Βικτωρία Ευφραιμίδου.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Κατοικεί στο Ελληνικό
Παρά τα 103 της χρόνια η κ. Βικτωρία Ευφραιμίδου διαθέτει ζωντάνια και διάθεση για χιούμορ. Επαινεί την προσπάθεια μας, αλλά ξεχωρίζει την ενασχόληση των Γάλλων με τον ποντιακό ελληνισμό, για την οποία φρόντισε να ενημερωθεί από την τηλεόραση. 
Η οικογενειακή της περιπέτεια, με τη διαφυγή στο Βατούμ, στο Σοχούμ, στη Γιάλτα, πάλι στο Βατούμ και κατόπιν στην Ελλάδα, αποτελεί μια ψηφίδα στη μεγάλη περιπέτεια που έζησε συνολικά ο παρευξείνιος ελληνισμός.

15 Ιουλίου 2010


"Γεννήθηκα στα Σούρμενα του Πόντου, το 1907. Εμείς μέναμε οτην ελληνική γειτονιά που ήταν χωριστή. Είχαμε τα έθιμά μας, τους γάμους, τους χορούς. Οι Τούρκοι, μάλιστα ερχόντουσαν και χόρευαν μαζί μας. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης και πρωτοψάλτης στην εκκλησία, πολύ καλός και περιζήτητος. Στην οικογένειά μας ήμαστε εννέα αδέλφια".
Η κ. Ευφραιμίδου έζησε τη ρω­σική κατάληψη στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας, τον Α­πρίλιο του 1916. Θυμάται τους κα­τοίκους που άρχισαν να διαδίδουν την είδηση της άφιξης των πρώτων Ρώσων στρατιωτών και την αμηχα­νία που αρχικά επικράτησε...
 

Αναγκάζεστε, ωστόσο να φύγετε...

"Φύγαμε από τον Πόντο γιατί υπο­φέραμε. Δεν μας άφηναν σε ησυ­χία. Κάθε βδομάδα έρχονταν στο σπίτι και μας έπαιρναν ό,τι καλό είχαμε, λεηλατούσαν.
 Μας φυγά­δευσαν με ένα πλοίο, μοτόρ τα έλε­γαν, κρυφά, γιατί οι Τούρκοι είχαν πει πως αν οι Ελληνες έφευγαν α­πό τα Σούρμενα, θα τους έπνιγαν. Είχαμε την εξυπνάδα να δωροδοκήσουμε κάποιους Τούρκους και να τους πάρουμε μαζί μας.
 Οταν οι αρχές πήγαν να κάνουν έλεγχο στο πλοίο, βγήκαν μπροστά οι Τούρκοι. Είπαν ότι δεν υπάρχουν Ελληνες επιβάτες κι έτσι γλιτώσαμε». 
Μας αφηγείται το παρασκήνιο της εξόδου τους όταν το προηγούμενο βράδυ, όσοι επρόκειτο να διαφύ­γουν, είχαν κλειστεί από νωρίς στην εκκλησία τους.
Οι άνδρες, οπλισμένοι, φρουρούσαν όλο το βράδυ στο καμπαναριό και στο γυ­ναικωνίτη. Πριν ακόμη ξημερώσει βγήκαν κρυφά και επιβιβάστηκαν στο πλοίο που είχαν κανονίσει να τους μεταφέρει.

Και τελικά καταφέρνετε να φύγετε...

Υστερα από μερικές μέρες φτάσα­με στο Βατούμ, στη Γεωργία. Εκεί είχαμε συγγενείς, πήγαμε στα σπί­τια τους, καθίσαμε, μας περιποιή­θηκαν. .. Από το Βατούμ φύγαμε για τα Τσάμτσιρα, το Σοχούμ και τελικά καταλήξαμε στη Γιάλτα. Εκεί νοι­κιάσαμε σπίτι και μείναμε περίπου έναν χρόνο. Υστερα επιστρέφουμε πάλι στο Βατούμ...

Μετά το Βατούμ έρχεστε στην Ελλάδα:

Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι Πόντιοι είμαστε πολύ της θρησκείας και σκεφτόμαστε πάντοτε να φύγουμε, να πάμε στην πατρίδα, στην Ελλά­δα, να βρούμε και τον παπά και την παπαδιά και όλους...
Ετοιμάσαμε τα χαρτιά μας για να δούμε αν μας δέχονταν και σε ποιο μέρος. Αυτό το χαρτί έπρεπε να το έχουμε στα χέρια μας για να ταξιδέψουμε. Ερ­χόμαστε, λοιπόν, στον Πειραιά με ένα ιταλικό πλοίο, 11 μέρες ταξίδι, κι από κει στα Σούρμενα. Πριν μείναμε για λίγο και στο Παγκράτι».
Ο κ. Νάκης Ευφραιμίδης, γιος της κ. Βικτωρίας, και πρώην δή­μαρχος Ελληνικού, θυμάται και συμπληρώνει τα λεγόμενά της γύρω από τα πρώτα χρόνια στα Σούρ­μενα και τις ασχολίες των κατοί­κων. 
Κάποια χωράφια σπέρνονταν με σιτάρι το οποίο στη συνέχεια το αντάλλασσαν με γάλα που έπαιρ­ναν από βοσκούς στους πρόποδες του Υμηττού. Ο πατέρας μου εργά­στηκε στο εργοστάσιο του Λανα­ρά. Το κριτήριο για την πρόσληψή του, όπως και των υπολοίπων ερ­γατών, ήταν η ταχεία ολοκλήρωση του μεσημεριανού γεύματος...

Πώς ήταν τα Σούρμενα;

Οταν ήρθαμε ήταν ένα βουνό, τίποτε άλλο, και μέναμε σε σκη­νές. Ανοίξανε ένα πηγάδι για να μας τροφοδοτούν με νερό. Σπίτια αρχίσαμε αργότερα να φτιάχνου­με μόνοι μας με πλίθρες, που τις έκαναν με χώμα και σανό μέσα σε καλούπια κι ύστερα τις αφήνα­νε να στεγνώσουν στον ήλιο.
Ο πατέρας μου ήτανε ψάλτης στην εκκλησία εδώ. Η μητέρα μου πή­γαινε και δούλευε στο δρόμο της Βουλιαγμένης, που άρχισαν να τον ανοίγουν, λίγο μετά που ήρ­θαμε. Κουβαλούσε υλικά με το καρότσι κι έτσι ζούσαμε, γιατί ο πατέρας μου ήταν και φιλάσθε­νος.
Δούλους μας είχανε... Τα α­δέλφια μου πηγαινοέρχονταν στο Παγκράτι, στο σχολείο, με τα πόδια. Εμένα με βάλανε να μάθω ραπτική, στο Κολωνάκι. Υστερα έραβα σε πλουσιόσπιτα... πούλη­σα κι ένα οικόπεδο στη Βουλιαγ­μένης για να πάρω ραπτομηχανή. Να παντρευτώ άργησα, το 1948, κι έκανα έναν γιο. Εναν αλλά λέ­οντα, το γιαβρί μου.

Πηγη:Περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ"της εφημερίδας Έθνος.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah