ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011


Η παράδοση είναι το αστείρευτο ποτάμι, που ξεκινά απ' τις οροσειρές των περα­σμένων γενεών, χρυσές σταγόνες από ιδρώτα και δάκρυ και ακολουθώντας τη ροή του χρόνου, φτάνει στο σήμερα, για να δροσίσει τους οδοιπόρους του μέλλοντος.
 Μέσα στο βαθύ ρέμα της ζωής μεταφέρει τους καημούς και τις χαρές, τα λάθη και τις επιτυχίες, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια, τους θρύλους και τις γνώσεις του πα­τέρα, του παππού, του μακρινού πατέρα μας.
Στην ατέλειωτη διαδρομή του κρούει και δέρνεται με τους βράχους και τα χώματα, δίνει μορφή στην κοίτη του κι’ απ’μορφή της παίρνει μορφή.
«Κρούει και δέρκεται, δι' και παίρ'», όπως έλεγε η αγράμματη μάνα απ’ τη Μα­τσούκα, μεταφέροντας από στόμα σε στόμα την υπέρτατη αρχή της διαλεκτικής, που διατύπωσε ο σοφός εκείνος Έλληνας της Ανατολής, ο Ηράκλειτος.
Το ποτάμι αυτό φαίνεται απαράλλαχτο, κι όμως μέρα με τη μέρα και με την κάθε γενιά ξαναγεννιέται. Κι όταν στις θύελλες και τις καταιγίδες αγριεύει και θολώνει, οι σκληροί βράχοι του, θυσιάζοντας θραύσματα απ' τη σάρκα τους, αντιστέκονται στην ορμή του και καταιωνίζουν τα θολά νερά, εξακοντίζοντάς τα από τα ύψη τους.
Καλότυχοι οι οδοιπόροι της ζωής που πίνουν απ' τα γάργαρα νερά του. Και δυο φορές καλότυχοι οι διψασμένοι, που μπορούν και περιμένουν στις καταιγίδες να ξεθολώσουν τα νερά για να δροσιστούν.
«Ας σο ποτάμ' ντο έν' θολόν νερόν μην πίν'τς καμίαν
ανάμ'νον και θα καταινίζ', έπαρ' παρηγορίαν».
Χαρσιώτης Ποταμός
Κι εφτά φορές καλότυχοι κι εμείς που σήμερα, στη δύση της δεύτερης Γρηγοριανής χιλιετηρίδας, συγκεντρωθήκαμε εδώ, στη νέα πρωτεύουσα του Πόντου, για να μιλήσουμε για τους θρύλους και τα τραγούδια των προγόνων μας.
Να θυμηθούμε τα παραμύθια που ακούγαμε παιδιά. Να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε εκείνες τις ξεχασμένες συνιστώσες της παράδοσης, που θα βοηθήσουν κι εμάς και τα παιδιά μας να ξαναβρούμε τις αιώνιες αλήθειες. Τις αλήθειες που λησμονήθηκαν μέσα στη μέθη της επιστημονικής προόδου και του αποχαλινωμένου ορθολογισμού.
Οι πρόγονοι μας ρίζωσαν σε μια στενή λωρίδα γης, ανάμεσα σε άξενη θάλασσα και δύσβατους ορεινούς όγκους. Εκεί όργωσαν και έσπειραν και θέρισαν. Κι αγά­πησαν τη γη εκείνη, όπως το μικρό παιδί το χτύπο της μητρικής καρδιάς.
Δεν της ζήτησαν ποτέ περισσότερα απ' όσα μπορούσε να τους δώσει. Τη λάτρεψαν, γιατί πίστευαν πως με τη σάρκα και το αίμα, το νου και την καρδιά τους ανήκουν σ' αυτή και πως απ' αυτή θα ζήσουν ή θα λιμοκτονήσουν.
 Και τη νύχτα που ο χρόνος αλλά­ζει, έβγαιναν έξω στην αυλή οι μεγαλύτεροι για να δουν, λέει, όσοι από αυτούς ήσαν καλοί, τα δέντρα που σκύβουν ευλαβικά και φιλούν τη γη, ευγνωμονώντας την για όσα έδωσε και για όσα πρόκειται να δώσει.
Δεν επιβουλεύτηκαν ποτέ τη γη κανενός και πολέμησαν με πάθος όσους θέλησαν να πάρουν τη δική τους. Ο Ακρίτας μας δεν είναι πορφυροντυμένος αξιωματούχος, δεν είναι επαγγελματίας πολεμιστής, είναι αγρότης, ανώνυμος, άρα ο κάθε αγρότης που αφήνει το όργωμα για να υπερασπιστεί το σπίτι και την οικογένειά του.
Λαός με βαθύτατη αίσθηση της διαλεκτικής, πίστευε πως η ενότητα και η διά­σπαση, η νίκη και η ήττα, το παλιό και το καινούργιο, η πρόοδος και η συντήρηση είναι ταυτόχρονοι και αναγκαίοι πόλοι της ίδιας της ουσίας.
Ήξερε πως η πιο μεγάλη νύχτα νικιέται απ' την πιο μικρή μέρα και πως κι ο πιο μικρός μήνας του χρόνου, ο Κούντουρον, μπορεί να σκεπάσει το μεγαλείο των κα­ταπράσινων και ψηλών βουνών που όλοι θαυμάζουν.
«Ψηλά ρασΐα και πράσινα και ποίος 'κι ζελεύ' σας
ασχ'ώρετον ο Κούντουρον χιονίζ' και χαπατεύ' σας»
Γιαυτό έζησε σεμνά, χωρίς να περιφρονεί αλλά ούτε και να ζηλεύει κανέναν.

Ιωάννης Ταϊγανίδης
Θεσσαλονικη
Α’ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο
7-14 Ιουλη 1985

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah