Το ψυχικό μεγαλείο της Σανταίας γυναίκας έφτασε στο υψηλότερο σημείο το 1915 όταν άρχισε η σφαγή των Αρμενίων.
Οι Αρμένιοι κυνηγημένοι από τους Τούρκους κρύφτηκαν στα βουνά της Σάντας για να γλυτώσουν.
Οι γυναίκες ανασκουμπώθηκαν. Κουβαλούσαν στα βουνά ό,τι μπορούσαν, παρά τις φοβέρες και τις απειλές των Τούρκων και με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους.
Γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν ψωμί, τυρί, γάλα για τα παιδιά και άλλα.
Φορτωνόταν μεγάλα καλάθια, δήθεν ότι πήγαιναν κοπριά στα χωράφια τους, κι από κάτω κρύβανε τα τρόφιμα για τους δυστυχισμένους τους Αρμένιους, που τα περίμεναν σαν το "μάννα" από τον Ουρανό!
Έμειναν μήνες και μερικοί και χρόνια, στα βουνά της Σάντας, απ' όπου άλλοι ξέφυγαν και άλλοι σφάχτηκαν σαν τ' αρνιά απ' τους Τούρκους.
Στο χωριό Ισχανάντων πήραν εφτά μικρά νήπια να τα περιποιηθούν, ώσπου να περάσει η μπόρα και μετά θα τα ξανάπαιρναν οι γονείς τους.
Δυστυχώς δεν ήταν γραφτό να σωθούν. Οι Τούρκοι το έμαθαν, τα πήραν και σφάχτηκαν και αυτά.
Τον Ιούνιο του 1915 οι Σανταίες που ήσαν στο "Παρχάρι του Τσάρταχλου", πέρασαν μεγάλη περιπέτεια εξαιτίας ενός Αρμένιου που πήγε εκεί για να του δώσουν λίγο ψωμί, τυρί ή γάλα, όπως συνήθως γινόταν.
Τον είδαν όμως οι Τούρκοι χωροφύλακες, τον κυνήγησαν και επειδή κι ο Αρμένιος ήταν οπλισμένος, έγινε συμπλοκή όπου σκοτώθηκε ο Αρμένιος και ένας Τούρκος χωροφύλακας.
Οι γυναίκες τρομαγμένες έμειναν στη μέση. Μετά την συμπλοκή, τις έπιασαν οι χωροφύλακες και άρχισαν να τις ξυλοκοπούν άγρια, να τις βρίζουν και να τις φοβερίζουν, για να μαρτυρήσουν το κρησφύγετο των Αρμενίων.
Οι γυναίκες παρά τους ξυλοδαρμούς δεν το μαρτύρησαν. Αναγκάστηκαν τότε, για να τους καλοπιάσουν, να τους δωροδοκήσουν με οκτώ λίρες, αλλά εκείνοι πήραν τις λίρες χωρίς να τις αφήσουν ελεύθερες.
Σπρώχνοντας, δέρνοντας και βρίζοντας, τις κατέβασαν στον Αστυνομικό Σταθμό του Τζεβιζλούκ κι απ' εκεί στην Τραπεζούντα, στον Βαλή.
Όταν ο Βαλής τις είδε σ' εκείνα τα χάλια, χτυπημένες, μωλωπισμένες - μια μάλιστα δεν δίστασε να του πει ότι: το κορμί της όλο είναι μελανιασμένο και μακάρι να γινόταν να το έβλεπε ο Βαλής, τις λυπήθηκε και τις άφησε ελεύθερες.
Οι Τούρκοι οργίσθηκαν πολύ, για την περίθαλψη και τη βοήθεια των Σανταίων προς τους Αρμένιους και ήταν κι αυτός ένας πρόσθετος λόγος να μισήσουν και να εκδικηθούν αργότερα τους Σανταίους με τόση μανία και σκληρότητα.
Το αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας, κυρίως η τόλμη και η ανδρεία είναι από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των γυναικών της Σάντας.
Θ’ αναφερθώ και σ' ένα επεισόδιο που γράφει ο Στάθης Αθανασιάδης - Γεροστάθης στο έργο του "Ιστορία και Λαογραφία της Σάντας":
Ύστερα από μια αποτυχημένη επίθεση που έκαναν οι Τούρκοι για να μπουν στα χωριά της Σάντας, μερικοί ξέμειναν και θέλησαν με την ευκαιρία να μπουν στο χωριό Ζουρνατσάντων για να λεηλατήσουν.
Τους είδαν οι γυναίκες κι άρχισαν να τους κυνηγάνε με πέτρες,ξύλα και φτυάρια, ώσπου τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν το χωριό τρέχοντας.
Όμως, ένας Τούρκος, καθώς πηδούσε τον φράχτη ενός σπιτιού για να φύγει, πιάστηκε το σαλβάρι του σ' ένα παλούκι και κρεμάστηκε ανάποδα στο φράχτη.
Πήγαν οι γυναίκες και τον άρχισαν:
Τους είδαν οι γυναίκες κι άρχισαν να τους κυνηγάνε με πέτρες,ξύλα και φτυάρια, ώσπου τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν το χωριό τρέχοντας.
Όμως, ένας Τούρκος, καθώς πηδούσε τον φράχτη ενός σπιτιού για να φύγει, πιάστηκε το σαλβάρι του σ' ένα παλούκι και κρεμάστηκε ανάποδα στο φράχτη.
Πήγαν οι γυναίκες και τον άρχισαν:
-Πάρε αυτήν, πάρε κι αυτήν και όλες μαζί φώναζαν:- "Ντώς, ντώς"(χτύπα, χτύπα). Κόντευαν να τον σκοτώσουν.
Μια απ' όλες τον λυπήθηκε και λέει σ' αυτήν που τον χτυπούσε την ώρα εκείνη:
Μια απ' όλες τον λυπήθηκε και λέει σ' αυτήν που τον χτυπούσε την ώρα εκείνη:
- "Στα, στά, θά παίρετεν τήν ψην' άτ'" (σταμάτα, σταμάτα, θα του πάρετε την ψυχή).
Τον άφησαν, έφυγε ο Τούρκος και όταν τον ρώτησαν οι δικοί του, τι έγινε, τους είπε:
- "Τό στά-στά τοί γυναικείων αν κι έτον, τό ντώσ'-ντώσ', τ' άνθρωπί τή μάνναν θά 'γάμ'νεν".
(Το σταμάτα, σταμάτα των γυναικών αν δεν υπήρχε, το χτύπα, χτύπα θα με... γα... τη μάνα).
Ενδεικτική είναι η έκφραση: "Σαντέτ'σας ξύλον έφαες;" Υποδηλώνει, όχι μόνο την ανδρεία των γυναικών αλλά και τη σωματική της δύναμη.
Θυμάμαι κι εγώ ένα γεγονός που έγινε στην Καστανιά Βεροίας και που επαληθεύει του λόγου το αληθές:
Ήταν πριν από τον πόλεμο. Εγώ ήμουν μικρή και βρέθηκα στην Καστανιά για παραθερισμό.
Το γεγονός χαράκτηκε στην παιδική μου μνήμη πολύ έντονα. Ήθελα να το γράψω αλλά δεν θυμόμουν τη χρονολογία.
Πριν από λίγο καιρό, σε μια ποντιακή εκδήλωση, έτσι καθώς μιλούσαμε, κάτι ανάφερε για την Καστανιά η γνωστή σε όλους μας κ. Αννα Θεοφυλάκτου.
Βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω, αν θυμόταν το γεγονός. Και πραγματικά το θυμόταν, καλύτερα από μένα: Ήταν, μου είπε, το καλοκαίρι του 1937 και μου τόνισε μάλιστα ότι οι κάτοικοι της Καστανιάς δεν άφηναν κανέναν "μη Σανταίο" να χτίσει σπίτι στο όμορφο χωριό τους.
Παραξενεύτηκα. Να ήταν τάχα ρατσισμός;
Το 1937 λοιπόν, κάποιοι κάτοικοι της Βέροιας, θέλησαν ν' αγοράσουν μια έκταση από το Δημόσιο, λίγο πιο πέρα από την Καστανιά.
Οι Καστανιώτες "έπαίραν φωτίαν". Κατέβηκαν στην Βέροια, διαμαρτυρήθηκαν στις Αρχές, έτρεξαν δεξιά και αριστερά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν πέτυχαν την ματαίωση της άδειας.
Τι να κάνουν; Αρχισαν να σκέπτονται, πότε το ένα και πότε το άλλο.
- "Δε θα τους αφήσουμε" είπαν οι γυναίκες.
- "Καλά, πώς;" Τις κοιτάζουν οι άνδρες με απορία.
- "Ντό πως; Κι θ' άφίνωμ' άτ'ς".
Δέχτηκαν οι άνδρες να εφαρμόσουν το σχέδιο των γυναικών.
Παραμόνευαν κάθε αυτοκίνητο που περνούσε. Και τότε ήσαν λίγες οι κούρσες, ώσπου μια μέρα, νά σου οι τοπογράφοι με τα σύνεργά τους και με δύο εργάτες, ήλθαν και άρχισαν να μετράνε την έκταση.
- Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε;
Ειδοποιήθηκαν οι γυναίκες, ώρμησαν όλες μαζί, με ξύλα στα χέρια και φώναζαν αγριεμένες, μισά Ελληνικά και μισά Ποντιακά και απειλούσαν να τους δείρουν.
Τρόμαξαν οι άνθρωποι. Επαγγελματίες ήσαν, δεν ήσαν πολεμιστές.
Ένας που δούλευε στον τρίποδα, τις μίλησε με κάποια υπεροψία και τότε η "δεξαμένε μου ή Θεοδοσίνα", του αρπάζει τον τρίποδα και τον κομματιάζει στα γόνατά της.
Κατάχλωμος ο φουκαριάρης ο τοπογράφος, κατάφερε ν' αποσπάσει τη μηχανή και φοβισμένος, μάζεψε τους συνεργάτες και φύγανε άρον-άρον.
Οι άντρες, άλλοι μαζεμένοι στο καφενείο "ΓΡΑ-ΓΡΟΥ" κι άλλοι πιο κοντά στις γυναίκες, κρυμμένοι στους θάμνους, για ώρα ανάγκης, έσκασαν στα γέλια, όταν τους είδαν να τα μαζεύουν και να φεύγουν.
Αυτές ήσαν οι γυναίκες της Καστανιάς, που ήλθαν απο την Σάντα του Πόντου και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους.
Από τις γυναίκες που θυμάμαι, γιατί κι εγώ τότε κοριτσάκι περίεργο, ακολούθησα το πλήθος των γυναικών, ήσαν: Μπροστά- μπροστά η νονά μου η Θεοδοσίνα (Κυριακή Χειμωνίδου), η Γεναρία η Παρθένα (η Πιστοφίδου), η θεία η Τσόφα, δεν θυμάμαι το επίθετο της, μόνο θυμάμαι, πως τον γιο της τον έλεγαν Ηρακλή, η Ευτυχία ..., η Θαλεία ..., δεν θυμάμαι όμως τα επίθετα ...
Οι γυναίκες της Καστανιάς με την τόλμη και την παλικαριά τους, έδωσαν την λύση στο πρόβλημα.
Κατάφεραν να μη δημιουργηθεί άλλος οικισμός δίπλα στο χωριό τους, που θα μπορούσε να ήταν και ανταγωνιστικός, γιατί τα χρήματα που έπαιρναν οι Καστανιώτες από την ενοικίαση των σπιτιών τους, συμπλήρωναν κατά ένα μεγάλο μέρος το φτωχικό τους εισόδημα.
Φιλόλογος-Συγγραφέας
"ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Εκδόσεις : Αδελφοί Κυριακίδη
Θεσσαλονίκη 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου