Ο Θρασύβουλος Σοφοκλή Λυπηρίδης γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Παρτίν, που το έλεγαν και Παρτέν, τέσσερα χιλιόμετρα από την Κρώμνη, προς την πλευρά του χωριού Βαρενού.
Το όνομά του προέρχεται μάλλον από τον Παρθένιο ποταμό, από την περιοχή του οποίου ήρθαν Έλληνες και δημιούργησαν το χωριό. Ήταν χτισμένο σε λόφο, πάνω από τον ποταμό Γιαγλί Ντερέ και κατοικούσαν σε αυτό 70 ελληνικές οικογένειες.
Παλαιότερα είχε 120 οικογένειες, αρκετές από τις οποίες έφυγαν, καταδιωγμένες από τους Τούρκους. Στο χωριό υπήρχε η εκκλησία της Υπαπαντής και δημοτικό σχολείο.
Χωριζόταν το Παρτίν στις γειτονιές Υψηλάντων, Παχατουράντων, Χαζά, Κορώνα και Φενέ. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Ο Θρασύβουλος Λυπηρίδης θυμόταν ότι ο πατέρας του Σοφοκλής ζούσε στο Μπουργκάς (Πύργο) της Βουλγαρίας, όπου έκανε τον χαλκουργό και γανωτή. Η δουλειά του στο Μπουργκάς πήγαινε καλά, γιαυτό αγόρασε εκεί σπίτια και κάλεσε μερικά από τα παιδιά του να πάνε να ζήσουν και να εργαστούν μαζί του.
Τα καλοκαίρια πήγαιναν στο Παρτίν, φέρνοντας χρήματα στη μητέρα τους, που είχε δώδεκα παιδιά (δυο φορές γέννησε δίδυμα), από τα οποία, σχεδόν τα μισά, πέθαναν
Στο Παρτίν, το 1914, πρόεδρος (μουχτάρης) ήταν ένας συγγενής της οικογένειας, ο οποίος μάζευε τη δεκάτη — φόρο 10% από τα παραγόμενα προϊόντα — για το κράτος. «Μια φορά», θυμάται ο Λυπηρίδης, «η μάνα μου καθυστέρησε να πληρώσει και ο συγγενής μας άρχισε να τη βρίζει, αποκαλώντας την τσούνα (σκύλα), και ζητούσε με βίαιο τρόπο τον φόρο.
Όταν το έμαθα από τη μάνα μου, πήγα και τον παστούριασα καλά καλά (τον έδειρα πολύ). Φοβήθηκα ότι θα με κατάγγελνε στον τζανταρμά (χωροφύλακα) και θα με έπαιρναν στα τάγματα εργασίας, γιατί ήμουν 16 χρόνων.
Εγώ, φυσικά, δεν ήθελα να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Η μάνα μου ,μου λέει «δέβα 'ς σον πατέρα σ', 'ς σην Βουλγαρίαν.
Και έφυγα και πήγα στη Βουλγαρία, όπου, εκείνη την εποχή, γίνονταν επιστρατεύσεις. Ήταν, τότε, ο α' παγκόσμιος πόλεμος και η Βουλγαρία είχε πάει με τους Γερμανούς. Η Γερμανία, η Βουλγαρία και η Τουρκία υπέγραψαν συμφωνία, σύμφωνα με την οποία, όποιος υπήκοος από τις χώρες αυτές κατέφευγε σε μια από τις δύο άλλες, να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται στη χώρα από την οποία δραπέτευσε.
Έπρεπε, λοιπόν, να γυρίσω και εγώ στην Τουρκία. Πήγα και παρουσιάστηκα στο τουρκικό προξενείο, στο Μπουργκάς, όπου τους είπα ότι είμαι 16 χρόνων. Εκείνοι μου είπαν ότι ως Οθωμανός υπήκοος, έπρεπε να επιστρέψω στην Τουρκία αμέσως, για να καταταγώ στον στρατό.
Βγαίνοντας από το προξενείο στενοχωρημένος, συνάντησα κάτι γνωστούς μου Βουλγάρους, στους οποίους είπα τα καθέκαστα. Εκείνοι μου είπαν ότι είμαι ακόμη μικρός και να δηλώσω ότι είμαι Βούλγαρος, οπότε θα γλιτώσω από τους Τούρκους και θα μείνω εκεί.
Το συζήτησα με τον πατέρα και τα αδέλφια μου, που είχαν κάνει και εκείνοι το ίδιο και έμειναν στη Βουλγαρία. Αποφάσισα να κάνω αίτηση για να γραφώ Βούλγαρος. Έτσι πήρα τη βουλγαρική υπηκοότητα.
Το 1918, όταν τελείωνε ο πόλεμος, με πήραν στρατιώτη οι Βούλγαροι, αλλά έκανα λίγον καιρό. Σε μια αποστολή με το τρένο, μεταφέραμε τρόφιμα στις Σέρρες, την οποία κατείχαν οι Βούλγαροι. Στην επιστροφή, κοντά στο Σιδηρόκαστρο, μας επιτέθηκαν οι Αγγλογάλλοι.
Σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες Βούλγαροι. Κρύφτηκα σ' έναν θάμνο, από όπου πέρασαν δυο γυναίκες, που μιλούσαν ποντιακά. Ξαφνιάζομαι ,μόλις συνήλθα, τις μίλησα ποντιακά, οπότε και αυτές ξαφνιάστηκαν, γιατί δεν περίμεναν από Βούλγαρο στρατιώτη να μιλά ποντιακά. Οι γυναίκες ήταν από τους πρώτους πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Ρωσία μετά την πτώση του τσαρισμού και την επικράτηση των μπολσεβίκων…
Στη Βουλγαρία έμεινα από το 1914 έως το 1925, οπότε ήρθαμε όλοι, με την οικογένειά μου, στην Ελλάδα, ο πατέρας μου Σοφοκλής, η μάνα μου Ελισάβετ και οι αδελφές μου Παρέσα και Ευνίκη.
Ο αδελφός μου, ο Αμβρόσιος, παντρεύτηκε στη Βουλγαρία και πήρε γυναίκα από την οικογένεια Χαραλαμπίδη, από την Καλαμαριά. Έκαναν παιδιά και έμειναν μόνιμα στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Πέθανε το 1965.
Τα παιδιά βρίσκονται εκεί».
Η οικογένεια του Θρασύβουλου Λυπηρίδη ήρθε στην Ελλάδα με δικά της έξοδα και εγκαταστάθηκε κατευθείαν στο Πανόραμα, όπου νοίκιασε σπίτι στου Θανάση Σαουρίδη, που είχε έρθει από τον Καύκασο το 1920 και είχε μπακάλικο και φούρνο.
Στο Πανόραμα είχαν εγκατασταθεί και πολλοί από το ίδιο χωριό, το Παρτίν. Ο πατέρας του Θρασύβουλου Λυπηρίδη είχε λεφτά και αγόρασε οικόπεδο και έχτισαν σπίτι. Εκεί παντρεύτηκαν τα αδέλφια.
Η Παρέσα πήρε τον Πανίκα Τσαχουρίδη, από το Παρτίν, και η Ευνίκη τον Γεώργιο Ζουρελίδη, από το Παρτίν και αυτός. Ο ίδιος ο Θρασύβουλος παντρεύτηκε τη Δήμητρα Κανονίδου, από την Κρώμνη, που έμενε στην Καλαμαριά. Έκαναν τρία παιδιά, τη Λουλούκα (Μελπομένη), το όνομα της αδελφής του που πέθανε, τον Κυριάκο, από το όνομα του αδελφού που πέθανε στην Τουρκία, και τη Βέτα (Ελισάβετ), το όνομα της μητέρας του, που πέθανε στο Πανόραμα το 1930.
Η κόρη του πέθανε από φυματίωση το 1948. Ο γιος του, ο Κυριάκος, ήταν αριστούχος στο Αμερικανικό Κολέγιο και από την πέμπτη τάξη τον πήραν στην Αμερική, όπου σπούδασε με υποτροφία.
Έμεινε για αρκετό καιρό εκεί και μετά ήρθε παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, τον Θρασύβουλο και τη Δήμητρα, η δε Βέτα έμεινε ανύπαντρη. Είχε δύο εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα.
Θυμόταν ο Θρασύβουλος Λυπηρίδης ότι εκείνα τα πρώτα χρόνια, σε μια παράγκα, καθόταν η μαμή η Μαρούλα, που μέχρι τον πόλεμο ξεγεννούσε τις γυναίκες. Τα παιδιά του τα ξεγέννησε η Μαρούλα. Μετά οι γεννήσεις γίνονταν σε νοσοκομεία, στο «Ρωσικό», όπου ήταν ο γιατρός και κατόπιν πρόεδρος της ΕΔΑ Γιάννης Πασαλίδης, στο Δημοτικό — τώρα «Άγιος Δημήτριος» — στο «Κεντρικό» — τώρα «Γεώργιος Γεννηματάς».
Στο Πανόραμα, ο Θρασύβουλος Λυπηρίδης, μαζί με τον πατέρα του, έκαναν στην αρχή τον γανωτή, μια δουλειά που έβγαζε, τότε, αρκετά λεφτά. Στη συνέχεια άνοιξαν παντοπωλείο, κοντά στον κεντρικό δρόμο.
Τα παντοπωλεία είχαν από όλα τα είδη. Η οικογένεια είχε και κτηνοτροφία και γεωργία. Ο ίδιος ήταν πολλά χρόνια εκκλησιαστικός επίτροπος. Στην επιτροπή για την ανέγερση του ναού Αγ. Γεωργίου, που τελείωσε το 1955 - 1956, συμμετείχαν μαζί του ο Παναγιώτης Σωτηριάδης, ο Βασίλης Τελίδης, που ήταν και ταμίας, ο Χαρίκος Ζουρελίδης και ο Βασικός Παχατουρίδης.
Για έναν χορό των νέων του συλλόγου Πανοράματος, τον Ιανουάριο του 1956, ζήτησαν και πήραν από την πρόξενο το πέτρινο κτίριο του Αμερικανικού Κολέγιου «Ανατόλια».
Με τα λεφτά του λαχνού του χορού έγινε η Πλατυτέρα στον νέο ναό. Με εθελοντική εργασία έκαναν μωσαϊκά, σκάλες και τον χώρο της αυλής του ναού.
Το 1925 στο Πανόραμα έπαιρναν νερό από έξι κοινόχρηστες βρύσες, που είχαν και γούρνες για το πότισμα των ζώων. Επίσης, υπήρχε μόνον ένα τηλέφωνο, το κοινοτικό, που το είχαν στο καφενείο. Λειτουργούσε το τηλέφωνο με μανιβέλα.
Τηλέφωνα ήρθαν το 1955 και ηλεκτρικό το 1952. Τα σπίτια φωτίζονταν με γκαζόλαμπες και μερικά μαγαζιά με λουξ. Άσφαλτος έγινε το 1951 με φροντίδα του Λεωνίδα Ιασονίδη.
Τα παιδιά πήγαιναν σε γυμνάσια της Θεσσαλονίκης με τα πόδια. Το γυμνάσιο έγινε στο Πανόραμα μετά τον σεισμό του 1978.
Σήμερα το Πανόραμα είναι αγνώριστο.
Νίκου Τελίδη
Συγγραφέα-Συλλέκτη
Πηγη:Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Γραφεια:Ι. Δραγουμη 57
Τ.Κ. 546 30
τηλ. 2310 544-670
Fax: 2310 544-300
Θεσσαλονικη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου