Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΝΤΑ( Ευθυμίου Μ. Σισμανιδη)

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011


Ξημέρωνε Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου του 1921, όταν πετάχτηκα από τον ύπνο τρομαγμένος, ύστερα από ένα εφιαλτικό όνειρο. Πήγα κοντά στη μητέρα που είχε ήδη σηκωθεί και την παρακάλεσα να με ντύσει και να φύγουμε, γιατί μέχρι το μεσημέρι θα 'ρχόταν τουρκικός στρατός. Εκείνη απορημένη με ρώτησε τι έπαθα, γιατί όλοι βρίσκονταν στα χωράφια τους και είχαμε ησυχία. Τότε της διηγήθηκα το όνειρο που είχα δει, πως όλο το χωριό βρισκόταν μέσα στη θάλασσα που μας σκέπαζε, χωρίς όμως να πνιγούμε και το εξήγησα με το ότι θα συνέβαινε κάτι κακό. Γι'αυτό επέμενα να φύγουμε. Η μητέρα συμφώνησε …………… και είπε πως θα έπρεπε να κρύψουμε  μερικά πράγματα, για να τα σώσουμε από τους Τούρκους. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν οι πατάτες, ώστε, αν γυρνούσαμε, να είχαμε για να σπείρουμε. Γέμισε  δυο σακιά, τα φορτωθήκαμε οι δυο μας και τα μεταφέραμε πιο πάνω από το χωριό. Εκεί τα αφήσαμε κάτω από τα έλατα και γυρίσαμε πίσω.Φορτωθήκαμε δυο μεγάλα κιλίμια κι ένα χαλί, τα μεταφέραμε πιο πάνω από τα προηγού­μενα, στο δάσος με τις κλήθρες και τα βάλαμε σε μια σπηλιά που βρισκό­ταν κάτω από τα δέντρα.Καθώς γυρίζαμε, κι ενώ βρισκόμασταν σ' ένα ξέφωτο, κοίταξα τυχαία α­πέναντι, στην ανατολική πλευρά του χωριού, όπου υπήρχαν μόνο θάμνοι και είδα Τούρκους χωρικούς να κρύβονται πίσω από τα χαμόκλαδα και να μετα­κινούνται σκυφτά, κάνοντας νοήματα μεταξύ τους και δείχνοντας προς το μέρος μας. Τους έδειξα και στη μητέρα, που δεν τους είχε προσέξει. Σί­γουρα οι στρατιωτικές αρχές είχαν ειδοποιήσει τα γειτονικά τούρκικα χω­ριά για το τι επρόκειτο να συμβεί. 'Αρχισαν λοιπόν να επαληθεύονται οι φόβοι μου.Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η μητέρα έβγαλε ένα μεγάλο σεντούκι από ξύ­λο καρυδιάς, που της είχε δωρίσει η γιαγιά και που είχε στην εσωτερική πλευρά του σκεπάσματος σχεδιασμένο με πυρογραφία ένα τρικάταρτο καράβι, το γέμισε με χάλκινα σκεύη, μια κρεατομηχανή και διάφορα άλλα πράγματα και το φορτώθηκε. Εμένα με φόρτωσε με μια καινούργια ραπτομηχανή του χεριού και ξεκινήσαμε για το τρίτο δρομολόγιο. Περπατήσαμε ένα τέταρτο της ώρας σ’ ένα άλλο μέρος, που δεν ήταν δυνατόν να μας δουν οι Τούρκοι και τα κρύψαμε. Ύστερα γυρίσαμε σπίτι.Μέχρι τότε η κατάσταση, φαινομενικά τουλάχιστον, ήταν ήσυχη. Όμως εκείνη τη μέρα μπήκε τουρκικός στρατός στη Σάντα, με εντολή να στείλει αποσπάσματα σ' όλες τις ενορίες, για να μαζέψουν τους κατοίκους και να τους πάνε στο Πιστοφάντων, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο αξιωματικός.Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να συγκεντρώσουν εκεί όλους τους κατοίκους της Σάντας και να τους οδηγήσουν στο Ερζερούμ (τη θεοδοσιούπολη των Βυζαντινών) για εξορία. Ύστερα να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και να τα κάψουν και ν' ανατινάξουν τους ναούς. Έτσι το μεσημέρι ήρθε στο χωριό μας μια ομάδα από Τούρκους αξιωματικούς, μαζί με δύο στρατιώτες, που τους είχα δει να βάζουν φωτιά στο σπίτι του μακαρίτη θείου μου Χαράλαμπου, επειδή ο γιός του Γιώργος είχε γίνει αντάρτης.Οι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά μας, στο σπίτι του Χαράλαμπου Σισμανίδη, γιού του αόμματου και μας ζήτησαν γάλα. Σκεύη όμως δεν υπήρχαν, γιατί τα είχαμε κρύψει όλα, πράγμα που ασφαλώς κατάλαβαν αλλά δεν θύμωσαν. Τελικά βρέθηκε ένα βαθύ χάλκινο πιάτο. Αλλά και πάλι δεν υπήρχαν στο χωριό αγελάδες, γιατί βρίσκονταν στα παρχάρια(βοσκοτόπια) , εκτός απ' αυτές που είχε ο Γιάννης Σπυριδόπουλος.Το σπίτι του ήταν το τελευταίο στο κάτω μέρος του χωριού και απείχε διακόσια μέτρα· Η δεύτερη γυναίκα του Χαράλαμπου, Ελισάβετ, έδωσε σ’ εμένα το πιάτο και πήγα και το γάλα· Καθώς όμως γύριζα, μέσα στη βιασύνη μου έχυνα το γάλα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη κι έτσι έφτασα στο σπίτι με λιγοστό γάλα· Φοβήθηκα ότι θα μου έφερναν το πιάτο στο κεφάλι και απόρησα που δε θύμωσαν καθόλου.θα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου, όταν με φώναξε η μητέρα με σιγανή φωνή και μου είπε ότι είχε ετοιμάσει το  φορτίο μου.Ήταν έτοιμα και τα φορτία με παπλώματα και κουβέρτες, που θα μετέφεραν η θεία Σοφία και η θεία Ευθυμία και η Μαρία Καϊτελίδη, σύζυγος του Σπύρου.Τα φορτωθήκαμε και ξεκινήσαμε. Πήραμε το δρόμο για τα Δώδεκα Ελάτια και από κει το δρόμο που οδηγούσε στα λημέρια των ανταρτών. Αφού περπατήσαμε συνολικά μιάμιση ώρα, αφήσαμε τα φορτία μας κάτω από τα έλα­τα και τα σκεπάσαμε με μια ψάθα. Ύστερα γυρίσαμε στα Δώδεκα Ελάτια, όπου βρήκαμε αρκετούς Φτελενέτες.Η ατμόσφαιρα στο χωριό ήταν πολύ βαριά. Όλοι σιγοψιθύριζαν για την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Σάντα και ο φόβος ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους. Όσο για μένα, είχα μετανιώσει πικρά που χωρίστηκα από τη μητέρα μου και τον αδελφό μου και έκλαιγα απαρηγόρητα, γιατί φοβόμουν για τη ζωή τους· Οι αντάρτες, που είχαν στο μεταξύ κατέβει στο χωριό μας οδήγησαν στα δώδεκα ελάτια για μεγαλύτερη ασφάλεια σε μια ρεματιά, όπου θα διανυκτερεύαμε. Η νύχτα αυτή πέρασε πολύ δύσκολα και κανείς δεν μπορούσε να ησυχάσει. 0 φόβος και η αγωνία μας έσφιγγαν τα στομάχια, ενώ η ελπίδα ήταν πολύ αμυδρή. Μέσα σ’ αυτό το πέλαγος από σκέψεις, όλοι ήταν λυπημένοι και μελαγχολικοί.  Οι αντάρτες άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε τσουχτερό κρύο. Μας μοίρασαν λίγο κονιάκ, έσφαξαν μια αγελάδα στην τύχη, απ' αυτές που είχαν πάρει μαζί τους οι χωρικοί και είπαν πως αν ησύχαζε ο τόπος, ο ιδιοκτήτης της θα πληρωνόταν. Ύστερα έκοψαν κομμάτια και τα έψησαν. Ελάχιστοι όμως έφαγαν, γιατί εκείνες τις ώρες το μόνο που δεν σκεφτόμασταν ήταν η πείνα. Έτσι ξάγρυπνοι περάσαμε τη νύχτα και πολύ πρωί πήγαμε πάλι στα δώδεκα Ελάτια και περιμέναμε, ώσπου ήρθαν και οι τελευταίοι Φτελενέτες που είχαν μείνει στο χωριό και ανάμεσά τους η μητέρα με το Μιχαλάκη. Οι υπόλοιποι είχαν φύγει νωρίτερα για να κρυφτούν στους λόφους. Τότε μας ειδοποίησαν τα φυλάκια πως ανέβαιναν οι Τούρκοι από το Κάθεν Φτελέν και όλοι μαζί πήραμε το δρόμο προς τη μεγάλη σπηλιά πάνω από το χωριό Χαρατσάντων  που ήταν το λημέρι των ανταρτών. Εκεί οι συγχωριανοί  μας διηγήθηκαν τα γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει από την ώρα που εμείς φύγαμε από το χωριό. Οι Τούρκοι, αντίθετα απ’ ότι έγινε στα άλλα χωριά, δεν πήραν όλους τους κατοίκους, αλλά διάλεξαν μόνο πέντε άντρες: τους Γιώργο και Χαράλαμπο Σισμανίδη, γιούς του αόμματου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο, τον Παύλο Καϊτελίδη και τον αδελφό του παππού Αβραάμ Σισμανίδη και ξεκίνησαν για το Πιστοφάντων. Μετά από δυόμισι  ώρες δρόμο, συνάντησαν στον οικισμό Μερτσάντων τον Σουλεϊμάν Κάλφα· 0 Τούρκος αυτός ήταν πολύ γνωστός στους Σανταίους, γιατί λεηλατούσε συχνά τα σπίτια τους· Οι αντάρτες τον είχαν αναγκάσει πολλές φορές να δώσει μάχη μαζί τους, αλλά τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να τον πιάσουν, πάντα τους ξέφευγε.  Ψιθυριζόταν ότι είχε ελληνική καταγωγή και ότι οι πρόγονοι του είχαν ασπαστεί το μωαμεθανισμό κατά το μεγάλο διωγμό του  1736. Οι αντάρτες του είχαν πάρει τετρακόσια πρόβατα και πριν λίγο καιρό εί­χαν αρπάξει από ένα καραβάνι τριάντα δικά του άλογα φορτωμένα ψίχα φουντουκιών και είχαν σκοτώσει τον πατέρα του, που προσπάθησε να τους εμποδίσει. Οδήγησαν τα άλογα στα λημέρια τους και αφού πήραν το φορτίο τους, τα άφησαν να φύγουν· 0 Κάλφας ζήτησε μερικούς άντρες, λέγοντας ότι ήθελε να τους βάλει να φτιάξουν μια γέφυρα· 0 αξιωματικός του επέτρεψε να διαλέξει. Πήρε το : Χαράλαμπο Σισμανίδη, γιό του αόμματου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο και τον Παύλο Καϊτελίδη. Οι άλλοι δύο τον παρακαλούσαν να πάρει κι εκείνους μαζί. Τους απάντησε; "Εσάς άλλη φορά"· Οι δυο τους με τους Τούρκους συνοδούς τους συνέχισαν για το Πιστοφάντων.  Μόλις απομακρύνθηκαν, ο Κάλφας σκό­τωσε το Χαράλαμπο Σισμανίδη επί τόπου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο σε άγνωστο μέρος και τον Παύλο Καϊτελίδη, αφού τον βασάνισε, τον έκοψε στα δύο. Η αδελφή του Παρθένα, ο γιος του Χαράλαμπος και ο Παντελής Κοπαλίδης, που τον βρήκαν πίσω από τον αχυρώνα του Απόστολου Σπυριδόπουλου, τον πήραν και τον έθαψαν μέσα στην παλιά εκκλησία. Και για τους τρεις κυκλοφορούσε η φήμη ότι συμμετείχαν στην αρπαγή των αλόγων του Κάλφα. Στην ομάδα που ξεκίνησε από τη Ζουρνατσάντων ήταν και τα αδέλφια μου. Οι Τούρκοι είχαν πει στους κατοίκους να μην πάρουν τίποτα μαζί τους, γιατί θα γύριζαν γρήγορα πίσω. Όλοι όμως πήραν τις αγελάδες τους και ότι άλλο μπορούσαν· Έφτασαν στο Πιστοφάντων, όπου βρίσκονταν ήδη ομάδες από άλλα χωριά και σταμάτησαν για λίγο, μέχρι οι στρατιώτες να οργανώσουν τη συνέχιση της πορείας προς το Ερζερούμ· Τότε η μικρότερη από τις αδελφές μου, η Μαρία, όταν είδε την Κυριακή Καϊτελίδου, θεία του Σπύρου Καϊτελίδη, να προσπαθεί να διαφύγει με τα ανίψια της Δημήτρη, Αργυρώ, Αριστοφάνη και Ελένη, που ήταν από δύο έως δώδεκα χρονών, σκέφτηκε να πάρει  την Ελένη και τον Κώστα και την Πελαγία, κόρη του Γιώργου Σισμανίδη, γιου του αόμματου, που ήταν μαζί τους και να κάνει το ίδιο. Έτσι τα τέσσερα   παιδιά ξέκοψαν από τους άλλους και μέσα από μια ρεματιά, που κατηφόριζε στ'αριστερά τους, έφτασαν με οδηγό τη Μαρία στο ποτάμι και αφού πέρασαν, μπήκαν τρέχοντας στο δάσος.

Μαρία Σισμανίδου (1907-1978)

Η Μαρία τους είχε πει να τρέχουν συνέχεια χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους, γιατί οι Τούρκοι τους είχαν πάρει είδηση από την πρώτη στιγμή και τους κυνηγούσαν πυροβολώντας.
 Η Κυριακή με τα παιδιά  δεν τα κατάφερε. Οι Τούρκοι την πρόλαβαν πριν μπει στο δάσος. Μόνο ένα από  τα παιδιά, η Αργυρώ, ξέφυγε ακολουθώντας τη Μαρία. Οι Τούρκοι δεν συνέχισαν το κυνηγητό, γιατί απόφευγαν τα δάση, φοβούμενοι τους αντάρτες.
Η Μαρία δεν αντιλήφθηκε την Αργυρώ κι έτσι η μικρή, που δεν μπορούσε να τρέξει αρκετά  γρήγορα, άρχισε να μένει πίσω· Στο τέλος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να φτάσει τα άλλα παιδιά και γύρισε στο σπίτι της, στο Ζουρνατσάντων.
Ο αχυρώνας είχε σωθεί από τη φωτιά που είχαν βάλει  οι Τούρκοι κι έτσι κρύφτηκε σε μια γωνιά πίσω από τα άχυρα. Κανείς δεν ξέρει πόσες μέρες έμεινε εκεί μέσα νη­στική, ώσπου μια μέρα η μητέρα της, που είχε γλυτώσει την εξορία, πέρασε έξω από τον αχυρώνα με τον Χριστόφορο Καϊτελίδη και άλλους·
Η μικρή άκου­σε τη φωνή της μητέρας της και μόλις μπόρεσε να βγάλει μία σιγανή φωνή. Την άκουσαν, μπήκαν μέσα και τη βρήκαν.
Στο μεταξύ, η Μαρία με τον Κώστα, την Ελένη και την Πελαγία έφτασαν με χίλιες προφυλάξεις κοντά στο Ζουρνατσάντων, που είχε απομείνει έρημο και περίμεναν να σκοτεινιάσει για να περάσουν πάνω από το χωριό και να πάνε προς  το βορρά.
 Όταν έκριναν πως είχε σκοτεινιάσει αρκετά, ξεκίνησαν και πάλι. Την ώρα που περνούσαν πάνω από τα σπίτια  είδαν τους Τούρκους να λε­ηλατούν το χωριό και άκουσαν τη φασαρία που γινόταν, τις κωδωνοκρουσίες και το μεταλλικό ήχο από τα χάλκινα σκεύη.
 Περπάτησαν αρκετά και έφτασαν σε μια διακλάδωση. Ακολούθησαν το δρόμο που οδηγούσε στο Κωφολίβαδο, όπου ήταν τα βοσκοτόπια. Εκεί ήξερε η Ελένη μια σπηλιά, όπου θα μπορούσαν να προφυλαχτούν από το κρύο, γιατί ήταν ακόμα βρεγμένοι.
Μες στο σκοτάδι όμως, τη σπηλιά δεν τη βρήκαν κι έτσι διανυκτέρευσαν κάτω από τα έλατα· Όταν ξημέρωσε, ξεκίνησαν για το Καθέν Φτελέν, που απείχε τρεις ώρες. Πέρασαν τη γέφυρα, έστριψαν αριστερά και μπήκαν στο δημόσιο δρόμο. Είχαν φτάσει στον οικισμό Μερτσάντων, όταν άκουσαν από την απέναντι πλαγιά μια αντρική φωνή να τους λέει να τρέξουν, γιατί από πίσω τους έρχονταν Τούρκοι.
Αμέσως υπά­κουσαν στην άγνωστη φωνή και άρχισαν να τρέχουν· Ύστερα από μιάμιση ώρα έφτασαν στο Άνθεν Φτελέν και επειδή πεινούσαν φοβερά, μπήκαν στο χωριό και κατευθύνθηκαν στο σπίτι της αδελφής της γιαγιάς, της Σοφίας, για να κόψουν αχλάδια. Δεν τα έφταναν όμως κι έτσι η Μαρία ανέβηκε στον αχερώνα που ήταν δίπλα στην αχλαδιά και έκοψε μερικά·
Τότε είδε κάτω αριστερά, στο δρό­μο που ήταν το μαγαζί του Συρμενίτσογλη, νονού της Ελένης, Τούρκους στρα­τιώτες να φρουρούν το δρόμο. Αμέσως πέταξε τα αχλάδια, κατέβηκε από τον α­χυρώνα και όλοι μαζί τρέχοντας πήραν τον επάνω δρόμο για το Χαρατσάντων.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, ύστερα από δέκα λεπτά, είδαν τους αντάρτες και φοβήθηκαν. Αλλά μόλις εκείνοι τους μίλησαν στην ποντιακή διάλεκτο, τα παιδιά ξεθάρρεψαν. Εκείνοι τα ρώτησαν από πού έρχονταν και πού πήγαιναν και όταν τα πληροφορήθηκαν, είπαν στα παιδιά πως οι Τούρκοι είχαν κάψει το Καθέν Φτελέν και τώρα πήγαιναν προς τα εκεί.
 Μετά οδήγησαν τα παιδιά πάνω από το χωριό, όπου βρισκόμασταν κι εμείς. Η Ειρήνη, η μητέρα της Πελαγίας, όταν είδε τα παιδιά να έρχονται, έτρεξε γρήγορα κοντά μας φωνάζοντας: "Σοφία, φως στα μάτια σου· 'Ήρθαν τα παιδιά σου". Δεν χρειάζεται βέβαια να περιγρά­ψω τη χαρά όλων μας·
Στο μεταξύ, βλέπαμε τώρα τους Τούρκους να ανεβαίνουν την πλαγιά. Οι αν­τάρτες μάζεψαν τα τριακόσια γυναικόπαιδα μέσα στη σπηλιά, για να βρίσκον­ται σε μεγαλύτερη ασφάλεια· Τα γελάδια μας, διακόσια περίπου, ήταν μπροστά μας στα δεξιά και έβοσκαν.
Οι Τούρκοι ήταν πια σε απόσταση βολής και άρχισε η μάχη. Θα ήταν επτάμισι ή οκτώ το πρωί και μέσα στη γενική ησυχία οι συνε­χείς πυροβολισμοί έμοιαζαν απόκοσμοι. Από τους δικούς μας στην κυρίως μάχη έπαιρναν μέρος εικοσιπέντε.
 Οι υπόλοιποι ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα ση­μεία, για να καλύπτουν όλο το μέτωπο των Τούρκων, από τους οποίους έπαιρναν μέρος μόνο τσέτες. Η συμμετοχή του στρατού περιοριζόταν σε μερικές κανονιές. Βέβαια, εμείς ήμασταν σε κάπως πλεονεκτική θέση, γιατί βρισκόμασταν ψηλότερα από τους Τούρκους κι έτσι μπορούσαμε να τους βλέπουμε καλύτερα, ενώ παράλληλα είχαμε αρκετή κάλυψη.
Όλα αυτά όμως ήταν ανίσχυρα μπροστά στις  απειράριθμες δυνάμεις των Τούρκων, την πείρα τους και το μίσος τους εναντίον μας. Μετά από μισή ώρα τα γελάδια μας περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων που πολεμούσαν τώρα με περισσότερη λύσσα.
 Η μάχη συνεχίστηκε χωρίς διακοπή ολόκληρη τη μέρα και οι δικοί μας, παρά την απειρία τους, κατάφεραν  να μην χάσουν ούτε μια σπιθαμή εδάφους. Όταν άρχισε να γέρνει ο ήλιος, ήρθε από το πάνω μέρος του βουνού ο οπλαρχηγός Δημήτρης Τσιριπίδης ή Τσιρίπ για πολεμήσει μαζί μας.
 Κατάφερε μάλιστα να επισημάνει το μέρος που βρισκόταν λίγο απομακρυσμένος από τους υπόλοιπους, ο αρχηγός των Τούρκων Σουλεϊμάν Κάλφας και όταν τον άφησε χωρίς σφαίρες, σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να τον αιχμαλωτίσει.
Όταν όμως πλησίασε, όρμησε πάνω του ο υπασπιστής του Κάλφα, που ήταν μαζί του και που δεν τον είχε αντιληφθεί ο Τσιρίπ και τον σκότωσε. 0 θάνατος του θαρραλέου αυτού άντρα μας συγκλόνισε αλλά οι δικοί μας εξακολούθησαν να πολεμάνε, ώσπου η νύχτα έβαλε τέρμα στην ολοήμερη μάχη.
 Τότε αντιλήφθηκαν ότι είχαμε ελάχιστα πολεμοφόδια και αν συνεχίζαμε έτσι, το τέλος της άλλης μέρας δεν θα μας έβρισκε ζωντανούς. Η μόνη λύση βέβαια ήταν να φύγουμε. Αλλά πώς; Ήμασταν αποκλεισμένοι από μπροστά και από τα πλάγια και υπήρχε μόνο πίσω μας ένα μικρό πέρασμα, ενώ οι Τούρκοι μετατοπίζονταν γρήγορα για να κλείσουν τον κύκλο.
'Επρεπε με  κάθε θυσία να τους προλάβουμε. Αλλά και πάλι θα μας αντιλαμβάνονταν από τα κλάματα των μωρών και θα μας πετσόκοβαν, γιατί τα μωρά έκλαιγαν συνέχεια από την πείνα και τη δίψα και οι μητέρες έφτυναν στα στόματά τους αντί για νερό.
Μπρος στο αδιέξοδο, σκέφτηκαν όλοι να θυσιάσουν τα μωρά κι αφού δεν είχαν άλλη εκλογή, αποφασίστηκε να τα σφάξουν. Έτσι ο ένας έσφαζε το παιδί του άλλου και μ'αυτόν τον τρόπο θανατώθηκαν επτά βρέφη: τα δύο κοριτσάκια του Πέτρου Φουλίδη, ένα κοριτσάκι του Πολυχρόνη Σπυριδόπουλου, ένα κοριτσάκι του Συμεών Κοπαλίδη, ένα αγοράκι του Χριστόφορου Καϊτελίδη, ένα αγοράκι του Μιχάλη Κοπαλίδη και ένα αγοράκι του Αριστείδη Μαυρόπουλου, που ήταν από τα Δώδεκα Ελάτια. Παραλίγο να σκότωναν και το Μιχάλη, αλλά είδαν  ότι δεν έκλαιγε καθόλου και κοιμόταν ήσυχα.
'Αλλωστε η μητέρα δήλωσε ότι αν έσφαζαν το παιδί, θα θυσιαζόταν κι αυτή μαζί του.
Έτσι οι αντάρτες αποφάσισαν να τον αφήνουν να ζήσει, όπως και μερικά άλλα παιδιά, που  επίσης κοιμόνταν.
Λέγεται πως όταν  το επόμενο πρωί ο Τούρκος αξιωματικός ανέβηκε με τους στρατιώτες του στο μέρος που  ήμασταν και βρήκε τα σφαγμένα παιδιά τα­ράχτηκε και έδωσε εντολή να μη μας κυνηγήσουν, λέγοντας: «Αυτοί που έσφαξαν τα παιδιά τους, δεν είναι δυνατόν να παραδοθούν «. Έκοψαν μόνο το κεφάλι του Τσιρίπ, το πήραν και έφυγαν.
Οι αντάρτες είχαν δώσει σε όλους  μας οδηγίες. Θα πιανόμασταν  από  τα χέ­ρια και θα ακολουθούσαμε ένα μονοπάτι στο δάσος  που απλωνόταν πίσω μας και που ήταν τόσο πυκνό, ώστε όχι μόνο οι ακτίνες του φεγγαριού, αλλά ούτε και του ήλιου δεν το διαπερνούσαν.
 Εάν κάποιος τύχαινε να αποκοπεί, δεν θα φώναζε, αλλά θα έμενε εκεί ήσυχα. Ευτυχώς όμως δεν έγινε τίποτα τέτοιο κι  έ­τσι, αφού καταφέραμε να τους ξεφύγουμε, μετά από αρκετές ώρες δρόμο, βγήκαμε από το δάσος χωρίς καμιά απώλεια.
 Τότε σκέφτηκαν αντάρτες να χωριστούμε σε μικρές ομάδες, για να μπορούμε  να μετακινούμαστε πιο εύκολα και να μη δίνουμε στόχο.
Την κάθε ομάδα θα συνόδευαν τρεις με τέσσερις αντάρτες. Στη δική μας ομάδα ήταν έξι οικογένειες. Ανάμεσα τους οι οικογένειες του θείου μου Αγάπιου Κοπαλίδη, του αδελφού του Θεόδωρου, της Ελισάβετ Κοσμόγλη, που ο σύζυγός της Χαράλαμπος Σισμανίδης είχε σκοτωθεί και τώρα είχε μαζί της τα δύο  παιδιά  της και τα παιδιά του άντρα της από τον πρώτο του γάμο, ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος με τη γυναίκα του Κυριακή και το γ ι ό του Μιχάλη και εμείς με τη θεία Σοφία.
 Οι ομάδες που σχηματίστηκαν με αυτόν τον τρόπο, ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις.  Ο δεκαεξάχρονος γιος της θείας Σοφίας, Σταύρος, πήρε άλλο δρόμο και όπως μάθαμε αργότερα, έφτασε σ' ένα τούρκικο χωριό και έπιασε δουλειά στα  κτήματα ενός μπέη.
Ο  μπέης τον εκτίμησε και του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του. Ο Σταύρος όμως αρνήθηκε λέγοντας: "Ούτε η κόρη σου γίνεται χριστιανή, ούτε εγώ Τούρκος».
Η δική μας ομάδα προχώρησε προς την κορυφή του παρχαριού  Ζίσουρτη. Εκεί όμως μας περίμενε μια έκπληξη. Απέναντί μας, έξω από ένα φυλάκιο, είδαμε μερικούς Τούρκους να κάθονται γύρω από μια μεγάλη φωτιά και να συζητούν.
Δεν ήταν τόσο από το κρύο  που είχαν ανάψει τη φωτιά όσο για ασφάλεια, γιατί δεν μας φοβόνταν  λιγότερο από όσο τους φοβόμασταν εμείς κι έτσι δεν ήθελαν να πέσουμε επάνω τους και να έχουν φασαρίες.
 Εμείς όμως θορυβηθήκαμε .Ακούστηκε ένας ψίθυρος πίσω και από την αναταραχή που δημιουργήθηκε, ο Μιχαλάκης στην πλάτη  της μητέρας άρχισε να ξυπνάει, αλλά ευτυχώς αποκοιμήθηκε πάλι.
Οπισθοχωρήσαμε γρήγορα και πήραμε την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας αντιληφθούν. Συνεχίσαμε να περπατάμε όλη τη νύχτα και μόνο όταν πλησίαζε το ξημέρωμα και είχαμε απομακρυνθεί αρκετά, μας άφησαν οι ένοπλοι  να κοιμηθούμε για λίγο, μέσα σ' ένα δάσος από έλατα.
Η μητέρα κάθισε, μας έβαλε δεξιά και αριστερά της και κράτησε το μικρό στην αγκαλιά. Μετά μας σκέπασε με μια κουβέρτα που κάλυπτε μόνο τα πόδια της· Και έτσι κοιμηθήκαμε.
 Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ξύπνησα από το κρύο. Ύστερα από λίγο οι αντάρτες μας ξύπνησαν όλους.
Γύρω μας απλωνόταν πυκνή ομίχλη. Ξεκινήσαμε αμέσως. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν πολλά τουρκικά φυλάκια και αρκετοί στρατιώτες θα είχαν στο μεταξύ σταλεί για να ψάξουν να μας βρουν, αλλά η ομίχλη μας πρόσφερε αρκετή κάλυψη.
 Έτσι, όσο υπήρχε ομίχλη, περπατούσαμε αδιάκοπα και όταν διαλυόταν, κρυβόμασταν πίσω από καφούλια(θάμνους) και δέντρα. Ένας από τους ένοπλους γύρισε κάποια στιγμή να κοιτάξει με τα κιάλια τη φρουρά ενός φυλακίου και είδε ότι κι εκείνοι ερευνούσαν τη γύρω περιοχή με  τα κιάλια.
Συνεχίσαμε την πορεία  όλη τη μέρα, χωρίς νερό και φαγητό, ενώ ο φόβος και το κρύο μας έφερναν ρίγη· Κανείς μας όμως δεν παραπονιότανε γιατί τη σκέψη μας μονοπωλούσε η ελπίδα της σωτηρίας.
Την επόμενη μέρα, 13 του μήνα, φθάσαμε σε κάτι βαθειά λαγκάδια γεμάτα από έλατα. Είχε ησυχία και ερημιά και ξεθαρρέψαμε κάπως· Αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί για λίγες μέρες κι έτσι όταν έπεφτε ομίχλη, ανάβαμε φωτιά για να ζεσταθούμε, ενώ όταν η ομίχλη διαλυόταν, σβήναμε τη φωτιά και βγαίναμε στα ξέφωτα, όπου βρίσκαμε βατόμουρα και άλλα άγρια φρούτα και ανακουφίζαμε την πείνα μας.
 Ευτυχώς για το Μιχάλη, η μητέρα μέσα στην τόση σύγχυση είχε σκεφτεί να πάρει μαζί της βούτυρο και αλεύρι ξεραμένο στο φούρνο, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε άνθος αραβοσίτου·
Έβαζε λοιπόν λίγο αλεύρι και λίγο βούτυρο μέσα στην παλάμη της, μια που δεν υπήρχε άλλο σκεύος,  ανακάτευε με το χέρι της και τάιζε το μωρό. Αυτό ήταν αρκετό για να το χορταίνει, ώστε να είναι ήρεμο και να μην κλαίει. Η μητέρα έδινε απ'αυτό και  σε όσα βρέφη δεν είχαν την κακή τύχη να θανατωθούν μ'εκείνο το σκληρό τρόπο.
Οι υπόλοιποι Φτελενέτες, δεκαπέντε γυναικόπαιδα και πέντε ένοπλοι, ο Παν­τελής Κοπαλίδης, τα ξαδέλφια μου Γιώργος και Στάθης Σισμανίδης, ο Κώστας Τσιλινκερίδης ή Ατέσογλου και ο Χριστόφορος Καϊτελίδης που δεν είχαν έρθει μαζί μας, αλλά είχαν φύγει νωρίς από το χωριό για να κρυφτούν στους γειτονικούς λόφους, είχαν καταφύγει σε ένα λόφο απέναντι από το χωριό Χαρατσάντων και μπόρεσαν από κει να δουν τη μάχη που έγινε.
Θέλησαν να πάρουν μέρος για να μας βοηθήσουν, αλλά οι γυναίκες τους έπεισαν να μην το κάνουν, γιατί οι Τούρκοι θα τους ανακάλυπταν και θα τους πετσόκοβαν.
Όταν τελείωσε η μάχη, οι τέσσερις από τους άντρες πήγαν να συναντήσουν τους άλλους ένοπλους, ενώ τα γυναικόπαιδα με επικεφαλής τον Παντελή Κοπαλίδη θέλησαν να βρουν μια κρυψώνα όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα.
 Μετά από ώρα έφτασαν σε ένα τούρκικο χωριό. Εκεί τους είδε ένας Τούρκος και θέλησε να τους βοηθήσει. Τους οδήγησε σε μια μεγάλη σπηλιά που ήταν εκεί κοντά και για δεκαπέντε μέρες τους προμήθευε φαγητό και νερό.
Δεν ήξερε όμως πως η σπηλιά αυτή ήταν το ορμητήριο τεσσάρων Τούρκων ενόπλων, που όταν γύρισαν στο λημέρι τους, είδαν μια κοπέλα να απλώνει ρούχα και νομίζοντας, πως μέσα στη  σπηλιά έμενε μια οικογένεια ανταρτών, έφυγαν φοβισμένοι και πήγαν στον Τούρκο που είχε βοηθήσει τους δικούς μας, ξέροντας πως συμπαθούσε τους Έλληνες και τον κατηγόρησαν ότι αυτός τους είχε βάλει εκεί μέσα.
Τότε εκείνος πήγε στη σπηλιά και αφού  τα διηγήθηκε όλα στους δικούς μας, τους είπε πως δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εκεί. Μετά τους πήρε στο σπίτι του, τους  έκανε το τραπέζι, τους  έδωσε ξηρούς  καρπούς και τους ξεπροβόδισε.
 Εκείνοι κατευθύνθηκαν στο αμέσως επόμενο χωριό, όπου ο Κοπαλίδης ήξερε ένα φίλο των ανταρτών, που λεγόταν Ζούχαλης. Πήγαν στο  σπίτι κι εκείνος αφού τους περιποιήθηκε, τους παρέδωσε σε ένα  φίλο του Τούρκο, που τους συνόδεψε τη νύχτα μέχρι το Κάθεν Φτελέν.
Από εκεί συνέχισαν μόνοι τους μέχρι τα Δώδεκα Ελάτια, όπου έμειναν περίπου ένα μήνα, τρώγοντας ψωμί που έφτιαχναν από τα καλαμπόκια που βρήκαν εκεί και φασόλια.
Στο  μεταξύ ο Ζούχαλης ειδοποίησε τους συγγενείς τους στο Πιστοφάντων  και πήγαν και τους πήραν. Οι αρχές όμως πληροφορήθηκαν ότι ο Τούρκος που τους είχε δώσει ο Ζούχαλης για συνοδεία ήταν πληροφοριοδότης των ανταρτών και αφού τον συνέλαβαν, τον εκτέλεσαν. 
Τις επόμενες μέρες μερικοί αντάρτες ανάμεσα στους  οποίους ήταν και τα ξαδέλφια μου Γιώργος και Στάθης Σισμανίδης, κομμάτιασαν στο Κοσλαράντων εφτά Τούρκους και σκότωσαν ένα πρωί, σε μια περιοχή που λεγόταν των Κούρδων τα τσαντίρια, σαράντα Τουρκάλες που κατέβαιναν από το Κωφολίβαδο και έπαιρναν τα λάχανα και τις πατάτες που είχαν σπείρει οι κάτοικοι και που ήταν τα μόνα που τους είχαν απομείνει.
 Ακόμη είχαν τρομοκρατήσει με πυροβολισμούς στον αέρα δεκαπέντε Τουρκάλες φορτωμένες έπιπλα, σε μια πηγή στου Χαντζιαρή το κουταλόπον κι αυτές από το φόβο τους παράτησαν τα φορτία και έφυγαν τρέχοντας.
Μια άλλη ομάδα ανταρτών, ανάμεσα στους οποίους ο Μιχάλης Αγαπίου Κοπαλίδης, είχαν καθίσει μια μέρα σε ένα ύψωμα.
Από απέναντι φάνηκαν Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες. Οι αντάρτες δεν κουνήθηκαν. Οι Τούρκοι προσπέρασαν, κάνοντας πως δεν τους είδαν. Όταν έφτασαν στο Ισχάν, οι αξιωματικοί ανέφεραν το επεισόδιο σε ένα Τούρκο και είπαν: «Δεν τους είδαμε και δεν μας είδαν". 
Έτυχε όμως ο Τούρκος αυτός να είναι φίλος με μερικούς αντάρ­τες, στους οποίους διηγήθηκε την ιστορία και έτσι έγινε γνωστή·
Μια μέρα χωρίς ομίχλη, ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα για να αγναντέψουμε. Εμφανίστηκε τότε μπροστά μας ένα φριχτό θέαμα. Πέρα μακριά, εκεί που υπολογίζαμε ότι ήταν τα χωριά μας, η γη σε μια απέραντη έκταση ήταν καλυμμένη από γιγαν­τιαίες φλόγες.
Από πάνω ένα παχύ κατάμαυρο στρώμα καπνού και ακόμα πιο ψηλά μια κόκκινη ανταύγεια, λες και ο ουρανός είχε βαφτεί από το αίμα των αγωνιστών. 
Αφού μείναμε σ' εκείνα τα λαγκάδια περίπου, επτά μέρες αποφασίσαμε να πλησιάσουμε τις περιοχές που πριν λίγες μέρες κατοικούνταν, αλλά τώρα είχαν μείνει έρημες. Βαδίσαμε προς την κορυφή του βουνού, στην τοποθεσία Ορμοκέφαλο, όπου και εγκατασταθήκαμε, αφού φτιάξαμε πρόχειρες καλύβες με κλαδιά έλατου. 
Τις νύχτες οι αντάρτες κατέβαιναν στο Κάθεν φτελέν για τρόφιμα, αλλά δεν έβρισκαν παρά πατάτες και αχλάδια, γιατί όλα τα σπίτια είχαν λεηλατηθεί από τους Τούρκους και είχαν καεί.
Πήγαν μερικές φορές και στα Δώδεκα Ελάτια, αλλά κι εκεί βρήκαν μόνο αχλάδια, Ένα πρωί πήρα το Χριστόφορο  Σισμανίδη και πήγαμε στα Δώδεκα Ελάτια. Εκεί, μέσα στην ησυχία, μας έκανε μεγάλη εντύπωση το σπίτι του παπά-Μιχαήλ Λαμπριανίδη, που είχε διατηρηθεί ανέπαφο και που οι άσπρες πέτρες του έμοιαζαν στο δυνατό φως του ήλιου μαρμάρινες.
Πίσω μας   στα δεξιά, κοντά  στην εκκλησία της Υπαπαντής υπήρχε  μια αχλαδιά χαμηλότερη από τις άλλες, ώστε να μπορούμε να ανεβούμε για να κόψουμε αχλάδια.
Γεμίσαμε τους κόρφους μας και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, όταν πήρε το μάτι μου μια τουρκική φρουρά στην κορυφή του λόφου, όπου βρισκόταν το παρχάρι  Ζίσουρτη . Ευτυχώς, παρά την τρομάρα μου, θυμήθηκα ένα μονοπάτι που είχα, ανακαλύψει παλιότερα, απ' όπου τρέχοντας γυρίσαμε στον καταυλισμό μας.
Μια άλλη φορά η μητέρα με έστειλε με το Χριστόφορο στο μέρος που είχαμε κρύψει τα πράγματα για να πάρω την κρεατομηχανή.
Αυτές οι μικρές βόλτες μας άρεσαν και μια μέρα σκεφτήκαμε, με την τόλμη και την απερισκεψία που έχουν τα παιδιά, να πάμε στο χωριό μας.
 Αφού πλησιάσαμε αρκετά, κρυφτήκαμε πίσω από μερικούς θάμνους για να μη  δίνουμε στόχο και κατασκοπεύσαμε για λίγο το χωριό, έτσι έρημο και καμένο που ήταν. Δεν είδαμε καμιά κίνηση από Τούρκους κι έτσι βγήκαμε από τις κρυψώνες μας και πήγαμε πρώτα στο δικό μου σπίτι ή καλύτερα ότι είχε απομείνει απ’ αυτό.
Μόνο o φούρνος έστεκε όρθιος μέσα στις στάχτες, γεμάτος ξύλα άγριας φουντουκιάς, περιμένοντας το επόμενο ψήσιμο. Το σπίτι του Χριστόφορου, που ήταν δίπλα από το δικό μου, ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση. Το τζάκι στη μέση του τοίχου έδειχνε ανέπαφο, όπως και τα δύο ντουλάπια δεξιά και αριστερά του.
Στο αριστερό ντουλάπι βρήκαμε κι ένα κομμάτι ψωμί. Δεν θα ήταν πάνω από εκατό γραμμάρια. Σκεφτήκαμε τότε να ψάξουμε στις καρυδιές, που άπλωναν τα κλαδιά τους πάνω από το ρυάκι, ελπίζοντας ότι θα τις βρούμε γεμάτες καρύδια, γιατί έτσι βιαστικά που είχαμε φύγει όλοι, αφήσαμε τα χωράφια αθέριστα και τα δέντρα φορτωμένα καρπούς.
Φαίνεται όμως πως οι Τούρκοι είχαν κάνει καλή δουλειά, γιατί δεν είχε μείνει τίποτα. Δύο καρύδια βρήκαμε μόνο και τα μοιραστήκαμε. Το ίδιο κάναμε και με το ψωμί. Την τρέλα  μας να κατεβούμε μέρα στο χωριό  ευτυχώς δεν την πληρώσαμε, αλλά γυρίσαμε πίσω χωρίς να μας αντιληφτεί κανείς.
Όσο καιρό μείναμε σ' εκείνο το μέρος, οι δύο θείοι μου Αγάπιος και Θεόδωρος Κοπαλίδης είχαν παλιά  φιλία με μερικούς Τούρκους, που έμεναν σε απο­μονωμένα σπίτια στο γειτονικό χωριό Αγρίδι. Οι Τούρκοι τους έδιναν ψωμί και λίγα τρόφιμα.
Εκείνες τις μέρες έγινε ένα θλιβερό γεγονός, Ένα τουρκικό απόσπασμα είδε ένα πρωί καπνό σ' ένα σπίτι του Τερζάντων, όπου είχαν καταφύγει το προηγούμενο βράδυ μια ομάδα Σανταίων. Τους περικύκλωσαν και τους σκότωσαν.
Είχαμε μπει πια στον Οκτώβριο και η παραμονή μας στο βουνό άρχισε να γίνεται μαρτυρική. Τότε οι Τούρκοι γείτονες μας ειδοποίησαν τους θείους μου ότι ο στρα­τός θα έκανε εξόρμηση για να ανακαλύψει τον καταυλισμό μας και το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας·
Η ειδοποίηση αυτή δεν έγινε πιστευτή από κανένα, γιατί ο τουρκικός στρατός ποτέ δεν έβγαινε το χειμώνα στα βουνά, αλλά μάλλον οι φίλοι των θείων δεν ήθελαν πια να τους προμη­θεύουν τρόφιμα και βρήκαν αυτόν τον τρόπο για να τους ξεφορτωθούν.
Έτσι κι αλλιώς, τα πρώτα χιόνια που είχαν ήδη πέσει πάνω στα βουνά μας ανάγκαζαν να φύγουμε. Έτσι ένα βράδυ, τις πρώτες μέρες του 0κτωβρίου πήραμε το δρόμο της φυγής από κάτι μονοπάτια μέσα στα άγρια και απάτητα δάση.
Βγήκαμε πάνω από το Αγρίδι και ανηφορίσαμε προς το δάσος με τα σφενδαμόδεντρα. Το μονοπάτι αυτό οδηγούσε, στο χωριό Ντεμιρτσάντων, Είχε σκοτεινιάσει και περπατούσα πίσω από τη θεία Σοφία, όταν την άκουσα να λέει: «Να κι ένα πάπλωμα» και ταυτόχρονα έσκυψε και το έπιασε.
Δεν ήταν όμως πάπλωμα, αλλά το πτώμα του  Γιώργου Κουρτίδη, που ο αδελφός του είχε παντρευτεί την αδελφή της μητέρας, την Αγάπη. Το πτώμα ήταν σχεδόν ακάλυπτο από τα χιόνια και βρισκόταν σε αποσύνθεση·
Συνεχίσαμε το δρόμο μας και αργά τη νύχτα φτάσαμε στο Ντεμιρτσάντωγ και πή­γαμε στο σπίτι του Κοσμόγλη, πατέρα της Ελισάβετ. Όμως οι τουρκικές αρχές της περιοχής είχαν προειδοποιήσει τους κατοίκους ότι αν κανείς φιλοξενούσε Σανταίο, θα τουφεκιζόταν μαζί του.
Έτσι ούτε ο Κοσμόγλης ούτε οι άλλοι δέχτηκαν να φιλοξενήσουν τόσα πολλά άτομα, γιατί στην περιοχή αυτή υπήρχαν πολλά τουρκικά χωριά. Μόνο εμείς με τη θεία Σοφία καταφέραμε να μείνουμε στη θεία Ανατολή, γιατί από όλες τις αδελφές που είχε η μητέρα σ' αυτό το χωριό ήταν η μόνη που είχε ένα κάπως απόμερο σπίτι και γιατί ο άντρας της, ο Θεόδωρος Κοσμίδης, ήταν αδελφός της θείας Σοφίας.
Οι άλλες πέντε οικογένειες που ήταν μαζί μας αναγκάστηκαν να φύγουν το ίδιο βράδυ με τη συνοδεία των ανταρτών και να γυρίσουν πίσω στο Πιστοφάντων. Εκεί χιόνιζε συνέχεια και το χιόνι έφτασε σε τέτοιο   ύψος, που οι Τούρκοι δίσταζαν να πλησιάσουν κι έτσι οι δικοί μας βρίσκονταν σε ασφάλεια,
Η θεία Ανατολή μας βόλεψε σε μια κρύπτη κάτω από τον αχυρώνα, μας έφερε ψωμί και νερό και ύστερα κάθισε κοντά μας και είπε στη μητέρα ότι εκείνη τη μέρα οι Τούρκοι σκότωσαν τον αδελφό τους, που ήταν πρακτικός οδοντογιατρός.
Τον βρήκαν ανεβασμένο στην αχλαδιά και αφού τον διέταξαν να κατέβει, τον σκότωσαν και του πήραν τα ρούχα.
Ρωτήσαμε τη θεία Ανατολή για το Γιώργο Κουρτίδη και μας είπε ότι είχε έρθει να επισκεφτεί το συμπέθερό του Γιώργο, που ήταν αδελφός τους.
Όταν έ­φευγε, ο θείος Γιώργος μαζί με μερικούς άλλους τον συνόδεψαν λίγο πιο έξω από   το χωριό και τον αποχαιρέτησαν. Οι Τούρκοι όμως, που είχαν μάθει για τον ερ­χομό του, τον παραφύλαξαν στο δρόμο για το Αγρίδι και τον σκότωσαν. 0 Κουρτίδης καταγόταν από την Σαμάρουξα, αλλά έμενε στη Ρωσία.
Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, που η κατάσταση ήταν έκρυθμη και επικίνδυνη, είχε έρθει στη Σαμάρουξα, τον καιρό που ήταν στη Σάντα τα ρωσικά στρατεύματα, για να πουλήσει τα κτήματά του. Έκπληκτος όμως ανακάλυψε ότι ένας Τούρκος μπέης τα είχε καταλάβει αυθαίρετα και δεν του τα έδινε, αλλά ούτε και τον πλήρωνε.
Είχε μάλιστα ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές να τον καταδιώξουν. Έτσι ο Κουρτίδης, μην έχοντας άλλη εκλογή  είχε γίνει αντάρτης.
Μείναμε τρεις μήνες σ'εκείνη την κρυψώνα και όταν η ζωή μας στον αχυρώνα έγινε πια ανυπόφορη, η θεία Ανατολή πήγε εμάς στο σπίτι ενός ηλικιωμένου συγχωριανού της και τη θεία Σοφία σε ένα άλλο σπίτι. Τη νύχτα κοιμόμασταν στο σπίτι και την ημέρα κρυβόμασταν στο δάσος.
Εκείνη την εποχή μια ομάδα από σαράντα άτομα, κυρίως αντάρτες αλλά και μερικές γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Σοφία σύζυγος του Γιώργου Σισμανίδη του Χαράλαμπου, έσφαξε μερικά μοσχάρια, που είχε μαζέψει, καβούρδισε το κρέας τους, το έβαλε σε δοχεία και ξεκίνησε για τα ρωσοτουρκικά σύνορα. Περπατούσαν μόνο τη νύχτα για να μη γίνουν αντιληπτοί και έτσι  η πορεία κράτησε  πολλές μέρες.
Όταν έφτασαν στον ποταμό Τσορούχ, που αποτελούσε το σύνορο, είδαν ότι είχε πολλά νερά και δεν θα κατάφερναν να το περάσουν· Αποφάσισαν λοιπόν να στείλουν έξι άντρες σε ένα σπίτι που βρισκόταν εκεί κοντά για να ρωτήσουν πώς θα μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι. Πήγαν ο Χαράλαμπος Κοπαλίδης, ο Κώστας και ο Χριστόφορος Τσιλινκερίδης, ο Γιάννης Μελίδης, ο Αβραάμ Χιονίδης και ο Κάτσος. 
Έβαλαν τον Κάτσο σκοπό  και οι άλλοι πέντε μπήκαν στο σπίτι και άφησαν τα όπλα τους δίπλα στην πόρτα .
Ο Τούρκος, που έμενε εκεί, τους είπε πως το ποτάμι είχε δύο γέφυρες, από τις οποίες μόνο η μια φυλαγόταν και υποσχέθηκε να τους περάσει τη νύχτα από την αφύλαχτη.
 Μετά τους έβαλε να φάνε και έστειλε κρυφά ένα δικό του πρόσωπο να ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές. Ετοιμάστηκε μια ίλη ιππικού και ξεκίνησε να τους συλλάβει.
Ο Κάτσος, όταν τους είδε από μακριά, το 'βαλε στα πόδια, χωρίς να ειδοποιήσει τους άλλους. Οι Τούρκοι όρμησαν μέσα φωνάζοντας: «Τσεσλίμ» παραδοθείτε. Όλοι έμειναν ακίνητοι, παγωμένοι, με τα πιρούνια μετέωρα.
Τους πήραν και βγήκαν από τo σπίτι. Τότε είδαν δύο από τους άλλους που είχαν πέσει στο ποτάμι και προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι κολυμπώντας. Άρχισαν να τους πυροβολούν. Σκότωσαν τον ένα, ο άλλος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να περάσει στη Ρωσία.
Οι τριάντα δύο που είχαν απομείνει έφευγαν τρέχοντας. Μερικοί Τούρκοι τους κυνήγησαν. Όμως η βροχή που άρχισε να πέφτει και η πυκνή ομίχλη που σκέπαζε την περιοχή τους έκαναν να σταματήσουν την καταδίωξη.
 Γύρισαν  πίσω και μαζί με τους άλλους οδήγησαν τους πέντε κρατούμενούς τους στο Παϊπούρτ·
Οι τριάν­τα δύο γύρισαν στη Σάντα, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Ξεκίνησαν μια καινούργια πορεία, που τους έφερε στην Τραπεζούντα και από εκεί αργότερα στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, στο Παϊπούρτ ήρθε η μέρα της δίκης. Οι πέντε απέκρουσαν την κατη­γορία ότι ήταν Σανταίοι αντάρτες και ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν απλά να πάνε στη Ρωσία.
Οι δικαστές, μη βρίσκοντας κατηγορία εναντίον τους, είχαν σκοπό να τους αθωώσουν.
Τότε η Κυριακή Σπυριδοπούλου, που ήταν στην Τραπεζούντα, πήρε γράμμα από την κουνιάδα της, που βρισκόταν εξόριστη στο  Παϊπούρτ, στο οποίο της ανάφερε την υπόθεση. Η Κυριακή, διαβάζοντας τα ονόματα των πέντε ανταρτών, σταμάτησε σε ένα.
Αυτός είχε συναντήσει παλαιότερα στο Πιστοφάντων τον άντρα της Πολυχρόνη Σπυριδόπουλο και του είχε ζητήσει το όπλο  του, που ήταν επαναληπτικό, μια κι εκείνος δεν το χρησιμοποιούμε. 
Ο Πολυχρόνης αρνήθηκε και τον έβρισε. Καθώς όμως έφευγε, ο αντάρτης θιγμένος τον πυροβόλησε πισώπλατα λίγο κάτω από τη μέση.  Ο Πολυχρόνης σφαδάζοντας από τους πόνους  παρακάλεσε αυτούς που ήταν κοντά να του δώσουν τη χαριστική βολή, για να μην υποφέρει, όπως και έγινε.
Η Κυριακή έγραψε αμέσως στην κουνιάδα της ότι ο ένας από τους πέντε ήταν ο δολοφόνος του Πολυχρόνη και της εξήγησε τι να κάνει.
 Έτσι η Κυριακή στην Τραπεζούντα και η κουνιάδα της στο Παϊπούρτ  εμφανίστηκαν στις αρχές και μαρτύρησαν ότι οι κατηγορούμενοι ήταν Σανταίοι αντάρτες. Όλα τα επιχειρήματα των πέντε καταρρίφθηκαν και το δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Έτσι χάθηκαν πέντε γενναίοι άντρες..
Ήταν αρχές Ιανουαρίου και το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή. Μα σε  λίγες μέρες ο καιρός γύρισε  προς το νοτιά και τα χιόνια έλιωσαν. Μια μέρα, που είχαμε πάει όπως πάντα στο δάσος, είδαμε σε μικρή απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν μερικούς Τούρκους, πιθανόν από το χωριό Κοτύλι, να πυροβολούν και να σκοτώνουν τον πρόεδρο του Ντεμιρτσάντων  Φίλιππο Κώστογλου, που πρόδινε στους Τούρκους τους  Ελληνες συγχωριανούς του, που λιποτακτούσαν από τον τουρκικό στρατό.
 Πολλοί Τούρκοι κρυπτοχριστιανοί της περιοχής είχαν αγα­νακτήσει με τη συμπεριφορά του αυτή και η δολοφονία του ήταν κάτι που πολλοί το θεωρούσαν φυσικό και το περίμεναν.
Μια άλλη μέρα, καθώς βγήκαμε από το δάσος σε ένα δρόμο νότια του χωριού για να μπούμε σε ένα άλλο δάσος που ήταν κοντά, ακούσαμε τη θεία Ανατολή να μας φωνάζει πως μας είδαν δύο-τρεις χωροφύλακες και έρχονταν να μας πιάσουν. Γυρίσαμε και τους είδαμε να τρέχουν προς το μέρος μας. Ήμασταν πάνω σε ένα λόφο. Η βόρεια πλευρά ήταν γεμάτη έλατα και η νότια είχε ένα σωρό από ογκόλιθους.
Η μητέρα ήξερε, από τότε που έμενε στο χωριό, πως κάτω από τις πέτρες υπήρχε ένα βαθούλωμα με διαστάσεις 60X60 εκατοστά και βάθος 70 εκατοστά. Τρέξαμε γρήγορα προς τα εκεί. Κάτω απ'αυτό το λάκκο υπήρχε  μια σήραγγα τεσσάρων μέτρων σε σχήμα περισπωμένης, που επικοινωνούσε με ένα κυκλικό θάλαμο.
Οι ογκόλιθοι σχημάτιζαν ένα θόλο και από τα κενά έμπαινε το φως  του ήλιου. Μόλις που προλάβαμε να πάρουμε μια αναπνοή και ακούσαμε βήματα και τους Τούρκους να λένε: "Τι έγιναν αυτοί;" Τους ακούγαμε να ψάχνουν για λίγο. Στο τέλος απελπίστηκαν και έφυγαν. Μείναμε αρκετή ώρα στη σπηλιά, δεν μπορώ να καθορίσω πόσο, θυμάμαι όμως πως, όταν βγήκαμε έξω, χιόνιζε.
Η μητέρα μας  είπε να περιμένουμε εκεί και πήγε να παρακαλέσει την ξαδέλφη της να μας  φιλοξενήσει στο μαντρί της. Στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι να γυρίσω οι χωροφύλακες πέρασαν πάλι από το δρόμο. 
Κουλουριαστήκαμε από το φόβο, ενώ το χιόνι έπεφτε πυκνό και βαρύ και μας σκέπαζε. Και ίσως να αποτέλεσε ένα καμουφλάρισμα, γιατί αν και πέρασαν σε απόσταση μόλις δεκαπέντε μέτρων δεν μας είδαν. Σε λίγο η μητέρα γύρισε και μας είπε ότι η ξαδέλφη της θα μας φιλοξενούσε στο σπίτι της. Ήταν κι εκείνη χήρα με τρία αγόρια πέντε έως δέκα χρονών. Πήγαμε αμέσως εκεί.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι επιστράτευσαν τον άντρα της θείας Ανατολής και τον έστειλαν στα Τάγματα Εργασίας.
Εκείνες τις μέρες ετοιμαζόταν στο Ντεμιρτσάντωγ  το  ταχυδρομείο (πόστα).Έτσι ονομαζόταν μια ομάδα χωρικών και εμπόρων που μεγάλωνε καθώς περνούσε τα διάφορα χωριά και συνοδευόταν για περισσότερη ασφάλεια από χωροφύλακες. Σκοπός τους ήταν να πάνε στην Τραπεζούντα για να κάνουν αγοραπωλησίες.
Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να φύγουμε  μαζί τους, φροντίζοντας να μη μας αντιληφθούν οι χωροφύλακες.
Έτσι, την ημέρα που θα ξεκινούσαν, αποχαιρετήσαμε τη θεία Ανατολή και με τη θεία Σοφία ανακατευτήκαμε μαζί τους για τη μεγάλη  πορεία.
 Ο άντρας της θείας Ανατολής της έστειλε γράμμα ρωτώντας: "Τα ρέφανα (ραπανάκια) που έβαλα στο πηγάδι τι έγιναν;»
 Του απάντησε: "Μαζί με λεπτοκάρυα (φουντούκια) τα έστειλα στην Τραπεζούντα». Κατά τη διάρκεια της πορείας πρόσεξα πως οι άλλοι ήταν πολύ διαφορετικά ντυμένοι από μας και οι άντρες δεν φορούσαν παντελόνια άλλα κάτι υφαντά·
Μα εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως οι ίδιοι  χωροφύλακες, που πριν λίγες μέρες μας κυνηγούσαν, περπατούσαν τώρα πίσω μας και παρόλο που μας είχαν γνωρίσει  και από τα διαφορετικά ρούχα που φορούσαμε , δεν είπαν τίποτα. Τότε κατάλαβα πως ήταν κρυφοί χριστιανοί, με ελληνική καταγωγή, από τους πολλούς που υπήρχαν στην περιοχή.
Η πορεία αποδείχτηκε τελικά πολύ κουραστική για μας. Καθώς περνούσαν οι ώρες, μέναμε όλο και περισσότερο πίσω, μέχρι που οι άλλοι ξεμάκρυναν τόσο ώστε δεν μπορούσαμε να τους δούμε πια. Συνεχίσαμε να περπατάμε κι όταν βράδιασε, είδαμε με μεγάλη μας χαρά μερικά σπίτια κοντά στον παραλιακό δρόμο.
Οι Σανταίοι που έμεναν εκεί μας περιποιήθηκαν σαν συγγενείς. Έπλυναν τα πονεμένα μας πόδια, μας έδωσαν φαγητό και μας έστρωσαν κρεβάτια με καθαρά σεντόνια για να κοιμηθούμε, κάτι που είχαμε στερηθεί για πολλούς μήνες.  
Το πρωί μας έδωσαν φαγητό για το δρόμο και αφού τους ευχαριστήσαμε, ξεκινήσαμε και πάλι. Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο και ύστερα από οκτώ ώρες φτάσαμε τελικά στη συνοικία Δαφνούντα της Τραπεζούντας. Εκεί καθίσαμε πάνω σε βάρκες που ήταν στην αμμουδιά και μας ήταν αδύνατο να σηκωθούμε.
Στο τέλος με πολύ κόπο σύραμε τα πρησμένα πόδια μας μέχρι το θέατρο «ΚΩΣΤΑΚΗ» στην συνοικία του Αγίου Γρηγορίου, που χρησίμευε τότε σαν κατάλυμα. Βρήκαμε εκεί την αδελφή του πατέρα Ελένη με τον σύζυγο της Θεόδωρο Κοπαλίδη και τα παιδιά της Κώστα, Γιώργο , Ευρύκλεια και Μαρίκα, τη Σοφία , σύζυγο του Γιώργου Χαράλαμπου Σισμανίδη, την Ειρήνη Σισμανίδου, σύζυγο του Γιώργου Χριστόφορου Σισμανίδη με τα παιδιά της Πελαγία, Εύα, Παρθένα και Σταύρο, τη σύζυγο του Στάυρου Μαρία, το γένος Αβραάμ Σισμανίδη, το Θεόφιλο Αβραάμ Σισμανίδη και άλλους.
Τις επόμενες μέρες μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε το Μητροπολίτη Χρύσανθο, που ήταν πρόεδρος του συλλόγου «Μέριμνα» μοίραζε ψωμί με το δελτίο στις κατεστραμμένες οικογένειες. 
Η μητέρα του είπε να μας γράψει στον κατάλογο με το παλιό μας επώνυμο Χιονίδης αντί για Σισμανίδης, για να μην μπορέσουν να μας βρουν οι Τούρκοι κι εκείνος δέχτηκε.
Στο μεταξύ οι θείες μου, η μητέρα και οι αδελφές μου βρήκαν δουλειά· Μετέ­φεραν στην πλάτη τους καυσόξυλα από μακρινές αποστάσεις και κέρδιζαν αρκετά χρήματα, ώστε να περνάμε καλά.
 Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, όταν έφεραν στις φυλακές της Τραπεζούντας τον ξάδελφο μου Γιώργο, γιό του θείου Χαράλαμπου, που είχε βγει από καιρό στο αντάρτικο. Μετά την καταστροφή της Σάντας και την εξορία του πληθυσμού, οι αν­τάρτες μοιράστηκαν σε μικρές ομάδες, για να διαφύγουν ευκολότερα από τον κλοιό των Τούρκων.
Πολλοί απ' αυτούς αιχμαλωτίστηκαν, κρεμάστηκαν  ή σφάχτηκαν. Μια από τις ομάδες που κατάφεραν να διαφύγουν αποτελείτο από οκτώ αντάρτες: τους ξαδέλφους μου Γιώργο και Στάθη Σισμανίδη (αδέλφια), τους αδελφούς Θεόδωρο και Ευκλείδη Κύρτογλου, δυο Αρμένιους και δυο ακόμη.
Κατάφεραν να φτάσουν στα Σούρμενα και είχαν σκοπό να νοικιάσουν μια βενζινάκατο για να περάσουν στη Ρωσία.  Μέχρι να βρουν, έμειναν προσωρινά σε ένα αρμένικο ακατοίκητο σπίτι. Όμως  κάποιος τους πρόδωσε και ένα τουρκικό τάγμα ξεκίνησε  να τους αιχμαλωτίσει.
 Οι έξι από τους αντάρτες ειδοποιήθηκαν και κατάφεραν να διαφύγουν, χωρίς πάνω στη βιασύνη τους να ειδοποιήσουν τον ξάδελφο μου Γ ιώργο Σισμανίδη και το Θεόδωρο Κύρτογλου, που ήταν στο διπλανό δωμάτιο.
Οι Τούρκοι κύκλωσαν το σπίτι και άρχι­σαν να ανταλλάζουν πυροβολισμούς με τους αντάρτες.
Τα δυο παλληκάρια πάλεψαν γενναία και κράτησαν για πολλή ώρα τις θέσεις τους, ώσπου  τέλειωσαν και οι τετρακόσιες σφαίρες που είχε ο καθένας μαζί του.
 Ο Θεόδωρος πρότεινε στο Γιώργο να κρατήσουν από μια σφαίρα για τον εαυτό τους. Ο Γιώργος δεν συμφώνησε, "Ας μας κά­νουν κομμάτια" είπε.
Στο εννιάσφαιρο τουφέκι του είχε μείνει μια σφαίρα. Σκέφτηκε να  σκαρώσει  μια παγίδα στους Τούρκους. Είπε στον Θόδωρο να παραμερίσει πιο μέσα και άνοιξε την πόρτα, φωνάζοντας στους Τούρκους πως θα παραδινόταν. Ο Τούρκος ταγματάρχης και πίσω του ένας λοχαγός προχώρησαν προς το σπίτι.
Όταν είχαν πλησιάσει αρκετά, ο Γιώργος με μια απότομη κίνηση σήκωσε το τουφέκι και σημάδεψε, με σκοπό να πυροβολήσει και τους δυο μαζί. Μα η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Το τουφέκι έπαθε αφλογιστία. Νευριασμένος το άρπαξε από την κάνη και το χτύπησε με δύναμη πάνω στο κατώφλι της πόρτας. Το τουφέκι έσπασε με θόρυβο στα δύο. Πήρε τα κομμάτια και τους τα πέταξε. Τους πέταξε και το άδειο δεκάσφαιρο πιστόλι του.
"Τώρα μπορείτε να με συλλάβετε" τους είπε, "Παιδί μου, πραγματικά είχες σκοπό να μας σκοτώσεις;" τον ρώτησε ο ταγματάρχης. "Έβετ(μάλιστα) εφέντη" απάντησε.
Του έσφιξαν το χέρι και τον συγχάρηκαν για την ανδρεία του. Έβγαλαν πέντε χάρτινες λίρες ο ταγματάρχης και δυόμισι λίρες ο λοχαγός και του είπαν να τα δεχτεί σαν δώρο. Μετά τον ρώτησαν αν είχε κι άλλους συντρόφους. Τους απάντησε πως είχε έναν.
Έβαλαν και τους δύο σε ένα αμάξι και χωρίς να τους πειράξουν, τους πήγαν στη Λιβερά, όπου βρισκόταν το τουρκικό στρατηγείο για τις επιχειρήσεις της Σάντας.
Εκεί, επειδή δεν υπήρχε φυλακή, τους έβαλαν σε ένα ξωκλήσι και οι κάτοι­κοι τους πήγαιναν φαγητό, χωρίς να εμποδίζονται από τους φρουρούς. Από κει τους μετέφεραν στις φυλακές της Τραπεζούντας. 
Τότε το έμαθε η μητέρα και κάθε μεσημέρι με έστελνε στη φυλακή για να του πάω φαγητό. Ήταν πολύς δρόμος, γιατί οι φυλακές βρίσκονταν έξω από την πόλη, κοντά στα παλιά τείχη.
Προχωρούσα, περνούσα μια μεγάλη γέφυρα, που από κάτω της έχασκε μια ρεματιά και αντίκρυζα μια μικρή πλατεία με μια θεόρατη μουριά στη μέση. Μόλις την προσπερνούσα, ξεπρόβαλαν στ' αριστερά μου οι φυλακές.
 Περνούσα την καμάρα της εισόδου και πλησίαζα στη βαρειά σιδερένια εξώπορτα. 0 Γιώργος, που όλη τη μέρα έκανε βόλτες στην αυλή και κοίταζε από ένα ψηλό παράθυρο της εξώπορτας για να με δει, έλεγε στο φρουρό να ανοίξει την πόρτα, γιατί του έφεραν φαγητό. Ο φρουρός άνοιγε την πόρτα έπαιρνε  το φαγητό και ξανάκλεινε. Έτσι δεν μπόρεσα να δω τον Θεόδωρο Κύρτογλου ούτε μια φορά.
Αλλά και το Γιώργο τον έβλεπα ελάχιστα. Ήταν ωραίος άντρας, ψηλός και γεροδεμένος και μόλις εικοσιπέντε χρονών. Ήταν πολύ ανήσυχος και στεναχωριόταν που ήταν κλεισμένος εκεί μέσα. Όταν τελείωνε το φαγητό του, ο φρουρός άνοιγε και μου έδινε τα σκεύη. Τα έπαιρνα και γύριζα στο θέατρο “Κωστάκη”.
Είχαν περάσει έτσι έξι μήνες, όταν μια μέρα η αδελφή μου Μαρία έπεσε στο κρεβάτι άρρωστη. Είχε φάει άπλυτα κοκκύμελα(κορόμηλα) και  ο οργανισμός της,
εξασθενημένος από τη σκληρή δουλειά, δεν μπόρεσε να αντιδράσει στα μικρόβια.     Έπαθε κοιλιακό τύφο και μετά από λίγες μέρες έπεσε σε αφασία. Τώρα πήγαιναν στη δουλειά μόνο η μητέρα και η άλλη αδελφή μου η Ελένη ενώ εγώ έμενα στο θέατρο με τα μικρά και περιποιόμουν τη Μαρία·
Έτσι δεν μπορούσα πια να πηγαίνω τα μεσημέρια φαγητό στο Γιώργο, Η Μαρία έμεινε αρκετές μέρες στο κρεβάτι· Μετά άρχισε να καλυτερεύει.
Τότε μάθαμε πως ο Γιώργος είχε αρρωστήσει βαριά από  άγνωστη αιτία. Μα με­τά από λίγες μέρες μας ήρθε η φριχτή είδηση. Ο φρουρός, που φύλαγε το κελί του Γιώργου, έλειψε για λίγο μετά από συνεννόηση με τον Σουλεϊμάν Κάλφα, που οι τουρ­κικές αρχές δεν τον χρειάζονταν πια και τον είχαν βάλει στις φυλακές της Τραπε­ζούντας, όπως και τον όμοιό του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα κι έτσι εκείνος βρή­κε την κατάλληλη ευκαιρία και τον έσφαξε με ένα μαχαίρι  που του είχαν βάλει οι συγγενείς του μέσα στο γιαούρτι που του είχαν πάει, μετά από δική  του παράκληση.
 Όλοι  στην Τραπεζούντα μετά το φόνο παραδέχονταν πως, αν ο Γιώργος δεν ήταν άρρωστος, ο Κάλφας δεν θα ξεμπέρδευε μαζί του τόσο εύκολα.
Η γυναίκα του Σοφία, που ήταν μαζί μας, έφτιαξε ένα μικρό  μοιρολόι και το έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά της:
 Ανάθεμα κι τη Σάντα καπάνια κι παήρια
 Εκεί έχασα το ταίρι μ' σ' ατά τα ρασία
Άλλο κι λέω κι γελώ κι άλλο  κι πάω ‘ς σ’ Σάντα
Εκάεν η καρδία μ’
‘Σ  σ' Τραπεζούντα ‘ς σ' φυλακάς  εμαχαίρωσαν άτον
με δίκοχο μαχαίρι
Άλλο  πα κι είδ' ατον
Εκάεν  η καρδία μ', εκάεν η καρδία μ'
που σημαίνει:
Ανάθεμα στη Σάντα, στους βράχους καί στις βουνοπλαγιές
Εκεί έχασα το ταίρι, σ’ αυτές τις οροσειρές
Άλλο δε λέω, δε γελώ κι άλλο δεν πάω στη Σάντα
Κάηκε η καρδιά μου
Στην  Τραπεζούντα στις φυλακές τον μαχαίρωσαν
 Με δικοπο μαχαίρι
Άλλο δεν τον είδα
Κάηκε η καρδιά μου ,κάηκε η καρδιά μου
 θυμόταν τα τραγούδια που είχαν φτιάξει τα κορίτσια της Σάντας, για να εξυμνήσουν την ονομαστή ομορφιά του που τις είχε ξετρελάνει αλλά και την πίστη του στη γυναίκα του. Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν και το ακόλουθο:
  Κορίτσια: Εσ' κι έρχεται ο Σισμάν, για κρού’τε τα κωδώνια
Κι ας αναλλάζ’νε όλα τα κορτσόπα
Εβγαί’νε απάν’ σ’ αλώνια
Ο Σισμάν ο τελίγαρης, υγιεύν’ ατον τα τσίνια
Ολίγον στενάχωρα ειν’ τ’ ατουνού τα καλτσίνια.
 Σοφία:Τα πουλόπα κι εφτάγ’νε φιλία. Πας κι ακούν τ’εμόνι;
 Κορίτσια: Τα αρνία έχ’νε σκληρόν καρδία
                    Τόσα πουλία αγλώσσοτα ‘ς σα έρημα ζούνε
                      Εκείνα πα εφτάγ’νε έρωτα και γροικούν κι’ αγαπούν
                     Η ομορφία εν’ όλεν της Σοφίας
                    Μη τραγουδάς νε κορτσόπον κι τρως την καρδία’σ
 Που σημαίνει: 
Κορίτσια: Έρχεται ο Σισμάν, χτυπάτε τις καμπάνες
Κι ας αλλάξουν (να φορέσουν γιορτινά) όλα τα κορίτσια να βγουν στα επάνω αλώνια(πλατεία του χωριού)
 Ο Σισμάν το τρελλόπαιδο, του ταιριάζουν τα τσίνια (γκέτες από κατσικίσιο μαλλί)
Του είναι λίγο στενάχωρα τα καλτσίνια του
 
Σοφία: Τα πουλάκια δεν κάνουν φιλία. Μήπως ακούν το δικό μου;
 Κορίτσια: Τα αρνιά  έχουν σκληρή καρδιά;
 Τόσα πουλιά χωρίς φωνή στις ερημιές ζούνε
Εκείνα ερωτεύονται και καταλαβαίνουν κι αγαπούν
Η ομορφιά του όλη είναι της Σοφίας
Μην τραγουδάς λοιπόν κορίτσι μου και τρως την καρδιά σου.
Δρόμος για τη Σαντα
  
Μια μέρα, παρά την κακοκαιρία, η μητέρα πήγε στην αγορά να πάρει τρόφιμα. Όταν γύρισε, έπεσε στο κρεβάτι με την ίδια αρρώστια της Μαρίας. Πήγα τότε στο σπίτι ενός Εβραίου γιατρού, που μου είπαν ότι ήταν πίσω από το θέατρο και τον παρακάλεσα  να έρθει να δει τη μητέρα.
Αρνήθηκε. Έτσι αναγκαστήκαμε με την Ελένη να τη σηκώσουμε και να την πάμε εμείς. Κάναμε αρκετή ώρα, γιατί συνέχεια ζητούσε  να καθίσει. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του, την εξέτασε και μετά μας έδωσε άσπρα μεγάλα χάπια και μας είπε να της δίνουμε να πίνει πολύ τσάι.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από λίγες μέρες έπεσε σε αφασία και στις εννιά μέρες πέθανε. Πέθανε στα τριάντα τρία της χρόνια, όπως και ο πατέρας· Η Μαρία Σισμανίδου, σύζυγος του Σταύρου, φρόντισε για τα υπόλοιπα.
Έτσι την άλλη μέρα ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία από τον μητροπολίτη Χρύσανθο στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου, που ήταν η μητρόπολη της Τραπεζούντας και η κηδεία έγινε στο μοναδικό νεκροταφείο της πόλης, που ήταν πάνω από τη συνοικία Δαφνούντα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, στα πόδια της θείας Σοφίας, που μοιράστηκε μαζί μας από την αρχή όλες τις ταλαιπωρίες, άνοιξαν μεγάλες πληγές και άρχισαν να τρέχουν υγρά, με αποτέλεσμα να χάσουμε κι άλλο αγαπημένο μας  πρόσωπο μέσα λίγες μέρες.
Είχαμε μείνει πια τελείως ορφανοί και οι λίγοι σκορπισμένοι συγγενείς που μας είχαν απομείνει, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από μας, για να μπορούν να μας βοηθήσουν.
 Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε στο ορφανοτροφείο. Υπήρχαν δύο ορφανο­τροφεία στην πόλη, το ελληνικό που ήταν δίπλα στην μητρόπολη καί το αρμένικο που ήταν απέναντι από το θέατρο “Κωστάκη”.
Πήγαμε στο ελληνικό Ορφανοτροφείο, αλλά εκεί μας, είπαν ότι θα έπαιρναν μόνο το Μιχάλη και τον Kώστα, που ήταν τριών και εφτά χρονών, γιατί σύμφωνα με τον κανονισμό έπρεπε να παίρνουν παιδιά μέχρι δέκα χρονών, ενώ η Ελένη, η Μαρία κι εγώ ήμασταν δεκαέξι, δεκαπέντε και δεκατριών αντίστοιχα.
 Πήγαμε τότε στο σπίτι της κ. Σοφίας Γραμματικοπούλου, που ήταν διευ­θύντρια του ορφανοτροφείου και την παρακαλέσαμε να μας κρατήσουν όλους, γιατί μας ήταν αδύνατον να αποχωριστούμε τα μικρά και  θα πηγαίναμε ή όλοι ή κανένας·
Τελικά καταφέραμε να την πείσουμε και μας πήραν όλους. Μας έραψαν  και καινούργια ρούχα· Το ορφανοτροφείο ήταν καλά οργανωμένο, με πολλά κρεβάτια και πλούσια ιματιοθήκη·
Μείναμε εκεί περίπου δέκα μέρες και μετά αποφασίστηκε να φύγουν όλα τα παιδιά και του ελληνικού και του αρμένικου ορφανοτροφείου για την Ελλάδα. 'Ήμασταν τυχεροί, γιατί όλους τους Πόντιους τους κράτησαν μέχρι υπογραφή της ανταλλαγής στον Άγιο Στέφανο της Κωνσταντινούπολης, όπου αποδεκατίστηκαν  από τις αρρώστιες και τις στερήσεις.
Το ορφανοτροφείο ναύλωσε ένα μεγάλο καράβι το "Τριεστίνο" κι ένα απόγευμα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922, μας επιβίβασαν όλους και άρχισαν να μας τακτοποιούν στα αμπάρια, γιατί είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Ήθελα να δω για τελευταία φορά την πόλη που έκλεινε στα σπλάχνα της τη μητέρα και τη θεία και κρύφτηκα σε έναν αεραγωγό που ήταν στο κατάστρωμα. Σε λίγο αφήσαμε για πάντα την Τραπεζούντα. Σήκωσα το κεφάλι μου για να βλέπω έξω. Το πλοίο είχε ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει και η πόλη φάνταζε πανέμορφη, έτσι αμφιθεατρικά κτισμένη που ήταν·
 Έμεινα αρκετή ώρα να χαζεύω, μέχρι που περάσαμε τα Πλάτανα και το Ιερό  ακρωτήριο κάλυψε την πόλη. Αλλωστε ήταν πια σκοτεινά· Βγήκα από τον αεραγωγό, κατέβηκα στα αμπάρια και κοιμήθηκα·
Πριν ξημερώσει, φτάσαμε στην Αμισό και το πλοίο αγκυροβόλησε στα ανοιχτά· Πολ­λές βάρκες πλησίασαν και επιβίβασαν τα παιδιά του ορφανοτροφείου της πόλης. Όταν είχαν επιβιβαστεί όλα, ξεκινήσαμε και πάλι. Ήμασταν τώρα συνολικά 2500 παιδιά· Βρισκόμασταν όλοι στο κατάστρωμα και χαζεύαμε.
Ανακαλύψαμε τότε στην πρύμνη μια αποθήκη με αφράτο ψωμί και φουντούκια κι έτσι μπορέσαμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας, μια και το πρωινό μας ήταν σκέτο κακάο, αλλά και να ρίξουμε λίγο ψωμί στα χαριτωμένα δελφίνια που ακολουθούσαν το πλοίο και έκαναν ευχάριστο το ταξίδι μας· Ο καπετάνιος και όλοι οι ναύτες είχαν ξετρελαθεί με τα καμώματα του Μιχαλάκη και του έκαναν κάθε φορά εκείνοι το τραπέζι.
0 επόμενος σταθμός μας ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου το πλοίο ξεφόρτωσε πρόβατα και εμπορεύματα. Ύστερα τραβήξαμε κατευθείαν για τον Πειραιά και μετά μια βδομάδα μπαίναμε στο λιμάνι. Τα ορφανά χαρούμενα έβγαζαν τα φέσια τους και τα πετούσαν στον αέρα· Δύο-τρεις βαρκάρηδες μάζευαν όσα είχαν πέσει στη θάλασσα και τα παιδιά γελούσαν και τους κορόιδευαν.
Στον Πειραιά μας περίμεναν μικρότερα πλοία και αφού επιβιβαστήκαμε σ’ αυτά, ξεκινήσαμε κατά το σούρουπο, περάσαμε τον Ισθμό και φτάσαμε στον προορισμό μας, το Λουτράκι.
 Αποβιβαστήκαμε και κοιτάζαμε δεξιά ψάχνοντας για πράγματα που θα μας θύμιζαν το χωριό μας, που θα μας δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι δεν είχαμε ξεριζωθεί από τον τόπο μας. Μπροστά στα μάτια μας όμως ήταν ένας τόπος άγονος και γυμνός και οι σκελετωμένοι άνθρωποι στο λιμάνι κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια την ιματιοθήκη του ορφανοτροφείου, που κατέβαζαν οι συνοδοί μας από το πλοίο και  άρπαζαν από τα χέρια μας το ψωμί που τρώγαμε.
Απογο­ητευμένοι οδηγηθήκαμε στα ξενοδοχεία, που είχε νοικιάσει η διεύθυνση του ορφανο­τροφείου. Η τουριστική περίοδος είχε τελειώσει και ήταν άδεια. Μας τακτοποίησαν εκεί και μας είπαν πως το ορφανοτροφείο είχε αγοράσει τους καρπούς των λιόδεντρων της  περιοχής και πως έπρεπε να τους μαζέψουμε εμείς. Θα μας έδιναν δύο δεκάρες στην οκά.
 Έτσι αρχίσαμε να δουλεύουμε, όλοι πρωί και απόγευμα. Εμένα με  έβαλαν να προσέχω και να βοηθώ μια ομάδα από μικρότερα απιδιά. Τα μεγάλα παιδιά ράβδιζαν τα δέντρα και τα μικρότερα μάζευαν τις ελιές  που έπεφταν, τις έβαζαν μέσα σε σακιά και τα έδεναν·
 Το μεσημέρι πήγαινα στο μαγειρείο και μου έδιναν ξηρά τροφή, που τη μοίραζα στα παιδιά. Έρχονταν όμως μερικοί Αρβανίτες, έδιναν στα παιδιά ελιές  και τους έπαιρναν το κεφαλοτύρι. Αυτό γινόταν συχνά, ώσπου  μία μέρα αναγκάστηκα να τους διώξω και είπα στα παιδιά να πάρουν από το μαγειρείο κονσερβοκούτια και αλάτι και όταν βρίσκουν κατά το μάζεμα ελιές ώριμες να τις αλατίζουν και να τις βάζουν στις κονσέρβες για να έχουν να τρώνε, γιατί το ορφανοτροφείο είχε μεν αγοράσει τις ελιές αλλά μέχρι τώρα δεν είχαμε δοκιμάσει ούτε μια από αυτές, ούτε και τα λεπτά που μας είχαν υποσχεθεί για το μάζεμα μας είχαν δώσει.
Με όσα λεφτά είχα, αγόραζα στο Μιχαλάκη καραμέλες και τα άλλα συνομήλικα του παιδιά, τα περισσότερα Αρμένιοι, του ζητούσαν. Όταν έβλεπε πως δεν έφταναν για όλους, τις έκοβε με τα δοντάκια του σε περισσότερα κομμάτια και τα μοίραζε. Ομως δεν είχε δεύτερα εσώρουχα, για να μπορεί να αλλάζει.
Ζήτησα από την ιματιοθήκη, αλλά μου είπαν ότι δεν είχαν να μου δώσουν. Έτσι, κάθε μεσημέρι, πήγαινα το παιδί στη θάλασσα, το καθάριζα, έπλενα τα εσώρουχά του, τα στέγνωνα στο   μαγειρείο και του τα φορούσα.
Μια μέρα, ένας Αρμένιος δάσκαλος με φώναξε με το επώνυμο Χιονίδης και μου είπε να πάω το Μ ιχαλάκη μαζί με τα άλλα μικρά. Τον πήγα  και ανέθεσα στην Ελένη να τον προσέχει.                                               
Είχαμε ήδη μπει στο 1923, όταν τελείωσε η συγκομιδή και πολλά παιδιά, ανάμεσα τους και ο Κώστας υπέφεραν ένα διάστημα από πόνο στα μάτια. Ο καιρός περνούσε γρήγορα και πλησίαζε το καλοκαίρι· Τα ξενοδοχεία περίμεναν τουρίστες και ειδοποίησαν τους συνοδούς μας πως έπρεπε να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για να φύγουμε, γιατί δεν θα μπορούσαν να μας κρατήσουν για πολύ ακόμα.
Έτσι  αποφασίστηκε να φύγουμε κατά ομάδες, ανάλογα με την ηλικία. Η πρώτη ομάδα που σχηματίστηκε, αποτελούνταν από παιδιά πέντε έως δέκα χρονών, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Κώ­στας.
 Τα επιβίβασαν σε μια βάρκα και ετοιμάζονταν να τα πάνε στο πλοίο που περίμενε. Δεν ήθελα να αποχωριστώ τον αδελφό μου και μπήκα κι εγώ στη βάρκα για να πάω μαζί, αλλά με έβγαλαν έξω. 
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον συμβουλέ­ψω και μετά να σταθώ στην παραλία και να βλέπω το πλοίο να απομακρύνεται, Αργό­τερα έμαθα ότι θα τα πήγαιναν στη Χαλκίδα.
Παλιός δρόμος για τη Σαντα

Ύστερα από λίγες μέρες η Μαρία κι εγώ ακούσαμε τα ονόματα μας και μας ειδοποίησαν πως θα έφευγε η δεύτερη ομάδα με παιδιά δέκα έως δεκαπέντε χρονών·
Πήγα  στο ξενοδοχείο που έμενε η Ελένη για να την αποχαιρετήσω και  να την παρακαλέσω να προσέχει το Μιχάλη και να μην τον αφήσει να φύγει μόνος του·
Μετά πήγα στο μέρος που θα συγκεντρωνόμασταν και βρήκα εκεί τη Μαρία. Μας έβαλαν σε ένα αυτο­κίνητο και ξεκινήσαμε. Στον Ισθμό μας κατέβασαν  και μας έβαλαν στο τρένο που μας έφερε στην Αθήνα.
Μας πήγαν στα παλιά ανάκτορα, όπου μείναμε μια βδομάδα. Μετά αποφασίστηκε να βγουν από το ορφανοτροφείο όλα τα παιδιά από δεκατριών χρονών και πάνω και το κάθε παιδί να έχει στο όνομά του χρήματα, που θα διαχειριζόταν το ορφανοτροφείο και που δεν μας τα έδωσαν ποτέ. 
Δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια ανα­κοίνωση του ορφανοτροφείου για όσους ήθελαν υπηρετικό προσωπικό. Και μια μέρα μας πήγαν στο γραφείο της διευθύντριας· Εκείνη μας είπε ότι κάποιος Κρητικός που λε­γόταν Ανδρέας Φούσκης και η γυναίκα του ήθελαν γα πάρουν τη Μαρία σαν οικιακή βο­ηθό.
Η Μαρία είπε πως θα πήγαινε, μόνο αν έπαιρναν και μένα. Έτσι αναγκάστηκαν να με πάρουν. Το ορφανοτροφείο έδωσε στην κυρία μερικά δολάρια κι  εκείνη μας πήρε από ένα ζευγάρι πέδιλα. 
Μετά από ένα μήνα με έβαλαν σε μια ταβέρνα να σκουπίζω τα πιάτα.
Εκείνες τις μέρες ήρθε και η Ελένη στην Αθήνα και μας είπε πως τον Μιχάλη τον είχε υιοθετήσει μια οικογένεια. Ένας υπάλληλος του ορφανοτροφείου που ήταν από την Τραπεζούντα, ο Σταύρος Φουντόπουλος, της βρήκε ένα σπίτι για να μείνει και να δουλεύει στη Ναυάρχου Κουντουριώτη 18 , που ήταν της οικογένειας Δημήτρη Βουτσαρά.
Στο μεταξύ, στην ταβέρνα που δούλευα, τα πόδια μου είχαν πρηστεί από την ορθο­στασία. Παρακάλεσα το Σταύρο Φουντόπουλο να με πάρει από εκεί. Μου  βρήκε δουλειά            σε ένα μπαρ, αλλά κι εκεί δεν ήταν καλύτερα.
Ύστερα πήγα σε μια οικογένεια στο Φάληρο σαν υπηρέτης. Τις 500 δραχμές που είχα μαζέψει και τους μισθούς που μου είχαν υποσχεθεί, συνολικά 2.800 δραχμές, ζήτησα να μου τα φυλάξουν. Υπολόγιζα να πάρω ένα οικόπεδο, να χτίσω ένα μικρό σπίτι και να μαζέψω τα αδέλφια μου. Μα όταν ζήτησα τα λεφτά, το αφεντικό μου μου απάντησε: "Και ποιός σου είπε ότι έχεις λεφτά; " Έφυγα από κει και έπιασα δουλειά στο γκαράζ του Δημήτρη Βουτυρά, του αφεντικού της Ελένης. Έμεινα εκεί ένα χρόνο. Το 1926 έκανα πολιτογράφηση της οικογένειας με το επώνυμο Σισμανίδης, μην ξέροντας πως το κανονικό μας  επώνυμο ήταν Χιονίδης.
 Την ίδια χρονιά γνώρισα το Γιάννη Μαυρόπουλο από το Πινιατάντων ,που είχε μεταναστεύσει πριν πολλά χρόνια στη Ρωσία και είχε αναλαβει εκεί τα δημόσια έργα. 
Το 1914 ήρθε στην Ελλάδα για να βάλει τα παιδιά του στο σχολείο   και είχε σκοπό να γυρίσει στη Ρωσία για να φέρει την τεράστια περιουσία που είχε δημιουργήσει εκεί. 
Τότε όμως ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και αποκλείστηκε. Ακολούθησε η Ρωσική  επανασταση και τα έχασε όλα·
Εκείνη την εποχή άρχισα να σκέπτομαι για το μέλλον μου και αποφάσισα να πάω σε μια τεχνική σχολή για να γίνω οικοδόμος. Από εκει με έστειλαν μετά από λίγο καιρό στο παράρτημα της Καλαμάτας.  
Μόλις μπήκε το 1927, η Ελένη σαν μεγαλύτερη σκέφτηκε να  υποβάλει τα χαρτιά μας για να πάρουμε προσφυγική αποζημίωση. Τα ετοίμασε και στις14 Ιανουαρίου τα κατάθεσε. Η αρμόδια επιτροπή όμως τα απόρριψε σαν εκπρόθεσμα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο Κώστας αφού έμεινε λίγο καιρό στη Χαλκίδα, με­ταφέρθηκε με τα άλλα παιδιά στον Ωρωπό και αργότερα στο ορφανοτροφείο της Σύρου. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα και έμεινε με τη Μαρία, που είχε  παντρευτεί πριν λίγους μήνες το Γιώργο Μιχόπουλο.
Πήγε μαθητευόμενος  ηλεκτρολόγος και μετά από λίγο καιρό άρχισε συγχρόνως να παρακολουθεί μαθήματα ηλεκτρολογίας στο Βαρβάκειο. Αργότερα έπιασε δουλειά σαν συντηρητής της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης σε μια εφημε­ρίδα. 
Τη θέση αυτή τη διατήρησε και μετά τη θητεία του. Στην εφημερίδα όμως του ζήτησαν να βοηθάει και στο τύπωμα. Έτσι έμαθε καλά τη δουλειά του και αργότερα της αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, εγκαταλείποντας το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου.
Γύρισα από την Καλαμάτα το 1929 και πήγα στη Μακεδονία σε αναζήτηση συγγενών μου, ώσπου το Μάρτιο του 1930 γύρισα για να υπηρετήσω θητεία μου. Όταν τελείωσα, έπιασα δουλειά στην "Πάουερ" στη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι. 
Για να μη μονιμοποιηθώ, με απόλυσαν και μετά από μερικές βδομάδες με ειδοποίησαν να ανανεώσω τη σύμβαση μου. Αρνήθηκα· Άρχιζα να δουλεύω σαν οικοδόμος.
Τέλη του 1931 η δεύτερη σύζυγος του Γιάννη, Μαυροπουλου Παρθένα μου είπε ότι είχαν δωρίσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο την παραδοσιακή φορεσιά της Σάντας. Πήγα στην Πατησίων και είδα στο ισόγειο του Μουσείου τη φορεσιά αυτή σε γυάλινη προθήκη. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της μητέρας μου με μία ολόιδια φορεσιά.
Το 1932 ο ξάδελφος μου Σταύρος Σισμανίδης, που έμενε στην κοινότητα Οχυρό Δράμας, έκανε μια απογραφή της περιουσίας του παππού Χριστόφορου, του πατέρα του Γιώργου και του πατέρα μου Μιχάλη και τα υπόβαλε στην επιτροπή που ήταν αρμόδια για την ανταλλαγή.
 0 Γιάννης Μαυρόπουλος και  Χριστόφορος Μουρατχανίδης από το Κοσλαράντων με βοήθησαν να υποβάλω τα δικά μας χαρτιά για να μεταφερθεί η περιουσία του πατέρα από το όνομα του Σταύρου στο δικό μας· 
Η επιτροπή πραγματικά τη μετάφερε στο όνομά μας και αποφάσισε γα κρατηθεί, ισχυρή και να μας διανεμηθεί. Μεσολάβησαν όμως η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος και έτσι η απόφαση αυτή έμεινε ανεκτέλεστη και δεν πήραμε τίποτα·
Το 1936 η Ελένη παντρεύτηκε τον Ανδρέα Θωμόπουλο. Το 1938 αγόρασα ένα οικόπεδο και το 1941 παντρεύτηκα την Ανδριανή Ζαχαράτου, Ο Κώστας παντρεύτηκε το 1958  τη Γεσθημανή Κωνσταντινίδου.
Ο Μιχάλης, όπως μάθαμε αργότερα, είχε υιοθετηθεί από μια καθολική οικογένεια του Αργοστολίου. Έβγαλε το γυμνάσιο, έμαθε γερμανικά και ιταλικά και έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος σε συμβολαιογραφικό γραφείο, με τη προοπτική να γίνει συμβολαιογράφος. Παράλληλα έπαιζε φλάουτο στη μπάντα του δήμου. 'Ομως το 1947 τον τρίτο μήνα της θητείας του, ενώ υπηρετούσε στις διαβιβάσεις σκοτώθηκε στο Γράμμο.
Το 1947,πήγα πάλι στο Αρχαιολογικό Μουσείο και ζήτησα να δω τη φορεσιά της Σάντας. Μου είπαν ότι είχε μεταφερθεί μαζί με άλλα κουστούμια  στο Εθνολογικό Μου­σείο, που στεγάζεται στην Παλιά Βουλή. Πήγα εκεί, αλλά η υπάλληλος μου είπε ότι λόγω έλλειψης χώρου για την έκθεση των κοστουμιών, τα περισσότερα βρίσκονταν σε μπαούλα. Προσφέρθηκε να ψάξει, αλλά ήταν τόσα πολλά τα μπαούλα που στάθηκε αδύνατο να τη βρει. 
Ξαναπήγα αρκετές φορές, αλλά παρόλο το ψάξιμο η φορεσιά δεν βρέθηκε και είναι η μοναδική γνήσια φορεσιά της Σάντας που υπάρχει στον κόσμο.
Τον Οκτώβριο του 1969 πήγα για πρώτη φορά στον Άγιο Χαράλαμπο του Κιλκίς για να επισκεφτώ τους συγγενείς μας. Όπως ήταν φυσικό, δεν τους βρήκα όλους ζωντανούς και αυτό με λύπησε αφάνταστα. Κυρίως με στενοχώρησε ο θάνατος της θείας Ελένης, αδελφής του πατέρα και συζύγου του Θεόδωρου Κοπαλίδη. 
Πέθανε στις 17 Ι­ουνίου 1966 στα ογδόντα της χρόνια. Βρήκα όμως ακμαιότατο και υγιέστατο, το Γιώργο Παντελή Κοπαλίδη, τον Πέτρο Φουλίδη, τη Μάγδα, σύζυγο του Συμεών Κοπαλίδη και άλλους συγχωριανούς μου.
Έμεινα έντεκα μέρες μαζί τους και συζητήσαμε για τα παλιά. Ήταν ανείπωτη η χαρά και η συγκίνησή μου που έβλεπα και πάλι, ύστερα από σαρανταοκτώ χρόνια, γνωστά και αγαπημένα μου πρόσωπα. Οι στιγμές που έζησα μαζί τους μου έμειναν αξέχαστες και με έκαναν να ξαναπάω πολλές φορές στη Μακεδονία για να ψάξω για συγγενείς και να ανασυνθέσω το ιστορικό της οικογένειας.

Ευθυμίου Μ.  Σισμανίδη











Share

1 σχόλιο:

  1. Είμαι πραγματικά ξέφωτο για να δείτε την ιστοσελίδα σας, ειδικά αυτή η θέση είναι πολύ χρήσιμη και ενδιαφέρουσα, εντυπωσίασε .....
    εγώ είμαι πρόκειται να το κρατήσει σε σελιδοδείκτες και το μερίδιό μου με τους φίλους μου ...
    Love stories

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah