Υπερκαυκασία

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011



Οι πανάρχαιες ελληνικές εγκαταστάσεις στα δυτικά παράλια του Ευξείνου –που διαιωνίστηκαν σε διασωζόμενα, ακόμα και σήμερα, τοπωνύμια– δεν παρουσιάζουν τεκμηριωμένη, τουλάχιστον, σχέση με τις νεότερες μετοικεσίες των Ελλήνων στους ίδιους ή γειτονικούς χώρους, και συνεπώς δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του κειμένου αυτού.
Το ίδιο αφορά και στις μαρτυρημένες επίσης μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών σε εδάφη της σημερινής Αρμενίας και Γεωργίας, τόσο κατά την ελληνιστική όσο και κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Οι πληροφορίες, εξάλλου, που διαθέτουμε για την παρουσία Ελλήνων στο Καχέτι και σε άλλες γεωργιανικές περιοχές, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, είναι γενικές και οπωσδήποτε δεν αφορούν σε συμπαγείς πληθυσμιακές ομάδες .
 Παρά την ύπαρξη, λοιπόν, συχνών επαφών ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και τους λαούς της γεωγραφικής περιοχής, που σήμερα ονομάζεται Υπερκαυκασία, δεν μπορούμε να μιλούμε για νεοελληνικές μετοικεσίες στο χώρο αυτό πριν τον 18ο αιώνα.
Τότε συγκροτήθηκαν και οι πρώτες ελληνικές εστίες στην Τιφλίδα, τη βορειοδυτική Αρμενία, αλλά και σε περιοχές του βορείου Καυκάσου. Μερικοί ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό των Ελλήνων, που εγκαταστάθηκαν κατά τα μέσα του 18ου αιώνα σε οικισμούς στο Αλαβερντί (Μαντάν), το Σαμλούγκ και το Αχταλά(Άνω και Κάτω) σε περίπου 800 οικογένειες.

Οι μετοικεσίες της περιόδου αυτής συνδέθηκαν με τις προσπάθειες του γεωργιανού βασιλιά Ηρακλείου Β΄ (1744-1798) να αξιοποιήσει και πάλι τα παλιά μεταλλεία του Αχταλά, φέροντας εξειδικευμένους μεταλλωρύχους από γνωστές μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου, κυρίως από την Aργυρούπολη (Gümushane) και τη Θεοδοσιούπολη (Eρζερούμ).
Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν και μετά το πέρασμα στον 19ο αιώνα, τη φορά αυτή από τους νέους κυριάρχους της Υπερκαυκασίας, τους Ρώσους, οι οποίοι, εκτός από την αξιοποίηση των ελλήνων μεταλλωρύχων, επιζητούσαν και τη δημογραφική, ενίσχυση στις νέες κτήσεις τους, του χριστιανικού στοιχείου έναντι του μουσουλμανικού.
Γι’ αυτό και συστηματικοποίησαν τους εποικισμούς σε διάφορες περιοχές του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου, διευκολύνοντας την εγκατάσταση –σε διάφορες φάσεις, που άρχισαν από τις πρώτες δεκαετίες του 19ουαιώνα και έληξαν τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου– χριστιανικών πληθυσμών (ελληνικών και αρμενικών) από την οθωμανική, κυρίως, αλλά και από την περσική επικράτεια.

Με τη ρωσοτουρκική συνθήκη, μάλιστα, της Αδριανούπολης (1829) οι Ρώσοι πέτυχαν τη διεύρυνση των εποικισμών αυτών με χριστιανούς φυγάδες και μετανάστες, που προέρχονταν από τις περιοχές του Καρς, του Ερζερούμ και του Μπαγιαζίτ.
Οι μέτοικοι αυτοί διοχετεύθηκαν προς τον Βόρειο Καύκασο και –κυρίως– την κεντρική Γεωργία (τοΤσιντσκάρο, το Ντμανίσι, το Μαγκλίσι και κυρίως στο Τριαλέτι της περιοχής της Τσάλκας).
 Τελικά η Τσάλκα έγινε το σημαντικότερο, τότε, κέντρο των ελληνικών –αγροτικών, αυτή τη φορά– εποικισμών στη Γεωργία. Έτσι, από τις 2.600 ψυχές που κατοικούσαν στην περιοχή της Tσάλκας το 1830, οι 1.900 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Aρμένιοι.
Την Άνοιξη του 1832 καταγράφηκαν στην ίδια περιοχή 18 ελληνικοί οικισμοί με 532 οικογένειες (3.381 άτομα, από τα οποία τα 1.336 ήταν παιδιά). Ανάλογες εγκαταστάσεις έχουμε και σε περιοχές της Αρμενίας.

Αρχικά στην επαρχία Κατάρ (κοντά στην πόλη Καπάν), στα χωριά Κογές και Γιαγντάν, κοντά στο σημερινό Στεπαναβάν της περιφέρειας Λόρι, και στη συνέχεια στην περιφέρεια των πόλεων Γκιουμρί (πρώην Αλεξαντροπόλ/Λενινακάν) και Ουρμόντς Μαϊλά ή Γκρέτσεσκάγια Σλομποντά (Ελληνικός Συνοικισμός).
Πάντως ο πρώτος μεγάλος όγκος Ελλήνων που μετακινήθηκε προς την Υπερκαυκασία (κατά κανόνα από περιοχές του Πόντου), εγκαταστάθηκε εκεί στα χρόνια που ακολούθησαν τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και το ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878.
Στη δεκαετία π.χ. του 1850 εγκαταστάθηκαν έλληνες ναυτικοί στο Οτσαμτσίρι και το Πιτσούντα.
Δέκα χρόνια αργότερα, ομάδες ελλήνων μεταναστών από την επαρχία της Τραπεζούντας ίδρυσαν, κοντά στην πόλη Μπορζόμι της ανατολικής Γεωργίας, τον οικισμόΤσιχισβάρι, ενώ άλλοι μέτοικοι σχημάτισαν στην περιοχή του Τετριτσκάρο τα χωριά Μικρή και Μεγάλη Ίραγκα, Τζιγκρασένι, Ιβάνοβκα και Βιζίροβκα.
 Η βασική ασχολία των κατοίκων των χωριών αυτών ήταν η επεξεργασία της πέτρας και του μαρμάρου.
Αντίθετα οι ελληνικοί πληθυσμοί που στρέφονταν προς την Αμπχαζία ήταν κυρίως αγρότες. Πάντως, την ίδια περίπου εποχή, έλληνες ναυτικοί από την Τραπεζούντα σχημάτισαν στην πόλη Σουχούμι ολόκληρη συνοικία, το “Συνοικισμό των Ναυτών” (Ματρόσκαϊα Σλομποντά).
 Στην ίδια, πάντως, πόλη ήταν ήδη εγκατεστημένη και μια ευάριθμη ομάδα ελλήνων τεχνιτών και εμπόρων.
 Παράλληλα, μέτοικοι προερχόμενοι από την περιοχή της Σάντας,έχτισαν νέους οικισμούς (Ντάγκβα, Κιβιρίκι κ.ά.) και στην Ατζαρία, ιδιαίτερα γύρω από Βατούμ. Οι εγκαταστάσεις Ελλήνων (κατά μεγάλο μέρος από την επαρχία της Τραπεζούντας) στα μέρη αυτά συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια, ώς τη δεκαετία του 1920.
Στις αρχές π.χ. του 20ού αιώνα υπολογίζεται ότι μετακινήθηκαν από την Τουρκία προς διάφορες περιοχές της ανατολικής Υπερκαυκασίας 6.400, περίπου, έλληνες φυγάδες ή μετανάστες.
Ο αριθμός αυτός θα πρέπει ασφαλώς να προστεθεί στο συνολικό αριθμό των 105.189 Ελλήνων του Καυκάσου, όπως αυτός εμφανίζεται –μειωμένος, μάλλον, σε σχέση με την πραγματικότητα– στην πρώτη επίσημη ρωσική απογραφή του 1897 (το σύνολο των ατόμων που καταγράφηκαν ως “Έλληνες” σε ολόκληρη την τσαρική επικράτεια ανερχόταν στους 207.536).
Σύμφωνα, εξάλλου, με σχετικά έγκριτους υπολογισμούς, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ζούσαν στις χώρες του Καυκάσου 180.123 Έλληνες.
Στον αριθμό, πάλι, αυτό θα πρέπει να προστεθούν αρκετές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων, που άρχισαν να καταφεύγουν σε διάφορες περιοχές του Αντικαυκάσου μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο (1917) και την έναρξη των τουρκικών διωγμών.
Η φυγή εκείνη βέβαια δεν περιορίστηκε μόνο στις χώρες του Καυκάσου, αλλά συμπεριέλαβε και άλλες επαρχίες της Ρωσίας και της Κριμαίας.
Υπολογίζεται ότι το 1919 βρίσκονταν στην Yπερκαυκασία, τον Bόρειο Kαύκασο, τη “Nότια” και Bόρεια Pωσία (εννοείται και στην Oυκρανία) 593.700 Έλληνες.
Aπό αυτούς 30.350 ήταν διασκορπισμένοι στην Aρμενία, 112.850 στη Γεωργία, 15.000 στο Αζερμπαϊτζάν, 18.000 στις περιφέρειες του Σότσι και του Λαζαρόβσκι, 375.000 στον Bόρειο Kαύκασο και τη Nότια Pωσία (με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στις περιοχές της Σταυρούπολης και του Πιετιγκόρσκ, με20.000, του Κουμπάν με 30.000, του παλιού “Κυβερνείου της Μαύρης Θάλασσας” με25.000, στη χερσόνησο της Kριμαίας με 70.000, στην περιοχή της Μαριούπολης με170.000, και στη Χερσώνα, το Νικολάιεφ και την Οδησσό με 35.000 άτομα). Tέλος,35.000 Έλληνες βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορες περιοχές της “Βόρειας” Ρωσίας.

Οι έλληνες μέτοικοι δεν εγκαθίσταντο πάντοτε ούτε αμέσως στους νέους τόπους. Συχνά αναγκάζονταν να αναζητήσουν συνθήκες κατάλληλες για διαβίωση, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη διάχυση της μετανάστευσης σε μια τεράστια έκταση της Υπερκαυκασίας.
Δεν ήταν, εξάλλου, σπάνιο το φαινόμενο να υποχρεώνονται –από ασθένειες, επιδημίες ή ακόμη και από την στενότητα του προσφερόμενου καλλιεργήσιμου χώρου– να φεύγουν από κάποια μέρη, αναζητώντας άλλα καταλληλότερα.
Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις, οι κάτοικοι ορισμένων οικισμών της Τσάλκας, εξαιτίας της ανεπάρκειας της διαθέσιμης γης, μετοίκησαν, κατά τα τέλη μάλλον του 19ου αιώνα, στο “Κυβερνείο της Σταυρούπολης”, από όπου, όμως, αναγκάστηκαν να φύγουν και πάλι (αρκετοί γυρνώντας πίσω) εξαιτίας του πυρετού που είχε εξαπλωθεί στην περιοχή.
Στις διαρκείς αυτές μετακινήσεις σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα πολεμικά γεγονότα, ιδιαίτερα όταν αυτά κατέληγαν σε αλλαγή της κυριαρχίας. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις οι πολεμικές περιπέτειες οδήγησαν και στον οριστικό ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών, με μαζικότερο το παράδειγμα της επαρχίας του Καρς.
Στα 1914 π.χ., μετά την έναρξη των τουρκικών επιθέσεων στο Κυβερνείο του Καρς, περίπου 20.000 Έλληνες της περιοχής αναγκάστηκαν να μετακινηθούν εσπευσμένα προς τις ανατολικές και βορειοανατολικές επαρχίες της Υπερκαυκασίας.
 Οι 35.000, περίπου, Έλληνες, που είχαν εγκατασταθεί στην επαρχία αυτή κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 19ου αιώνα, αλλά και όσοι είχαν καταφύγει εκεί κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν σε μια δραματική “έξοδο” προς το λιμάνι του Βατούμ και από εκεί προς την Ελλάδα.

Η “έξοδος” εκείνη –που μετατράπηκε σε “παλιννόστηση”– άρχισε το Φθινόπωρο του 1919 και έκλεισε τον Αύγουστο του 1920.Η καταφυγή στη μακρινή και μάλλον άγνωστη ελληνική πατρίδα των ελλήνων Καρσλήδων δεν ήταν η μόνη.
 Την ίδια ταραγμένη εποχή σημειώθηκαν και άλλα κύματα επαναπατριζόμενων ομογενών από διάφορες περιοχές της άλλοτε μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Σοβιετικής Ρωσίας και της ΕΣΣΔ.
Από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας έφυγαν επίσης αρκετοί ομογενείς, τόσο κατά τη διάρκεια του
Μεγάλου Πολέμου όσο και στο Μεσοπόλεμο. Στα 1989, λίγο πριν αρχίσει, δηλαδή, η μεγάλη, μαζική παλιννόστηση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ –που ερήμωσε κυριολεκτικά τις εναπομένουσες, παρά τις περιπέτειες, ελληνικές εστίες της Υπερκαυκασίας– καταγράφηκαν στη Γεωργία 100.304 Έλληνες (που αντιπροσώπευαν το 1,9% του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας και το 27,9% του συ-νολικού ελληνικού στοιχείου της ΕΣΣΔ). Από αυτούς 14.663 ήταν εγκατεστημένοι στην Αμπχαζία και 7.379 στην Ατζαρία.
Στην Tιφλίδα καταγράφηκαν 21.722 άτομα, στο Pουστάβι 6.000 περίπου, στις περιοχές της Tσάλκας 36.000, του Tετρισκάρο 10.000, του Nτμανίσι 17.400, του Tσιχισβάρι 1.700, του Σοχούμ 14.000 και του Bατούμ 8.000.
Στην Αρμενία κατοικούσαν 4.650 Έλληνες (2.231 άρρενες και 2.419 γυναίκες), εγκατεστημένοι κυρίως σε έξι “ελληνικά” χωριά, και στο Αζερμπαϊτζάν περί τα 1.000 άτομα, στην πλειονότητά τους στην πρωτεύουσα, Μπακού. Η δραματική δημογραφική πτώση των Ελληνισμού της Υπερκαυκασίας άρχισε λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την έναρξη των εθνικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
 Για ποικίλους, λοιπόν, πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους άρχισαν να καταφτάνουν στην Ελλάδα, ιδίως μετά το πέρασμα στη δεκαετία του 1990, αρκετές χιλιάδες ομογενών. Σήμερα, ποσοστό μεγαλύτερο από το 85% του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής αποτελούν συνταξιούχοι και γέροντες, που δεν είναι πια σε θέση ή δεν επιθυμούν, για άλλη μια φορά στη ζωή τους, να αφήσουν τις εστίες τους, αναζητώντας νέες, έστω κι αν αυτές βρίσκονται στη πατρίδα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εθνογραφικό προφίλ των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας. Όσον αφορά στη γλώσσα τους, την αυτονομασία τους και τα βασικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους μπορούν να καταταχθούν σε μια ορισμένη ενιαία πολιτισμική κοινότητα.
Ωστόσο στο εσωτερικό της φαινομενικά ενιαίας αυτής κοινότητας μπορούν να διακριθούν αρκετές τοπικές ομάδες, με ιδιαίτερα, για την κάθε μια από αυτές, διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία διαμορφώθηκαν μέσα από τις οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, είτε στους τόπους της προέλευσης των προγόνων τους είτε στις χώρες που φιλοξενήθηκαν επί δεκαετίες ή επί αιώνες.
Γενικά, τους Έλληνες της Υπερκαυκασίας, ανάλογα με τις γλωσσικές τους ιδιαιτερότητες, μπορούμε να τους διακρίνουμε σε ελληνόφωνους και τουρκόφωνους.
 Η αυτονομασία των πρώτων είναι “Ρωμαίος” για τους άνδρες και “Ρομαίισα” για τις γυναίκες, και τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται με τον πρόσθετο τοπικό προσδιορισμό “Πόντιος” και “Πόντια”.
Αυτοί μιλούν την “ποντιακή” διάλεκτο της Μαύρης θάλασσας (ή όπως την της περιοχής αναγκάστηκαν να μετακινηθούν εσπευσμένα προς τις ανατολικές και βορειοανατολικές επαρχίες της Υπερκαυκασίας.
Οι 35.000, περίπου, Έλληνες, που είχαν εγκατασταθεί στην επαρχία αυτή κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 19ου αιώνα, αλλά και όσοι είχαν καταφύγει εκεί κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν σε μια δραματική “έξοδο” προς το λιμάνι του Βατούμ και από εκεί προς την Ελλάδα.
Η “έξοδος” εκείνη –που μετατράπηκε σε “παλιννόστηση”– άρχισε το Φθινόπωρο του 1919 και έκλεισε τον Αύγουστο του 1920.Η καταφυγή στη μακρινή και μάλλον άγνωστη ελληνική πατρίδα των ελλήνων Καρσλήδων δεν ήταν η μόνη.
Την ίδια ταραγμένη εποχή σημειώθηκαν και άλλα κύματα επαναπατριζόμενων ομογενών από διάφορες περιοχές της άλλοτε μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Σοβιετικής Ρωσίας και της ΕΣΣΔ.
Από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας έφυγαν επίσης αρκετοί ομογενείς, τόσο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου όσο και στο Μεσοπόλεμο.
Στα 1989, λίγο πριν αρχίσει, δηλαδή, η μεγάλη, μαζική παλιννόστηση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ –που ερήμωσε κυριολεκτικά τις εναπομένουσες, παρά τις περιπέτειες, ελληνικές εστίες της Υπερκαυκασίας– καταγράφηκαν στη Γεωργία 100.304 Έλληνες (που αντιπροσώπευαν το 1,9% του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας και το 27,9% του συνολικού ελληνικού στοιχείου της ΕΣΣΔ).
Από αυτούς 14.663 ήταν εγκατεστημένοι στην Αμπχαζία και 7.379 στην Ατζαρία. Στην Tιφλίδα καταγράφηκαν 21.722 άτομα, στο Pουστάβι 6.000 περίπου, στις περιοχές της Tσάλκας 36.000, του Tετρισκάρο 10.000, του Nτμανίσι 17.400, του Tσιχισβάρι 1.700, του Σοχούμ 14.000 και του Bατούμ 8.000.
Στην Αρμενία κατοικούσαν 4.650 Έλληνες (2.231 άρρενες και 2.419 γυναίκες), εγκατεστημένοι κυρίως σε έξι “ελληνικά” χωριά, και στο Αζερμπαϊτζάν περί τα 1.000 άτομα, στην πλειονότητά τους στην πρωτεύουσα, Μπακού.
Η δραματική δημογραφική πτώση των Ελληνισμού της Υπερκαυκασίας άρχισε λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την έναρξη των εθνικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
 Για ποικίλους, λοιπόν, πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους άρχισαν να καταφτάνουν στην Ελλάδα, ιδίως μετά το πέρασμα στη δεκαετία του 1990, αρκετές χιλιάδες ομογενών. Σήμερα, ποσοστό μεγαλύτερο από το 85% του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής αποτελούν συνταξιούχοι και γέροντες, που δεν είναι πια σε θέση ή δεν επιθυμούν, για άλλη μια φορά στη ζωή τους, να αφήσουν τις εστίες τους, αναζητώντας νέες, έστω κι αν αυτές βρίσκονται στη πατρίδα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εθνογραφικό προφίλ των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας. Όσον αφορά στη γλώσσα τους, την αυτονομασία τους και τα βασικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους μπορούν να καταταχθούν σε μια ορισμένη ενιαία πολιτισμική κοινότητα.
Ωστόσο στο εσωτερικό της φαινομενικά ενιαίας αυτής κοινότητας μπορούν να διακριθούν αρκετές τοπικές ομάδες, με ιδιαίτερα, για την κάθε μια από αυτές, διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία διαμορφώθηκαν μέσα από τις οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, είτε στους τόπους της προέλευσης των προγόνων τους είτε στις χώρες που φιλοξενήθηκαν επί δεκαετίες ή επί αιώνες.
Γενικά, τους Έλληνες της Υπερκαυκασίας, ανάλογα με τις γλωσσικές τους ιδιαιτερότητες, μπορούμε να τους διακρίνουμε σε ελληνόφωνους και τουρκόφωνους.
 Η αυτονομασία των πρώτων είναι “Ρωμαίος” για τους άνδρες και “Ρομαίισα” για τις γυναίκες, και τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται με τον πρόσθετο τοπικό προσδιορισμό “Πόντιος” και “Πόντια”. Αυτοί μιλούν την “ποντιακή” διάλεκτο της Μαύρης θάλασσας (ή όπως την 
αποκαλούν οι ίδιοι, την «ρωμέικη γλώσσα»).
 Η αυτονομασία της δεύτερης ομάδας είναι “Ουρούμ” (που είναι, βέβαια, η απόδοση του “Ρωμιός”).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι “Ουρούμι”, όταν αναφέρονται στον εαυτό τους, μιλώντας ρωσικά, χρησιμοποιούν το ρωσικό όρο “Γκρέκι” (Έλληνες) και τη γλώσσα τους την αναφέρουν ως «τη δική μας ελληνική».
Αυτή, άλλωστε, και δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα στις απογραφές πληθυσμού. Γενικά στη Γεωργία αναγνωρίζουν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική, το 95% των ελλήνων κατοίκων της. Σύμφωνα, εξάλλου, με στοιχεία των ετών 1970 και 1979, το 80% των Ελλήνων που διαβιούσαν στην Αρμενία δήλωναν την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα, πε-ρίπου το 13% τη ρωσική και το 7% την αρμενική.
Σε έρευνα του 1989 το 85% των 4.650Ελλήνων της Αρμενίας δήλωσαν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική, πράγμα που συν-δέεται με την ενίσχυση της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας, τις εντεινόμενες, ολοένα και περισσότερο, σχέσεις με τη σημερινή ιστορική τους πατρίδα και με τη μαζική “μετανάστευσή τους” στην Ελλάδα.
Η ελληνογλωσσία ενισχύεται ακόμα περισσότερο, τόσο στη Γεωργία όσο και στην Αρμενία, με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές όπου ζουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Στη σημερινή Υπερκαυκασία έχουν, επίσης, σχηματιστεί σταδιακά οργανωμένες ελληνικές κοινότητες και σύλλογοι, ακόμα και σε περιοχές με διάσπαρτες ομάδες ελλήνων κατοίκων.
 Οι βασικοί προσανατολισμοί των δραστηριοτήτων των κοινοτήτων και των συλλόγων αυτών –ή και άλλων ελληνικών κοινωνικών οργανώσεων– συνδέονται με την αναδημιουργία και αναγέννηση του εθνικού και εθνοπολιτισμικού τους προσώπου, την παγίωση των σχέσεών τους με την Ελλάδα, τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας, την εξασφάλιση ελληνικών βιβλίων και γενικά την αξιοποίηση κάθε είδους πολιτιστικών στοιχείων που προέρχονται –άμεσα ή και έμμεσα– από την ιστορική τους πατρίδα.


Ελευθέριος Χαρατσίδης



 
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah