Στην Εξορία...

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Οι ενάρετες και γενναίες εκείνες γυναίκες της Σάντας ήταν γραφτό να δοκιμαστούν σκληρά από τη βαρβαρότητα και τις κτηνώδεις θηριωδίες των Τούρκων.
Όταν ο Ρωσικός στρατός το 1918 αποχώρησε από την Τραπεζούντα, οι Τούρκοι λύσσιαξαν. Βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν, να κάψουν και να καταστρέψουν τη Σάντα, για να εκδικηθούν τους Σανταίους, που τους μισούσαν πάντοτε για το υψηλό τους εθνικό φρόνημα, την παλικαριά τους, την οικονομική και πνευματική υπεροχή τους.
Μάζεψαν τους άνδρες από τα εφτά χωριά και τους έκλεισαν στην εκκλησία των Ισχανάντων και αργότερα στου Πιστοφάντων, ενώ τα γυναικόπαιδα έμειναν στα χωριά.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1921 η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: Μέσα σε δύο μέρες έπρεπε να αδειάσουν τα χωριά της Σάντας και να μαζευτούν όλα τα γυναικόπαιδα στου Πιστοφάντων.
Αγωνία, φόβος και τρόμος τους κυρίεψε όλους. Οι γυναίκες σήκωσαν πάλι το Σταυρό του μαρτυρίου!
Έκλαιγαν, μοιρολογούσαν και καταριόταν, καθώς άφηναν τα όμορφα πετροπελεκημένα σπίτια τους, το νοικοκυριό τους, τα ζώα τους στο μαντρί. Ό,τ ι βιός απόχτησαν "πάππων προς πάππων", τα έχαναν τώρα τόσο γρήγορα, μέσα σε λίγες ώρες. Η συμφορά ήταν μεγάλη, οι ώρες δραματικές.
Οι γυναίκες πήραν επάνω τους όλο το βάρος για τη διάσωση των παιδιών, των γερόντων, των ανήμπορων. Ζαλισμένες, με το φόβο στα τρομαγμένα μάτια, μάζεψαν βιαστικά ότι νόμιζαν απαραίτητο για την επιβίωσή τους: λίγο ψωμί, κανένα ρούχο, κάποια εικόνα για φυλακτό.
Φορτώθηκαν τα παιδιά τους, το ένα πάνω στο άλλο, φρόντισαν να  φορτώσουν τους γέρους και τους ανήμπορους σε κάποιον νεώτερο άνδρα ή σε κάποιο ζώο και ήρθαν στου Πιστοφάντων.
Εκεί συναντήθηκαν για λίγο με τους φυλακισμένους άνδρες τους. Μόλις τους αντίκρισαν ξέσπασαν σε κλάματα και θρήνους. Τα παιδιά τσίριζαν, οι γυναίκες έκλαιγαν και μοιρολογούσαν καθώς αποχωρίζονταν τους άνδρες τους.
Οι άνδρες άφωνοι, αμίλητοι, μαρμαρωμένοι σχεδόν, έβλεπαν τις οικογένειές τους ν' απομακρύνονται. Κόπηκε η λαλιά τους, έκλεισε ο λαιμός! Μερικοί, κάπως πιο ψύχραιμοι, προσπάθησαν να τις δώσουν κουράγιο, να τις παρηγορήσουν, πως γρήγορα θα συναντηθούν πάλι.
Όμως οι γυναίκες ήξεραν που πάνε! Ήξεραν πως δεν θα ξανάβλεπαν τα όμορφα κι αγαπημένα τους χωριά, όπου έζησαν οι Σανταίοι αιώνες ολόκληρους και τα υπεράσπισαν με τους αγώνες τους, περήφανοι, ανίκητοι, απροσκύνητοι!
Καταλάβαιναν πως ήταν η τελευταία φορά που πατούσαν τ' αγιασμένα χώματα της Πατρίδας, με την πανέμορφη φύση, τα ψηλά βουνά, τις ρεματιές, τα δάση και τα κρύα νερά.
Άφηναν τη γη όπου γεννήθηκαν, όπου έζησαν, όπου ήσαν θαμμένοι οι πρόγονοι και οι γονείς τους.
Εκείνη την ημέρα τρελάθηκε από το φόβο της η Αντιγόνη, σύζυγος του Γεωργίου Γωνιάδη. Δεν άντεξε ο νους στην τόση συμφορά.
Σάλεψε το μυαλό της και παρακαλούσε όποιον εύρισκε, μέχρι και Τούρκο, να την σκοτώσει.
Μέσα στο κρύο και στη βροχή - οι Τούρκοι διάλεγαν πάντα την εποχή - πήραν το δρόμο για τις γνωστές "λευκές πορείες του θανάτου". Ήξεραν οι Τούρκοι πως ένας λαός που δεν έχει παιδιά και γυναίκες, δεν είναι έθνος. Θέλησαν να εξαφανίσουν τα γυναικόπαιδα για να εξαφανίσουν το γένος των Ελλήνων.
Στο δρόμο για την εξορία, εκείνες τις μαύρες μέρες του σκληρού, του απάνθρωπου ξεριζωμού, οι γυναίκες της Σάντας, πέρασαν βάσανα τραγικά και απερίγραπτα!
Όταν κατέβηκαν στην Ίμερα, μια γυναίκα που ήταν έγκυος, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε καταμεσής του δρόμου. Ήταν η γυναίκα του αντάρτη Γιώργου Ατέσογλη. Έθαψαν βιαστικά το νεογέννητο στην άκρη του δρόμου, ενώ η ίδια, ταλαιπωρημένη και εξαντλημένη καθώς ήταν από τη γέννα, σηκώθηκε, φορτώθηκε τα υπόλοιπα παιδιά της και ακολούθησε όλο εκείνο το φοβισμένο πλήθος, που προχωρούσε στο άγνωστο, σ' έναν δρόμο ατέλειωτο, χωρίς γυρισμό!
Περπατούσαν ασταμάτητα μέσα στο κρύο και στα χιόνια. Η πείνα, η δίψα, η γύμνια, το κρύο, οι αρρώστιες, τους συνόδεψαν ως τα βάθη της Τουρκίας.
Στο δρόμο για το Ερζερούμ, μια γριά, η Λυμπιάνα, δεν άντεξε τις κακουχίες, έπεσε στο δρόμο και ψυχορραγούσε. Την τράβηξαν στην άκρη του δρόμου, έβαλαν πάνω της μερικές πέτρες και συνέχισαν, βιαστικά, το δρόμο τους, γιατί αλίμονο σ' αυτούς που καθυστερούσαν! Δοκίμαζαν τον αλύπητο ξυλοδαρμό των φρουρών στρατιωτών, στα σκελετωμένα κορμιά τους.
Μια άλλη γριά δεν μπορούσε να περπατήσει και καθυστερούσε, επειδή ήταν πολύ άρρωστη. Την υποβάσταζαν μάλιστα από τις μασχάλες οι δικοί της, για να μπορέσει κάπως να περπατήσει.
Ο Τούρκος συνοδός βλέποντας ότι καθυστερούσαν, άρχισε να τους χτυπάει και να φωνάζει να επιταχύνουν το βήμα τους. Μα πώς;
Τότε μια γυναίκα, η Βανατικίνα, που ήξερε λίγα τουρκικά, είπε στον Τούρκο:
- Καλά, εσείς άνθρωποι δεν είστε; Δεν βλέπεις ότι η γυναίκα ψυχομαχεί όρθια; Θεό, δεν πιστεύετε; Θεό, δεν έχετε;
Ο Τούρκος σαν να ντροπιάστηκε και έδωσε διαταγή να τους αφήσουν, να προχωρούν σιγά-σιγά.
Δεκαπέντε μέρες περπατούσαν νηστικοί, γυμνοί, εξαθλιωμένοι, για να φτάσουν στο Χουνούζ', ανθρώπινες σκιές. Εκεί, από την απλυσιά και τις κακουχίες εμφανίστηκαν και οι επιδημικές αρρώστιες. Οι άνθρωποι εξαντλημένοι πέθαιναν ομαδικά, χωρίς να προλαβαίνουν να τους θάψουν. Τους άφηναν στην άκρη του δρόμου άταφους μέσα στα χιόνια και τους κατασπάραζαν οι λύκοι και τα σκυλιά! Τα γυναικόπαιδα της Σάντας δεν είχαν ούτε καν ομαδικό τάφο!
Η ιστορία τους ήταν "ένα Αουσβιτς εν ροή", όπως έγραψε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βιέννης κ. Πολύχρονης Ενεπεκίδης.
Στις σκληρές και άγριες εκείνες μέρες, οι γυναίκες ξεπέρασαν τον εαυτό τους, ξεπέρασαν την ανθρώπινη φύση! Ξεπέρασαν τον ανθρώπινο φόβο! Αψήφησαν τον κίνδυνο του θανάτου από τη χολέρα και τον τύφο. Με αυταπάρνηση και αυτοθυσία στάθηκαν δίπλα στους άρρωστους και προσπαθούσαν να τους ανακουφίσουν από τους πόνους και την αγωνία του θανάτου.
Πολλές ήσαν οι μάνες που θήλασαν παιδιά πεθαμένων γυναικών, για να τα κρατήσουν στη ζωή. Μοίρασαν το ελάχιστο γάλα που απέμεινε στα αποστραγγισμένα στήθη τους, ανάμεσα στο δικό τους και στα ξένα παιδιά, όντας και οι ίδιες αδύναμες, εξασθενημένες και σκελετωμένες.
Και ενώ όλα αυτά υπέφεραν τα γυναικόπαιδα, στα βάθη της Τουρκίας, στα βουνά της Σάντας διαδραματίστηκαν άλλα γεγονότα, επίσης φρικτά και συγκλονιστικά .
Λίγες ώρες μετά τον εκτοπισμό των Σανταίων, οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά, όρμησαν σαν όρνια και άρχισαν ν' αρπάζουν, να λεηλατούν, να κουβαλούν ζώα, σκεύη και ότι άλλο εύρισκαν στα σπίτια!
Και δεν αρκέστηκαν μόνο σ' αυτό. Στα χωριά είχαν μείνει γέροι και γριές, που δεν ήσαν σε θέση ν' ακολουθήσουν τα γυναικόπαιδα, στην πορεία για τον εκτοπισμό. Την επομένη οι Τούρκοι τους συνέλαβαν, τους βασάνισαν άγρια, άλλους έσφαξαν και άλλους έκαψαν. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν η Δαμιανάβα, η Μάμα η Τσαχάλα, η Καμπουρίνα και πέντε άλλες γριές που τις έκαψαν σ' ένα φούρνο στου Πιστοφάντων. Δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους.
Τέλος, μια ομάδα από νέες γυναίκες, για ν' αποφύγουν τον εκτοπισμό, κρύφτηκαν μέσα στο δάσος, με τη σκέψη ότι θα μπορούσαν από βουνό σε βουνό να κατέβουν στην Τραπεζούντα. Δυστυχώς, έχασαν τον προσανατολισμό τους εξαιτίας της ομίχλης και έμειναν αποκομμένες σχεδόν δύο μήνες. Επέζησαν τρώγοντας χόρτα και βολβούς!
Όταν αργότερα τις βρήκαν οι δικοί μας αντάρτες, έτσι όπως ήσαν σκελετωμένες και αναμαλλιασμένες, δεν τις αναγνώρισαν! Είχαν γίνει σαν αγρίμια! Αυτές μόλις τους είδαν, νομίζοντάς τους Τούρκους, όρμησαν να πέσουν στον γκρεμό, να σκοτωθούν. Διασώθηκαν την τελευταία στιγμή. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν η Ελένη Γραμματικοπούλου και η Ελένη Ταρά.
Όμως το πιο τραγικό, το πιο σπαρακτικό γεγονός ήταν η θυσία των μικρών παιδιών:
Πολλοί Σανταίοι, περίπου τριακόσια άτομα, φίλοι και συγγενείς καθώς και οι οικογένειες των ανταρτών, για ν' αποφύγουν τον εκτοπισμό, ανέβηκαν στο βουνό, κλείστηκαν στη σπηλιά της Μάγαρας, απ' όπου, με τη βοήθεια των ανταρτών θα κατέβαιναν στην Τραπεζούντα. Ανάμεσα στο πλήθος ήσαν και αρκετά βρέφη και μικρά παιδιά.
Οι αντάρτες βλέποντας ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, γιατί οι Τούρκοι ήσαν πολλοί ενώ αυτοί λίγοι, αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τα γυναικόπαιδα προς το πυκνό δάσος κι από 'κει θα τα οδηγούσαν αργότερα στην Τραπεζούντα. Στο σχέδιο τους αυτό ήταν εμπόδιο τα μικρά παιδιά και τα βρέφη.
Φοβήθηκαν, μήπως με το κλάμα τους κατά την έξοδο από τη σπηλιά θα προδίδονταν το σχέδιο τους. Και τότε συνέβηκε το πιο τραγικό, συνταρακτικό και δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω γεγονός, στην ιστορία της Σάντας.
Αποφάσισαν και έσφαξαν επτά βρέφη και τα άφησαν στην άκρη του δρόμου.(Σ.Σ. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να το τοποθετούμε σε δυο αράδες!!!! Δυστυχώς τα  γεγονότα δεν εξελίχθησαν έτσι ακριβώς).
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι, όταν τα είδαν, κατάλαβαν ότι οι Σανταίοι ήταν αποφασισμένοι για όλα, γι' αυτό και δεν τους κυνήγησαν.
-    Επτά αγγελούδια, επτά χερουβείμ, φύλακες των Τριακοσίων!
-    Καημένες μάνες! Τραγικές γυναίκες!
Δεν εξετάζω το πώς και το γιατί. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εμβαθύνω για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε.(Σ.Σ. Μάλλον δεν θέλει να το εμβαθύνει η κ. Τσακμακιδου-Κωτιδου). Αυτό το αφήνω στους ιστορικούς και στους ψυχολόγους στρατιωτικούς. Ξέρω πως ο πόλεμος είναι σκληρός και δημιουργεί μιαν άλλη, διαφορετική ψυχολογία.
Όμως μου κάνει εντύπωση πως οι καθ' όλα άξιοι ιστορικοί μας, που και σεβασμό και ευγνωμοσύνη τους οφείλουμε, δεν ερεύνησαν και δεν ασχολήθηκαν μ' ένα τέτοιο γεγονός, το τραγικότερο της ιστορίας της Σάντας. Σπατάλησαν τόσο χρόνο για να ερευνήσουν πόσοι Τούρκοι και πόσοι Έλληνες σκοτώθηκαν στην άλφα και στην βήτα μάχη και δεν άξιζε ν' ασχοληθούν με το γεγονός αυτό;
Όταν έγραφαν την ιστορία της Σάντας, ζούσαν ακόμη οι μάνες και οι θείες αυτών των παιδιών. Γιατί δεν τις ρώτησαν; Ας μην έκριναν. Ας κατέγραφαν μόνο μαρτυρίες. Ήταν παράλειψη.(Σ.Σ. Συμφωνούμε απόλυτα με την συγγραφεα.. Κατι πολύ σοβαρό συνέβη εκείνη την μέρα.)
 
Ο Μιλτ. Νυμφόπουλος γράφει ότι οι μάνες μέσα σ' ένα παραλήρημα έδωσαν τα παιδιά με τη θέλησή τους. Δεν αναφέρει όμως τη μαρτυρία καμιάς μάνας.
 
Ο Στάθης Αθανασιάδης (Γερο-Στάθης) το αναφέρει απλά και αντιπαρέρχεται σιωπηρά. 
Εγώ θ' ασχοληθώ με τα συναισθήματα, τον πόνο και τη βασανιστική σιωπή εκείνων των γυναικών. 
Τις ρώτησαν για το πόσο πόνεσαν, πόσο μάτωσαν;
Τις ρώτησαν για το σπαραγμό της καρδιάς τους; 
Πώς ένοιωθαν άραγε αργότερα, όταν η μπόρα πέρασε; 
Αν μετάνιωσαν; 
Αν καταράστηκαν, αν είχαν ήσυχη την συνείδησή τους, αν τα βράδια δεν έρχονταν τ' αγγελούδια τους στον ύπνο τους;
Τις ρώτησε κανείς κάτω από ποιες συνθήκες δώσανε τα παιδιά τους;

-    Αν κλαίγ'νε τά μωρά σουν", τις είπαν, "οι Τουρκάντ' όλτς εμούν θα δεβάζ'νε 'ς σό μαχαίρ'".
("Αν κλάψουν τα μικρά σας" τις είπαν, "οι Τούρκοι θα μας σφάξουν όλους").
Δεν είναι ψυχολογική πίεση; Δεν είναι εκφοβισμός;
"Να παίρετεν τά μωρά 'σουν καί να έβγαίνετε ας ς'σό σπέλεν".
Να πάνε πού;
Μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή;
 Σκληρός ο πόλεμος, δεν λέω. Σκληρό, όμως, πολύ σκληρό και τραγικό για τις μάνες, που φοβισμένες, ζαλισμένες, κυριολεκτικά χαμένες, έδωσαν τα παιδιά τους. Φοβήθηκαν την αμαρτία, μη πάρουν στο λαιμό τους και τους άλλους.
Πόσο σας σκέπτομαι, καλές μου γιαγιάκες! Πόσο πονώ τον πόνο σας!
Καταλαβαίνω πώς περάσατε τη ζωή σας ολόκληρη με μια ανοιχτή πληγή στην καρδιά.
Εμείς, έστω και τώρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σας θυμούμαστε, να σας ανάβουμε ένα κερί και να καθησυχάζουμε τις ψυχές σας, λέγοντας, πως αυτά έχει ο πόλεμος.
Από τη φουρνιά των παιδιών επέζησαν μερικά. Μία ήταν και η Όλγα τη Σωτήρ' τη Κώστη. Έζησε, γέρασε στη Νέα Σάντα Κιλκίς και πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Αυτήν, η μάνα της δεν θέλησε να την δώσει. Αντιστάθηκε.
-    "Άν τερώ πώς κλαίει, μέ τά χέρα μ' θά φουρκίζ' άτο", είπε.
Ύστερα απ' αυτή τη διαβεβαίωση την άφησαν.
Εκτός από την Όλγα Σωτηροπούλου, γλύτωσαν την φοβερή εκείνη νύχτα και η Νάζη Ποταμοπούλου το γένος Τσακμακίδου. Αυτήν, η μάνα της Αγγέλη Τσακμακίδου, τόλμησε, την άρπαξε και μέσα στην βροχή και στο πυκνό σκοτάδι, χάθηκε στο παρθένο δάσος απ' όπου περπατώντας έφθασε στην Παναγία Σουμελά.
Στον δρόμο συναντήθηκε με μια άλλη μητέρα που κι αυτή τρομοκρατημένη, μη χάσει το παιδί της, κοριτσάκι κι αυτό, χώθηκε νυχτιάτικα στο δάσος, με κατεύθυνση το Μοναστήρι. Αυτή ήταν η Θάλεια Σιτμαλίδου το γένος Πενταζή με την μικρή Νάζη που αργότερα παντρεύτηκε στην Νέα Σάντα τον Κώστη Γεροντίδη, Γραμματέα τότε της Κοινότητας. Πέθανε τα Χριστούγεννα του 2001.
Και οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις αφορούσαν μάνες που είχαν από ένα μόνο παιδί, γι' αυτό και απετόλμησαν τη φυγή μέσα στο δάσος.
Τις πληροφορίες αυτές μου έδωσαν ο Θεόδωρος Ποταμόπουλος, πρώην Πρόεδρος του Συλλόγου Σανταίων Θεσσαλονίκης και η Ευθυμία Σπυριδοπούλου, ετεροθαλής αδελφή της Νάζης Γεροντίδου το γένος Σιτμαλίδου.
Ο Θεόδωρος Ποταμόπουλος μου είπε και κάτι άλλο: 
Η γιαγιά του η Αγγέλη, του είπε πως, όταν πήραν τα παιδάκια για να τα σφάξουν, οι μάνες τους φώναζαν:
"Επάρ' τεν κι εμάς"!
Ένα άλλο παιδί που σώθηκε είναι ο Φίλιππος Κουρτίδης, γιος του Κώστη Κουρτίδη, αδελφού του Καπετάν Ευκλείδη. Στα χωριά της Δράμας ζούνε ακόμη μερικά παιδιά από εκείνα. Δεν σκοτώθηκαν όλα, δεν γνωρίζω πιο ήταν το κριτήριο.(Σ.Σ.. Πραγματικά δεν γνωρίζει το κριτήριο η αγαπητή κ. Τσακμακίδου, ή δεν θέλει να μιλήσει;;; Τις αξίζουν παντως συγχαρητήρια που αναδεικνύει ένα  σοβαρό θέμα!!!)
Αυτά έγιναν στα βουνά της Σάντας!
Τραγικά, σπαρακτικά, θλιβερά!
Από τους κακόμοιρους τους εξόριστους, όσοι επέζησαν, ύστερα από τόσες κακουχίες, ήρθαν στην Ελλάδα, όπως και οι άλλοι Σανταίοι που είχαν μείνει στην Τραπεζούντα.
Ήρθαν με την Συνθήκη της Λωζάνης, όλοι στην Μητροπολιτική Ελλάδα, "ς' σό πλάν τήν Ρωμανίαν" στην αντίπερα Ελλάδα, όπως έλεγε ο μεγάλος Πόντιος ποιητής Ηλίας Τσιρκινίδης στο ποίημά του "ό Δήμον".
Εδώ τους περίμενε ένας άλλος Γολγοθάς, ένας σκληρός και ανελέητος αγώνας, ο αγώνας για επιβίωση.



Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
Φιλολογος-Συγγραφέας




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah