Χαμένα αδέλφια: Απο την Σαμψούντα στη Δράμα

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Όπως πολλές πόλεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, το λιμάνι της Σαμψούντας  ξεχωρίζει περισσότερο για τη φυσική ομορφιά που το περιβάλλει και για την πλούσια και πολύπλοκη ιστορία που αποπνέει, παρά για τη σημασία του ως σύγχρονου εμπορικού κόμβου.
 Χτίστηκε πριν από 2.700 χρόνια ανάμεσα σε δύο εύφορα δέλτα. Δυτικά της Σαμψούντας, το «κόκκινο ποτάμι» (Κιζιλιρμάκ στα Τούρκικα) χύνεται στην Μαύρη Θάλασσα αφού προηγουμένως διασχίσει μεγάλο τμήμα της Ανατολίας.
 
Σαμψούντα-Samsoun
Στην ανατολική του πλευρά είναι η εκβολή του «πράσινου ποταμιού» (Γιεσιλιρμάκ στα Τούρκικα) που περνάει μέσα από γοητευτικές παλιές πόλεις και εύφορες κοιλάδες που φέρνουν στο νου τοπία της Ιρλανδίας ή της Ουαλίας.
Στο κέντρο υψώνεται η βουνοκορφή του Αγίου-Τεπέ. Αυτό και τα τριγύρω βουνά ήταν στις αρχές του 1920 το σκηνικό μερικών από τις πιο βίαιες αλλά και τις πιο μεγαλειώδεις μάχες της πρώτης δεκαετίας του πολέμου που οδήγησε στο χωρισμό Ελλήνων και Τούρκων .
Ένα από τα ελάχιστα εντυπωσιακά μνημεία της πόλης είναι το γιγαντιαίο άγαλμα του έφιππου Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος μπήκε στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου αποφασισμένος να δώσει πίσω στην πατρίδα του την υπερηφάνειά της και να εδραιώσει τον τουρκικό έλεγχο της Ανατολίας.
 Η είσοδος του ήταν ιδιαίτερα ορμητική γιατί την -οδηγούσε ο θυμός που αισθάνονταν σχεδόν κάθε Οθωμανός μουσουλμάνος για την κατάκτηση, λίγες μέρες νωρίτερα, της παραθαλάσσιας πόλης που οι Τούρκοι ονόμαζαν γκαβούρ Ισμίρ (Σμύρνη των ξένων).
Η Σαμψούντα δεν θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί την εκζήτηση ή την πολιτική ζωή της Σμύρνης, όμως η σύγχρονη ιστορία και των δύο λιμανιών έχει κοινά χαρακτηριστικά.
 Και στα δύο το εμπόριο ήταν κάποτε υπό την κυριαρχία μιας εξωστρεφούς ελληνορθόδοξης κοινότητας η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτυσσόταν ραγδαία και αποτελούσε προορισμό μεταναστών από την Ελλάδα.
Και στα δύο η οικονομική υπεροχή χρησίμευε σαν εργαλείο προσηλυτισμού και εξελληνισμού των λιγότερο μορφωμένων ορθόδοξων της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αποκλειστική γλώσσα τα τούρκικα.
Ως το Δεκέμβριο του 1922 η ελληνική Σαμψούντα (ή Αμισσός, όπως είναι το αρχαίο ελληνικό της όνομα) κατέρρεε με την ίδια ταχύτητα που είχε καταρρεύσει και η Σμύρνη τρεις μήνες νωρίτερα.
 Το τελευταίο κεφάλαιο ενός σκληρού αγώνα για τον έλεγχο των βουνών γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, επομένως και των ακτών της, ξεδιπλωνόταν και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους ήταν κάθε μέρα και πιο βαριές.
 Όποτε μπορούσαν, πάνοπλοι άνδρες ξέφευγαν από τη θάλασσα προς τη Ρωσία και ύστερα, αφού νοίκιαζαν ή έκλεβαν κάποιο πλεούμενο, κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Ήταν μέλη  χριστιανορθόδοξων ένοπλων σωμάτων που πολεμούσαν τα τελευταία χρόνια με τους Τούρκους, στρατιώτες και άτακτους, ακολουθώντας τους ανελέητους νόμους του ανταρτοπόλεμου.
 Συγχρόνως, τα άοπλα μέλη της κοινότητάς τους -δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι- κατηφόριζαν από τα υψίπεδα προς τα παράλια με την ελπίδα ότι θα επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό την Ελλάδα ή κάποιο άλλο ασφαλές μέρος.
Πολλοί από αυτούς βρίσκονταν καθ’ οδόν, υπό απάνθρωπες συνθήκες, από τα μέσα του 1921 που οι Τούρκοι εθνικιστές, φοβούμενοι μία ελληνική επίθεση εναντίον του αρχηγείου τους στην Άγκυρα, έβαλαν σε εφαρμογή το μεγαλύτερο σχέδιο μετακίνησης των ορθόδοξων χριστιανών που γνώρισε ποτέ η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Σε μερικές περιπτώσεις οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών έπαιρναν μαζί τις οικογένειές τους στα βουνά πιστεύοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος να τις φυλά¬ξουν από τα αντίποινα. Αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό βρήκε καταφύγιο σε αυτά τα ταμπούρια. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι παρέμειναν στα χωριά τους μέχρι να καούν ζωντανοί ή να απελαθούν.
Σε αυτό τον πόλεμο καμία πλευρά δεν είχε το μονοπώλιο της θηριωδίας. Η εκδίκηση για τον εμπρησμό ενός χριστιανικού χωριού ήταν, όπου ήταν δυνατό, ο εμπρησμός ενός μουσουλμανικού.
 Και οι δύο πλευρές έπαιρναν ομήρους για λύτρα. Αν τα λύτρα δεν πληρώνονταν οι όμηροι εκτελούνταν. Οι πολεμιστές και των δύο πλευρών ακολουθούσαν μία παράδοση της οποίας οι ρίζες ήταν τόσο φονικές και συμφεροντολογικές όσο ήταν θρησκευτικές και πολιτικές. Ήταν αγωνιστές με την έννοια που θα αναγνώριζαν οι τοπικοί πολέμαρχοι στο σημερινό Αφγανιστάν.
Μέχρι τα τέλη του 1922 τα κανόνια είχαν σιγήσει και είχαν ξεκινήσει οι ειρηνευτικές συνομιλίες στην Ελβετία. Από τον Μάρτιο του 1922 ίσχυε κάποιου είδους τοπική ανακωχή στην περιοχή της Σαμψούντας, επιβεβλημένη από τους εμπόρους που παραπονούνταν ότι ο συνεχής πόλεμος έδιωχνε τον πληθυσμό της περιοχής και τους χάλαγε τις δουλειές.
 Στο τελευταίο όμως τρίμηνο του 1922 και καθώς ο τουρκικός στρατός επικρατούσε σε άλλες περιοχές της Ανατολίας υπήρξε νέο κύμα διωγμών προκειμένου να ξεφορτωθεί η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας τους ορθόδοξους χριστιανούς, οπλισμένους ή μη.
 Οι χριστιανοί από τη μεριά τους έβλεπαν καθαρά ότι η μόνη δυνατή φυγή ήταν από τη θάλασσα. Η μεταφορά όμως των προσφύγων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας εμποδιζόταν από την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε να στείλει πλοία για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες με ελάχιστη ή και καθόλου πληρωμή, αλλά η τουρκική κυβέρνηση το απαγόρευσε. Κατά τη γνώμη των Τούρκων δεν είχε παρέλθει αρκετός χρόνος από τότε που το ελληνικό ναυτικό είχε βομβαρδίσει τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Βρετανία ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει στην εκκένωση αλλά σε πιο περιορισμένη κλίμακα.
 
Πλοία από άλλες χώρες ήταν έτοιμα να πάρουν τους πρόσφυγες από τη Σαμψούντα αλλά μόνο κατόπιν πληρωμής. Ορισμένα μετέφεραν τους πρόσφυγες κατ' ευθείαν στην Ελλάδα, αλλά καθώς στα ελληνικά λιμάνια είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, μερικά άφηναν το ανθρώπινο φορτίο τους στη συμμαχική στρατιωτική αποστολή που ήταν ακόμα εγκατεστημένη στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα υπόμνημα που κυκλοφόρησε στα γραφεία των φιλανθρωπικών αποστολών μεταξύ των οποίων και το Βρετανικό Ταμείο Διάσωσης Παιδιών (Save the Children Fund), δίνει μία εικόνα της κατάστασης στο λιμάνι της Σαμψούντας στα τέλη του 1922.
Πληροφορία που μας ήλθε στις 27 Νοεμβρίου υπολογίζει τον αριθμό των ανθρώπων που έφτασαν ήδη στο λιμάνι από το εσωτερικό της χώρας σε 30.000 και καθημερινά φτάνουν άλλοι 500 περίπου. Ένα βρετανικό ατμόπλοιο έπλεε προς τη Σαμψούντα στις 7 Δεκεμβρίου με σκοπό να φορτώσει 2.500 ανθρώπους.
Δύο γαλλικά πλοία, ένα ιταλικό και τέσσερα τούρκικα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη (από την Σαμψούντα) τις τελευταίες μέρες, ασφυκτικά γεμάτα με όσους πρόσφυγες διέθεταν επτά τουρκικές λίρες για την μεταφορά τους.

Άλλο υπόμνημα με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου αναφέρει:
Η άρνηση του Κεμάλ να επιτρέψει σε Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες να επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί η χρήση βρετανικών πλοίων τα οποία θα φορτώσουν πρόσφυγες από τη Σαμψούντα, την Τραπεζούντα και άλλα λιμάνια και θα τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη όπου θα επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα, κάτι που είναι εφικτό.
Το αμερικανικό ναυτικό δεν μπορεί να συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλά είναι διατεθειμένο να εγκαταστήσει αντιτορπιλικά γύρω από τα λιμάνια ως παρατηρητές.
Πίσω από τις λακωνικές δηλώσεις κρυβόταν μία ξέφρενη και σκληρή διπλωματική μάχη. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών αρχών, ήθελαν να απομακρύνουν το ταχύτερο τους χριστιανούς από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Καμιά χώρα δεν είχε τη διάθεση ούτε και τις δυνατότητες να αναλάβει μόνη της τέτοιου μεγέθους επιχείρηση και η Τουρκία δεν έδειχνε καμία προθυμία να αφήσει τα χωρικά της ύδατα ανοιχτά σε πρώην εχθρούς της.
Τα τούρκικα πλοία ήταν τελικά εκείνα που φυγάδευσαν πολλούς μετανάστες μακριά από τη Σαμψούντα κάτω από πραγματικά απάνθρωπες συνθήκες, κυρίως επειδή οι περισσότεροι ήταν βαριά άρρωστοι προτού επιβιβαστούν.
Μεταξύ των προσφύγων και των απογόνων τους που ζουν σήμερα στην Κρήτη, το ταξίδι από τη Σαμψούντα και η μακριά πορεία που προηγήθηκε πάνω από τα βουνά, μνημονεύεται με δύο τρόπους.
Από τη μία υπάρχει η ρομαντική σκοπιά που εξυμνεί τη γενναιότητα των ανταρτών της Μαύρης Θάλασσας οι οποίοι άντεξαν ως το τέλος μέσα στα ορεινά τους καταφύγια, δίνοντας άνισο αγώνα με τους Τούρκους τη στιγμή που πολλοί τον είχαν χαρακτηρίσει χαμένο.
 Οι άνθρωποι θυμούνται με θαυμασμό ότι εκείνοι οι αντάρτες δέχθηκαν πρόθυμα την παράνομη βοήθεια των Ρώσων το 1915 και (με διαλείμματα) του ελληνικού στρατού από το 1919 και ύστερα. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να ανοίξουν ένα ακόμα μέτωπο στον άγριο πόλεμο εναντίον των Τούρκων που είχε κηρύξει η Ρωσία και οι άλλες δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και, μετά το 1919, η Ελλάδα που αρχικά στηριζόταν από την Αντάντ.
Αυτή είναι μία εκδοχή της ιστορίας όπως λέγεται σήμερα στην Ελλάδα. Μία άλλη εκδοχή δίνει έμφαση στους ανελέητους διωγμούς και τις υποχρεωτικές πορείες πάνω από δύσβατα βουνά που τελείωσε στα μέσα του 1921 αλλά είχε επιβληθεί στους ορθόδοξους χριστιανούς της Μαύρης Θάλασσας ήδη από τα μέσα του Α' Παγκόσμιου πολέμου.
Αυτή η εκδοχή συχνά εμφανίζει τις απελάσεις σαν πράξεις φρικαλέου και αναίτιου σαδισμού και μέρος ενός προμελετημένου σχεδίου για το διωγμό σχεδόν όλων των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών μειονοτήτων από την Ανατολία.
Η λογική όμως λέει ότι αποκλείεται να είναι ακριβείς και οι δύο εκδοχές. Αν αληθεύει ότι η Τουρκία, οθωμανική ή εθνικιστική, αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο από τους αντάρτες που συνεργάζονταν με τους εχθρούς της, τότε οι μαζικές απελάσεις, παρόλη την σκληρότητά τους, δεν ήταν ούτε αναίτιες ούτε ιδιαίτερα σαδιστικές, αν κανείς τις συγκρίνει με τις ισχύουσες πρακτικές στον οθωμανικό ή μεταοθωμανικό κόσμο.
Σύμφωνα με τους Τούρκους ήταν πράξεις αυτοάμυνας βασισμένες στην αρχή ότι οι αντάρτες είναι ανίκητοι όσο παραμένουν άθικτες οι κοινότητες που τους παρέχουν βοήθεια. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε το 1990 από τους Τούρκους στρατηγούς που πολεμούσαν τους Κούρδους, και στις αρχές του 21ου αιώνα από τους Ρώσους που πολεμούσαν τους Τσετσένους.
 Όσο βαριές και να ήταν οι επιπτώσεις, οι Τούρκοι «εγκέφαλοι» των διωγμών του 1921 δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που υιοθέτησαν αυτή τη στυγνή λογική. Αντάρτες με έστω και ελάχιστο λαϊκό έρεισμα δεν μπορούν να ηττηθούν εκτός και αν απομακρυνθούν εκείνοι που τους στηρίζουν. Αυτά είναι τα επιχειρήματα με τα οποία κάθε Τούρκος ή κάθε ιστορικός που υποστηρίζει την τουρκική πλευρά αντιμετωπίζει τις κατηγορίες των Ελλήνων.
Αλλά αυτοί οι διαξιφισμοί μεταξύ ακαδημαϊκών καθόλου δεν απαλύνουν τον πόνο δεκάδων χιλιάδων γυναικόπαιδων που εκδιώχθηκαν από χωριά στα οποία ως τότε
συμβίωναν ειρηνικά.
Περπάτησαν προς τα νότια για ατέλειωτες εβδομάδες ως τις περιοχές που ζούσαν οι Κούρδοι, δηλαδή ως το νοτιοανατολικό άκρο της Τουρκίας, κάτω από συνθήκες τόσο απάνθρωπες που επέζησαν μόνο οι πιο σκληραγωγημένοι.
 Βάσει σχεδίου ή όχι, όσοι συμμετείχαν στις πορείες συναντούσαν κάθε τόσο συμμορίες ένοπλων Τούρκων οι οποίοι άρπαξαν τις νέες γυναίκες. Σχεδόν κάθε οικογένεια αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες και επίπονες αποφάσεις για να προστατέψει τα παιδιά της.
 Να τα αφήσει στην φροντίδα κάποιας τοπικής τουρκικής οικογένειας ή να τα υποχρεώσει να περάσουν με τα πόδια τα βουνά με κίνδυνο να τα χάσουν από το κρύο ή την εξάντληση!
 Στην περίπτωση οικογενειών με κορίτσια σε ηλικία γάμου υπήρχε ένα εξίσου τραγικό δίλημμα. Να τα παντρέψουν με ντόπιους Τούρκους εξασφαλίζοντας τους μία ζωή σχετικής ασφάλειας και άνεσης ανάμεσα στο λαό που κυριαρχούσε τώρα στον τόπο, ή να τα πάρουν μαζί τους διακινδυνεύοντας την απαγωγή ή το βιασμό τους;
Μεταξύ των απογόνων όσων επέζησαν από τη δοκιμασία της πορείας και του ταξιδιού προς την Ελλάδα υπάρχουν ακόμα μνήμες από τα παράξενα παιγνίδια της μοίρας, που τους βοήθησαν να επιβιώσουν και, κάποτε, να φύγουν.
 
Η ακόλουθη ιστορία ειπώθηκε στις αρχές του 2005 από έναν μεσόκοπο άνδρα σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας όπου εγκαταστάθηκαν το 1924 τουρκόφωνοι χριστιανοί από τη Χάβζα, νότια της Σαμψούντας. Ο ομιλητής περιγράφει τη δοκιμασία του πατέρα του, ο οποίος την εποχή των μαζικών απελάσεων ήταν επτά χρονών.
Καθώς η γιαγιά μου και οι συχωριανοί της περνούσαν από ένα τουρκικό χωριό, συνάντησαν έναν Τούρκο που έδειξε με το δάχτυλο τον πατέρα μου, μικρό αγόρι εκείνη την εποχή, και είπε: «Γιατί κουβαλάτε το παιδάκι μαζί σας στην πορεία; θα πεθάνει. Αφήστε το σε μένα να το μεγαλώσω και θα επιζήσει.» Έτσι η γιαγιά μου, με μεγάλο δισταγμό, εμπιστεύθηκε το παιδί της στον Τούρκο ανάδοχο πατέρα. Αμέσως εκείνος το έπλυνε, το τάισε, το έντυσε και του έδωσε νέο όνομα.
 Ύστερα ο Τούρκος είπε στον πατέρα μου να πάει σε ένα περιφραγμένο χωράφι να παίξει με κάτι παιδιά της ηλικίας του. Ο πατέρας μου έπαιξε για λίγο αλλά μετά θυμήθηκε τη μάνα του και την υπόλοιπη οικογένειά του που ακολουθούσαν την πορεία.
Κατάφερε να γλιστρήσει κάτω από το φράχτη και για καλή του τύχη βρήκε τον μεγαλύτερο αδελφό του που ακολουθούσε και εκείνος την πορεία αλλά ήταν σε άλλη ομάδα. Ο πατέρας μου τελικά ξαναβρήκε τη μάνα του η οποία μόλις τον είδε έκλαψε και του είπε: «Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια! Ή θα ζήσουμε μαζί ή θα πεθάνουμε μαζί».
Στο ίδιο ελληνικό χωριό, πάλι το 2005, ένας ενενηντάρης γέροντας που δυσκολεύεται να εκφραστεί, δείχνει ένα σχολικό τετράδιο όπου έχει γράψει την ιστορία του. Η ιστορία είναι στα ελληνικά, παρά το ότι τα τούρκικα είναι η μητρική του γλώσσα και η μόνη που θυμάται πια.
Περιγράφει τις αναμνήσεις του από την πορεία στα βουνά προς τα δυτικά της Μαύρης Θάλασσας στην οποία συμμετείχε ως δεκάχρονο αγόρι. Ήταν μέλος μιας ομάδας 8.000 χριστιανών από τον ίδιο τόπο.
Ύστερα από επτά μήνες απαγωγών, κακουχίας και αρρώστιας, 6.000 από αυτούς κατόρθωσαν να φτάσουν στο νοτιοανατολικό άκρο της Μικρασίας. Είχαν περπατήσει με αφόρητο καύσωνα αλλά και παγωνιά.
 Κάθε πρωί, γινόταν προσκλητήριο κάτω από το λιοπύρι. Είχαν την εντύπωση ότι το έκαναν για να τους σπάσουν το ηθικό. Κάποια φορά «μια δύστυχη Αρμένισσα που είχε περάσει στο μέρος των Τούρκων ζήτησε και μας έφεραν ψωμί και νερό». Άλλη φορά κατασκήνωσαν στις όχθες μιας λίμνης και χόρτασαν την πείνα τους με ψάρια.
 Ψηλά στα βουνά η πορεία έφτασε κάποτε σε ένα κατεστραμμένο μοναστήρι όπου οι έξι παπάδες που ήταν ανάμεσά τους έκαναν λειτουργία και «κοινωνήσαμε και ευχαριστήσαμε τον καλό Θεό που μας έφερε ζωντανούς μέχρι εκεί».
 Τελικά, αφού πέρασαν τον ποταμό Ευφράτη βρήκαν στέγη και τροφή στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, αλλά το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού, το φθινόπωρο του 1921, ήταν και το πιο επικίνδυνο, καθώς οι Τούρκοι επιστάτες τους φοβέριζαν διαρκώς ότι, αν οι Έλληνες προχωρούσαν προς τη νέα πρωτεύουσα της Τουρκίας, τα αποτελέσματα γι' αυτούς θα ήταν τρομακτικά.
 Εστάλη ένα μήνυμα προς τα δυτικά με την οδηγία ότι στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός έκανε επίθεση στην Άγκυρα οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες θα σκοτώνονταν για αντίποινα.
«Μας έλεγαν να προσευχηθούμε στο Θεό μας να μην πάρουν οι 'Ελληνες την Άγκυρα. Τελικά μάθαμε ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και έτσι οι άπιστοι ή γιαβουρλάρ όπως μας φώναζαν οι Τούρκοι την είχαν γλιτώσει».
Η αποτυχημένη εισβολή του ελληνικού στρατού στην Άγκυρα -που αργότερα περιέγραψε με πολλές λεπτομέρειες αλλά και μεγάλη πίκρα ο πρίγκιπας Ανδρέας, πεθερός της νυν βασίλισσας της Αγγλίας- είχε διάφορες επιπτώσεις.
Φαίνεται ότι μία από αυτές ήταν η σωτηρία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν στις όχθες του Ευφράτη και κάποτε κατάφεραν να φτάσουν στην βόρεια Ελλάδα.
 
Το 1922 οι παραδαρμένοι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που κατέκλυζαν το λιμάνι της Σαμψούντας με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να φύγουν αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα επιβίωσης.
 Το κυριότερο ήταν ότι όσοι κατόρθωναν τελικά να φτάσουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ήταν ήδη σε απελπιστική φυσική κατάσταση. Αντίθετα, σε μέρη όπως η Σμύρνη και το Αϊβαλί στη δυτική ακτή της Μικρασίας, οι διωγμοί των κατοίκων είχαν κλιμακωθεί μόνο τις τελευταίες εβδομάδες του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Σπίτια μουσουλμάνων πυρπολήθηκαν, χριστιανοί άνδρες πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι οικογένειες τους επιβιβάστηκαν κακήν κακώς στα πλοία για την Ελλάδα.
Έτσι, οι χριστιανικές οικογένειες που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου ήταν αρκετά υγιείς την ώρα της απέλασης τους και η μεγαλύτερη αγωνία τους ήταν ο χαμός των ανδρών και το γεγονός ότι οι περισσότεροι θα έφταναν στην Ελλάδα μόνο με τα ρούχα που φορούσαν.
Για τους Έλληνες που ζούσαν στα βόρεια και γύρω από το λιμάνι της Σαμψούντας τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο διωγμός προς τη θάλασσα ήταν το τελευταίο μιας σειράς μαρτυρίων που τους είχαν εξασθενήσει ψυχικά και σωματικά και τους είχαν αφήσει πολύ ευάλωτους. Φτάνοντας στη Σαμψούντα πολλοί από αυτούς δούλεψαν ως λιμενεργάτες προκειμένου να βγάλουν εισιτήριο στα πλοία.
Ένα θανάσιμο μποτιλιάρισμα δημιουργήθηκε καθώς πλήθος ανθρώπων και ολόκληρες οικογένειες ορθόδοξων έφευγαν ή μετακινούνταν με τη βία από την ενδοχώρα προς τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζονταν να κατευθυνθούν και πάλι προς τα βόρεια επιστρέφοντας στους δρόμους που είχαν πάρει ένα χρόνο πριν. Οι τουρκικές αρχές τους δήλωσαν ότι, αν οι ανεπιθύμητοι χριστιανοί πρόσφυγες δεν έφευγαν γρήγορα, θα τους έστελναν πίσω στο εσωτερικό της χώρας χωρίς εγγυήσεις για την ασφάλειά τους.
Παράλληλα, τα κυριότερα λιμάνια της Ελλάδας γέμιζαν από πρόσφυγες που έφταναν από τη δυτική Ανατολία. Πολλοί κατέφυγαν αρχικά σε κοντινά νησιά όπως η Μυτιλήνη και η Σάμος και κατόπιν στον Πειραιά και την Αθήνα αναζητώντας στέγη και δουλειά.
Το μόνο μέρος για να βρουν κατάλυμα οι πρόσφυγες της Μαύρης Θάλασσας ήταν η Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν ακόμα υπό την κατοχή των Συμμάχων, εκεί μία πολυάριθμη και εύπορη ελληνική παροικία παρέμενε σχετικά ασφαλής, παρόλο που ορισμένα σημαντικά μέλη της είχαν τραπεί σε φυγή ύστερα από τις νίκες των Τούρκων το Σεπτέμβριο του 1922.
Καθώς όμως τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα δημόσια κτίρια στις ακτές του Βοσπόρου μεταμορφώνονταν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, ξέσπασαν επιδημίες ευλογιάς και τύφου που δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστούν, ορισμένοι πρόσφυγες έφταναν ήδη άρρωστοι και έτσι η κρίση χειροτέρεψε τόσο που στάθηκε αδύνατο, αρχικά, να οργανωθεί αποτελεσματική καραντίνα.
 Η μεταμόρφωση της Σαμψούντας, στα τέλη του 1920, σε κόμβο διακίνησης προσφύγων θα πρέπει να άφηνε άναυδο κάποιον που είχε ζήσει την ιστορία της τα τελευταία χρόνια.
Το 1919 που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στο λιμάνι σταλμένος από τους Οθωμανούς ανωτέρους του με την εντολή να βάλει τάξη στην περιοχή, δεν φαινόταν και πολύ κατάλληλη βάση για να ξεκινήσει τη δική του εθνικιστική εκστρατεία.
Μία μικρή βρετανική φρουρά προσπαθούσε μάλλον ανόρεχτα να διατηρήσει την ειρήνη και να εφαρμόσει τους όρους ανακωχής που είχαν επιβληθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικονομία της πόλης είχε και πάλι περάσει στα χέρια των Ελλήνων που πλούτιζαν ως έμποροι καπνών και φουντουκιών, τα κύρια αγροτικά προϊόντα του τόπου.
Οι Έλληνες της Σαμψούντας ήταν ευπροσάρμοστοι άνθρωποι κυρίως επειδή δεν είχαν πολλές επιλογές. Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο είδαν τις δουλειές τους να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ειδικά ύστερα από την άνοιξη του 1916 που ο ρωσικός στρατός κατέκτησε τα εδάφη που βρισκόταν ανατολικά - αναγκάζοντας χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες, άτακτους και πολίτες, να φύγουν προς τα δυτικά εδραιώνοντας την περιφρόνηση των τουρκικών αρχών για την ελληνοχριστιανική μειονότητα την οποία υποπτευόταν (πολλές φορές βάσιμα) ότι υποστήριξε τους Ρώσους και βοήθησε στη νίκη τους.
 Ανακοινώθηκε ότι στις περιπτώσεις που χριστιανοί ορθόδοξοι απέφευγαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία (που στις περισσότερες περιπτώσεις σήμαινε καταναγκαστική εργασία) ή λιποτακτούσαν αφού είχαν καταταγεί, θα ήταν υπεύθυνη ολόκληρη η κοινότητά τους.
 Αυτό τους έδωσε και τη δικαιολογία να εξαπολύσουν ένα πρώτο κύμα εμπρησμών στα χωριά που ζούσαν χριστιανοί, ανοίγοντας την όρεξη των Ελλήνων οπλαρχηγών για εκδίκηση. Τον Οκτώβριο του 1916 ένας από τους επικεφαλής των χριστιανών άτακτων φυγαδεύτηκε από τους Ρώσους με πλοίο και μετά από λίγο επέστρεψε με μία παρτίδα όπλων.
 
Στις αρχές του 1917 πολλοί από τους επιφανείς κατοίκους της Σαμψούντας συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν στην ενδοχώρα. Μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, που σήμερα τη στολίζει ένα μοντέρνο ρολόι, έγινε τόπος εκτέλεσης Ελλήνων ανταρτών.
Σταδιακά όλοι σχεδόν οι ενήλικες άνδρες της Σαμψούντας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και πολλοί πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τον αντάρτικο στρατό.
Οι μάχες για τον έλεγχο του όρους Αγίου-Τεπέ ήταν άγριες. Ένας από τους πιο ένθερμους και δυναμικούς υποστηρικτές των Ελλήνων ανταρτών ήταν ο ορθόδοξος εθνικιστής δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης.
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει τους 'Έλληνες στον αγώνα τους εναντίον των Βουλγάρων για τον έλεγχο της οθωμανικής Μακεδονίας και πίστευε ότι η ίδια δυναμική τακτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στη βόρεια Ανατολία, παρόλο που αρκούσε μία ματιά στο χάρτη για να πεισθεί ότι οι ελληνικοί στόχοι είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας μακριά από τα σύνορα του Βασιλείου της Ελλάδας.
 Από μία όμως άποψη ο δεσπότης είχε δίκιο να συνδέει τη Μακεδονία με τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων 1912-13 η Σαμψούντα ήταν ένα από τα πολλά μέρη της Ανατολίας όπου είχαν φτάσει μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια απαιτώντας στέγη και τροφή. Πολλοί ζητούσαν να εγκατασταθούν σε χωριά που ως τότε ζούσαν χριστιανοί.
 Ο νεοφερμένος δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης παρότρυνε τους χριστιανούς της Μαύρης Θάλασσας να αντισταθούν σε αυτές τις επιδρομές χρησιμοποιώντας βία και έτσι οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στον οθωμανικό κόσμο των Βαλκανίων και της Ανατολίας πήραν την κάτω βόλτα.
Η δράση του δεσπότη προκάλεσε την οργή των τουρκικών αρχών γι' αυτόν το νέο, πιο εθνικιστικό τύπο ορθόδοξου ποιμενάρχη και ως εκ τούτου και για το ποίμνιο του.
 Στο τέλος όμως του 1918, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι σύμμαχοι της παραδέχτηκαν την ήττα τους, οι ισορροπίες στην περιοχή άλλαξαν ξαφνικά προς όφελος των Ελλήνων. Η βρετανική φρουρά ελευθέρωσε μερικούς Έλληνες αντάρτες.
Έλληνες έμποροι και άλλοι φυγάδες επέστρεψαν στο λιμάνι ανοίγοντας το δρόμο για τις ελληνικές οικογένειες που αρχικά ζούσαν στα νότια της Μαύρης Θάλασσας και είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσία τον 19ο αιώνα. 

Ακόμα και ο Γερμανός Καραβαγγέλης επέστρεψε ύστερα από μία περίοδο στην εξορία και ξανάρχισε να στηρίζει με πάθος τον ένοπλο αγώνα για να φύγει από τους Τούρκους ο έλεγχος της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας.
Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος που το μέρος δεν προσφερόταν για να ξεκινήσει ο Κεμάλ την εκστρατεία του. Το καταλάβαινε και ο ίδιος. Αφού μελέτησε καλά την κατάσταση που επικρατούσε ακολούθησε το «πράσινο ποτάμι» προς τα βόρεια μέχρι το ιαματικό κέντρο Χάβζα όπου οι μουσουλμάνοι ήταν πλειοψηφία και οργάνωσε την πρώτη από τις πολλές ενέργειες εναντίον της πρόσφατης ελληνικής κατοχής της δυτικής Ανατολίας.
 Για κάθε τουρκόπουλο που μαθαίνει πώς ιδρύθηκε η πατρίδα του, όλα αυτά που ακο¬λούθησαν αποτελούν τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της. Ένα όλο και πιο ισχυρό στρατιωτικό και πολιτικό κίνημα το οποίο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τη Βρετανία, να αμφισβητήσει το προδοτικό οθωμανικό κατεστημένο της Ισταμπούλ, να κερδίσει το σεβασμό των Γάλλων και των Ιταλών και τελικά να κατατροπώσει τους Έλληνες.
Τριάμισι χρόνια μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, ο Κεμάλ είχε υποχρεώσει όσους τον αμφισβητούσαν, τοπικά, περιφερειακά και από την πλευρά των αυτοκρατοριών [μεγάλων δυνάμεων], να τον αναγνωρίσουν ως αρχηγό του νέου τουρκικού κράτους.
 Το πρώτο του μέλημα στο τέλος του 1922 ήταν να εδραιώσει την εξουσία του, όχι μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία αλλά και στην καθημερινή ζωή των λεηλατημένων πόλεων όπως η Σαμψούντα.
Παρόλο που υπήρχαν διαφορές μεταξύ του ίδιου και των βασικών του υποστηρικτών, όπως για παράδειγμα η ταχύτητα αποδυνάμωσης του οθωμανικού κατεστημένου, συμφωνούσαν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: Στο νέο κράτος δεν υπήρχε χώρος για τις χριστιανικές μειονότητες οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, είχαν αποτελέσει πέμπτη φάλαγγα προς όφελος εκείνων που ζητούσαν να υποδουλώσουν την Τουρκία.
Όλα αυτά σε θεωρητικό επίπεδο. Ένα πιο πρακτικό πρόβλημα, η λύση του οποίου τέθηκε σε άλλους, ήταν οι άρρωστοι και απελπισμένοι πρόσφυγες που κατέκλυζαν την αποβάθρα της Σαμψούντας αφήνοντας πίσω τους στα ορεινά χωριά κατεστραμμένους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς οικισμούς - εκεί που στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα πιστοί και των δύο θρησκειών φρόντιζαν τα ίδια ζώα, μαγείρευαν τα ίδια φαγητά, άκουγαν και έπαιζαν την ίδια μουσική.
Οι χριστιανοί που διώχτηκαν από εκεί έγιναν γνωστοί στις νέες τους πατρίδες με την ονομασία Πόντιοι, από την λέξη Πόντος, που στα ελληνικά σημαίνει θάλασσα. Ακόμα αποτελούν ξεχωριστή κοινότητα στην Ελλάδα, καλλιεργώντας μία διάλεκτο με στοιχεία από τα αρχαία ελληνικά, τόσο διαφορετική από την επίσημη γλώσσα που μόνο ένας φιλόλογος μπορεί ίσως να την παρακολουθήσει.
Σε μία χώρα που δύσκολα ανέχεται την ιδιαιτερότητα -ότι ενώνει τους Έλληνες θεωρείται σε ιδεολογικό επίπεδο πιο σημαντικό από ότι τους χωρίζει- οι Έλληνες του Πόντου διαφέρουν.
Έχουν τη φήμη ζωηρών, ευέξαπτων, δημιουργικών και ξεροκέφαλων ανθρώπων. Όπως οι Ιρλανδοί στην Αγγλία ή οι Πολωνοί στην Αμερική, γίνονται στόχος ανεκδότων, συνήθως όχι πολύ αστείων, που τους εμφανίζουν είτε αργόστροφους είτε διαθέτοντες κάποια ιδιόρρυθμη λογική, αλλά δεν τους νοιάζει ιδιαίτερα γιατί έχουν την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων που στέκουν υπεράνω εκείνων που τους κακολογούν.
 Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν όλα τα γνωρίσματα που αποδίδουν οι Έλληνες στους Πόντιους συμπατριώτες τους αποδίδονται και από τους Τούρκους στους σημερινούς κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας. Στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, θεωρείται δεδομένο ότι «οι άνθρωποι του Πόντου είναι αλλιώς» και αυτό τους κάνει ίδιους στα μάτια των τρίτων.
 
Αλλά για όποιον θέλει να δει σημάδια του πολιτισμού και της συλλογικής μνήμης των ορθόδοξων της Μαύρης Θάλασσας, η σημερινή Σαμψούντα έχει ελάχιστα να επιδείξει. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί αναφέρουν ότι το λιμάνι ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. από Έλληνες αποίκους και ονομάστηκε Αμισσός.
 Διστάζουν όμως να παραδεχθούν ότι εκείνοι που επικαλούνταν ελληνικές ρίζες ή χρησιμοποιούσαν την ονομασία Αμισσός εγκατέλειψαν την περιοχή σχετικά πρόσφατα.
Τα ίχνη της ελληνικής και χριστιανικής παρουσίας έχουν σβηστεί από την τοπική πολιτιστική κληρονομιά, όπως ακριβώς σβήστηκε και η μουσουλμανική ιστορία σε πολλά μέρη της σημερινής Ελλάδας, για παράδειγμα στην πόλη της Δράμας.
Η Δράμα σήμερα αφηγείται στον επισκέπτη μία άλλη ιστορία. Παραμερίζει το γεγονός ότι κάποτε ζούσαν εκεί μουσουλμάνοι, αλλά καμαρώνει για τον τρόπο που καλοδέχτηκε πρόσφυγες από μέρη όπως η Σαμψούντα.
 Υπάρχει άνεση και οικειότητα στη ζωή αυτής της εξωστρεφούς πόλης η οποία ευημερεί χωρίς ιδιαίτερα εμφανή λόγο και είναι κτισμένη στα μισά ενός δρόμου που από τη μία οδηγεί στη Βουλγαρία και από την άλλη σε μία πευκόφυτη ακτή του Αιγαίου.
Στα καταστήματα που πουλάνε ακριβά βαφτιστικά ρούχα, αθλητικές φόρμες γνωστών σχεδιαστών ή φανταχτερούς χρυσούς σταυρούς και στις τσιμεντένιες κατασκευές που πνίγουν το κέντρο της παλιάς πόλης, άνθρωποι συνδιαλέγονται με μία οικειότητα που υπονοεί ότι οι περισσότεροι από τους περίπου 40.000 κατοίκους της πόλης γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους.
Ύστερα από μία προσεκτική ματιά, η κοινωνική γεωγραφία και η πρόσφατη ιστορία της πόλης αρχίζουν να αποκαλύπτονται. Στην αρχή του περασμένου αιώνα η Δράμα ήταν μία οθωμανική πόλη-στρατόπεδο, όπου στάθμευαν οι στρατιώτες και άλλοι υπήκοοι του σουλτάνου όταν ταξίδευαν από την Κωνσταντινούπολη προς τις δυτικές άκρες της αυτοκρατορίας στην Αδριατική.
 Το 1911, τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων που τελικά απέσπασαν τη Δράμα από τον οθωμανικό έλεγχο, ζούσαν εκεί 11.000 μουσουλμάνοι και μόνο 2.500 χριστιανοί ορθόδοξοι, που σημαίνει ότι μετά την απόφαση της ανταλλαγής πληθυσμών απελάθηκε μία σημαντικότατη πλειονότητα ανθρώπων εγκατεστημένων από την οθωμανική εποχή. Από την άλλη μεριά, οι περισσότεροι από τους σημερινούς κατοίκους της είναι απόγονοι χριστιανών προσφύγων που ήλθαν στις αρχές του 1920 από μέρη όπως η Σαμψούντα.
Αυτό δείχνει ότι υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική ανταλλαγή πληθυσμών, γεγονός σπάνιο ακόμα και για τα δεδομένα της βόρειας Ελλάδας. Η πλειονότητα των σημερινών κατοίκων έχουν τις ρίζες τους στις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, με άλλα λόγια η Δράμα είναι στην ουσία μία ελληνική ποντιακή πόλη. Αν η οικονομική και κοινωνική ζωή της έχει περισσότερη σφρίγος και δυναμισμό από ότι κανείς θα περίμενε, αυτό οφείλεται, στον ποντιακό της πληθυσμό.
Παρόλο που τώρα είναι σκεπασμένο με τσιμέντο, υπάρχει ακόμα ένα ποταμάκι που διασχίζει το κέντρο της πόλης και κάποτε τη χώριζε σε μία οθωμανική γειτονιά στα ανατολικά και μία χριστιανική (με βυζαντινό φρούριο) στα δυτικά. Μόνο στην ελληνική πλευρά στέκουν ακόμα κτίρια που παρουσιάζουν κάποιο ιστορικό ή αισθητικό ενδιαφέρον.
Υπάρχουν ωραίες δεξαμενές, πάρκα με πλατάνια και ορισμένα αρχοντικά, πέτρινα κτίρια στο χρώμα της ανοιχτής ώχρας. Είναι αποθήκες φύλαξης και επεξεργασίας καπνού, που ήταν ο στυλοβάτης της οικονομίας της πόλης πριν και, ακόμα περισσότερο, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
 
Παλιά στοά στο κέντρο της Δράμας(φωτο:Δημήτρης Ασπιώτης)

Στο ανατολικό, δηλαδή το μουσουλμανικό, κομμάτι της πόλης δεν απομένει ούτε ένα παλιό κτίσμα. Μόνο στο κέντρο αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, βλέπουμε αραιά και πού έναν μισογκρεμισμένο τοίχο με την επιγραφή στην οθωμανική γλώσσα ενός από τα δώδεκα περίπου πανδοχεία που έδιναν στην πόλη τον χαρακτήρα της.
Ήταν τόσο δυνατός ο αντίκτυπος από την ανταλλαγή πληθυσμών που μέχρι σήμερα οι συνοικίες της Δράμας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με την καταγωγή των προσφύγων που έφτασαν εκεί τη δεκαετία του 1920.
 Στην ανατολική (οθωμανική) πλευρά υπάρχει μία γειτονιά με οικογένειες από την ανατολική Θράκη, για την έξοδο των οποίων έχουμε την αγανακτισμένη περιγραφή του 'Ερνεστ Χεμινγουέι τον Οκτώβριο του 1922.
 Άλλη γειτονιά φιλοξενεί οικογένειες που έφυγαν από τη δυτική Θράκη κυνηγημένοι από τους Βουλγάρους. Στον κεντρικό δρόμο που τραβάει προς την δυτική έξοδο της πόλης υπάρχει μία περιοχή που φέρει το ένδοξο όνομα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας, των Κομνηνών, οι οποίοι διαφέντευαν ολόκληρη τη νοτιοανατολική πλευρά του Πόντου. Όχι μόνο εκεί αλλά και στην υπόλοιπη πόλη καθώς και στα γύρα χωριά κατοικούν άνθρωποι που έφτασαν στη Δράμα από τη Μαύρη Θάλασσα.
Μία από τις συνέπειες της ποντιακής κληρονομιάς είναι ότι στις περισσότερα οικογένειες ακόμα δεν έχουν επουλωθεί οι πληγές και οι οδυνηρές μνήμες της εξόδου,  μνήμες που ακόμα ωθούν τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν την Τουρκία και τους Τούρκους με καχυποψία και πικρία αλλά και μία αίσθηση συγγένειας. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι στη Δράμα που θεωρούν την Τουρκία χώρα με την οποία είναι στενά δεμένοι και ας μη το θέλουν.
 Μία στις δύο οικογένειες στη Δράμα έχει τουλάχιστον ένα πρόγονο που κατόρθωσε να επιζήσει από τις πορείες. Άλλος δωροδοκώντας έναν Τούρκο φρουρό, άλλος πουλώντας μία εξυπηρέτηση στους Τούρκους επιστάτες ή ακολουθώντας τις ολιγάριθμες ομάδες ενόπλων χριστιανών που άντεξαν μέχρι να βρουν καράβι να τους φυγαδεύσει. Πολλοί θυμούνται νεαρές γυναίκες και κορίτσια που έμειναν πίσω καθώς, κάτω από αφόρητες πιέσεις, παντρεύτηκαν Τούρκους ή δόθηκαν σε τουρκικές οικογένειες σαν ψυχοκόρες.
Ως τα μέσα του 1923 το κέντρο της Δράμας μεταμορφωνόταν καθημερινά σε χαώδη καταυλισμό καθώς πρόσφυγες κατέφθαναν συνεχώς από την Ανατολία. Οι άνθρωποι γνώριζαν ότι η πλειοψηφία των μουσουλμάνων κατοίκων επρόκειτο να απελαθεί, επομένως να εγκαταλείψει σπίτια και χωράφια που οι ίδιοι είχαν μεγάλη ανάγκη.
 Όπως και σε πολλές περιοχές της βόρειας Ελλάδας, τα πράγματα δεν έγιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Μία από τις άμεσες επιπτώσεις της εξόδου των μουσουλμάνων ήταν να δοθεί ευκαιρία στους ντόπιους προύχοντες, και τους φίλους τους, να αρπάξουν τα καλύτερα σπίτια της πόλης. Ως το τέλος της δεκαετίας δεκάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες, κυρίως από τη Μαύρη Θάλασσα, εγκαταστάθηκαν στα εδάφη γύρω από τη Δράμα και μέσα στην πόλη χτίστηκαν εκατοντάδες απλά τούβλινα σπίτια - δύο δωμάτια σε κάθε πλευρά ενός διαδρόμου με το αποχωρητήριο στον κήπο.
Μερικά από αυτά τα κτίσματα στέκουν ακόμα, αλλά επιδιορθώθηκαν και είναι πιο άνετα με τις αυλές και τα παρτέρια τους όπου οι άνθρωποι κάθονται στον ήλιο και σχολιάζουν τη ζωή της γειτονιάς.
Εκείνο που συνέδεσε την παλιά ζωή στη Σαμψούντα με τη νέα ζωή στη Δράμα ήταν «το φύλλο της νικοτιανής». Πολύ προτού φτάσουν οι πρόσφυγες, στην περιοχή καλλιεργούσαν έναν σκούρο, γλυκόπιοτο ανατολίτικο καπνό. Πολλά πλούσια μοναστήρια και μουσουλμάνοι μεγαλοκτηματίες είχαν αποκτήσει ανέλπιστες περιουσίες τον 19ο αιώνα χάρη στις ξαφνικές ανόδους της τιμής του καπνού ή του μπαμπακιού σε παγκόσμια κλίμακα.
 Εκείνο που συνεισέφεραν οι πρόσφυγες της Μαύρης Θάλασσας ήταν το πείσμα και οι ακούραστες προσπάθειες να καταφέρουν τον καπνό να φυτρώσει σε σκληρή και άνυδρη γη, συμπεριλαμβανομένων και των οικισμών που βρίσκονταν στο όρος Φαλακρό πάνω από τη Δράμα, το οποίο ονομάζεται έτσι ακριβώς επειδή το έδαφος είναι τραχύ και πετρώδες.
Στην Δράμα, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, τη διήγηση του τοπικού έπους έχουν αναλάβει οι συνταξιούχοι δάσκαλοι, οι οποίοι έχουν χτίσει μία γέφυρα μεταξύ της επίσημης εκδοχής και της συλλογικής μνήμης των ανθρώπων με τους οποίους ανατράφηκαν.
 Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει την ιστορία της πόλης, δύο είναι οι άνθρωποι που πρέπει οπωσδήποτε να συναντήσει. Ο κύριος Βασίλης (Χατζηθεοδωρίδης) και ο κύριος Σάββας (Παπαδόπουλος). Είναι πρόσωπα οικεία και αγαπητά σε όλους και τα βιβλία που έχουν γράψει σχετικά με την περιοχή και την ποντιακή καταγωγή τους απολαμβάνουν γενικής εκτίμησης.
 
Πολιτιστικο κεντρο στη Δράμα(φωτο:Δημήτρης Ασπιώτης)
Ο «κύριος Βασίλης» και ο αδελφός του Θεοφύλακτος, επίσης πολυγραφότατος, έχουν καταγράψει με εκπληκτική λεπτομέρεια την ιστορία του ορεινού χωριού Πέραμα, μεταξύ της Δράμας και των Βουλγάρικων συνόρων, στο οποίο μεγάλωσαν στη δεκαετία του 1930 με τον πατέρα τους Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν γαιοκτήμονας στα περίχωρα της Σαμψούντας αλλά αργότερα βρέθηκε να καλλιεργεί καπνά σε ένα χωράφι στα Βουνά της βόρειας Ελλάδας.
Αν η δεύτερη και η τρίτη γενιά προσφύγων από τον Πόντο κρατάει με πείσμα, ίσως και φανατισμό, ζωντανές τις μνήμες των χαμένων πατρίδων και του παλιού τρόπου ζωής, αυτό είναι γιατί σε κάθε οικογένεια που χτυπήθηκε από μοίρα υπάρχει η αίσθηση ότι επέζησαν σχεδόν από θαύμα. Ο Βασίλης και ο Θεοφύλακτος αποτελούν ζωντανά παραδείγματα.
Το χωριό τους το Πέρασμα ιδρύθηκε από μία ομάδα εικοσιπέντε οικογενειών που ονομάζουν τους εαυτούς τους Αμισσινούς, από την Αμισσό, δηλαδή τη σημερινή Σαμψούντα.  
Στην πραγματικότητα μερικοί από αυτούς ήταν από πόλεις και χωριά της περιφέρειας και άλλοι είχαν έλθει από τα ανατολικά. Ήταν όμως όλοι Πόντιοι ή Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας, μιλούσαν την ίδια διάλεκτο και κουβαλούσαν τις ίδιες μπερδεμένες αναμνήσεις.
Στο πλοίο που τους μετέφερε κατατρεγμένους από την Ανατολία δέθηκαν σαν ομάδα και ξεκίνησαν να ψάχνουν μέρος για να εγκατασταθούν. Το σημείο που βρήκαν είχε τριγύρω πυκνά δάση, πολλά νερά και παγωμένους χειμώνες, ήταν δηλαδή παρόμοιο με τις ορεινές πατρίδες τους στα περίχωρα της Σαμψούντας. Σύμφωνα με τα δύο αδέλφια, τον Βασίλη και τον Θεοφύλακτο, οι οποίοι διηγούνται την ιστορία (από αυστηρά ελληνική σκοπιά βεβαίως), στο Πέρασμα ζούσαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι που αντιμετώπιζαν  συνεχώς κινδύνους και απειλές από Βούλγαρους επιδρομείς και ληστές.
 Όταν οι μουσουλμάνοι (με τους οποίους έζησαν ελάχιστο διάστημα αλλά πολύ αρμονικά) απελάθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών, οι πρόσφυγες από τη Σαμψούντα έπρεπε να αντιμετωπίσουν  μόνοι τους Βουλγάρους.
 Δεν χάρηκαν όμως πολύ το καταφύγιο τους στην Ελλάδα, καθώς μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν μέχρι και τέσσερις φορές.
Λόγω της κήρυξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των καταστροφών και των μαζικών απαγωγών από τις βουλγαρικές δυνάμεις του Άξονα, λόγω του εμφύλιου μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των κομμουνιστών και τέλος -γύρω στο 1990- λόγω του ότι η ΔΕΗ αποφάσισε να απαλλοτριώσει τα εδάφη προκειμένου να κατασκευάσει υδροηλεκτρικό έργο.
Το 1944 ένα μεγάλο μέρος του χωριού πυρπολήθηκε από τους Βουλγάρους και πολλοί κάτοικοι, μεταξύ τους ο εννιάχρονος Βασίλης και ο δεκαπεντάχρονος Θεοφύλακτος μαζί με τη μητέρα τους, πέρασαν αρκετούς μήνες ως αιχμάλωτοι των Βουλγάρων.
Μετά από κάθε προσωρινή έξωση, οι χωριανοί επέστρεφαν πεισματικά. Μόνο ύστερα από το 1960, όταν πολλοί κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας μετανάστευαν στη Γερμανία για να βρουν δουλειά, άρχισε να ερημώνει ο οικισμός. Σήμερα μόνο έξι από τα εικοσιτέσσερα περίπου σπίτια κατοικούνται σε μόνιμη βάση.
Στα εβδομήντα του πια, ο κύριος Βασίλης είναι ένας μικρόσωμος, αξιοπρεπής άνδρας με γκρίζο λεπτό μουστάκι, που αποπνέει κάποιο κύρος. Δεν είναι απλά δάσκαλος - είναι εκπαιδευτικός λειτουργός. Για ένα διάστημα ήταν επικεφαλής των ελληνικών σχολείων στη Γερμανία. Τουλάχιστον για μερικούς από τους βορειοελλαδίτες που γνώρισε εκεί, η μετανάστευση στη Γερμανία έγινε αφορμή να γνωρίσουν καλύτερα την πολιτιστική τους κληρονομιά, με τρόπο που οι παιδαγωγοί δεν είχαν προβλέψει.
Έμαθαν ότι η ποντιακή διάλεκτος και η ποντιακή μουσική εξακολουθούν να ηχούν δυνατά και συνειδητά μεταξύ ορισμένων κατοίκων της Φρανκφούρτης και του Ντίσελντορφ που γεννήθηκαν στην Τουρκία, στις ίδιες ορεινές περιοχές και τις κοιλάδες που οι 'Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας επίσης αποκαλούν πατρίδες.
Στην πατρίδα του τη Δράμα, ο κύριος Βασίλης είναι από τους λίγους που γνωρίζουν ακριβώς τις τοποθεσίες των οθωμανικών πανδοχείων. Μας δείχνει τη θέση ενός από αυτά που, το 1920, κατακτήθηκε από έναν θρυλικό Έλληνα Πόντιο οπλαρχηγό που είχε μετατρέψει το χριστιανικό του όνομα Στυλιανός στο μισό ελληνικό μισό τουρκικό nom de guerre Ιστύλ αγά.
 Το κτίριο, στη θέση του οποίου σήμερα υψώνεται μία αδιάφορη πολυκατοικία με μαγαζιά στο ισόγειο, υπήρξε κάποτε η βάση του συλλόγου «Οπλαρχηγών και Αγωνιστών του Πόντου» όπου ο Ιστύλ αγάς και άλλοι διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη του ένοπλου αγώνα τους στα βουνά της Ανατολίας.
 Αυτές οι πολεμικές παραδόσεις (συμπεριλαμβανόμενης της πρακτικής να φέρνουν γυναίκες και παιδιά στα  ορεινά λημέρια που τους χρησίμευαν ως ορμητήρια) ζωντάνεψαν ακόμα μία φορά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου.
Η αναβίωσή τους υπήρξε ιδιαίτερα λαμπρή στα κεντρικά της βόρειας Ελλάδας, όπου ορισμένοι Πόντιοι οπλαρχηγοί ενώθηκαν με τις δυνάμεις της αντίστασης εναντίον των Γερμανών, ενώ άλλοι πολέμησαν υπέρ των Γερμανών και εναντίον των κομμουνιστών.
 Στα χωριά όπως το Πέρασμα, όπου ο κατακτητής δεν ήταν μόνο φασίστας αλλά και Βούλγαρος, οι Έλληνες πατριώτες δεν αντιμετώπισαν δίλημμα- πολέμησαν όλοι εναντίον του Άξονα.
 
Δράμα(φωτο:Kappa Delta)
Περιγράφοντας την οικογενειακή του ιστορία που είναι επίσης η ιστορία των εικοσιπέντε οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στο Πέρασμα, ο Βασίλης θυμάται ότι, όπως πολλοί κυνηγημένοι από τη Σαμψούντα, οι δικοί του αποβιβάστηκαν στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Αυτό έγινε γιατί τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτα και τα πλοία κατευθύνονταν σε όποιο ελληνικό λιμάνι ήταν διατεθειμένο να τους δεχθεί.
 Ο Γιώργος, ο πατέρας του Βασίλη, έφτασε με τους συντρόφους του στη Λευκάδα όπου η κακή τους κατάσταση και τα ασυνήθιστα ελληνικά που μιλούσαν προκάλεσε κατάπληξη στους ντόπιους που ήταν ναυτικοί, ψαράδες και μικροκαλλιεργητές στις απόκρημνες και άνυδρες πεζούλες του νησιού.
Μερικοί Πόντιοι πρόσφυγες θυμούνται πώς οι επαφές τους με τους Λευκαδίτες δυσκολεύονταν από τις διαφορές τους στις καθημερινές θρησκευτικές πρακτικές. Οι νησιώτες του Ιονίου ήταν σίγουρα καλοί και πιστοί χριστιανοί, κάτι που δεν τους εμπόδιζε ωστόσο να είναι συχνά και επιπόλαια βλάσφημοι.
Για τους νεοφερμένους από τη Σαμψούντα, αντιθέτως, η πίστη ήταν ιερή υπόθεση που δεν επιδεχόταν καμιά βεβήλωση, καθώς αποτελούσε την έκφραση της κοινής τους ταυτότητας.
Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Χατζηθεοδωρίδη και των συντρόφων του δεν υπάρχουν αναμνήσεις προστριβών περί τα θρησκευτικά. Θυμούνται τους Λευκαδίτες σαν καλούς οικοδεσπότες που φρόντισαν τους πρόσφυγες όσο καλύτερα μπορούσαν και τους έδωσαν μικροδουλειές αλλά δεν μπόρεσαν να τους προσφέρουν μόνιμη εργασία ή οικονομική προοπτική.
 Έτσι η ομάδα από τη Σαμψούντα προχώρησε, αρχικά προς το λιμάνι της Πρέβεζας στην δυτική Ελλάδα όπου ο ντόπιος πληθυσμός ήταν πολύ λιγότερο φιλικός. Οι αρχές τους προέτρεψαν να κινηθούν βορειοανατολικά όπου οι μουσουλμάνοι ετοιμάζονταν να φύγουν και σύντομα θα επιτρεπόταν η εγκατάσταση προσφύγων.
Πήγαν με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη όπου βρήκαν μία χαώδη κατάσταση με πλήθη προσφύγων να αναζητούν συγγενικά τους πρόσωπα και από κει στη Δράμα όπου επικρατούσε η ίδια απόγνωση αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Η τοπική αστυνομία τους συμβούλευσε να προχωρήσουν βόρεια προς τα βουλγάρικα σύνορα.
Η κυβέρνηση είχε στρατηγικούς αλλά και ανθρωπιστικούς λόγους να εγκαταστήσει Έλληνες σε εκείνες τις περιοχές. Έτσι έγινε και ο Βασίλης και ο Θεοφύλακτος και τρία ακόμα παιδιά γεννήθηκαν στο Πέρασμα σε μία εποχή που η έξοδος των μουσουλμάνων είχε αφήσει σχετικά άφθονα περιουσιακά στοιχεία, μύλους, κτήματα με οπωροφόρα και χωράφια, στα οποία ένας πεισματάρης Πόντιος αγρότης είχε κάποιες πιθανότητες να καλλιεργήσει μία μικρή συγκομιδή γλυκόπιοτου καπνού μπασμά.
Λίγο μετά την εγκατάσταση τους στο Πέρασμα ορισμένοι κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα χαμένα παιδιά τους ή συγγενικά τους πρόσωπα που ήταν σκορπισμένα στα ορφανοτροφεία όλης της Ελλάδας από την Αθήνα μέχρι τη Σύρο. Μία ολόκληρη κοινότητα άρχισε και πάλι να συγκροτείται. Αυτό όμως που δεν ήταν εύκολο, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν η επικοινωνία με φίλους και συγγενείς που είχαν μείνει πίσω στην Τουρκία και κανείς δεν γνώριζε τί είχαν απογίνει. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν εικοσιπέντε χρόνια για να ξανασμίξουν οικογένειες.
Για τους πρόσφυγες σε τόπους όπως το Πέρασμα η μοίρα φύλαγε και άλλες εκπλήξεις. Όταν οι τιμές του καπνού ήταν ψηλές, ιδίως στα τέλη του 1930, οι καλλιεργητές χαίρονταν μία περιορισμένη οικονομική άνεση και η επιτυχημένη πώληση της σοδειάς εορταζόταν με πληθωρικές εκδηλώσεις μουσικής και χορού. Αλλά ο Βασίλης και ο αδελφός του θυμούνται επίσης πόσο εφήμερη ήταν συχνά η ευτυχία τους.
Αν οι καπνέμποροι οι οποίοι επιθεωρούσαν κάθε φθινόπωρο τις νέες σοδειές δεν έμεναν ικανοποιημένοι με το προϊόν κάποιου καλλιεργητή η οικογένεια του αντιμετώπιζε καταστροφή. Μόνη ελπίδα ήταν να πουληθούν την επόμενη άνοιξη τα καπνά που είχαν απορριφθεί και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές.
 Αυτό έπαθε και ο πατέρας τους κάποια χρονιά. Έχοντας όμως υπάρξει άρχοντας στην προηγούμενη πατρίδα του στη Μαύρη Θάλασσα, ο Γιώργος Χατζηθεοδωρίδης ήταν πάνω απ' όλα αξιοπρεπής. Στη διάρκεια μιας συζήτησης με έναν Έλληνα δημόσιο υπάλληλο σχετικά με την καταβολή αποζημίωσης για την περιουσία που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει, ο υπερήφανος πρόσφυγας είπε στον υπάλληλο ότι η οικογένειά του ήταν προύχοντες σεβαστοί στην περιοχή της Σαμψούντας για πάνω από διακόσια χρόνια.
Επέμενε ότι εκτός από το μεγάλο τσιφλίκι όπου το οικογενειακό όνομα ήταν χαραγμένο σε κάθε γέφυρα, θα έπρεπε να δικαιούται αποζημίωση για τις 3.000 στερλίνες που βρισκόταν ακόμα στο λογαριασμό του στην Οθωμανική Τράπεζα. Όταν του ζητήθηκε κάποιου είδους απόδειξη για όλα αυτά, ο Γιώργος εκνευρίστηκε και άρχισε να διηγείται τα βάσανα που πέρασε στην Ανατολία, σαν να είχε δικαίωμα να υπερβεί τις ενοχλητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πώς τόλμησε να ζητήσει αποδείξεις από κάποιον που τον κρέμασαν ανάποδα και κόντεψε να πεθάνει, και ύστερα τον ανάγκασαν να περπατήσει μαζί με άλλους 1.800 ανθρώπους ως τα βάθη της νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου επέζησαν μόνο οι 350; [...] Πώς τόλμησε ένας επιθεωρητής να μιλήσει με αυτό τον τρόπο σε κάποιον που γύρισε στο χωριό του ζωντανός από αυτή την πορεία και βρήκε όλους τους συγγενείς του νεκρούς;
Στο τέλος εκείνου του παράφορου ξεσπάσματος η αίτηση της οικογένειας για αποζημίωση πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων. Αυτή είναι μία από τις αναμνήσεις που οι ιστορικοί Βασίλης και Θεοφύλακτος (ο οποίος κατοικεί σε μία προσφυγική συνοικία της Αθήνας) έχουν από τον πατέρα τους. Την διηγούνται με υπερηφάνεια αλλά και απολαυστικό ποντιακό πείσμα.
Οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας έφεραν μαζί τους όχι μόνο μία διάλεκτο αλλά και μία εξαιρετικά πλούσια παράδοση. Θέατρο, λαϊκή ποίηση, παροιμίες, παραμύθια και περίπλοκα κοινωνικά τελετουργικά, που σε ορισμένα χωριά γύρω από τη Δράμα περιέργως διατηρήθηκαν άθικτα σαν να ξεχάστηκε ο χρόνος.
 Η καταγραφή και ο πανηγυρισμός αυτής της χρονικής στιγμής αποτελεί έργο ζωής και για κάποιον άλλο δάσκαλο-λαογράφο που είναι γνωστός στους παλιούς του μαθητές ως κύριος Σάββας.
Ο Σάββας Παπαδόπουλος, που φοράει χοντρά γυαλιά και ένα καπελάκι τύπου ρεπούμπλικας, έχει γεμίσει ολόκληρο ράφι με τις μελέτες του για τους λυράρηδες, τους παπάδες, τις πρακτικές μαμές και τους κομπογιαννίτες που στοίχειωσαν τα παιδικά του χρόνια και κρατούν ζωντανή τη μνήμη ενός χωριού 1.400 χιλιόμετρα ανατολικότερα.
Το χωριό του λέγεται Μαυρόβατος και είναι ένα συγκρότημα από χαμηλά κεραμοσκεπή σπίτια περιτριγυρισμένο από ορυζώνες και χωράφια μπαμπακιού και καλαμποκιού λίγα χιλιόμετρα νότια της Δράμας.
Ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1920 από μία κοινότητα που λίγα χρόνια πριν ζούσε στην τσαρική Ρωσία, στο Καρακούρτ (μαύρος λύκος στα τούρκικα) που βρισκόταν στην άκρη της Ανατολίας κοντά στην πόλη φρούριο Καρς. Η περιοχή ήταν υπό ρωσική κατοχή μεταξύ 1878 και 1918. 
Οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Μαυρόβατο είχαν κάποια εμπειρία από αναγκαστική μετανάστευση για πολιτικούς λόγους. Γύρω στο 1881 είχαν μετακινηθεί ανατολικά από τα βουνά του Πόντου στο Καρακούρτ γιατί το θεώρησαν πιο ασφαλές και ίσως οικονομικά πιο συμφέρον να ζουν στην Ρωσική Αυτοκρατορία παρά στην οθωμανική.
Αλλά ο τσαρικός ζυγός είχε και αυτός τις δυσκολίες του και μία από αυτές ήταν ότι οι χωρικοί χρειαζόταν να δίνουν μάχες για να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα διδάσκονταν και το ελληνικό αλφάβητο εκτός από το ρώσικο.
 Η αφορμή για να εγκαταλείψουν τελικά την πατρίδα τους στα ανατολικά δεν ήταν ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος αλλά η επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917 και το χάος που δημιουργήθηκε σε ολόκληρη την πρώην επικράτεια του τσάρου.
 Ο ρωσικός στρατός αποτραβήχτηκε από τις περιοχές που συνόρευαν με την Τουρκία, δίνοντας την ευκαιρία στις οθωμανικές δυνάμεις να επανακτήσουν τα εδάφη που τους είχαν πάρει οι Ρώσοι πριν από τέσσερις δεκαετίες.
Αμέσως μετά την ανακωχή του 1918, πάντα κατά την τοπική προφορική παράδοση, οι κάτοικοι του Καρακούρτ ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά υπό τουρκική κατοχή γιατί οι Τούρκοι που έφταναν τους διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν διαφορές με τους «Ρωμιούς» ή Έλληνες, γιατί το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κυνηγήσουν τους Αρμένιους.
Κάποια στιγμή οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν στο Καρακούρτ όπου η κοινότητα τους παρείχε ευχαρίστως στέγη και τροφή. Μερικοί στρατιώτες άρχισαν να ενοχλούν τις νεαρές γυναίκες και οι ντόπιοι παραπονέθηκαν στον διοικητή τους. Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση ενός κατοίκου του Μαυροβάτου την οποία έχει καταγράψει ο Σάββας ο δάσκαλος, ο διοικητής έγινε έξαλλος και είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι σας δίνουν όσο φαγητό θέλετε, δεν ντρεπόσαστε να φέρεστε έτσι;» Φώναξε άλλους στρατιώτες και τους διέταξε να ξυλοφορτώσουν τους ένοχους. Φανταστήκαμε ότι ο διοικητής ήταν μυστικός Ρωμιός».
 Στις αναμνήσεις των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας αυτή η φράση «θα πρέπει να ήταν μυστικός Ρωμιός» αναφέρεται για κάθε Τούρκο αξιωματικό ή γραφειοκράτη που έδειξε καλοσύνη απέναντι σε έναν «Ρωμιό» ή ελληνορθόδοξο. Σε μερικές περιπτώσεις έχουν δίκιο.
Παρόλες τις σχετικά ευτυχισμένες στιγμές ελληνοτουρκικών σχέσεων οι κάτοικοι του Καρακούρτ δεν απέφυγαν να εμπλακούν στις εχθροπραξίες μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων. Σύμφωνα με τις ανεπιτήδευτες αναμνήσεις ενός χωρικού, «οι δικοί μας βρέθηκαν να υποστηρίζουν πότε τους Τούρκους πότε τους Αρμένιους. Όταν όμως οι Τούρκοι μας έπιαναν να συναναστρεφόμαστε τους Αρμένιους δεν ήθελαν ούτε να μας βλέπουν».
Έτσι οι Έλληνες πήραν πάλι το δρόμο της εξορίας προς τα βόρεια σε αναζήτηση εδαφών που ήταν ακόμα υπό ρωσική κατοχή φτάνοντας τελικά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Από κει σάλπαραν σε μικρές ομάδες προς την Ελλάδα. Σε όποιο μέρος της Ελλάδας και να βρέθηκαν, οι εξόριστοι του Καρακούρτ έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να μαζέψουν γύρω τους τις σκόρπιες τους οικογένειες και να διατηρήσουν τον παλιό τρόπο ζωής με τις τελετουργίες του αρραβώνα, του γάμου (που κρατάει πολλές μέρες και έχει συγκεκριμένους ρόλους για κάθε μέλος των οικογενειών που πρόκειται να συμπεθεριάσουν) και της κηδείας.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Παπαδόπουλου, η άφιξη των προσφύγων στη περιοχή της Δράμας και η κατανομή της γης υπήρξε πιο αυθόρμητη και ανεξέλεγκτη διαδικασία από ότι καταγράφεται επισήμως.
 Στο Μαυροβάτο οι νεοφερμένοι απλούστατα κατέλαβαν αυθαίρετα κάποιες εγκαταλελειμμένες περιουσίες που προηγουμένως ανήκαν σε Οθωμανούς μπέηδες και είχαν περάσει σε Έλληνες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912.
Όταν αποβιβάστηκε η πρώτη φουρνιά προσφύγων από το Καρακούρτ στην Καβάλα, οι αρχές προσπάθησαν να τους εγκαταστήσουν στις γύρω ορεινές περιοχές αλλά εκεί αισθάνονταν ανασφαλείς και παραπονέθηκαν ότι υπήρχαν πολλές άλλες «φυλές» -προφανώς μουσουλμάνοι, ντόπιοι Έλληνες ή Βούλγαροι.
 Κάποτε έκαναν μία μαζική  κάθοδο προς στην περιοχή που βρίσκεται τώρα ο Μαυρόβατος, όπου και στέριωσαν.
Δύο πέτρινα μέγαρα που αποτελούσαν κομμάτι του τοπικού τσιφλικιού επιτάχθηκαν διαμορφώθηκαν σε κατοικίες. Το γεγονός ότι ήταν κάπως απομονωμένα άρεσε τους πρόσφυγες και η ύπαρξη εκεί κοντά ενός έλους όπου οργίαζαν τα κουνούπια  και η ελονοσία φαίνεται ότι μείωσε σημαντικά την πιθανότητα να καταφθάσουν ανεπιθύμητοι γείτονες.
Μόλις εγκαταστάθηκε στο νέο μέρος, η κοινότητα του Καρακούρτ άρχισε να μαζεύει γύρω της τα πρώην μέλη της. Ο Σάββας Παπαδόπουλος θυμάται πώς πείστηκε η μητέρα του να πάει κοντά στους παλιούς συχωριανούς της.
Το 1922 η μητέρα μου ήταν μία όμορφη δεκατριάχρονη κοπέλα με κοντά μαλλιά που ζούσε με τη μητέρα της και πέντε αδέλφια στον προσφυγικό καταυλισμό της Καλαμαριάς στην παραλία της Θεσσαλονίκης όπου μόλις είχαν φτάσει.
 Την είδε ένας πλούσιος θεσσαλονικιός κύριος, που τελικά ήταν ο νομάρχης, και την πήρε στο σπίτι του σαν ψυχοκόρη.
 Ο νομάρχης αργότερα παντρεύτηκε, αλλά και η γυναίκα του και ο ίδιος αγαπούσαν την νεαρή τους προστατευόμενη. Προσφέρθηκαν ακόμα να πάρουν υπό την προστασία τους ολόκληρη την οικογένεια της μητέρας μου, να τους βρουν δουλειές στη νομαρχία και ένα καλό «τούρκικο» σπίτι, δηλαδή μία ιδιοκτησία που είχε εγκαταλειφθεί από κάποιους μουσουλμάνους που εξορίστηκαν.
 Εκείνη όμως η ξεροκέφαλη προσφυγική οικογένεια είχε άλλα σχέδια. Ήταν αποφασισμένη να ενωθεί με τους συμπατριώτες της που εν τω μεταξύ είχαν εγκατασταθεί στα λασπωμένα χωράφια νότια της Δράμας.
 Τελικά συνέβη μία τραγωδία που χώρισε την μητέρα μου από τους ευεργέτες της. 'Έγινε ένας τσακωμός μεταξύ των χωριανών από το Καρακούρτ και ενός άλλου ποντιακού οικισμού που είχε εγκατασταθεί εκεί κοντά. Οι δικοί μας επιτέθηκαν με δίκρανα και παρόλο που η όλη ιστορία θα μπορούσε να λήξει με μικροτραυματισμούς, κάποιος από άλλο χωριό πυροβόλησε και άφησε τον μεγαλύτερο αδελφό της, δεκαοκτώ χρονών παιδί, στον τόπο. [...]
Εκείνη την εποχή η μητέρα μου ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με τον ευεργέτη της, ο  οποίος της είχε υποσχεθεί να της βρει έναν καλό γαμπρό. Μόλις έμαθε από τους συγγενείς της το θάνατο του αδελφού της θέλησε να πάει κοντά στην οικογένειά της. ο νομάρχης θύμωσε πάρα πολύ και της είπε ότι μόλις θα έφτανε στο χωριό σαν δεκαεξάχρονο κορίτσι που είχε όλη τη ζωή μπροστά του, θα την πάντρευαν με το ζόρι και θα την ανάγκαζαν να κάνει καμιά ντουζίνα παιδιά που θα ζούσαν, αν ζούσαν, μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Έτσι ακριβώς έγινε και η γέννηση μου το 1928 ήταν η απόδειξη.
Όσο οδυνηρή και να ακούγεται αυτή η ιστορία, είναι μία από αυτές που επαναλαμβάνονται στις διηγήσεις των ανθρώπων της Μαύρης Θάλασσας. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για νεαρές προσφυγοπούλες που, ενώ κατά κάποιο τρόπο είχαν γλιτώσει από τα νύχια των συγγενών τους, πιέστηκαν να επιστρέψουν, συνήθως ύστερα από συναισθηματικούς εκβιασμούς. Αυτή η ιστορία είναι ασυνήθιστη στο μέτρο που χρειάστηκε μία πραγματική τραγωδία, και όχι μία κατασκευασμένη, για να γυρίσει ένα περιπλανώμενο μέλος πίσω στην οικογένειά του.
Ο Σάββας Παπαδόπουλος, όπως άλλωστε και κάθε λαογράφος αντάξιος του ονόματος, έχει επισκεφθεί μερικές φορές τη γη των προγόνων του. Τα ταξίδια του έγιναν στη δεκαετία του 1980 όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πολύ τεταμένες και το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία άσχημο.
Λόγω της ατμόσφαιρας οι ταξιδιώτες είναι ενστικτωδώς κουμπωμένοι απέναντι στις νέες γνωριμίες και τις τυχαίες συναντήσεις. Τότε, όπως και τώρα, κάποιος που μιλάει ποντιακά δύσκολα ταξιδεύει στα βορινά παράλια της Τουρκίας χωρίς να αντιληφθεί ότι μερικοί γύρω μιλάνε τη γλώσσα του. Όταν συμβεί αυτό, ανταλλάσσονται ματιές, οι άνθρωποι μουρμουρίζουν τη λέξη «ημέτερος» που στην ελληνική αλλά και στη γλώσσα του Πόντου σημαίνει «δικός μας» και σιγά-σιγά πιάνουν την κουβέντα.
Στα ταξίδια του ο κύριος Σάββας είχε πολλές συναντήσεις που του έμειναν αξέχαστες, είναι όμως αρκετά σώφρων ώστε να μην τις δημοσιεύει με κάθε λεπτομέρεια. Αυτές οι συναντήσεις που για έναν Έλληνα έχουν ισχυρό συναισθηματικό βάρος, για έναν Τούρκο μπορεί να αποδειχθούν από προβληματικές έως επικίνδυνες ειδικά αν ο Πόντιος επιστρέψει, στη Θεσσαλονίκη ας πούμε, και ισχυριστεί με ενθουσιασμό ότι σε μία ξεχασμένη κοιλάδα της Τουρκίας γνωρίστηκε με τα σκλαβωμένα αδέλφια του.
Σε μία Τουρκία που παραμένει ευαίσθητη στα θέματα της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας το τελευταίο πράγμα που θέλουν πολλά από αυτά τα «αδέλφια» είναι να «ανακαλυφθούν» από οποιονδήποτε, κυρίως όμως από ανθρώπους που επιμένουν να τους θεωρούν πολίτες μιας ξένης χώρας.
Μεταξύ των πιο ψύχραιμων μελών του Ελληνισμού του Πόντου είναι σαφές ότι υπάρχει και άλλος λόγος για εχεμύθεια σχετικά με τις επαφές που κρατούν με ανθρώπους που ακόμα ζουν στα πατρογονικά τους εδάφη. Ορισμένοι από τους σημερινούς κατοίκους της Σαμψούντας και άλλων πόλεων της Μαύρης Θάλασσας δεν είναι μόνο «αδέλφια» τους με την εθνική ή πολιτιστική έννοια αλλά πραγματικά τους αδέλφια ή τουλάχιστον συγγενικά τους πρόσωπα που για τον ένα ή τον άλλο λόγο χάθηκαν μέσα τη δίνη του δεκαετούς πολέμου στην Ανατολία. Για τις χωρισμένες οικογένειες που θέλουν να παραμένουν σε επαφή παρά τις διαχωριστικές γραμμές που δημιουργούν τα διαβατήρια, οι σημαίες και οι στρατοί, όσο λιγότερη κουβέντα γίνεται για τα πολιτικά και όσο λιγότερη δημοσιότητα δίνεται, τόσο το καλύτερο.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένα πράγματα καλύτερα να μη λέγονται. Αυτό όμως δεν μειώνει τη σημασία τους. Όταν οι οικογένειες της Δράμας στρέφουν τα μάτια ανατολικά προς την Τουρκία, δεν βλέπουν μόνο ένα μέρος όπου εκείνοι οι πρόγονοι τους γνώρισαν απίστευτη οδύνη και σε μερικές περιπτώσεις προκάλεσαν οδύνη για να εκδικηθούν.
Βλέπουν επίσης ένα μέρος όπου ζουν συγγενικά τους πρόσωπα. Η Σαμψούντα και η Δράμα, τα δύο «καπνοτόπια», είναι χωρισμένα αλλά τα ενώνουν δεσμοί αίματος.


BRUCE CLARK

'ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ'



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah