Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα, ελευθερώθη και η Σάντα εκ του τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενιτευμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους.
Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή, διότι στα τέλη του 1917 άρχισε η ρωσική κατάρρευσις εις όλα τα μέτωπα του πολέμου, τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστή τα μεγαλύτερα δεινά.
Τον Οκτώβριον του 1917, ότε άρχισε ο ρωσικός στρατός να οπισθοχωρή, ευρέως διεδόθη ότι θα φθάσουν Καυκασιανά στρατεύματα, δηλ. Γρουζίνοι, Αρμένιοι και Έλληνες να αντικαταστήσουν τα ρωσικά και θα εξακολουθούσε ο πόλεμος.
Εγένοντο δε συστάσεις εις τα ελληνικά χωριά, όπως οργανωθούν, και εν καιρώ να είναι έτοιμοι. Φεύγοντες οι Ρώσοι εκ Τραπεζούντος άφησαν όλες τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων ανοιχτές και έτσι ο κόσμος καθημερινώς κουβαλούσε στα χωριά όπλα και εφωδιάζετο και επερίμενε πότε θα φθάση ο αναμενόμενος στρατός.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οι Σανταίοι μακριά όντες εκ της Τραπεζούντος και λόγω χειμώνος εξ άλλου και απομεμονωμένοι πανταχόθεν, έκριναν καλόν όπως οργανωθούν και αυτοί και επικοινωνήσουν με την Τραπεζούντα και να είναι ενήμεροι της καταστάσεως.
Ούτω λοιπόν την 15ην Δεκεμβρίου του 1917 συνήλθε εις Κοσλαράντων Γενική Συνέλευσις των Σανταίων, ήτις διήρκεσε τρεις ημέρας. Απεφασίσθη όπως καταγραφούν όλα τα όπλα και πολεμοφόδια και ευρέθησαν όπλα περίπου εκατόν ογδοήκοντα, φυσίγγια δε ήσαν πάρα πολλά καθώς και χειροβομβίδες, δυναμίτες κτλ.
Επίσης εξελέγησαν και οπλαρχηγοί από κάθε χωριό, οίτινες θα ήσαν υπεύθυνοι της διοργανώσεως των οπλιτών.
Ως γενικός οπλαρχηγός εξελέγη ο Ιωάννης Σπαθάρος, οπλαρχηγοί δε εις Ισχανάντων ο Ιωάννης και Ευκλείδης Κουρτίδης, Πινατάντων ο Ιωάννης Τριανταφυλλίδης, Τερζάντων ο Ιωάννης Ζαχαριάδης, Κοσλαράντων ο Ιωάννης Ορφανίδης, Ζουρνατσάντων ο Αβραάμ Καλαϊτσίδης και Πιστοφάντων ο Χρήστος Σεβαστίδης.
Την 18ην απεφασίσθη όπως γίνη μία εκδρομή πολλών οπλιτών μέχρι τα Φτελένια, ίνα και εκεί διορισθούν οπλαρχηγοί εις Κοπαλάντων και Υπαπαντή και να έχουν συνδέσμους με τα χωριά, διά να μη πάθουν κανένα κακόν ως εκ της θέσεώς των, διότι αυτοί εσυνόρευον με τα τουρκικά χωριά.
Επίσης απηγορεύθη και ο άσκοπος πυροβολισμός, όπως συνέβαινε καθημερινώς και ότι, αν παρουσιάζετο καμία ανάγκη, θα ερίχνοντο τρεις πυροβολισμοί σημαίνοντες κίνδυνο.
Εκρίθη καλόν όπως από κάθε χωριό μαζευθούν εις Τερζάντων οι οπλίται και το πρωί εκείθεν γίνη η εκκίνησις προς Φτελένια, όπως και έγινε.
Πηγαίνοντες συναντήσαμε εις τον δρόμον Τούρκους πολλούς φέρνοντες στην Σάντα προς πώλησιν φασόλια, καλαμπόκια και διάφορα άλλα τρόφιμα. Μόλις κατεβήκαμε εις το γεφύρι Κοπαλάντων, συναντήσαμε πολλούς δικούς μας Σανταίους άνδρας και γυναίκες, οίτινες ήρχοντο εκ Τραπεζούντος και τους οποίους οι Τούρκοι ελήστευσαν εις το βουνό της Σίμωνας και τους πήραν ό,τι είχαν και τους άφησαν σε κακά χάλια.
Βιαστικά ανεβήκαμε εις Κοπαλάντων, διωρίσαμε αρχηγόν εκεί τον Χριστόφορον Καϊταλίδην και φύγαμε διά Υπαπαντήν, όπου και εκεί διωρίσθη αρχηγός ο Ιωάννης Χαριάδης και αφού τους εδόθησαν αι σχετικαί οδηγίαι, φύγαμε διά τα χωριά.
Το πάθημα όμως των δικών μας δεν μας άφησε ασυγκινήτους και απεφασίσαμε να εκδικηθούμε. Όθεν τρεις τέσσαρες συνεννοηθέντες εζητήσαμε από τον Γεν. οπλαρχηγόν I. Σπαθάρον, όστις ήτο μαζί μας, να μας επιτρέψη και την άλλην ημέρα που θα εγύριζαν οι Τούρκοι εκ της Σάντας να τους ανταποδώσωμε τα ίδια.
Η άδεια μας εδόθη, αλλά με την υπόσχεσιν να μην πάμε πολλοί και να μην το μάθη κανείς, έστω και Σανταίος οπλίτης. Βράδυ φθάσαμε στα χωριά και την ίδια νύχτα ξεκινήσαμε πέντε παιδιά και κατά τα ξημερώματα εφθάσαμε πάλιν εις Φτελένια και εστήσαμε καρτέρι εις την τοποθεσίαν «Κουτίτα γεφύρι» εις ξηραντήρια και περιμέναμε.
Μόλις το μεσημέρι βλέπομε να έρχωνται οι Τούρκοι με τα ζώα τους. Αφού τους εληστεύσαμε κι εμείς, ετραυματίσαμε και τρεις με μαχαίρας και τους αφήσαμε σε κακά χάλια.
Έκτοτε οι Τούρκοι δεν ήρχοντο στην Σάντα αλλά ούτε κι εμείς κατεβαίναμε στα χωριά τους. Μόνον από το βουνό της Γαλίανας πηγαίναμε εις Τραπεζούντα, όταν επέτρεπε ο καιρός.
Ιανουάριος 1918
Απεκλείσθημεν εις τα χωριά και η μόνη δουλειά μας ήτο πώς να διοργανωθούμε καλύτερα και να στήσωμε φυλάκια σε διάφορα μέρη και να φυλάμε νύχτα και μέρα. Όλα τα χωριά εφρουρούντο κανονικώς και επί πλέον καθημερινώς δέκα οπλίται εστέλνοντο εις Φτελέν, όπου είχε Κεντρικόν φυλά- κιον και διενυκτέρευαν φυλάγοντες μέχρι το πρωί, οπότε τους αντικαθιστούσαν άλλοι.
Κατά τις 15 Ιανουαρίου οι Τούρκοι, μη γνωρίζοντες τι εγίνετο στην Σάντα, έστειλαν μίαν γυναίκα με ένα παιδάκι προς κατασκοπίαν, αλλά συνελήφθησαν εις Φτελέν και, αφού κατόπιν ανακρίσεως εμάθαμεν τον σκοπόν της ελεύσεώς των, εξυλοκοπήθησαν γερά και αφέθησαν ελεύθεροι. Πάντως το ηθικόν των Σανταίων ήτο πολύ υψωμένον, διότι ψευδείς ειδήσεις έφθανον εκ Τραπεζούντος ότι ακόμη περιμένεται ο στρατός και ότι η Κων/πολις κατελήφθη υπό των Άγγλων, καθώς και διάφορες άλλες φήμες.
Την 25ην Ιανουαρίου του 1918 από πυροβολισμούς εκ Φτελέν αντελήφθημεν ότι κάτι το σοβαρόν γίνεται εκεί και αμέσως εντός μιας ώρας κατα- βαίνομεν εκεί και από το φυλάκιον μαθαίνομε ότι πολλοί Τούρκοι τσετέδες εκύκλωσαν το χωρίον Κοπαλάντων από τα ξημερώματα και πυρ ομαδόν ακούγεται εκατέρωθεν.
Δεν χάνομε καιρόν, τροχάδην εφθάσαμε εις Υπαπαντήν. Δεν πήγαμε κατ' ευθείαν, διότι δεν γνωρίζαμε σε τι σημεία βρίσκονται οι Τούρκοι και εκείθεν φθάσαμεν εις τοποθεσίαν Μουσά λεγομένην απέναντι του χωρίου Κοπαλάντων, οπόθεν βλέπομε Τούρκους να λεηλατούν το χωριό, ενώ οι λίγοι οπλίται που ευρίσκοντο εκεί ημύνοντο εκ των οικιών, καθώς και αι γυναίκες.
Μόλις αρχίσαμε εμείς πυρ ομαδόν εναντίον τους, βλέποντες οι Τούρκοι ότι έφθασε δύναμις εκ Σάντας εγκατέλειψαν τας θέσεις των και άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μέχρι το μεσημέρι η μάχη διαρκούσε σφοδρά εκατέρωθεν. Μόλις οι πυροβολισμοί αραίωσαν λίγο, κατεβήκαμε μέσα στο χωριό και μόλις μας είδαν οι κάτοικοι από την χαράν τους δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Εις την μάχην εφονεύθησαν ο Χριστόφορος Σισμανίδης γέρων μετά των υιών του Γεωργίου και Μιχαήλ, ο δε Παντελής Κοπαλίδης ετραυματίσθη. Εκ των Τούρκων, όπως πληροφορηθήκαμε, δέκα τέσσαρες σκοτώθηκαν και δύο τραυματίσθηκαν.
Φεβρουάριος 1918
Εμείναμεν πέντε ημέρας εις Κοπαλάντων φυλάγοντες, όπως εκκενώσωσι το χωριό και φύγουν στην Σάντα, διότι ήτο πολύ κοντά σε τούρκικα χωριά και ως εκ τούτου ήτο αδύνατον να γλιτώσουν. Επίσης και το χωριό Υπαπαντή διετάχθη να εκκενωθή, όπως και έγινε, και έτσι όλη η δύναμις συνεπτύχθη εις την Σάντα.
Την τελευταίαν ημέραν κατεβήκαμε κάτω στο ποτάμι να δούμε αν αφήναν πράγματα οι Τούρκοι φεύγοντες. Μόλις μας είδαν όμως από το αντικρινό τούρκικο χωριό Ισχάν, ενόμισαν ότι θα τους επιτεθούμε και αμέσως έγινε ένας πανικός που δεν περιγράφεται.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ρίχθηκαν στους δρόμους και στο δάσος φωνάζοντες και κλαίγοντες, τα δε ζώα τους αδέσποτα μέσα στο χωριό έτρεχαν εδώ κι εκεί, διότι τα βγάλανε από τους σταύλους να τα φυγαδεύσουν, αλλά ο φόβος και ο πανικός τους έκανε να τα εγκαταλείψουν και να φύγουν.
Το ίδιον συνέβη και εις το χωριό Αγρίδ και όλοι οι κάτοικοι φοβισμένοι κατέβησαν εις Γουλιτσάντων και μετά δύο ημέρας εγύρισαν στα σπίτια τους. Αργότερα ενθαρρυνθέντες και μόλις είδαν ότι τα δύο χωριά εκκενώθηκαν, άρχισαν να τα χαλνούν για να κάψουν τα σπίτια.
Την 18η Φεβρουαρίου ο Πολυχρόνιος Σπυριδόπουλος κατέβηκε με δύο άλλους εις Φτελέν να ιδή αν ήλθαν και εκεί Τούρκοι πλησιάζοντας όμως βλέπει μερικούς να τριγυρνούν το σπίτι του, έρημον βέβαια, και εν τέλει να του βάζουν φωτιά, πλησιάζει μέσ' από το δάσος και πυροβολεί σκοτώνει έναν Τούρκον και γυρίζει πάλιν στο χωριό.
Εν τω μεταξύ εμάθαμεν ότι οι Ρώσοι έφυγαν όλοι και οι Τούρκοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ότι επρόκειτο να έλθουν και στην Σάντα, διότι μόνον εδώ υπήρχε αντίστασις.
Την ίδιαν ημέραν εστάλησαν εις Κιμισλή, τρεις ώρες μακριά της Σάντας, έξι οπλίται να παρακολουθούν τον δρόμον. Φθάσαντες δε το απόγευμα φέρουν την είδησιν ότι έρχεται ένας Τούρκος αξιωματικός και πέντε στρατιώτες μαζί με τον καθηγητήν Φίλιππον Χειμωνίδην και τον Κων/τίνον Σιδηρόπουλον προς κατάληψιν της Σάντας.
Αμέσως ειδοποιούνται όλα τα χωριά και πολλοί οπλίται φτάνουμε εις το Φουρνόπον να τους αντικρίσωμεν και να μάθωμεν ποιός είναι ο σκοπός τους πριν μπουν μέσα στο χωριό.
Προηγούντο οι κ.κ. Χειμωνίδης και Σιδηρόπουλος και οίτινες μας εκοινοποίησαν ότι εις Τραπεζούντα αποκατεστάθη η τάξις και ότι αυτούς τους στέλνει ο μητροπολίτης Χρύσανθος μαζί με τον αξιωματικόν και τους στρατιώτας και ότι καλόν είναι να μη κάνωμε καμίαν αντίστασιν, διότι είναι περιττόν, αφού εματαιώθη το ζήτημα του στρατού του Καυκάσου και ότι κάθε αντίστασις θα κατέληγε εις βάρος μας.
Εξαιτίας της αποφάσεως λοιπόν των κατοίκων αποσυρόμεθα εμείς οι οπίται και ο αξιωματικός ήλθε και κατέλυσε εις Ισχανάντων.
Την ίδια βραδυά έφτασε και ο Ζαχαρίας Γιαμάκης από την Λιβεράν(Η λέξη διφορείται λιβερά και λειβερά) , απεσταλμένος του μητροπολίτου Ροδοπόλεως Κυρίλλου.
Πάντες οι οπλίται εκτός ολίγων τινών απεσύρθημεν εις το δάσος και εμείναμε εκεί να δούμε πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα και αναλόγως να αποφασίσομε την επομένην…
Κωνσταντίνος Κουρτίδης
(Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
(Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου