Ως πρώτη μορφή συλλογικής παρουσίας των Ποντίων, κατά τα χριστιανικά χρόνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί το Κοινόν των Ποντίων, το οποίο είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και για το οποίο γίνεται λόγος για πρώτη φορά τον 2o(Δευτερο) μ. Χ. αιώνα.
Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ως απαρχή τις Αμφικτυονίες των αρχαίων ελληνικών πόλεων, οι οποίες ήταν συγκεντρώσεις, αρχικά, θρησκευτικές, στις οποίες συμμετείχαν οι κάτοικοι γειτονικών περιοχών, με επίκεντρο ένα ιερό κοινής λατρείας. Αυτές οι συγκεντρώσεις των εκπροσώπων των πόλεων πήραν αργότερα και πολιτικό χαρακτήρα.
Σκοπός των Αμφικτυονιών ήταν η ανταλλαγή απόψεων και η λήψη αποφάσεων, σχετικών με κάποια θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως π. χ. η κατασκευή και η συντήρηση ναών, η διαχείριση οικονομικών πόρων και άλλα θέματα, λειτουργικού ενδιαφέροντος.
Συγκεντρώσεις, με την ονομασία «κοινά», υπάρχουν αρκετά, όπως το «Κοινόν της Ασίας», το «Κοινόν της Βιθυνίας», το «Κοινόν των Αχαιών» το «Κοινόν των Σπαρτιατών» και τέλος το «Κοινό των Ποντίων», που οι εκπρόσωποι του προέρχονταν από ολόκληρο τον Πόντο.
Η Εκκλησία της Τραπεζούντας ήταν κατά τους δύο πρώτους αιώνες μία από τις εκκλησίες του Πόντου, που είχαν ιδρυθεί στις παράλιες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου, οι οποίες, κατά τον 2ο αιώνα μ. Χ., αποτελούσαν το ομοσπονδιακό και θρησκευτικό Κοινόν των Ελλήνων του Πόντου ή το Κοινόν των εν Πόντω πόλιων ι’που κατά πάσα πιθανότητα ήταν η Ηράκλεια, το Τίειον ή Τίον, η Αμαστρις, η Αβωνότειχος, η Αμισός, η Σινώπη, το Πολεμώνιον, η Κεράσους και η Τραπεζούς.
Επικεφαλής του Κοινού αυτού ήταν ο αρχιερεύς Πόντου ή Ποντιαρχών. Επειδή, λοιπόν, η πόλη Άμαστρις (σημερινή πόλη της Τουρκίας Αμάσρα ή Άμαστρα, 17 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του ποταμού Παρθενίου, μεταξύ Πόντου και Βιθυνίας), έκοβε νομίσματα, πάνω στα οποία αναφερόταν ως μητρόπολις, εικάζεται ότι αυτή ήταν η μητρόπολη του Κοινού των Ποντίων και σε αυτήν βρισκόταν η έδρα του αρχιερέα του Πόντου.
Η Άμαστρις ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου π. Χ. αιώνα από τη βασίλισσα της Ηράκλειας του Πόντου Αμάστριδα ή Αμήστριδα, κόρη του Πέρση Οξυάθρη, αδελφού του τελευταίου βασιλιά της Περσίας Δαρείου του Κοδομανού, η οποία - με προτροπή του Μεγάλου Αλεξάνδρου - παντρεύτηκε το 325 π. Χ. τον Μακεδόνα στρατηγό Κρατερό και μετά την εγκατάλειψη της από αυτόν, το 322 π. Χ., παντρεύτηκε τον ηγεμόνα (τύραννο) της Ηράκλειας της Βιθυνίας.
Η πόλη Άμαστρις χτίστηκε στη θέση της αρχαιότερης πόλης Σήσαμος, αποικίας των Μεγαρέων. Την Άμαστρη κατοίκησαν στην αρχή κάτοικοι των κωμοπόλεων Σησάμου, Κυτώρου, Τίου ή Τίειου και Κρώμνης (δεν είναι η γνωστή Κρώμνη, που βρίσκεται κοντά στην Ίμερα, νότια της Τραπεζούντας).
Οι Τίειοι, όμως, αποχώρησαν, αργότερα, και έτσι οι υπόλοιπες τρεις κωμοπόλεις έμειναν ενωμένες, έχοντας ως ακρόπολη τη Σήσαμο και λιμάνι της Άμαστρη ήταν η Κύτωρος (και η σημερινή Αμάσρα, στη θέση των αρχαίων κωμοπόλεων Κυτώρου και Άμαστρης, είναι σημαντικό λιμάνι της βόρειας Τουρκίας).
Επειδή η Άμαστρη χτίστηκε στη χερσόνησο, ανάμεσα σε δύο λιμάνια (Αμαστρης και Κυτώρου), έδινε την εντύπωση ότι ήταν νησί, όπως αναφέρει ο Πόντιος γεωγράφος Στράβων και βυζαντινοί χρονογράφοι, που την αναφέρουν ως «νήσον Αμάστριδος».
Στους ρωμαϊκούς χρόνους, η Άμαστρη υπαγόταν αρχικά στην επαρχία του Πόντου και αργότερα στην επαρχία της Παφλαγονίας.
Το Κοινόν των εν Πόντω πόλιων ι' αντικατέστησε το Κοινόν ή η Σύνοδος των κατά Πόντον Εκκλησιών, από τις οποίες μία ήταν εκείνη της Τραπεζούντας.
Όπως το Κοινόν εκείνο είχε μητρόπολη την πόλη Άμαστρις, όπου βρισκόταν η έδρα του αρχιερέα του Πόντου, έτσι και το Κοινόν ή η Σύνοδος των κατά Πόντον Εκκλησιών, για ένα χρονικό διάστημα, γύρω στον 2ο αιώνα, είχε και πάλι μητρόπολη την Άμαστρη.
Ο επίσκοπος Πάλμας, που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, λόγω της ιστορικής σημασίας της Άμαστρης, που έγινε μητρόπολη του Κοινού των εν Πόντω πόλιων ι', και επειδή ήταν ο αρχαιότατος των επισκόπων των κατά τον Πόντον Εκκλησιών, προήδρευσε στη Σύνοδο των επισκόπων του Πόντου, που έγινε γύρω στο έτος 190, προκειμένου να συζητήσει το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα.
Η Σύνοδος είχε ως αποτέλεσμα την ευθυγράμμιση των εκκλησιών της περιοχής του Πόντου με τη ρωμαϊκή ορθοδοξία.
Ο Πάλμας είχε διαρκή προεδρία και ασκούσε έκτοτε μητροπολιτική εξουσία στους άλλους επισκόπους του Πόντου.
Όταν, κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα συστήθηκε η Εκκλησία της Νεοκαισάρειας από τον επίσκοπο Γρηγόριο τον Θαυματουργό, η Εκκλησία αυτή έγινε η επισκοπεύουσα των λοιπών μικρότερων και ασθενέστερων και αντιλήψεως δεομένων (που είχαν ανάγκη φροντίδας) Εκκλησιών του Πολεμωνιακού Πόντου.
Το Κοινόν των Ποντίων, μετά από αυτές τις εξελίξεις, είχε έκτοτε έδρα την Εκκλησία της Νεοκαισάρειας, την πολύανδρον και ευσταθή και σπουδαία, την πεπηγυία των αποστολικών περί καταστάσεως της Εκκλησίας διαταγών.
Η ιδιότητα της Εκκλησίας Νεοκαισάρειας ως πεπηγυίας, δηλαδή αυτής που ακολουθούσε πιστά τις αποστολικές εντολές, η πολιτική σημασία και σπουδαιότητα της Νεοκαισάρειας ως πρωτεύουσας του Πολεμωνιακού Πόντου και η προσωπικότητα του επισκόπου Γρηγόριου, με τα φλογερά κηρύγματα και τη στιβαρή ποιμαντική δράση, ανέδειξαν την Νεοκαισάρεια μητρόπολη του Πολεμωνιακού Πόντου.
Από την εποχή, ήδη, του Γρηγορίου του Θαυματουργού, στη μητρόπολη της Νεοκαισάρειας υπάχθηκαν οι επισκοπές Τραπεζούντας, Κερασούντας, Πολεμώνιου και Κομάνων, ο δε μητροπολίτης Νεοκαισάρειας, ως μητροπολίτης και Πρώτος της επαρχίας, αντικατέστησε τον εθνικό Πρώτο της επαρχίας ή Πονταρχούντα, ο οποίος έφερε τον τίτλο του αρχιερέα και φρόντιζε για τις τελετές αποθέωσης των αυτοκρατόρων.
Ο ίδιος προέδρευε στους ομοσπονδιακούς αγώνες, ενώ με την πάροδο του χρόνου ανέλαβε και άλλα θρησκευτικά καθήκοντα.
Για τη Νεοκαισάρεια και το Κοινόν των Ποντίων αναφέρουν και τα αρχαία νομίσματα και επιγραφές.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η Νεοκαισάρεια, επί ρωμαϊκής κυριαρχίας, ήταν μητρόπολη του Κοινού Πόντου ή του Κοινού των εν Πόντω Ελλήνων, δηλαδή των μεσόγειων ομόσπονδων ελληνικών πόλεων του Πόντου (Κόμανα, Σεβαστόπολη ή Ηρακλεόπολη, Κολοπηνή στον Γαλατικό Πόντο και πιθανόν και η Σεβάστεια, τα Ζήλα και η Αμάσεια).
Στη Νεοκαισάρεια - αναφέρεται στις επιγραφές - συνεδρίαζαν οι αντιπρόσωποι των πιο πάνω πόλεων.
Οι παραλιακές πόλεις αποτελούσαν άλλο Κοινόν, το Κοινόν της ποντιακής παραλίας (Ora pontica), στο οποίο περιλαμβάνονταν και πόλεις της Βιθυνίας (Χαλκηδόνα κ. ά.).
Σε ανάμνηση του Κοινού των Ποντίων, το Ίδρυμα Παναγία Σουμελά διοργανώνει κάθε τρία χρόνια συνέλευση εκπροσώπων των φορέων των Ποντίων από την Ελλάδα και το εξωτερικό και προσωπικοτήτων, οι οποίοι, αφού συζητήσουν θέματα που απασχολούν τον ποντιακό ελληνισμό, εκλέγουν μεταξύ τους ορισμένα μέλη, για τη συμπλήρωση του Δ. Σ. του ιδρύματος και εγκρίνουν ψηφίσματα για διάφορα εθνικά θέματα
(Για το Α ' Κοινόν των Ποντίων το 1974, στη συνέχεια της κατά χρονολογική σειρά διοργάνωσης των συνεδρίων).
"ΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου