Στον Πόντο έφτιαναν ψωμί διαφόρων ειδών. Άμα δεν είχαν φούρνο ή γιατί τους χάλασε ή επειδή τον επιδιόρθωναν, καθώς είχαν πολλά ξύλα άναβαν μια δυνατή φωτιά, έβαζαν απάνω μια λαμαρίνα και άμα έκαιγε έβαζαν απάνω το ζυμάρι, μισό δάκτυλο παχύ, το έψηναν από τη μια κι από την άλλη και το τρώγαμε. Το λέγαμε ψωμί του «σατσιού» ή «πιτέδες».
Ο άλλος τρόπος κατασκευής ήταν με μια πλατιά πέτρα μεγάλη. Άναβαν απάνω της φωτιά και άμα γίνονταν (η πέτρα) σαν φωτιά κόκκινη, την καθάριζαν από την καρβουνιά και έβαζαν απάνω το ζυμάρι.
Το σκέπαζαν μετά με την ζεστή στάχτη και μετά με τα αναμμένα κάρβουνα. Αυτό γίνεται το ωραιότερο ψωμί και το λένε «πιλεκί». Ήταν ένα στρογγυλό καρβέλι, μόνο που ήταν λίγο σφιχτό ζυμωμένο. Τον καλό καιρό έβαζαν αγνό σιτάρι και βούτυρο. Αν πήγαιναν στα χωράφια και δεν είχαν καιρό δεν έψηναν το «πιλεκί».
Το «πιλεκί» τον χειμώνα το είχαν ως γλύκισμα. Το φαί συνήθως ήταν καβουρμάς. Έσφαζαν μια αγελάδα, αν δεν είχαν την αγόραζαν από χωριά, ενώ άλλοτε αφθονούσαν, τις είχανε κατά χιλιάδες.
Την κομμάτιαζαν και την καβούρδιζαν και άφηναν να κρυώσει. Το λίπος, το οποίο το έκοβαν μικρά κομματάκια και γίνονταν ένας στεγνός όγκος.
Αυτό το φύλαγαν κι όταν ήθελαν να μαγειρέψουν έκοβαν ένα κομμάτι και έκαναν το φαί. Από μια αγελάδα καβουρμά ή δύο αγελάδων τρέφονταν ένα ολόκληρο στρατόπεδο.
Στο βουνό η κατασκευή γινόταν έτσι:
Καβουρντίζανε το αλεύρι στη φωτιά, αλεύρι καλαμποκίσιο, σιταρίσιο ή κριθαρίσιο και το γύριζαν χωρίς να καεί. Σ' ένα καζάνι της πλύσης έριχναν δύο τρεις τενεκέδες νερό, δύο οκάδες αλεύρι, μια δύο οκάδες καβουρμά, λίγο αλάτι, και έπαιρνε μια βράση καλή και ψηνότανε.
Δημοσθένης Κελεκίδης
"ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου