας και διορίστηκε διάκονος στην ελληνική εκκλησία της πόλης Αρζρούμ. Ο ιερέας Ιβδιγκιάροβ Αθανάσης μεταναστεύοντας από τη Μικρά Ασία πέρασε τα ίδια με τον Κ.Αγάποβ.
Μετά τη μετανάστευση στον Καύκασο και την εγκατάσταση στο χωριό Αβρενί, οι αναφερόμενοι ιερείς άρχισαν να εκτελούν λειτουργία στην ελληνική γλώσσα πάνω στα ερείπια των δύο παλιών γεωργιανών εκκλησιών, που βρίσκονταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το χω­ριό στην περιοχή «Ντερελέρ».
Ως το 1843 οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί ασχολούνταν με την τα­κτοποίηση της οικονομίας τους και με την τέλεση των εθίμων, σύμφω­να με τους ορθόδοξους κανόνες, υπό την ηγεσία των αναφερόμενων ιε­ρέων, στα ερείπια «Ντερελέρ». 
Εκείνο τον καιρό ο διευθυντής των εκ­κλησιών της Τσάλκας, ο Ανάνης Ξενοδόχοβ, περνώντας από τα Ελληνικά χωριά της περιοχής πληροφορήθηκε από τον πρόεδρο της κοι­νότητας του Αβρενί για τη θέληση και ετοιμότητα των πιστών να αρχί­σουν έργα ανοικοδόμησης των εκκλησιών στην περιοχή «Ντερελέρ».
Το 1845 διορίστηκε στο Αβρενί ο ιερέας Κωνσταντίνος Πολιάνοβ, επειδή ο ιερέας Αγάποβ με την οικογένειά του μετακόμισε στο γειτο­νικό χωριό Ολιάνκ και ο Ιβδιγκιάροβ Αθανάσης υπέβαλε την παραίτηση του. Ο Κωνσταντίνος
Πολιάνοβ, φλογερός πατριώτης για το λαό του και οπαδός της αναγέννησης της ελληνικής γλώσσας, ενεργητικά και επίμονα ανέλαβε τις εκκλησιαστικές υποθέσεις.
Σε μια από τις αιτήσεις του προς τον Έξαρχο της Γεωργίας έγραφε: «Εξοχότατε, σας πληροφορώ ότι στις 5 Δεκεμβρίου του 1845 η αναστή­λωση της εκκλησίας, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Αβρενί, τελείωσε και τώρα χρειάζεται να καθαγιαστεί (ή εγκαινιαστεί)». Μετά από δύο εβδομάδες ο ιερέας Κωνσταντίνος Πολιάνοβ έλαβε την επίσημη γραπτή έγκριση του Εξάρχου της Γεωργίας για τον καθαγιασμό ή τα εγκαίνια της εκκλησίας. Ο Κ.Πολιάνοβ στις 23 Δεκεμβρίου μέσα στην παγωνιά και τη χιονοθύελλα συγκάλεσε το λαό στην εκκλησία και την εγκαινία­σε αφιερώνοντάς την στη μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
Ο ιερέας Κωνσταντίνος Πολιάνοβ γεννήθηκε από οικογένεια ιερέων στην περιοχή της Τραπεζούντας, Την εκκλησιαστική μόρφωση πήρε στην ίδια πόλη και ήταν ένας από τους μορφωμένους ανθρώπους εκεί­νης της εποχής, που φρόντιζε το λαό του. 
Όταν τα ρωσικά στρατεύμα­τα εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία, αυτός με άλλους πατριώτες ιερείς ήρθε σε επαφή με τον ανώτατο διοικητή του Ρωσικού στρατού στρα­τάρχη Πασκέβιτς. Με τον καιρό έγινε ένας από τους ευνοούμενους και σεβαστούς ανθρώπους του στρατηγού αυτού. Το πατριωτικό αίσθημα και η περηφάνια για το λαό του ήταν μέσα στο χαρακτήρα του και ερ­γαζόταν για το καλό των συμπατριωτών του και της Ορθοδοξίας φρο­ντίζοντας για τα παιδιά, στα οποία έκανε μαθήματα Ελληνικής γλώσ­σας και Γραμματικής.
Το χωριό Αυριανή και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου

 Στη δεκαετία του 50 του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί, υπό την ηγεσία του ιερέα Κωνσταντίνου Πολιάνοβ, άρχισαν να επι­σκευάζουν άλλη μια Γεωργιανή εκκλησία, που βρισκόταν στην περιο­χή «Ντερελέρ», κοντά στο ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Την Εκκλησία αυτή καθαγίασε (εγκαινίασε) ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Πολιάνοβ, αφιερώνοντάς την στη μνήμη της Παναγίας. 
Τότε επισκευ­άστηκε και ο πέτρινος περίβολος της. Όπως αναφέρθηκε πριν, οι κά­τοικοι του χωριού Αβρενί δεν είχαν πρόβλημα με τις εικόνες, αφού έ­φεραν πολλές μαζί τους από την παλιά τους πατρίδα. Έτσι τους τοί­χους της εκκλησίας τους στόλισαν μ' αυτές. Αυτή η εκκλησία χτίστηκε με πολλή προσοχή και έχει καλή ποιότητα. Αυτό φαίνεται από το χτί­σιμο, τις κορνίζες στις εικόνες και από τη σκεπή της εκκλησίας.
Όσον αφορά στη δραστηριότητα του ιερέα Κωνσταντίνου Πολιάνοβ πρέπει να σημειώσουμε ότι τον θαύμαζαν οι πιστοί σαν τον πνευματι­κό πατέρα και δάσκαλο τους. Αυτός διατήρησε το αξίωμα του ιερέα μέ­χρι το θάνατο του, το 1860. Από τότε η ελληνική κοινότητα του χω­ριού Αβρενί έμεινε χωρίς ιερέα. Ο πρόεδρος του Αβρενί συνεχώς ενο­χλούσε τη γραμματεία του Εξάρχου της Γεωργίας με γραπτές αιτήσεις, ζητώντας να διορίσει στο χωριό τους ένα νέο ιερέα.
 Στις αι­τήσεις του προέδρου του Αβρενί υπογραμμιζόταν: «Για πολύ καιρό ε­μείς, σαν ορθόδοξοι, μέναμε χωρίς να τελούμε τα χριστιανικά θρη­σκευτικά μας καθήκοντα λόγω της απουσίας ιερέα. Λόγω της επιδη­μίας, που υπήρχε στην περιοχή, πέθαναν πολλοί άνθρωποι και εμείς είμαστε αναγκασμένοι να τους κηδεύουμε χωρίς την τέλεση των θρη­σκευτικών εθίμων. Είναι δύσκολο να καλούμε τους ιερείς από τα άλλα μέρη, επειδή υπάρχουν δυσκολίες με τα μέσα μεταφοράς, ιδιαίτερα το χειμώνα λόγω των καταιγίδων και χιονοθυελλών, αλλά και την άνοι­ξη και το φθινόπωρο, επειδή πλημμυρίζει ο ποταμός Κτσία».
Μετά από μακρές συζητήσεις και αλληλογραφία με τις τοπικές αρχές και με τη Γραμματεία του Εξάρχου της Γεωργίας, ιερέας στο χωριό Αβρενί διορίστηκε ο ντόπιος κάτοικος Κωνσταντίνος Τοσούνοβ. Αυτός γεννήθηκε το 1828 στο χωριό Αβρενί της περιοχής Αρζρούμ. Ο πατέρας του ήταν ο Μουράτ Τοσούνογλου, που υπηρετούσε στη ντόπια εκκλησία σαν ιερέας. Στη νέα του πατρίδα, δηλαδή στο χωριό Αβρενί της περιο­χής Τσάλκας, ο Κωνσταντίνος τελείωσε το εκκλησιαστικό σχολείο, που δεν ήταν αναγνωρισμένο. Μετά απ' αυτό πέρασε στο ιδιωτικό εκκλη­σιαστικό σχολείο, που το τελείωσε στις 17 Μαΐου του 1859. Μερικά χρόνια δίδασκε στο σχολείο. Μόλις πήρε τον τίτλο του ιερέα, ο Κων­σταντίνος Τοσούνοβ αμέσως ήρθε σε σύγκρουση με τους κατοίκους του χωριού, επειδή οι τελευταίοι ήθελαν να βάλουν επιτάφια πλάκα στον τά­φο του αξιότιμου Κ.Πολιάνοβ. 
Γι' αυτό το λόγο, στη Γραμματεία του Εξάρχου της Γεωργίας έρχονταν πολυάριθμες αναφορές. Για παράδειγ­μα ένας κάτοικος του Αβρενί, ο Σαβόεβ, στην αίτησή του, στις 5 Ιουνί­ου του 1861, προς τον υπαστυνόμο του Μπορτσαλό έγραφε: «Σε ένδει­ξη τιμής για τον πρώην ιερέα του χωριού μας, τον Κωνσταντίνο Πολιά­νοβ, που πέθανε το 1860, οι κάτοικοι θέλησαν να βάλουν στον τάφο του επιτάφια πλάκα. Όμως αυτό τους απαγορεύτηκε από τον ιερέα Κων­σταντίνο Τοσούνοβ, που μόλις διορίστηκε στο χωριό μας».
Ο Κ.Τοσούνοβ στη γραπτή αναφορά του προς τον υπαστυνόμο του Μπορτσαλό εξηγούσε: «Υπάρχει λόγος για την απαγόρευση της επι­τάφιας πλάκας, διότι οι πιστοί από σεβασμό στον τάφο θα τιμάνε την πλάκα αυτή και όχι την εκκλησία που επισκέπτονται. Ακόμα και τώ­ρα, ενώ δεν υπάρχει η επιτάφια πλάκα, πιστοί τιμάνε τον τάφο και ό­χι την εκκλησία. Μερικές γυναίκες, που στέκονται δίπλα στον τάφο, πουλάνε τα κεριά και τα λεφτά τα παίρνουν αυτές οι ίδιες και έτσι η εκ­κλησία μας ζημιώνεται».
Ασφαλώς σε μερικά ζητήματα ο ιερέας Κ.Τοσούνοβ δεν είχε δίκιο, αφού ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι θα τιμάνε περισσότερο την επιτάφια πλάκα και όχι την εκκλησία. Τα πολυάριθμα έγγραφα των Αρχείων λένε άλλο, δηλαδή ότι οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί ήταν πιστοί στην Ορθοδοξία, γιατί οι μετανάστες αυτοί έφεραν μαζί τους πολλές εικόνες. Και αυτή είναι η απόδειξη της αγάπης και της πίστης τους στη θρη­σκεία και την εκκλησία τους. Για μας είναι άγνωστα όλα αυτά, που λέ­γονταν μεταξύ του Κ.Τοσούνοβ και του υπαστυνόμου των Ελλήνων της Τσάλκας. Η απαγόρευση όμως της επιτάφιας πλάκας δεν έδινε τη λύση αυτού του προβλή­ματος. Η εκκλησία είχε και εισοδήματα και έξο­δα, είχε δηλαδή το δι­καίωμα να αγωνίζεται για την ύπαρξή της. Αυ­τή διατηρούσε το εκκλη­σιαστικό σχολείο για τους πιστούς και φρόντι­ζε τους γέρους και τα ορφανά παιδιά.
Με βάση την έκθεση του Κ.Τοσούνοβ, ο υπα­στυνόμος του Μπορτσα­λό έστειλε προειδοποιη­τικό γράμμα στους κα­τοίκους του χωριού Αβρενί. Απαντώντας σ' αυτό το μη ικανοποιητι­κό γράμμα οι κάτοικοι του Αβρενί αποφάσισαν να στείλουν μια εκτετα­μένη έκθεση, όπου ανα­φέρονταν τα εξής: 
«Στις 26 Φεβρουαρίου του 1862 εμείς οι υποφαινό­μενοι κάτοικοι του Αβρενί, ο πρόεδρος Αναστάσιος Καλπαχτσή και οι πιστοί Μ.Καλοέροβ, Κ.Πασένοβ, Φ.Ιβανόβ, Γ.Ιβανόβ, Π.Μπαλαμπάνοβ, Τ.Γιανοέβ, Σ.Σωτίροβ και όλος ο σύλλογος σας διαβεβαιώνουμε ότι ούτε πριν ούτε τώρα είμαστε οπαδοί καμιάς παραχριστιανικής ορ­γάνωσης.
Οι κάτοικοι που στις γιορτές άναβαν τα κεριά στον τάφο του πεθα­μένου ιερέα Κ.Πολιάνοβ, έδειχναν την εκτίμησή τους στη μνήμη του. Αυτός ήταν ο πραγματικός δάσκαλος σε όλα τα προβλήματά μας».
Στην αλληλογραφία με τις τοπικές αρχές, ο ιερέας Κ.Τοσούνοβ κα­τηγορούσε τους κατοίκους του Αβρενί για φανατισμό, πρόληψη και μα­γεία. Οι κάτοικοι του χωριού, στις αιτήσεις τους υπογράμμιζαν: «Εμείς ούτε εκεί (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) ούτε εδώ είμαστε προλη­πτικοί, αλλά είμαστε κανονικοί χριστιανοί ορθόδοξοι». Αυτή η ατμό­σφαιρα που επικρατούσε βόλευε τις τοπικές αρχές, επειδή οι εσωτερι­κές διχόνοιες έκαναν τους κατοίκους να ξεχνάνε τα οικονομικά, πολι­τικά και θρησκευτικά προβλήματα. Αυτά τα συναισθήματα διακατείχαν τους Έλληνες του Καυκάσου: η δυσπιστία, ο φόβος, η τα­ραχή και η απληστία. Οι Έλληνες πίστευαν ότι τους χρειάζονται σαν χτίστες και για τη γλώσσα τους ήταν ξένοι. Γι' αυτό ήξεραν τις γλώσ­σες, τις οποίες μιλούσε το περιβάλλον.
Όπως αναφέραμε παραπάνω οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί, όπως και οι άλλοι Έλληνες της περιοχής, έφεραν μαζί τους πολλές εικόνες και Εκκλησιαστικά είδη. Ανάμεσα στα Εκκλησιαστικά είδη αυτά βρί­σκονταν αριστουργήματα της Βυζαντινής περιόδου. Στην αρχή αυτά τα αντικείμενα τα κρατούσαν στα σπίτια τους, αλλά μετά τα έδωσαν στις εκκλησίες, που επισκευάστηκαν.
 Όταν αναπτύχθηκαν οικονομικά απο­φάσισαν να επισκευάσουν τους ορθόδοξους ναούς, που έχτισαν πριν α­πό πολλά χρόνια οι πατέρες τους. Έτσι, λοιπόν, το 1871 οι χωριανοί άρχισαν να επισκευάζουν και τις δύο εκκλησίες του «Ντερελέρ». Μετά από έξι χρόνια οι κάτοικοι παράγγειλαν τις καμπάνες και το 1877 έ­φεραν και έβαλαν τρεις καμπάνες, που είχαν βάρος 11 πούτια.(σ.σ. 1 πούτι =16 κιλά)
Το 1843 στην εκκλησία του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου διο­ρίστηκαν ιερέας και διάκονος. Τα αντίγραφα από τα ληξιαρχικά βιβλία και τους καταλόγους των εξομολογήσεων άρχισαν το 1842 και το 1843.
Με τον καιρό τα πολύτιμα πράγματα, που έφεραν οι Έλληνες και χάρισαν στις εκκλησίες, προκάλεσαν το φθόνο στους γείτονές τους. Η ανάπτυξη του επαναστατικού ρεύματος σε όλη τη Ρωσική Αυτοκρατο­ρία, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, η πτώση της παραγω­γής και η αδυναμία της εξουσίας δημιούργησαν χάος στην Αυτοκρατο­ρία, ιδιαίτερα στον Καύκασο. Παντού εμφανίστηκαν διάφορες ομάδες των μπολσεβίκων και μενσεβίκων, προοδευτικών και αντιδραστικών.

Η κάθε ομάδα είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί την αναρχία στη χώρα και  να βγάλει πολλά λεφτά. Και στην περιοχή Τσάλκας εμφανίστηκαν μι­κρές εγκληματικές ομάδες ληστών. Οι ομάδες αυτές είχαν σκοπό να κλέψουν τα πολύτιμα πράγματα, που φυλάγονταν στις Ελληνικές Εκκλησίες της περιοχής.
 Ο διευθυντής Θεοχάρης Αριστάρχ στην έκθεσή του προς τον Έξαρχο της Γεωργίας, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1891, έγραφε για τη ληστεία της εκκλησίας του Αβρενί. «Τη νύχτα 18 - 19 Νοεμβρίου άγνωστοι έσπασαν την πόρτα της εκκλησίας του Αγί­ου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου και έκλεψαν όλα τα πολύτιμα πράγμα­τα: το Ευαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα (διαστάσεων 8,5 και 6,5 βερ σόκ, δηλ 35χ 28 cm), στολισμένο με καθαρό ασήμι, το δώρο της Πο­λωνικής Συνόδου, που άξιζε συνολικά 281 ρούβλια και 20 καπίκια».
Οι εκκλησίες βρίσκονταν μακριά από το χωριό και αυτό ενοχλούσε τους κατοίκους του Αβρενί. Τα παιδιά τους το χειμώνα δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στο εκκλησιαστικό σχολείο, γι' αυτό αποφασίστηκε να χτιστεί στο κέντρο του χωριού ένα μικρό κτίριο, για να πηγαίνουν εκεί και τα παιδιά για τα μαθήματά τους. 
Το 1897, σε δημόσιο χώρο, οι κάτοικοι του Αβρενί έχτισαν αυτό το κτίριο, που είχε τρείς αίθουσες. Εκείνο τον καιρό ιερέας στο χωριό Αβρενί ήταν ο Νικόλαος Σωτίροβ, ο οποίος, μετά την αποφοίτησή του από το ντόπιο σχολείο του Αβρενί, πέρασε στην ιερατική σχολή της Τιφλίδας, που την τελείωσε το 1896. Στα 23 χρόνια του διορίστηκε ιερέας στην εκκλησία του Αγίου Μεγα­λομάρτυρα Γεωργίου του χωριού Αβρενί. 
Τότε ιερέας ήταν ο Κωνστα­ντίνος Τοσούνοβ.
Με την έναρξη λειτουργίας του σχολείου στο μικρό κτίριο αυξήθηκε ο αριθμός των μαθητών που μάθαιναν τη μητρική (ελληνική) γλώσσα και Γραμματική, καθώς και ο αριθμός των δασκάλων του σχολείου. Αλλά, οι κάτοικοι του Αβρενί, όπως και όλοι οι Έλληνες της περιοχής Τσάλκας, δεν μπόρεσαν να επαναφέρουν τη μητρική (ελληνική) γλώσ­σα τους ζώντας στη Ρωσική Αυτοκρατορία. 
Αυτή την περίοδο η εσω­τερική πολιτική της Αυτοκρατορίας έφτασε στο απόγειο, γι' αυτό απο­φασίστηκε όλα τα σχολεία στη χώρα να χρησιμοποιούν τη Ρωσική γλώσσα. Από τότε οι ιερείς έγραφαν τα εκκλησιαστικά έγγραφα στη Ρωσική γλώσσα.

Στη δεκαετία του 50 του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού Αβρε­νί επισκεύασαν μια παλιά Γεωργιανή εκκλησία, που βρισκόταν στο λό­φο έξω από το χωριό. Την εκκλησία αυτή εγκαινίασαν και αφιέρωσαν στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. 
Από τότε οι κάτοικοι όλης της περιο­χής Τσάλκας κάθε χρόνο, στις 19 Αυγούστου, έρχονται στο χωριό Αβρανλό να γιορτάσουν τη μέρα της Μεταμόρφωσης, γιατί όλες τις εκ­κλησιαστικές γιορτές οι Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ τις γιόρταζαν με το Παλαιό Ημερολόγιο, δηλαδή 13 μέρες αργότερα από τους Έλληνες της Ελλάδας. 
Στις αρχές της δεκαετίας του 70 του 20ου αιώνα, στους πρόποδες του βουνού, από τους κατοίκους του χωριού αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του παλιού Γεωργιανού χωριού και της εκκλησίας. Στα θε­μέλια αυτής της εκκλησίας οι Έλληνες έχτισαν ένα νέο ναό, που τον α­φιέρωσαν στην Αγία Αικατερίνη. 
Τον αποκαλούσαν όμως «Αγία Γαρδελίνα». Στα τέλη του 1980 του αιώνα μας, ένας κάτοικος του χωριού Αβρενί, ο Σωτήροβ Ζαχάριος, στην είσοδο της χαράδρας «Ντερελέρ» επισκεύασε μια παλιά Γεωργιανή εκκλησία, την οποία οι κάτοικοι του χωριού αφιέρωσαν στην Αγία Σοφία.
Στη χαράδρα «Ντερελέρ», όταν επισκεύαζαν την εκκλησία του Αγί­ου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί έχτισαν μια κρήνη. Κάθε επισκέπτης, που ερχόταν στη γιορτή αυτού του Αγί­ου, έπρεπε να πλύνει το πρόσωπο του με το νερό αυτής της κρήνης, που οι Έλληνες το θεωρούσαν Αγίασμα.
Ως τα 1880 στο Αβρενί υπήρχε μόνο εκκλησιαστικό σχολείο, όπου τα παιδιά των πιστών διδάσκονταν τη μητρική γλώσσα. Αυτά τα χρό­νια στο Αβρενί, για πρώτη φορά, άνοιξε δημοτικό σχολείο που συντη­ρούσαν οι κάτοικοι του χωριού. Ένας από τους πρώτους δασκάλους ή­ταν ο απόφοιτος του αστικού σχολείου της Αχαλτσίχε Τοσούνοβ Κων­σταντίνος Νικολάεβιτς με τον ετήσιο μισθό 350 ρούβλια. Ιερέας και νομολόγος ήταν ο Εφίμιος Τσίλοβ, απόφοιτος του εκκλησιαστικού σχο­λείου, με ετήσιο μισθό 60 ρούβλια.
Οι κάτοικοι του χωριού Αβρενί, το 1884, από τους πρώτους άνοιξαν το κανονικό σχολείο με αγροτική κατεύθυνση, όπου τα παιδιά τους μά­θαιναν (διδάσκονταν) την ελληνική γλώσσα. Αργότερα οι κομμουνιστες έκλεισαν αυτό το σχολείο και συνέλαβαν όλους τους δασκάλους.
Οι μαθητες του χωριου Αυριανή ,1940


Το 1913 σ' αυτό το σχολείο σπούδαζαν οι εξής:
1.    Ποπόβ Ηρακλής
2.     Μπαλαμπάνοβ Αλέξιος
3.    Μπαλαμπάνοβ Μιχαήλ
4.     Μπαλαμπάνοβ Φώτιος
5.     Ποπόβ Μαρκ
6.     Πολυχρόνοβ Τρύφωνας
7.    Κορέλοβ Χαραλάμπης
8.    Μπαλαμπάνοβ Σεραφείμ
9.     Σολάγκοβ Κοσμάς
10.     Μιχαήλοβ Γεώργιος
11.     Τσίλοβ Νικόλαος
12.     Τσίλοβ Ισαάκ
13.     Σωτήροβ Κωνσταντίνος
13. Μιχαήλοβ Λάζαρος
15.     Τσίλοβ Γεώργιος
16.     Πολυχρόνοβ Γεώργιος
17.     Κέκτσεβ Κυριάκος
18.     Τοσούνοβ Βασίλης
Συνολικά 52 μαθητές
Επιτηρητής του σχολείου διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Τοσούνοβ. Νομολόγος ήταν αρχικά ο Σιμόνοβ και μετά ο Ιορδάνοβ Νικόλαος Αφανάσιεβιτς, απόφοιτος του έτους 1911 του πρώτου σχολείου, της Τιφλίδας, στο οποίο δάσκαλος ήταν ο Χριστιάνοβ Κ.Σ., απόφοιτος του αστικού σχολείου της Αλεξανδρούπολης.
Η σωματική ποινή των μαθητών για την κακή επίδοση στα μαθή­ματα και κακή συμπεριφορά ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Όπως φαί­νεται από τις παραπάνω αναφερόμενες μαρτυρίες, σ' αυτό το σχολείο δίδασκαν βασικά οι ιερείς. Η εκκλησία βοηθούσε πολύ τους μαθητές.
Η μεγάλη απόσταση μεταξύ του χωριού και των εκκλησιών αυτών, όπως και το μικρό μέγεθος τους δεν ικανοποιούσε τους κατοίκους του Αβρενί. Γι' αυτό στη συνέλευσή τους αποφάσισαν να χτίσουν καινούργια εκκλησία στο κέντρο του χωριού. Για το σκοπό αυτό από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να μαζεύουν χρήματα και άλλα πολύτιμα α­ντικείμενα και ανέλαβαν την υποχρέωση να ετοιμάσουν τις πέτρες για την κατασκευή της. Όταν συγκεντρώθηκε η απαραίτητη ποσότητα, οι μάστορες ένα χρόνο νωρίτερα άρχισαν την κατεργασία τους για τους ε­ξωτερικούς τοίχους.
Η κατασκευή του ναού άρχισε την άνοιξη του 1903 με χρηματοδό­τηση από την ίδια την εκκλησία. Κάποιες συγκεκριμένες μέρες οι μά­στορες και οι εργάτες δούλευαν δωρεάν. Η κατασκευή τελείωσε το 1906. Η εκκλησία αφιερώθηκε στη μνήμη του Αγίου Νικηφόρου Γε­ωργίου. Οι κάτοικοι του Αβρενί όμως δεν μπόρεσαν να νιώσουν την ευ­τυχία στον ιερό ναό που έχτισαν. 
Από τα 1920 η εκκλησία έκλεισε ε­πίσημα και από τα 1930 μετατράπηκε σε σιταποθήκη. Το Εκκλησια­στικό Αρχείο που υπήρχε από το 1842, καταστράφηκε. Μερικά ντοκουμέντα βρέθηκαν στα χέρια των κατοίκων, που φοβούνταν να τα παραδώσουν κατά την περίοδο της Εκκλησιαστικής αντίδρασης. Αργό­τερα αυτές οι μαρτυρίες έγιναν πολύτιμες για την ιστορία. 
Τις περισ­σότερες πολύτιμες εικόνες της Βυζαντινής περιόδου των σχολείων της Κωνσταντινούπολης και άλλων γνωστών μαστόρων - ζωγράφων, που τις έφεραν οι Έλληνες μετανάστες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις πήραν με τον καιρό σε άλλες πόλεις για να τις πουλήσουν στους λά­τρεις των συλλογών παλαιών αντικειμένων. Αυτό το εμπόριο των ει­κόνων ακμάζει στην πρώην ΕΣΣΔ.
Τελικά η αναστήλωση παλαιών Γεωργιανών Εκκλησιών από τους Έλληνες και η ίδρυση και λειτουργία στα 1850 του Εκκλησιαστικού σχολείου, όπου τα παιδιά των πιστών μάθαιναν τη μητρική τους γλώσ­σα και Γραμματική, έδωσαν τη βάση στην ανάπτυξη και στην εκμάθη­ση της Ελληνικής γλώσσας από τη νέα γενιά. Εδώ θα σημειώσουμε ό­τι ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού Αβρενί υπήρχαν πολλοί μά­στορες και έμποροι, που από τη Μικρά Ασία ακόμη ήξεραν γράμματα .
   
Μένοντας στην περιοχή της Τσαλκας η νέα γενιά του Αβρελι, συγκριτικά με τους νέους άλλων χωριών, άρχισε νωρίτερα να πηγαίνει για σπουδές έξω από τα σύνορα της περιοχής.
Αυτό το φαινόμενο επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη και στερέωση της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή.
Ο πιο βασικός λόγος όμως είναι η απροθυμία των υπεύθυνων κύκλων της Αυτοκρατορίας και των τοπικών αρχών να καθιερώσουν την Ελληνική γλώσσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Εξ αίτιας των Ελλήνων προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε πολλές περιοχές του Καυκάσου και στην περιοχή της Τσαλκας για 170-200 χρόνια θριάμβευσε η Ορθοδοξία.


[1] Είναι σύνθετη αραβική λέξη από τη λέξη Αρς = γη, έδαφος και από τη λέξη Ρούμ = Ρωμαίος, Έλληνας, δηλαδή γη, χώρα των Ρωμαίων.

Σωκράτης Αγγελίδης
 Διδάκτορας της ιστοριας-Ανατολικολογος.

"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΤΖΑΡΙΑΣ"




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah