Η περίπτωση των Ελλήνων προσφύγων, 1913-1914

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

 Κατά τον Πάλλη, οι Έλληνες που ήρθαν στη Μακεδονία στο διάστημα 1913-1914, από τις παραπάνω χώρες, ανέρχονται σε 155.000, από τους οποίους οι 80.000 από την Ανατολική Θράκη, οι 40.000 από τη Δυτική (τότε βουλγαρική) Θράκη, και οι 20.000 από τη Μ. Ασία. Κάπου 5.000 προέρχονται από περιοχές που περιήλθαν στη Σερβία (Μοναστήρι, Γευγελή, Δοϊράνη) και άλλοι τόσοι από τη Βουλγαρία (Στρώμνιτσα, Μελένικο, Μαχόμια, Νευροκόπι, Άνω Τζουμαγιά). Οι υπόλοιποι 5.000 προέρχονται από τον Καύκασο.
Όπως βλέπομε, ο μεγαλύτερος όγκος των Ελλήνων προσφύγων, σ' αυτό το διάστημα, προέρχεται από τουρκοκρατούμενες και βουλγαροκρατούμενες περιοχές.
Όσο για τους προερχόμενους από την Αν. Θράκη και τη Μ. Ασία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι θύματα οργανωμένων διωγμών εκ μέρους της Τουρκίας, με στόχο να πιεσθεί η Ελλάδα, ώστε να αποδώσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ιδιαίτερα τη Χίο και τη Λέσβο.
Το οργανωμένο, μάλιστα, σχέδιο σκηνοθετεί τους υποχρεωτικούς διωγμούς και τις αναγκαστικές μετακινήσεις με ποικίλους τρόπους, κυρίως, όμως, με τους εμπορικούς, οικονομικούς εκβιασμούς του εν Τουρκία Ελληνισμού.
Έχουμε σήμερα βάσιμα στοιχεία για μια εκτεταμένη και οργανωμένη δικτύωση εμπορικών κύκλων της Τουρκίας, ένθεν και ένθεν του Αιγαίου, ακόμη και σε πόλεις της Ελλάδος, όπως τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, με στόχο την οικονομική εξόντωση Ελλήνων εμπόρων, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, και την αναγκαστική τους καταφυγή στην Ελλάδα.   
Από έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη πληροφορούμαστε ότι, ήδη από το 1913, ιδρύθηκε Ειδικός Σύνδεσμος, ως παράρτημα του κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος», στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την εμπορική ενίσχυση των Τούρκων και την καταστροφή των Ελλήνων.
Τα σημαντικότερα μέλη και τα επιτελικά στελέχη αυτού του Συνδέσμου αποτελούν οι Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι), οι οποίοι είναι δεμένοι μεταξύ τους και έχουν συμφέρον να καταστραφούν εμπορικά οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Αδριανούπολης και άλλων πόλεων της Τουρκίας.
Στην έκθεση γίνεται λόγος, πρώτα-πρώτα, για τους πιο δραστήριους παράγοντες αυτού του Συνδέσμου.
Κατ' αρχήν, για τον Οσμάν Σουρεγιά εφένδη, άλλοτε δάσκαλο και τώρα (1914) λογιστή του εμπορικού καταστήματος «Μουσταφά Σαμλή και υιός», στην Κωνσταντινούπολη.
 Έπειτα, για τους Ντονμέδες της Πόλης, όλους, σχεδόν, εμπόρους: 1) Μουσταφά Σαμλή, 2) το γιο του, 3) Μπουφή, 4) αδελφούς Μπαλτζή, στο κατάστημα των οποίων συνεδρίαζε ο Σύνδεσμος, 5) Μετζήτ Καρακάς, 6) Μεμψέρ Ζαδέ, 7) Κεμάλ Οβέρ, 8) Χασμέτ, 9) Μουνίρ.
Εξάλλου, ένα από τα πιο δραστήρια στελέχη αυτού του Συνδέσμου της Κωνσταντινούπολης είναι ο Σαρήμ Εφέντης, ο μεγαλύτερος γιος του Κιμπάρ Ογλού Αλή, αδελφού του Δημάρχου Θεσσαλονίκης.
Είναι ο ιθύνων νους που κινεί τα νήματα της ανθελληνικής προπαγάνδας δίνοντας οδηγίες και εντολές προς αυτή την κατεύθυνση. Έπειτα, τα εν Κωνσταντινουπόλει καταστήματα Ρουστή Καρακάς, Μετζήτ Καρακάς, αδελφών Βαλτζή, Ναΐλ Κουγιουλτζή, Διλπέρ Ζαδέ, έχουν υποκαταστήματα και στη Θεσσαλονίκη.
 Όλοι τους είναι φανατικοί οπαδοί του Κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος» και μέλη αυτού του Συνδέσμου.
Είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι από τους Ντονμέδες -μέλη αυτού του Συνδέσμου στην Κωνσταντινούπολη- μετοίκησαν και μετέφεραν εκεί τις εργασίες τους από τη Θεσσαλονίκη μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).
Μάλιστα, από τότε αρχίζει και ο εμπορικός τους πόλεμος κατά των Ελλήνων της Πόλης: 1) Μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες ελληνικών καταστημάτων αναγκάζονται να εξώσουν τους ενοικιαστές τους,
2) παύει η πίστωση σε Έλληνες πιστωτές,
 3) Μουσουλμάνοι δεν αγοράζουν από Έλληνες εμπόρους,
4) η τουρκική αστυνομία επιβάλλει δυσβάσταχτα πρόστιμα σε Έλληνες εμπόρους και μεθοδεύει τρόπους δίωξής τους,
5) πάνω από 600 ελληνικά καταστήματα της Κωνσταντινούπολης έκλεισαν,
 6) επιβάλλεται στους Έλληνες να βάφουν κόκκινα τα καταστήματά τους,
 7) πηλήκια μαθητών με ελληνικές επιγραφές και φορέματα με μπλε χρώμα σχίζονται και καταστρέφονται,
8) Έλληνες βρίζονται και εξευτελίζονται στους δρόμους της Πόλης.
Η τουρκική αστυνομία ενισχύει, με τον τρόπο της, την ανθελληνική αυτή εκστρατεία. Παράδειγμα: ο Ιωάννης Αντωνίου Σαμουρτανίδης πιάστηκε και καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλακή, γιατί τόλμησε να τραγουδήσει
ελληνικό τραγούδι μέσα σε οινοπωλείο.
Όμως, οι διωγμοί αυτοί επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις της Τουρκίας, όπως την Αδριανούπολη, με πρωτεργάτες και πυρήνες τους Ντονμέ¬δες.
Και δεν περιορίζεται μόνο στον τουρκοκρατούμενο χώρο αυτή η δραστηριότητα. Στη Θεσσαλονίκη ο εν λόγω Σύνδεσμος διαθέτει ένα αρκετά ενισχυμένο ταμείο, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες και υποχρεώσεις του: άλλοτε για να δωροδοκήσει, άλλοτε για να απαλλαγούν τα μέλη του από τη θητεία στον ελληνικό στρατό, και άλλοτε για να μπορεί να «συνεισφέρει» στον έρανο που διενεργείται για τον ελληνικό στόλο, για να αποφύγει τις υποψίες.
Εξάλλου, είναι ποικίλοι οι τρόποι της ύπουλης προπαγάνδας και δραστηριότητας αυτού του Συνδέσμου εδώ στη Μακεδονία. Πρώτα-πρώτα, όταν η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό (26 Οκτωβρίου 1912), οι Ντονμέδες της πόλης, διά του Συνδέσμου τους, έστειλαν επιτροπή στις Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να πετύχουν τη διεθνοποίηση της.
Έπειτα, ο Σύνδεσμος, κυρίως από Ντονμέδες, προωθεί, με πονηρές και ύπουλες ενέργειες, την προπαγάνδα που οργανώνει το Κομιτάτο, προκειμένου να ξεσηκώσει τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα: με οικονομική ενίσχυση, με λήψη - αποστολή πληροφοριών, με απόκρυψη πρακτόρων, με διενέργεια κατασκοπείας, με ενεργοποίηση κατάλληλων προσώπων. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι χρησιμοποιεί ως πράκτορες τέσσερα αδέλφια, από τους Ντονμέδες της Μυτιλήνης: τους Κούμελη - Χασάν - Ζαδέ - Μουσταφά.
 Επίσης, τον Ντον με' Χουσεΐν, έμπορο. Χρέη συνδέσμου μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μυτιλήνης εκτελεί ο Μεχμέτ Εφέντης, ενώ μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Χίου ο Χασάν.
Αλλά και μέσα στη Θεσσαλονίκη ο ίδιος ο Κιμπάρ Ογλού Αλή, αδελφός του Δημάρχου και έμπορος σιδηρικών, φρούτων και διαφόρων μηχανών, κινεί τα νήματα μιας δραστήριας προπαγάνδας υπέρ του Κομιτάτου. Το δίκτυο των ύπουλων ενεργειών του απλώνεται σε όλη την Κεντρική Μακεδονία, ιδιαίτερα στις πόλεις των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας, όπου συνήθως προωθεί τα εμπορεύματά του. Είναι πολύ πιθανό ότι είναι δικτυωμένος και με παράγοντες της Τουρκίας, αφού ο υπάλληλος του, ονόματι Σταύρος, από την Αμισό του Πόντου, περιοδεύει τακτικά στη Μαύρη Θάλασσα.
Όπως φαίνεται, η έκθεση αυτή της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης δίνει μια άγνωστη λεπτομερειακή πτυχή από τους οργανωμένους διωγμούς, εκ μέρους του Συνδέσμου των Ντονμέδων και της αστυνομίας εις βάρος των Ελλήνων εμπόρων της Κωνσταντινούπολης, αλλά και από ένα καλά καταστρωμένο προπαγανδιστικό δίκτυο που απλώνεται σ' Ανατολή (Τουρκία) και Δύση (Μακεδονία) και ενεργοποιείται, κυρίως, από Ντονμέδες του Συνδέσμου και του Κομιτάτου.
Επομένως, στόχος αυτού του Συνδέσμου, με τα παραρτήματά του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, και με κύρια στελέχη τους Ντονμέδες, εκεί και εδώ, δεν ήταν μόνο ο εμπορικός διωγμός των Ελλήνων της Πόλης και η αναγκαστική καταφυγή - έξοδος τους στην Ελλάδα.
 Ήταν και η οργάνωση προπαγάνδας μεταξύ των Μουσουλμάνων της Μακεδονίας, με στόχο τη δημιουργία επαναστατικών εστιών, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, αλλά και στα νησιά Μυτιλήνη και Χίος, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση στην Ευρώπη ότι η Ελλάδα ήταν ανίκανη να ασκήσει διοίκηση στις νέες επαρχίες, και, για το λόγο αυτό, επιβάλλεται να δρομολογηθούν νέες ρυθμίσεις.
Βέβαια, κύριος στόχος της πρεσβευτικής έκθεσης είναι να συγκεντρωθούν στοιχεία για τη δραστηριότητα των Ντονμέδων της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να ασκηθούν αντίποινα εις βάρος τους και να περιοριστεί ο εμπορικός διωγμός των Ελλήνων της Τουρκίας.
Ωστόσο, μια τέτοια προπαγανδιστική δικτύωση στο χώρο της Μακεδονίας και των νησιών μας πείθει ότι πρόκειται για ενέργεια που στοχεύει στην ευρύτερη δραστηριοποίηση των Μουσουλμάνων. Το ίδιο, εξάλλου, μαρτυρείται και από υπόμνημα 140 αγροτικών οικογενειών του χωριού Τσαρπίστα (Τερπνή) Σερρών, που υποβάλλεται, στις 28 Αυγούστου 1914, στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας.
 Οι οικογένειες αυτές προέρχονται από τη Νιγρίτα, όπου καταστράφηκαν εντελώς οι περιουσίες τους από τους αποχωρούντες Βουλγάρους (1913), και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε περιουσίες των Μουσουλμάνων της Τερπνής, οι οποίοι έφυγαν μαζί με τους Βουλγάρους, με τους οποίους και συνεργάστηκαν. Στο υπόμνημα διαμαρτύρονται ότι συχνά απειλούνται από δήθεν εκπροσώπους αυτών των Μουσουλμάνων, οι οποίοι απαιτούν υπέρογκα ενοίκια ή και εξώσεις από τα μουσουλμανικά ακίνητα.
Ας δούμε, τώρα, και μια άλλη πτυχή διωγμών του Ελληνισμού. Πρόκειται για την οδύσσεια των Ελλήνων της Ανατολικής Ρουμελίας που διώχνονται βίαια το καλοκαίρι του 1914 από την περιοχή Αγαθούπολης, συγκεκριμένα από την πόλη Αγαθούπολη και τα χωριά Προβίδον, Κωστή, Βασιλικόν.

Προσφυγικές οικογένειες απο βουλγαροκρατούμενες περιοχές (Σερρών-Δράμας,1917) (Κ.Ι.Θ.)

Από έκθεση της Υγειονομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, της 24 Ιουλίου 1914, πληροφορούμαστε ότι, κάπου 1.200 πρόσφυγες από την εν λόγω περιοχή, έφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε άθλια κατάσταση: οι περισσότεροι ασθενείς και τραυματισμένοι. Η πορεία τους ήταν μια πραγματική οδύσσεια. Με το ατμόπλοιο Bulgaria και με 6-10 λίρες ναύλα για τον καθένα, έφτασαν, πρώτα, στην Κωνσταντινούπολη, για να προωθηθούν, τελικά, στη Θεσσαλονίκη με το περσικό πλοίο «Περσέπολις».
Το ιστορικό του ξεριζωμού τους μαρτυρεί ένα καλά προδιαγραμμένο και μελετημένο σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου της Βουλγαρίας. Στο σχέδιο συμμετέχει και η επίσημη βουλγαρική πολιτεία.
Πράγματι, οι διωγμοί του 1914 θυμίζουν τις μαύρες μέρες του 1906. Βούλγαροι κομιτατζήδες, μαζί με πρόσφυγες Βουλγάρους από την Ελλάδα και την Τουρκία και με επίσημα όργανα της πολιτείας, επιτέθηκαν εναντίον των παραπάνω χωριών, όπου, αφού σκότωσαν, τραυμάτισαν, κακοποίησαν άνδρες και βίασαν κοπέλες, κατέλαβαν τις περιουσίες και ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να ξεριζωθούν και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.
 Καθ' οδόν και μέχρι να επιβιβαστούν στο πλοίο, δέχτηκαν και άλλες επιθέσεις από κομιτατζήδες, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν και αρκετές γυναίκες.
Την έκθεση συνοδεύει και ιατρική γνωμάτευση του γιατρού Κ. Κουρζίδη, της 24 Ιουλίου 1914.
Επομένως, η έκθεση της Υγειονομικής Υπηρεσίας Ν. Θεσσαλονίκης, μας δίνει μια εικόνα από τους οργανωμένους διωγμούς του Ελληνισμού στην Ανατολική Ρουμελία (Βόρεια Θράκη) που οδήγησαν στον αναγκαστικό ξεριζωμό και στην τραγωδία των πρώτων προσφύγων της περιόδου 1913-1914.
Σύμφωνα με μια συγκεντρωτική αριθμητική εκτίμηση των προσφύγων, κατά περιοχές προέλευσης, μέχρι τις 12 Ιουλίου 1914 κατέφυγαν στην Ελλάδα 28.529 οικογένειες και 108.601 άτομα, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας.


Περιοχές προέλευσης                     Οικογένειες         Άτομα    Χωριά προέλευσης (αριθμός)
1. Θράκη (Ανατ.-Δυτ.)                       14.552            54.292                         232
2. Μ. Ασία                                               6.817            24.771                          276
3. Βουλγαρία - Σερβία                         6.127             24.954                           76
4. Β. Ήπειρος                                             180                  827                           12
5. Καύκασος                                              853               3.757                                -
Σύνολο                                                 28.529           108.601                         596

Ο πληθυσμός αυτός, μέχρι τις 19 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, ανεβαίνει στις 117.090 άτομα. Αυτό σημαίνει ότι, από τους 155.000 Έλληνες που, κατά τον Πάλλη, ήρθαν στη Μακεδονία έως τα τέλη του 1914, οι 117.000 έφτασαν μέχρι τις 19 Αυγούστου.
 Τα ρεύματα της προσφυγιάς είναι απανωτά και εντυπωσιακά διογκωμένα από μήνα σε μήνα, όπως φαίνεται από τα ταχτικά ενημερωτικά Δελτία της Επιτροπής Εγκαταστάσεως Προσφύγων.
Έτσι, σ' ένα συγκεντρωτικό πίνακα που υποβάλλει η Επιτροπή στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας για τους πρόσφυγες, κατά περιοχές εγκατάστασης, σημειώνεται ότι μέχρι τις 8 Ιουνίου 1914 στην Κεντρική Μακεδονία, από Κατερίνη μέχρι Δράμα, έχουν εγκατασταθεί 13.775 οικογένειες και 56.716 άτομα, δηλ. περίπου οι μισοί από το σύνολο των αφιχθέντων έως τις 19 Αυγούστου.
Στον πίνακα περιλαμβάνονται και οι επαρχίες Καστοριάς και Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) της Δυτ. Μακεδονίας, όπου εγκαθίστανται, επίσης, πρόσφυγες (βλ. παρατιθέμενο πίνακα).
Δηλαδή, από τις 8 Ιουνίου μέχρι τις 19 Αυγούστου 1914, ήρθαν άλλοι 60.374 Έλληνες πρόσφυγες (περίπου το 50%).
Πρέπει, τελικά, να πούμε ότι ο 20ός αιώνας για την Ελλάδα σημαδεύεται από συχνά και μαζικά προσφυγικά ρεύματα. Η προσφυγιά του 1913-14 είναι η δεύτερη, μετά τους διωγμούς του 1906 από τη Βουλγαρία, και η τρίτη μετά τη μετοικεσία Ελλήνων του Καυκάσου στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα (1895-1907). Τα τελευταία ρεύματα είναι όσα κατακλύζουν τη χώρα μας μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.


 Στάθης Πελαγίδης


Καθηγητής Α.Π.Θ.(Παιδαγωγική σχολή Φλωρινας)




"Προσφυγική Ελλάδα 1913-1930"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah