Η Κρωμναία λαϊκή ποιήτρια Κατίγκω Καλεβρά καταγόταν από γενιά ντερεμπέηδων και μάλιστα του θρυλικού Σεϊτά αγά.
Οι ντερεμπέηδες της Κρώμνης είχαν τον έλεγχο των μεταλλείων. Ο πλούτος των μεταλλείων τούς έδινε ξεχωριστή επιρροή στον σουλτάνο και έτσι απόκτησαν κάποια προνόμια. Η ιδιαιτερότητα των ντερεμπέηδων της Κρώμνης από τους υπόλοιπους συνίστατο ότι ήταν όλοι «κρυφοί» (χριστιανοί).
Ο πλούτος της περιοχής, καθώς και το ευνοϊκό περιβάλλον για τους χριστιανούς, ήταν ο λόγος που συγκεντρώθηκε στην Κρώμνη πολύς χριστιανικός πληθυσμός από τις γύρω περιοχές, που γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Η συμπεριφορά των ντερέμπέηδων απέναντι στους αδελφούς τους χριστιανούς ήταν όπως των Τούρκων.
Δηλαδή τους έβριζαν και τους μαστίγωναν όπως εκείνοι. Ζούσαν ζωή μεγιστάνων. Αλλά είχαν και κάποιες αρετές. Κρυφά τηρούσαν όλες τις χριστιανικές συνήθειες και προστάτευαν όποιον χριστιανό τον κακοποιούσαν ξένοι. Ηταν και ηθικοί.
Η πρώτη γυναίκα του Σεϊτά αγά ήταν Κρωμναία. Με αυτήν είχε αποκτήσει την Αφιτάπ.
Ο Μουρτζέ εφέντης πάντρεψε τον γιο του Αζίζ αγά με μια Τουρκάλα από το Ισπίρ. Μετά τον γάμο, την πήγαν στην Παναγία Σουμελά και τη βάφτισαν Σοφία. Η Σοφία, αργότερα, όταν βρέθηκε στο σπίτι του πατέρα της,μαρτύρησε εναντίον του άντρα της. Αυτός κατάγγειλε την υπόθεση στις αρχές της Αργυρούπολης και η υπόθεση κατέληξε σε δίκη, που στοίχισε πολλά στους αγάδες.
Η δίκη κερδήθηκε με τα χρήματα και την πανουργία της Αφιτάπ. Η Αφιτάπ, με αριστοκρατική εμφάνιση («... ήτο υψηλή αγέρωχος και ανδροπρεπής ...», όπως γράφει ο Αθανάσιος I. Παρχαρίδης στην «Ιστορία της Κρώμνης»), στολισμένη με τα κοσμήματά της, μίλησε ειρωνικά για την Τουρκάλα.
Υποστήριξε ότι η ίδια γνωρίζει το Κοράνι καλύτερα από αυτήν που τους κατηγορεί. Ο Παρχαρίδης αναφέρει ακόμη πως η Αφιτάπ υποστήριξε, επίσης, ότι δήθεν ήταν Αρμένισσα και ο Αζίζ αγάς την ανάγκασε να γίνει μωαμεθανή. Έτσι έληξε η δίκη και ο Αζίζ αγάς όχι μόνον αθωώθηκε, αλλά και φάνηκε «εκ των καλυτέρων μωαμεθανών». Έκτοτε, η λέξη «αφιτάπ» σήμαινε γλωσσού και η λέξη «σπιρλού» κακιά νύφη.
Ο Σεϊτά αγάς χήρεψε σε μεγάλη ηλικία. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια που έκανε στη Γεωργία, για εμπορικούς λόγους, είδε την νεαρή Ηλιάνα (Γεωργιανή). Η Ηλιάνα ήταν όμορφη, ξανθιά και γαλανή από φτωχή οικογένεια. Δίνοντας κάποιο χρηματικό αντάλλαγμα στους δικούς της, ο Σεϊτά αγάς την παντρεύεται και αποκτούν ένα κοριτσάκι, την Ανδρομάχη (Μαχή).
«Ν' αϊλοί εμέν το Μαχή», μια φράση από τα λίγα ποντιακά που έμαθε η Ηλιάνα και συνήθιζε να λέει. Την πληροφορία μετέφερε η Καλλιόπη Ερυθριάδου, από τη μητέρα της.
Η δυναστεία των ντερέμπεϊδων λήγει στα μέσα του 19ου αιώνα με την εξάντληση των μεταλλείων. Ο Σεϊτά αγάς και η οικογένειά του χάνουν κάθε εξουσία και περιουσία και πέφτουν στην ανέχεια. Ο γιος του Σεϊτά αγά, Χρήστος,γίνεται αγωγιάτης.
Η Κατίγκω με τις κόρες της: Διαλεκτή, Ηλιάνα και Ρόζα (όρθια) |
Ο Γιώργος πεθαίνει νέος αφήνοντας τη Μαχή με 5 ορφανά. Ο μεγάλος γιος της Μαχής, ο Κώστας, προσπαθεί να πείσει τη μητέρα του να τον αφήσει να φύγει στη Ρωσία. «Μητέρα, εκεί ο κόσμος πλουτίζει εύκολα», της έλεγε.
Αυτή όμως δεν τον αφήνει, τον παντρεύει γρήγορα, σε ηλικία 20 ετών, για να τον κρατήσει κοντά της. Παρόλα αυτά, φεύγει απροειδοποίητα για τη Ρωσία, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του με παιδί ενός έτους.
Για καλή του τύχη, ο Κώστας αποκτά μεγάλη περιουσία στη Ρωσία και έτσι ζει όλη η οικογένεια σε ευημερία με συχνές επισκέψεις στη Ρωσία. Τα αγόρια της Μαχής ήταν από τους ελάχιστους της περιοχής που παρακολούθησαν, το 1896, τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Η Διαλεκτή θυμάται ότι στο σπίτι τους στην Τραπεζούντα είχαν αρκετά ενθύμια από την Αθήνα, δώρα των θείων της από αυτό το ταξίδι.
Από την Καλλιόπη Ερυθριάδου έγινε γνωστό ότι η γιαγιά της (Καλλιόπη), κόρη της Μαχής, θυμόταν ότι όταν ήταν παιδιά, πήγαιναν στο σπίτι του παππού τους, Σεϊτά Αγά, στην Κρώμνη.
Εκεί έπαιζαν στην κρυφή καταπακτή που είχε ο παππούς για εκκλησία, όπου υπήρχε σε άθλια κατάσταση ακόμη και ράσο κρεμασμένο στον τοίχο. Πιθανόν ο Σεϊτά αγάς να ήταν κρυφός παπάς. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την εποχή που αυτοί οι πρόγονοι φανερώθηκαν. Πιθανόν ο Σεϊτά αγάς να πέθανε ως μουσουλμάνος. Η Ηλιάνα και όλοι οι απόγονοι της ήταν χριστιανοί φανερά.
Η Κατίγκω Καλεβρά γεννήθηκε το 1870 στη Μόχωρα της Κρώμνης. Σε ηλικία 14 χρόνων παντρεύεται. Στα είκοσι της χρόνια χάνει τον άνδρα της (και ίσως και δύο παιδιά).
Μετά 3 χρόνια, με προτροπή της οικογένειας του Αλέξανδρου Ακριτίδη (Τραπεζουντίου-Κρωμναίου εμπόρου αργότερα εθνομάρτυρα που απαγχονίστηκε στην Αμάσεια), παντρεύεται τον Ηλία Καλεβρά, οινοποιό (πιθανή καταγωγή Πειραιάς), ο οποίος είχε και ταβέρνα στην παραλία της Τραπεζούντας.
Κουμπάρος στο γάμο ήταν ο εθνομάρτυρας Αλέξανδρος Ακριτίδης. Η οικογένεια νοικιάζει τούρκικο σπίτι στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου, εκτός από ένα μικρό διάστημα που πηγαίνουν στο σπίτι του Ηλία στη συνοικία «Εξώτοιχα».
Προτιμούν τη συνοικία του Αγίου Βασιλείου γιατί έχει περισσότερους Έλληνες, ενώ στα Εξώτοιχα μένουν το διάστημα που η Τραπεζούντα είναι υπό ρωσική κατοχή.
Ο Ηλίας ήταν αρκετά μεγαλύτερος της Κατίγκως και ασθενικός. Είχε μία κόρη, τη Σοφία, σχεδόν συνομήλικη με την Κατίγκω.
Η Σοφία παντρεύτηκε στον Πόντο και έφυγε για τη Ρωσία με τον άνδρα της, όπου και απέκτησαν 3 αγόρια. Με την αλλαγή του καθεστώτος στη Ρωσία διώχθηκαν και τα 3 παιδιά της Σοφίας σκοτώθηκαν στη Σιβηρία. Αργότερα στη 10ετία του 1950, η Σοφία ήρθε στην Ελλάδα σε βαθύ γήρας και πέθανε σε γηροκομείο. Η Κατίγκω με τον Ηλία αποκτούν 4 κορίτσια:
□ Το 1895 την Παναΐλα
□ Το 1905 την Ηλιάνα (έχει το όνομα της προγιαγιάς της)
□ Το 1909 την Ωραιοζήλη ή Ρόζα (νονός ο θείος της Εύρης Περσόπουλος, της δίνει το όνομα της μητέρας του)
□ Το 1916 τη Διαλεκτή
Τον Απρίλιο του 1916 οι Ρώσοι καταλαμβάνουν την Τραπεζούντα, ενώ από τους βομβαρδισμούς του ρωσικού ναυτικού καταστρέφεται η παραλιακή επιχείρηση των Καλεβράδων. Η οικογένεια πέφτει σε δεινή οικονομική κατάσταση, η υγεία του Ηλία κλωνίζεται. Η Τραπεζούντα ζει μέρες ελευθερίας.
Περίπου το 1917 η Κατίγκω χηρεύει ξανά, ενώ οι Ρώσοι μέχρι τον Φεβρουάριο του 1918 αποχωρούν σταδιακά από την Τραπεζούντα λόγω αλλαγής του καθεστώτος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η μεγάλη της κόρη, Παναΐλα παντρεύεται τον Αλκιβιάδη Καλιφατίδη και το ζευγάρι φεύγει για τη Θεοδωσία της Ρωσίας για να αποφύγει ο γαμπρός την επιστράτευση από τον τουρκικό στρατό, πιθανόν ακλουθώντας, όπως πολλοί συμπατριώτες τους, τα Ρωσικά στρατεύματα που οπισθοχωρούσαν.
Έκτοτε η Κατίγκω δε θα ξαναδεί την κόρη της η οποία θα ακολουθήσει την τύχη των Ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης με συχνές εξορίες και διωγμούς. Το μόνο μέλος της οικογένειας που θα ξαναδεί την Παναΐλα είναι η Ρόζα, η οποία με τον άνδρα της το 1974 θα την επισκεφτεί στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν.
Η ζωή στην Τραπεζούντα είναι αβάσταχτη. Δύο φορές χήρα, με 3 ορφανά, με τουρκική τρομοκρατία, σε οικονομική δυσχέρεια και μια ξενιτεμένη κόρη που δε θα την δει ποτέ ξανά συνεχίζει αγέρωχη τον αγώνα για επιβίωση. Η Διαλεκτή και η Ρόζα θυμόνταν ότι το διάστημα που ζούσαν στον Πόντο κάποιες φορές - δυο ή τρεις - ανέβηκαν για να ζήσουν στην Κρώμνη.
Θυμόνταν ότι κάποιες φορές η μετάβαση γινόταν με φόβο για το τι θα συναντήσουν στο δρόμο. Τον καιρό που έμεναν στην Κρώμνη παρακολούθησε η Ρόζα σχολείο παίρνοντας μαζί της και τη μικρή Διαλεκτή.
Στο διάστημα αυτό συναντήθηκε στο σχολείο και με το μετέπειτα σύζυγο της τον Γιαγκούλη. Η Ρόζα και ο Γιαγκούλης διηγούνταν αστείες ιστορίες από τα πειράγματα του Γιαγκούλη στο νήπιο τότε, την Διαλεκτή, τραβώντας της τα μαλλιά μέσα στην τάξη.
Στα τέλη του 1922 μαθαίνουν ότι έχουν διορία 2 μηνών να ετοιμαστούν να φύγουν για την Ελλάδα λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Η είδηση για την ταλαιπωρημένη οικογένεια της Κατίγκως πιθανόν και να ήταν ευχάριστη ως τη μόνη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Στις 6 Ιανουαρίου 1923 και πριν λήξει το τελεσίγραφο, αναγκάζονται βιαίως από την τουρκική αστυνομία να αφήσουν τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν στην προβλήτα του λιμανιού της Τραπεζούντας.
Η μεταφορά των προσφύγων, όπως είναι γνωστό, έγινε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες με τρομακτικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η Κατίγκω ίσως για μοναδική φορά στη ζωή της στάθηκε τυχερή, μιας και κατάφερε να έρθει στην Καλαμαριά με τις κόρες της μέσα από μια φοβερή «οδύσσεια».
Στο λιμάνι της Τραπεζούντας κάθονται 3 μέρες περιμένοντας καράβι που θα τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Δίνουν 25 παγκανότες για εισιτήριο και επιβιβάζονται στο "ΑΝΑΤΟΛ" (πιθανόν τουρκικό εμπορικό καράβι) με προορισμό την Καβάλα.
Τα αμπάρια του καραβιού γεμάτα πρόσφυγες. Στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα περνούν περίπου 10 με 15 μέρες με τρικυμία στη θάλασσα προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο από το χιόνι κάτω από κουβέρτες.
Ο θάνατος αρχίζει να εμφανίζεται. Τα παιδικά μάτια των κοριτσιών της Κατίγκως θυμούνται, σε περιγραφές της περιπέτειάς τους, τα στοιβαγμένα πτώματα στο κατάστρωμα.
Το πλοίο αντί για την Καβάλα πιάνει λιμάνι στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαζί με όλους τους πρόσφυγες μεταφέρονται στο γνωστό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σελιμιέ.
Το Σελιμιέ περιγράφεται από τη Διαλεκτή ως ένα τετράγωνο παραθαλάσσιο κάστρο με τέσσερις πύργους στις γωνίες και ένα στάβλο κοντά στη θάλασσα. Είχε κάγκελα στα παράθυρα σαν φυλακή μέσα από τα οποία φαινόταν απέναντι η Κωνσταντινούπολη. Στον στάβλο έβαλαν τους πρόσφυγες.
Και όμως σ'αυτές τις τραγικές στιγμές στιγμές δεν χάνουν το χιούμορ τους. Σε μία προσπάθεια της Χρυσής να ησυχάσει τα παιδιά τους λέει: «Πουλόπαμ' μη κλαίτε και ο Χριστός σε φάτνη γεννήθηκε».
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε τη σημαντική βοήθεια της αδελφής της Χρυσής που πάντα ήταν δίπλα της παρέχοντάς της στήριξη ηθική και υλική σε κάθε δυσκολία. Η έξοδος από το φοβερό στρατόπεδο απαγορεύεται. Κάποιες φορές συνοδεία αστυνομικών πηγαίνουν σε λουτρά της Πόλης, ενώ στη διαδρομή οι Τουρκάλες κρατούν περιπαιχτικά τις μύτες τους.
Και εδώ ο θάνατος καθημερινό φαινόμενο. Όλες οι οικογένειες χάνουν και κάποιον, εκτός από την οικογένεια της Κατίγκως. Συνεχώς παιδιά μένουν ορφανά, τα οποία συγκεντρώνονται από τον Αμερικάνικο Ερυθρό Σταυρό και οδηγούνται στην Αμερική.
Από το Σελιμιέ φεύγουν μετά από 6 μήνες παραμονής. Το χρόνο παραμονής στο Σελιμιέ τον εκτιμάμε από μια παρατήρηση που έκαναν οι μικρές τότε Ρόζα και Διαλεκτή. Κοιτώντας από τα παράθυρα του Σελιμιέ έβλεπαν τα χωράφια γύρο από το κτίριο.
Σε μεγάλη ηλικία διαπίστωσαν ότι, όταν έφτασαν τα χωράφια ήταν οργωμένα, ενώ όταν έφευγαν ξεκίνησε ο θερισμός. Πληρώνουν εισιτήριο για ένα αυστριακό καράβι που θα τους μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη.
Θα μείνει για πάντα στη μνήμη των κοριτσιών η στιγμή που το καράβι βγαίνει από τα Δαρδανέλια και μπαίνει στην ανοικτή θάλασσα του Αιγαίου. Η στιγμή περιγράφεται σαν τη μετάβαση από τη Μαύρη Θάλασσα στην «Άσπρη Θάλασσα». Ουσιαστικά σαν τη μετάβαση από τα μαύρα χρόνια του τρόμου στα λευκά χρόνια της ελπίδας, του ονείρου και της ελευθερίας.
Οι φήμες στο καράβι δίνουν και παίρνουν ότι στη Θεσσαλονίκη τους περιμένουν με υποδοχή και θα τους βάλουν σε ξενοδοχεία. Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια, εν πλω, να μη δείχνουν πρόσφυγες.
Ξεδιπλώνουν από τα ζεμπίλια τους ό,τι καλύτερο από ρουχισμό έχουν περισώσει. Η Κατίγκω μάλιστα φορά στα κορίτσια άσπρα καπέλα. Άλλες φόρεσαν τις γούνες τους, ενώ ο μήνας ήταν Ιούλιος.
Η απόβαση στο Καραμπουρνάκι μια απογοήτευση. Αντί για τα ξενοδοχεία, τους περίμεναν τα Απολυμαντήρια και οι καραντίνες. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Κατίγκω ακούει στη βάρκα που τους μεταφέρει από το πλοίο στην ακτή το βαρκάρη να βρίζει τα Θεία.
Είναι ένα πρώτο σοκ για την 50χρονη Κατίγκω που γλίτωσε από τη μανία των αλλοθρήσκων και στη Μεγάλη Μάνα Ελλάδα βρίζουν τα Θεία, κάτι που ούτε οι Τούρκοι δεν το τολμούσαν. Η Κατίγκω αποτυπώνει αυτήν την πικρή απορία της:
«Ναϊλλοί εμάς και χάϊ εμάς, π’ έρθαμε σην Ελλάδα,
Αδά τον γέρον κι' αγαπούν, την γραίαν ξάϊ κι θέλνε
Και βλαστημούνε τον Χριστόν κι 'ατέν την Παναΐα».
Αφού έμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο Απολυμαντήριο, τους μετέφεραν σε Παράγκες που στήθηκαν για τους πρόσφυγες στην Καλαμαριά με την μεσολάβηση του Κρωμναίου Τσιτάκ. Και στη συνέχεια με τη βοήθεια του Τραπεζούντιου γιατρού Θεοφύλακτου μεταφέρονται σε θαλάμους. Οι θάλαμοι φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό οικογενειών που ήταν παραταγμένες στη σειρά σε ένα μεγάλο διάδρομο. Η κάθε οικογένεια χωριζόταν από τη διπλανή της με ψάθες.
Η Διαλεκτή θυμάται τη βοήθεια που παρείχαν στους πρόσφυγες οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Έρχονταν έξω από τους θαλάμους οι πλούσιες Εβραίες με πολυτελή αυτοκίνητα και ζητούσαν προσφυγοπούλες για οικιακές βοηθούς.
Κατ' αυτόν τον τρόπο η Ρόζα πιάνει δουλειά σε έναν Εβραίο οδοντίατρο. Αναγκάζεται το λοιπόν καθημερινά 15 χρονών κορίτσι να κατεβαίνει με τα πόδια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (10 χιλιόμετρα) και να επιστρέφει στην παράγκα νύχτα. Είναι πράγματι συγκινητική η περιγραφή της ιδίας για το πώς επέστρεφε στην Καλαμαριά ειδικά τις βροχερές μέρες. Οι δρόμοι μετατρέπονταν σε πυκνή λάσπη και μέσα στον κατακλυσμό περίμενε να φωτίσει κάποιος κεραυνός για να βρει το δρόμο της.
Η Ηλιάνα δουλεύει στον Ερυθρό Σταυρό (ή κάτι παρόμοιο) στα ενδύματα της ανθρωπιστικής βοήθειας για τους πρόσφυγες. Αρρωσταίνει από φυματίωση και πεθαίνει.
Η Κατίγκω μοιρολογεί την κόρη της με ένα μακρύ ποίημα που κατέγραψε ο Γ.Φιρτινίδης και σώζεται στο βιβλίο του «ΚΡΩΜΝΗ». Με το ίδιο μοιρολόι θα μοιρολογήσει μερικά χρόνια αργότερα την αδελφή του γαμπρού της Γιαγκούλη, Μαρίκα, που πέθανε νέα αφήνοντας ορφανό ένα αγοράκι, τον Αλέκο Ακριτίδη.
Από την Διαλεκτή σώζονται και τα προσφυγικά κάλαντα αυτής της περιόδου που ήταν:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά χρόνια πολλά να ζείτε
μα και τ' αδέλφια τα φτωχά να μη τα λησμονείτε
π' αφήσανε τα σπίτια τους την πατρική τους χώρα
κι άλλα στο δρόμο πέθαναν κι άλλα πεθαίνουν τώρα
γι' αυτά τ' αδέλφια δώστε μας και σεις τον οβολό σας
κ' η ευλογία του Θεού να μπει στ' αρχοντικό σας
Η ίδια αφηγείται ότι όταν κάποια Καλαμαριωτάκια έψαλαν τα παραπάνω κάλαντα σε κάποιο πλουσιόσπιτο της Θεσσαλονίκης, η οικοδέσποινα από τη συγκίνηση έπεσε λιπόθυμη.
Στη συνέχεια μεταφέρονται από τους θαλάμους στα "διώροφα", σπίτια που χτίζει ο Εποικισμός στην Καλαμαριά. Συντηρούνται με ομολογίες αλλά και πλέκοντας κάλτσες. Βιοτέχνες δάνειζαν μηχανές και κλωστές σε οικογένειες οι οποίες δουλεύοντας στο σπίτι πληρώνονταν ανάλογα με την παραγωγή. Ακόμα και η μικρή Διαλεκτή δεν πάει στην έκτη δημοτικού προκειμένου να βοηθήσει στην παραγωγή.
Η Κατίγκω Καλευρά ήταν στην Τραπεζούντα και την Κρώμνη μοιρολογίστρα. «Ση Κρωμνη εμοιρολόγανα και σην Ελλάδαν κλαίω», συνήθιζε να λέει. Μοιρολογούσε τους νεκρούς και, όπως η ίδια έλεγε, «αποφουσκώνω τοι πονεμέντσ'».
Τα γράμματα που στέλνει στην κόρη της, στη Ρωσία, δεν είναι πεζά, αλλά στίχοι που υπαγορεύει στα εγγόνια της.
«Ναϊλλοί εκείνεν την μανάν που έχ' δύο παιδία,
τ' έναν ο χάρον έρπαξεν τ' άλλο η ξενιτεία»
Για κάθε γεγονός που την εντυπωσίαζε, από τα απλούστερα μέχρι τα σοβαρότερα, δημιουργούσε ένα δίστιχο, βασισμένο στα ήδη υπάρχοντα δίστιχα, τα οποία γνώριζε και θυμόταν στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Ορίστε μερικά δείγματα του έμφυτου ταλέντου της Κατίγκως από το μακρόσυρτο μοιρολόι της. Στους παρακάτω στίχους περιγράφει σε κάποιον συγχωριανό της, που υποθετικά έμεινε στην Κρώμνη, τα γεγονότα του ξεριζωμού και στη συνέχεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου:
- Εκείν' οι μ’σοί επέθαναν κι οι μ'σοί πα εσκοτώθαν
κι αλλ' πα κείνταν σ' Ασβεστοχώρ', τον χάρον αναμέν'νε.
- Ανάθεμα σε, κόρασον, έχπασες τη καρδία μ'
- κι αν λέω τα χειρότερα, Γιάγκο μ' θα παλαλούσαι.
Έρχουσαν τ'αερόπλανα κι εχάλαναν χωρία
κ' εφήναν κόρην, νε μάναν, νε γέρτς και νε παιδία,
Βούταναν τ'υποβρύχια, πατούρευαν καράβα
κι εφούρκιζαν τοι ναύαρχους και τοι καπιταναίους
τ' έρημα τα ναυτόπουλα 'κείσαν σα θαλασσάκρα.
Σε ένα άλλο σημείο, του ίδιου μοιρολογιού, αναφέρει ξανά το Ασβεστοχώρι, όπου πιθανόν να πέθανε η κόρη της (στο γνωστό σανατόριο για τους φυματικούς, το σημερινό νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου»)
Σωστόν Παράδεισον η Κρώμ' κι ο δρόσον γιατρικόν έν’
Ας εύρικα τον ζώγραφον αούτο π' εζωγράφ'σεν
Να ζωγραφίζ' σ' Ασβεστοχώρ' κι οι νέοι να μη ποθάνε.
Τέλος, στις παρακάτω στροφές περιγράφει με τη φαντασία της την κατάσταση της Κρώμνης μετά την εγκατάλειψή της από τους προαιώνιους κατοίκους της:
Τη Κρωμ', πουλί μ', εν έρημον τ' οσπίτι θε χαλάγαν
τα παραστάρα τσόκεψαν, τα πόρτας εκρεμάγαν,
τα δρόμα χορταρίασαν και τα νερά ετσουρώθαν
δόκια, μαρτάκια εσάπανε, δόμον πουδέν κ' επέμνεν
ψην ζωντανόν κι θα ευρίκ'ς 'ς έναν την άκραν σ' άλλο
Κι αποθαμέν' π' εφέκαμ' ατς αφκά σα κοιμητήρα
ατοίν πα ταραχΐουνταν κι ατοίν την Κρωμ' εγρέθαν (φοβήθηκαν).
Στην Καλαμαριά μεταφέρθηκε και έζησε ένα τμήμα της κοινωνίας του Πόντου. Τα ήθη και τα έθιμα τηρούνταν με τον ίδιο τρόπο ώσπου σιγά σιγά άλλαξε προς το σύγχρονο τρόπο η ζωή των κατοίκων της. Η Κατίγκω και οι άλλες της ηλικίας της άργησαν σημαντικά για να βγάλουν τα «ζουπούνας». Η παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου ήταν γι' αυτές, ίσως, εκείνος ο κρίκος που συνέδεε την ψυχή τους με τη γη που άφησαν πίσω τους.
Από το 1927 η Κατίγκω ζει με την κόρη της Ρόζα (Ωραιοζήλη) και τον γαμπρό της Γιαγκούλη Βιόπουλο. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στην καινούργια πατρίδα, συντροφιά με τις δυο κόρες που της απέμειναν, τους γαμπρούς της και τα εγγόνια της. Ένα μέρος, όμως, της καρδιάς της βρίσκονταν αλλού.
Στην αγαπημένη της κόρη, την Παναΐλα, που δεν την ξαναείδε ποτέ. Το μόνο πρόσωπο της οικογένειας που κατόρθωσε να συναντήσει την Παναΐλα ήταν η αδελφή της, Ωραιοζήλη, όταν το 1974, με τον άντρα της, Γιαγκούλη Βιόπουλο, έφτασε στη μακρινή Τασκένδη και ένιωσε τη χαρά της επαφής με τη μεγάλη, ξενιτεμένη αδελφή.
Η Κατίγκω Καλεβρά έκλεισε τα μάτια της, σε βαθύ γήρας, γεμάτη από την πείρα και τη σοφία της ζωής, σε ηλικία 94 ετών, στην προσφυγούπολη Καλαμαριά.
Πηγη:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου