Ο μικρός πρόσφυγας δεν είχε ζήσει την εισβολή και δεν ήξερε τους εγκλωβισμένους. Η ιστορία της οικογένειάς του δεν του το είχε επιτρέψει. Μεγάλωνε ελεύθερος δίχως να ξέρει τι σημαίνει κατοχή.
Του έλεγαν αναμνήσεις και σκόρπια γεγονότα και δεν έβλεπε την ουσία της τραγωδίας. Δεν έκλαιγε για το παρελθόν διότι δεν το είχε ζήσει, όμως του είχαν μάθει να κλαίει για το ανύπαρκτο μέλλον. Έτσι ήταν τα πράγματα πριν γυρίσει στο σπίτι που δεν γνώριζε.
Όταν είδε τα μέρη του, όταν άγγιξε τις πέτρες που έτρωγαν οι πρόγονοί του, άρχισε μέσα του το ταξίδι της μνήμης. Με το βλέμμα του εξέταζε τα άγνωστα δεδομένα, τα ξεχασμένα πλοία της ιστορίας. Το χωριό του δεν ήταν πια μία φωτογραφία που δεν ήξερε από χρώματα. Ήταν ένας πολύχρωμος μικρόκοσμος όπου κάθε λεπτομέρεια είχε μέσα της ένα κομμάτι ψυχής.
Τα κυκλάμινα της εκκλησίας ήταν το δώρο του μιτσή όπως και το σχοινί του καμπαναριού. Ακόμα και η βρύση του νεκροταφείου έγινε μέσα του το αθάνατο νερό. Κοίταζε παντού, ακόμα και κάτω από τους σταυρούς για να βρει τις ρίζες της ρωμιοσύνης.
Δεν έκλαιγε πια για το μέλλον, το είχε πια μέσα στα χέρια του. Ανέβηκε πάνω στην εκκλησία για να δει τις πληγές, για να μάθει πώς να τη φροντίσει.
Έβγαλε φωτογραφίες των βυζαντινών εικόνων για να τις επισκευάσει. Μάζεψε για πρώτη φορά τις μνήμες των προγόνων του για να κάνει δώρο αυτό το μπουκέτο στους απογόνους του. Με τα χρώματα της γης και των λουλουδιών έγραψε τη δική του μυθολογία.
Τα κατεχόμενα ζούσαν μέσα του όπως αυτός ζούσε μέσα τους. Ήταν η πρώτη φορά που κατανοούσε τι σημαίνει κατοχή. Ήταν η πρώτη φορά που ήξερε ποιος ήταν ο ρόλος της ζωής. Με τα κοτσάνια των λουλουδιών έκανε την προσφυγή της ζωής του.
Ήταν πια πρόσφυγας. Διεκδικούσε επιτέλους τη μνήμη του μέλλοντος. Δεν δίσταζε ν’ αντικρίσει την εγγυήτρια δύναμη του χάους και της γενοκτονίας της μνήμης. Ήταν πια ένας μαχητής της ειρήνης. Τότε γύρισε στις ελεύθερες περιοχές και πήρε από το χέρι όλη την οικογένειά του. Τους έμαθε πώς να κάνουν προσφυγή με τα κοτσάνια.
Τους έμαθε την αξία της αντίστασης και το κόστος της σιωπής. Ο πρόσφυγας δεν ήταν πια μόνο μικρός. Έδειχνε το παράδειγμα σε όλους τους δικούς του. Έτσι άρχισε η εκστρατεία. Έτσι κατάφερε να τους φέρει όλους στα μέρη τους και να τα αντικρίσουν για πρώτη φορά με το βλέμμα της αντίστασης. Δεν περίμεναν πια τη λύση. Θα την έψαχναν και θα την έβρισκαν μέσα στο πρόβλημα. Είχε καθορίσει ποιο ήταν το έργο της ζωής τους.
Πέθαναν μαζί για ν’ αναστηθούν. Τότε, όταν οι βάρβαροι της λήθης τούς αντίκρισαν, κατάλαβαν ότι ήταν η αρχή του τέλους. Η κατοχή είχε πια ημερομηνία λήξης.
Το σύστημα είχε σαπίσει από μέσα, και απ’ έξω δεχόταν τα πρώτα πλήγματα. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι θα τους έδιωχναν στα ξένα για να φανεί ο ήλιος της δικαιοσύνης.
Νίκος Λυγερός
Του έλεγαν αναμνήσεις και σκόρπια γεγονότα και δεν έβλεπε την ουσία της τραγωδίας. Δεν έκλαιγε για το παρελθόν διότι δεν το είχε ζήσει, όμως του είχαν μάθει να κλαίει για το ανύπαρκτο μέλλον. Έτσι ήταν τα πράγματα πριν γυρίσει στο σπίτι που δεν γνώριζε.
Όταν είδε τα μέρη του, όταν άγγιξε τις πέτρες που έτρωγαν οι πρόγονοί του, άρχισε μέσα του το ταξίδι της μνήμης. Με το βλέμμα του εξέταζε τα άγνωστα δεδομένα, τα ξεχασμένα πλοία της ιστορίας. Το χωριό του δεν ήταν πια μία φωτογραφία που δεν ήξερε από χρώματα. Ήταν ένας πολύχρωμος μικρόκοσμος όπου κάθε λεπτομέρεια είχε μέσα της ένα κομμάτι ψυχής.
Τα κυκλάμινα της εκκλησίας ήταν το δώρο του μιτσή όπως και το σχοινί του καμπαναριού. Ακόμα και η βρύση του νεκροταφείου έγινε μέσα του το αθάνατο νερό. Κοίταζε παντού, ακόμα και κάτω από τους σταυρούς για να βρει τις ρίζες της ρωμιοσύνης.
Δεν έκλαιγε πια για το μέλλον, το είχε πια μέσα στα χέρια του. Ανέβηκε πάνω στην εκκλησία για να δει τις πληγές, για να μάθει πώς να τη φροντίσει.
Έβγαλε φωτογραφίες των βυζαντινών εικόνων για να τις επισκευάσει. Μάζεψε για πρώτη φορά τις μνήμες των προγόνων του για να κάνει δώρο αυτό το μπουκέτο στους απογόνους του. Με τα χρώματα της γης και των λουλουδιών έγραψε τη δική του μυθολογία.
Τα κατεχόμενα ζούσαν μέσα του όπως αυτός ζούσε μέσα τους. Ήταν η πρώτη φορά που κατανοούσε τι σημαίνει κατοχή. Ήταν η πρώτη φορά που ήξερε ποιος ήταν ο ρόλος της ζωής. Με τα κοτσάνια των λουλουδιών έκανε την προσφυγή της ζωής του.
Ήταν πια πρόσφυγας. Διεκδικούσε επιτέλους τη μνήμη του μέλλοντος. Δεν δίσταζε ν’ αντικρίσει την εγγυήτρια δύναμη του χάους και της γενοκτονίας της μνήμης. Ήταν πια ένας μαχητής της ειρήνης. Τότε γύρισε στις ελεύθερες περιοχές και πήρε από το χέρι όλη την οικογένειά του. Τους έμαθε πώς να κάνουν προσφυγή με τα κοτσάνια.
Τους έμαθε την αξία της αντίστασης και το κόστος της σιωπής. Ο πρόσφυγας δεν ήταν πια μόνο μικρός. Έδειχνε το παράδειγμα σε όλους τους δικούς του. Έτσι άρχισε η εκστρατεία. Έτσι κατάφερε να τους φέρει όλους στα μέρη τους και να τα αντικρίσουν για πρώτη φορά με το βλέμμα της αντίστασης. Δεν περίμεναν πια τη λύση. Θα την έψαχναν και θα την έβρισκαν μέσα στο πρόβλημα. Είχε καθορίσει ποιο ήταν το έργο της ζωής τους.
Πέθαναν μαζί για ν’ αναστηθούν. Τότε, όταν οι βάρβαροι της λήθης τούς αντίκρισαν, κατάλαβαν ότι ήταν η αρχή του τέλους. Η κατοχή είχε πια ημερομηνία λήξης.
Το σύστημα είχε σαπίσει από μέσα, και απ’ έξω δεχόταν τα πρώτα πλήγματα. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι θα τους έδιωχναν στα ξένα για να φανεί ο ήλιος της δικαιοσύνης.
Νίκος Λυγερός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου