ΤΟ ΟΡΟΣ «ΘΗΧΗΣ» ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Το όρος Καρά Καπάν της Σάντας το είχαν οι πατέρες μας για τον “Θήχη” του Ξενοφώντα και με το δίκιο τους. Γι αυτό έγινε μιά σοβαρή συζήτηση μεταξύ των διανοουμένων της Σάντας κατά τό 1893, τήν οποία συζήτηση εμείς αν και μικροί στην ηλικία την παρακολουθήσαμε άγρυπνα.
Συζητητές ήσαν οι Σπύρος Μαντίδης, Χαράλαμπος Τσαντεκίδης, Γεράσιμος Μωυσιάδης, Δαμιανός Πιστοφίδης, Τιμόθεος  Ιακωβίδης, Κων)τίνος Νυμφόπουλος και λίγοι άλλοι.
 Οί μακάριοι αυτοί  άνδρες ανέβηκαν στα Κρεπέγαδα κι' εκεί πού γλεντούσαν καί κοίταζαν κατά τά βουνά μας Ζιαρέτ ταγ καί Καρά Καπαν άρχισαν τη συζήτηση.
Ο Σ. Μαντίδης λέγει: “Παιδιά αρκετά κουραστήκαμε μέ τήν έρευ­να της αρχαιότητας της Σάντας, καί τέλος καταλήξαμε στό συμπέρασμα πώς ή Σάντα κατοικήθηκε μόνιμα από τήν εποχή του δέκατου διωγμού των Χριστιανών και ονομάστηκε Σάντα (Αγία) γιατί έσωσε τήν ζωή χιλιάδων Χριστιανών καί τότε και ύστερα.
Τώρα, ας συζητήσουμε για το όρος "ο Θήχης" του Ξενοφώντα. Ο Σάββας Ιωαννίδης όπως ξέρετε λέγει ότι ο Θή­χης είναι το όρος Κατιρλή ταγ κοντά στό Βατούμ, άλλοι ξένοι ιστορικοί λένε πως ο Θήχης είναι ο Αεσέρ, και μερικοί δικοί μας χωρίς θάρρος ιστο­ρικό και χωρίς να κάμουν επιτόπια έρευνα παραδέχονται ασυζητητεί τις γνώμες των ξένων ιστορικών, γιατί οι ξένοι αυτοί ιστορικοί συμβαίνει να είναι Ευρωπαίοι, και αφού είναι Ευρωπαίοι ας παν νά πουν όλου του κό­σμου τα ψέματα.

Κρίμα! Εγώ σχημάτισα τη γνώμη πως ο Θήχης είναι αυ­τό το δικό μας Καράκαπαν, γιατί, άπ’ τό Καράκαπαν περνούσε ο μόνος καλοκαιρινός δημόσιος δρόμος (Κερβάν γιολ) άπ' τα παλιά τα χρόνια ως την σημερινή μας εποχή, και γιατί υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι, τους  οποίους έχομε πατριωτικό καθήκον ν' αναπτύξουμε εδώ”.
Ό Κων. Νυμφόπουλος λέγει: “Είναι αξιέπαινος ο δάσκαλος μας Σ. Μαντίδης πού ανακινεί συχνά τέτοια ζητήματα.
Συμφωνώ με τήν γνώμη του γιά τούς παρακάτω λόγους:  
Πρώτον. Τό δικό μας Καράκαπαν όπως καί τό Ζιαρέτ ταγ κείνται επάνω στην πρώτη από τό εσωτερικό της Βαϊβούρτης (αρχαίας Γυμνιάδος) κορυφογραμμή του Παρυάδρη, καί άπ’ αυτά φαίνε­ται γιά πρώτη φορά ή θάλασσα.
Δεύτερον. Ή κορφή προ παντός του Κα­ράκαπαν είναι όσο καμιά άλλη κορφή της βουνοσειράς του Παρυάδρη προσβατή σε στρατό μέ γυναίκες υποζύγια, καί αποσκευές, όπως ήσαν οι. Μύ­ριοι.
 Τρίτον. Τό Καράκαπαν σύμφωνα μέ τήν διήγηση του Ξενοφώντα απέ­χει 5 μέρες από τήν Βαϊβούρτη, καί πράγματι οί Μύριοι απασχολημένοι μέ τήν λεηλασία της εχθρικής χώρας μόλις σε 5 μέρες μπορούσαν νά φτάσουν από τήν  Γυμνιάδα ώς τό Καράκαπαν της Σάντας.
Τέταρτον Πίσω άπ' τήν κορφή  του Αεσέρ πέφτουν τά βουνά της περιφέρειας Κιουμουσχανέ πού είναι πετρώδη και ακατάλληλα γιά στρατιωτικές κινήσεις, ενώ πίσω άπ' τό δικό μας Καράκαπαν βρίσκονται εκτάσεις πεδινές κατάλληλες γιά τέτοιον σκοπό. 
Πέμπτον. 'Από δώ καί πέρα ας παρακολουθήσουμε τόν Ξενοφών­τα. Ύστερα άπ' τον Θήχην πήραν δρόμο οι Μύριοι κατά τήν χώρα τών Μακρώνων, τήν σημερινή Ματσούκα, τήν οποίαν χώριζαν άπ' τήν χώρα τών Σκυθηνών τό οροπέδιο Μετσίτ καί ό ποταμός Πυξίτης από τις πηγές του ώς τις εκβολές του.
Τό χωριό πού έδειξε στους Έλληνες ο οδηγός για να κα­τασκηνώσουν φαίνεται θά έκειτο στην χαμηλότερη κοιλάδα του Μετσίτ προς τά δυτικά, κατά τήν διεύθυνση του Τσαμέ πογάζ, καί από κει πήραν οί Μύριοι τόν δρόμο της σημερινής Λαραχανής.
Κατέβηκαν λοιπόν τήν πρώτη μέρα στην συμβολή τών ποταμών Πυξίτη καί Νικάχολα, εκεί όπου κείται τό ση­μερινό Κουσπιδή, καί στα μεν δεξιά τούς είχαν χωρίον χαλεπώτατον τό απρόσιτο βουνό της Λιβεράς, όπου ήταν της μοίρας τους νά μάχονται αργότερα μέ τούς Δρίλας, στα δε αριστερά τους θά είχαν τόν ποταμό Νικάχολα, στόν οποίον χυνόταν ό ορίζων ποταμός Πυξίτης.
Φαίνεται δεν πήραν οί Μύριοι τήν ευθείαν από Καράκαπαν εις Λιβεράν και Ματσούκαν γιά στρατηγικούς λόγους, και έκαμαν μεγάλη καμπή από Τσαμέ πογάζ του Μετσίτ καί Λαραχανή.
Εκεί στην συμβολή των δυο πο­ταμών δυσκολεύθηκαν λιγάκι καί ήθελαν νά βγουν από κει όσο τό δυνατόν νωρίτερα, γιατί βρίσκονταν μεταξύ δύο εχθρών, τών Δριλών από τά δεξιά,
και τών Μακρώνων από τ’ αριστερά. 0ι Μάκρωνες παραφύλαγαν στην αντικρινή  όχθη του ποταμού Πυξίτη, πιθανόν στην περιφέρεια  τών σημερινών χωρίων Άγουρσα, Χορτοκόπ, Δανίαχα, Χάτσάβερα, Μάγουρα.
Ύστερα από τήν συνεννόηση τους μέ τους Μάκρωνας οι Μύριοι έφτασαν στα σύνορα τών Κόλχων, όπου ήν όρος μέγαν, το Μίλ ταγ.
 Στό Μίλ ταγ α­παραιτήτως παρατάχθηκαν οί Κόλχοι, και οι Μύριοι ανέβαιναν τό βουνό γιά νά τους συναντήσουν καί νά τούς πολεμήσουν.
Εκεί λοιπόν «οί Έλληνες εστρατοπεδεύοντο έν πολλαίς κώμαις καί τα επιτήδεια πολλά έχούσαις. Δηλ. ανεβαίνοντας οί Έλληνες στρατοπέδευαν στα σημερινά χωρία του Τσικανόϊ και τής Όλασας πού είχαν άφθονα τά επιτήδεια.
Ύστερα από τήν κατατρόπωση τών Κόλχων στό Μίλ ταγ (*) έφαγαν οί Μύριοι από το μαινόμενο μέλι τους πού βρισκόταν άφθονο εκεί εξ αιτίας της πυκνής αζαλέας τού Τσικανόϊ καί τήν έπαθαν χιώτικα. 
Καρακαπάν

Δέν πέρασαν πολλές μέρες και οί Μύριοι κατά παρακίνηση τών Ελλήνων αποίκων της Τραπεζούντας πολέμησαν τούς Δρίλας στην οχυρωμένη Λιβερά καί τούς αφάνισαν.
Τά ανωτέρω συμφωνούν μέ τήν αφήγηση τού Ξενοφώντα. Από όλα αυτά που είπαμε βγαίνει τό συμπέρασμα ότι ο θήχης είναι τό  δικό μας Καράκαπαν”.
Ο Δαμιανός Πιστοφίδης λέγει: “Ή γνώμη του Νυμφόπουλου έχει βάσεις ιστορικές καί δέ μπορούμε να την αποκρούσωμε. Και εγώ είμαι βέβαιος ότι οί Μύριοι μέσα στις τόσες τους περιπέτειες απόφευγαν τις απρόσιτες τοποθεσίες, αν δε υποσχέθηκε ο οδηγός στους Μύριους νά τούς δείξει  μέσα σε 5 μέρες από κάποιο βουνό την θάλασσα, θα προτιμούσε βέβαια από κάθε άλλο βουνό της κορυφογραμμής του Παρυάδρη το δικό μας προσβατό Καράκαπαν, από την κορφή τού οποίου και από τις ανατολικές του υπώρειες φαίνεται για πρώτη φορά η θάλασσα”
Ό Τιμ. Ιακωβίδης λέγει: «Καί μόνη η χρησιμοποίηση από τα καραβάνια του δρόμου Καράκαπαν από χιλιάδες χρόνια ως σήμερα, μαρτυράει αλάνθαστα πως ο Θήχης του Ξενοφώντα   είναι το  δικό μας Καράκαπαν”.
Ό Χαραλ. Τσαντεκίδης λέγει: “Καί μόνη ή ύπαρξη πεδινών εκτάσεων καταλλήλων για στρατιωτικές κινήσεις πίσω από τα δικά μας βουνά Καράκαπαν καί Ζιαρέτ ταγ μαρτυράει πώς ο Θήχης του Ξενοφώντα είναι το δικό μας Καράκαπαν”.         
Δευτερολογεί ό Κ. Νυμφόπουλος: “Μάλιστα, έχετε δίκαιο όλοι σας γιατί τά είπατε ξάστερα. Είναι αλήθεια ότι ενώνει τήν Βαϊβούρτη με τό δικό μας Καράκαπαν ένας αυτοσχεδίαστος και μοναδικός αμαξιτός δρόμος, ο οποίος διασχίζει πεδινές εκτάσεις και από τον οποίον μπορούν νά περά­σουν όχι μονάχα υποζύγια, αλλά και δίτροχα και τετράτροχα αμάξια με φορτίον πολλών εκατοντάδων οκάδων, αφού άπ' τον ίδιο δρόμο μας ήρθαν πολλές φορές άπ' τα χωριά τής Βαϊβούρτης μυλόπετρες βάρους 1000 οκά­δων.
Ο δρόμος αυτός του Καρά Καπάν τής Σάντας πού ενώνει την Βαϊβούρτην με την Τραπεζούντα είναι καλοκαιρινός, περνά από τις υπώρειες του Καράκαπαν και φτάνει στα οροπέδια της Σάντας.
Ώστε εξάπαντος θά πή­ραν ετούτο τον καλοκαιρινό δρόμο οί Μύριοι, οι οποίοι κατέβηκαν συνέχεια στό Καζουκλή, στο Μετσίτ, στο Τσαμέ Πογάζ, στην Λαραχανή κλπ.
Άλλωσ­τε ό δρόμος αυτός του Καράκαπαν χρησιμοποιήθηκε γιά τό σύντομό του —παίρνει τήν ευθεία Τραπεζούντας - Βαϊβούρτης -—άπ' τα παλιά τα χρόνια ως την εποχή μας γιά τήν συγκοινωνία Τραπεζούντας - Εσωτερικού, και τόν λέμε και σήμερα Κερβάν γιολ (δρόμος των καραβανιών), γιατί περνού­σαν χιλιάδες καραβάνια από δω, κατέβαιναν στο Κιμισλή και στ’ Αμπάρια, και από κει μέσον Γαλίανας κατέβαιναν στην Τραπεζούντα.
Ο δρόμος τού δικού μας Καράκαπαν αχρηστεύθηκε τώρα που φτιάχτηκε ο αμαξιτός δρό­μος Τραπεζούντας-Ερζερούμ, γιατί αιτία αυτός ό αμαξιτός δρόμος τά τροχοφόρα αντικατέστησαν τά καραβάνια.
 Ό δρόμος αυτός περνά άπ' τό Χαψήκιοϊ, άπ' τό βουνό Ζύγανα, από τήν Άρτασα, τόν Κιουμουσχανέ, τήν Βαϊβούρτη και φτάνει στό Ερζερούμ και στο εσωτερικό της Αρμενίας, ή­ταν δε άπ' τά παλιά τα χρόνια δρόμος του χειμώνα ή δρόμος της ανάγκης πολύ ανεπιθύμητος, γιατί περνούσε ανάμεσα από τις πετρώδεις και άγονες εκτάσεις της περιφέρειας Κιουμουσχανέ, και γιατί είχε μεγάλη καμπή που τον έκανε 50% μακρύτερο από τον δρόμο Καράκαπαν.
Αφού όμως από κτίσεως κόσμου ο Πόντος δεν ευτύχησε να έχει αμαξιτόν δρόμο, τά καραβάνια κατ’ ανάγκην προτιμούσαν κατά τό καλοκαίρι από χιλιάδες χρόνια τόν συντομότερο δρόμο, και τέτοιος ήταν ο δρόμος του δικού μας Καράκαπαν.
 Και αυτόν τόν σύντομο και ευχάριστο καλοκαιρινό δρόμο τόν προτίμησαν και οι δικοί μας Μύριοι”.
Δευτερολογεί ο Σπ. Μαντίδης. “Ευχαριστώ τούς κ.κ. Νυμφόπουλο, Τσαντεκίδην, Πιστοφίδην και τούς άλλους γιά τις ορθές κρίσεις τους.
Έχω όμως κάποια αμφιβολία. Αφού θά παραδεχθούμε πως ο Θήχης είναι το δι­κό μας Καράκαπαν, έπρεπε νά υπάρχει στην κορφή του ο “Μέγας Κολωνός” των Ελλήνων, εγώ όμως στην κορφή του Καράκαπαν δεν είδα τέτοιο σω­ρό, μόνο είδα πέτρες μεγάλες πεσμένες εδώ κι εκεί”.
Όλοι τότε ,οι μακάριοι εκείνοι άνδρες ,απάντησαν ομόφωνα στον Μαντίδη ότι ένας τέτοιος σωρός από πέτρες δεν ήταν δυνατόν να μείνει όρθιος γιά χιλιάδες χρόνια, ότι αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελέσει εμπόδιο στην εξακρίβωση της τοποθεσίας τού όρους Θήχη, και ότι όλοι παραδέχονται πως ο Θήχης είναι τό όρος Καράκαπαν τής Σάντας, και πώς ο δήθεν λιθοσωρός του Αεσέρ είναι παραμύθι τής Χαλιμάς.

Καρακαπάν

(*) Γιά το Μίλ ταγ μας λέγει ό φίλος   κ. Τηλέμαχος Πελαγίδης δι­κηγόρος τουρκομαθής τά παρακάτω αξιοσημείωτα:
«Οί πατέρες   μας έθε­σαν ορθώς τό ζήτημα του Καράκαπαν καί του Μίλ ταγ. Όσα μάς λένε γιά τό Καράκαπαν έχουν βάση ιστορική σταθερή. Όσα όμως μας λένε για Μίλ ταγ μάς επιτρέπουν νά συμπεραίνουμε ότι ό ελληνικός λαός του Πόντου πάντοτε αναγνώριζε τό Μίλ ταγ ώς βουνό τών Μυρίων, κατόπιν οι Τούρκοι ονόμασαν τό βουνό Μύρ ταγ και κατά παραφθοράν Μίλ ταγ.
Ώστε άθελα τους οι πατέρες μας στάθηκαν κήρυκες της ιστορικής αλήθειας.
 Άλλωστε, η λέξη Μίλ είναι ανύπαρκτη στό τούρκικο λεξιλόγιο».
 Σ αυτά προθέτομε εμείς τά παρακάτω; «Η γνώμη του κ. Τ. Πελαγίδη ενισχύεται από τό έξης: Ότε οί Μύριοι μέ τήν παρακίνηση τών Μακρώνων επιτέθηκαν εναντίον των Κόλχων, ανέβηκαν στό Μίλ ταγ, παρακάτω καί ανατολικώς   του οποίου ήσαν τά χωριά τών Κόλχων, ή γνωριμία δέ αυτή τών Μυρίων μέ τό ονομα­στό Μίλ ταγ ενωμένη μέ τήν καταστροφή πού προξένησαν οί Μύριοι στους Κόλχους συντέλεσε στό νά εντυπωθεί βαθιά στην μνήμη τών   τότε καί των κατοπινών Κόλχων τό όνομα τών Μυρίων, καί έτσι από γενεά σε γενεά έφτασε τό όνομα αυτό στους πρώτους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι στην αρχή  ονόμασαν τό βουνό Μύρ ταγ, βουνό τών Μυρίων.  Αργότερα τό Μύρ παρεφθάρει σέ Μίλ από τό μιλλιόν (εκατομμύριο),   γιατί   οί Τούρκοι κάθε μεγάλον αριθμό αρέσκονται νά τόν εξισώσουν προς τό μιλλιόν.
Επάνω σ’ αυτό συμπληρώνουμε τό έξης περιστατικό: Κατεβαίνοντας κάποτε από τά βουνά μας στην Τραπεζούντα μέ μερικούς Τούρκους χωρικούς   τής Γεμουράς τους ακούσαμε να λεν:  Εσκή βακουτά πίρ μιλλιόν γιουνάν ασκερί κετστί πού ταγλαρτάν (Στα παλιά τά χρόνια ένα εκατομμύριο ελληνικού στρατού-πέρασε άπ αυτά τά βουνά). Τά ανωτέρω κρίνονται εποικοδομητικά της ιστορικής αλήθειας, ή οποία θέλει τό Καράκαπαν τής Σάντας γιά τόν «Θήχη του Ξενοφώντα».


Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah