Σεπτέμβριος 1921 (Από το ημερολόγιο του Κων/νου Κουρτίδη)

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

2. Ήλθε ο Αλής και μας ειδοποίησε, λέγοντας ότι εκ Τραπεζούντος εξεκίνησε ο στρατός διά την Σάντα. Επίσης μας είπε ότι, αν θέλωμε, να στείλωμε την οικογένειάν μας μαζί του να τους κρύψη εις ένα σπήλαιον ευρισκόμενον άνωθεν της οικίας του και εκεί να μπορεί να τους τροφοδοτή, διό­τι λέγει, αι διαθέσεις των δεν είναι καλαί.
Επειδή όμως θα εκινδύνευαν όλες οι οικογένειες, επροτιμήσαμε να μεί­νουν και οι δικοί μας να συνενώσουν την τύχην τους με όλους τους πατριώτας.
ΙΣΧΑΝΑΝΤΩΝ
Ειδοποιήθησαν αμέσως όλα τα χωριά και οι άοπλοι άνδρες και οι στρα­τεύσιμοι έφυγαν μεσάνυχτα στο δάσος, καθώς και πολλές γυναίκες έφυγαν μαζί τους. Όλα τα χωριά είναι ανάστατα μέχρι το πρωί και δεν μπορούσες να σταθής από τις φωνές και τα κλάματα των γυναικών και παιδιών.
3 Εστείλαμε τρία παιδιά εις το ύψωμα Μορέν, εκείθεν να κατασκοπεύ­σουν τους δρόμους. Η ώρα 9 π.μ. μας ειδοποίησαν ότι έρχονται μερικοί από το Κιμισλή. Ήσαν μερικοί στρατιώται μαζί με τον I. Δοξόπουλον και ήλθαν στο χωριό. Αμέσως εμείς φύγαμε προς το δάσος και από το Κιλή Ομάλ στείλαμε δύο παιδιά στο χωριό να μάθουν τι γίνεται. 
Ελθόντες μας είπαν ότι έφεραν κάποιαν διαταγήν και έφυγαν.Εφθάσαμε στο χωριό. Η διαταγή ήτο του μεράρχου Τραπεζούντος, όστις έφθασε εις Τσεβιζλίκ με τρία συντάγμα­τα και έγραφε προς την δημογεροντία της Σάντας ότι εντός τριών ημερών αι ηλικίαι από 20 - 45 ετών όλοι έπρεπε να είναι έτοιμοι, ώστε την Δευτέραν να ανεβούν εις το Καζουκλή, όπου θα τους παραλάβη στρατός να τους φέρη εις την Αργυρούπολιν και εκείθεν δι' αυτοκινήτων εις το Ερζερούμ.
Εν περιπτώσει αρνήσεως έλεγε η διαταγή ότι εκτός του στρατού από τα Πλάτανα μέχρι το Ρίζαιον όλοι οι Τούρκοι θα έλθουν εις την Σάντα να την καταστρέψουν. «Πίρ Σάντα όλμασην» έλεγε η διαταγή.
Ιδιαιτέρως έγραφε και ο μητροπολίτης λέγων ότι αυτός παρεκάλεσε τον μέραρχον και εδόθη­σαν αι τρεις ημέραι ως προθεσμία να ετοιμασθούν, ει δε αλλιώς τώρα θα ήσαν στην Σάντα. 
Μόλις διαβάσθηκε η διαταγή, όλοι τά 'χασαν και δεν ήξευραν τι να κάνουν ούτε μπορούσαν να πάνε αλλ' ούτε και να σταθούν και μη γνωρίζοντες τι να κάνουν, επερίμεναν το μοιραίον.
Είχε δε διαταγήν ο στρατός αυτός επί έξι μήνας να μείνη εις την Σάντα, να την καταστρέψη και να συλλάβη και όλους τους αντάρτας.
4.  Κατόπιν γεν. συνελεύσεως των Σανταίων απεφασίσθη όπως εξ όλων των χωρίων της Σάντας να πάνε εξήκοντα στρατιώται, τους οποίους θα εφωδίαζαν με εξήκοντα παγκανότια και να γλιτώσουν τα χωριά. 
Επί τούτο εστά­λη εις Λιβεράν ο μικτάρης και ο I. Κουφατσής να ειδοποιήσωσι τον μητρο-πολίτην περί της αποφάσεως, ώστε να δοθούν δύο τρεις ημέραι ακόμη προ­θεσμία να ετοιμασθούν οι στρατιώται και να φύγουν.
5 Η ώρα 3 μ.μ. ειδοποιήθημεν ότι από το Κιμισλή έρχεται στρατός· α­μέσως κατεβήκαμε εις Κιλή Ομάλ και περιμέναμε. Έφθασαν αρχικώς τριά­κοντα ιππείς φέροντες μαζί τους και δύο φυγοστράτους εκ Κερασέας της Τραπεζούντας, τους οποίους συνέλαβον εις τον δρόμον. Από το Καζουκλή άλλο τμήμα στρατού κατέβηκε εις το Πιστοφάντων καθώς και πολλοί άλλοι εις το Ισχανάντων. 
Ήτο μαζί τους και ο εκ Τσικανόης Χαβίζ, όστις, μόλις ήλθε εις το χωρίον μας, βρήκε τον πατέρα μας και του είπε ότι εκτός από τους στρατευσίμους αμέσως πρέπει να παραδοθούν και οι αντάρται, ει δε αλλέως θα κάψουν τα χωριά.
6.  Μας ειδοποίησαν από το χωριό ότι Τούρκοι τσετέδες από το Παρχάρι Κασκάρ πήραν τρία παιδάκια που φύλαγαν τις αγελάδες και μαζί μ' αυτές εξηφάνισαν τον Κων. Ευκλ. Κουρτίδην, τον Κων/τίνον Γιαζιτσήν και τον Ιωάννην Λαζαρίδην, το καθένα από δέκα πέντε χρονών παιδί.
7.  Παίρνοντες τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα κατέβημεν εις το σπήλαιον Ομάλ άνωθεν του Φτελέν και εκεί εκάναμε το λημέρι μας. Ο μέ­ραρχος έστειλε τον μικτάρην, τον Κουφατσήν και τον I. Δοξόπουλον και ζήτησε όπως παρουσιασθή ο Ευκλείδης. 
Και επειδή τα χωριά γέμισαν από στρατιώτας και τσετέδας και εψιθυρίζετο και απέλασις των κατοίκων, πολ­λές γυναίκες και παιδιά φοβήθηκαν και έφυγαν εις τα δάση.
9.  Μας ειδοποίησαν ο μικτάρης και ο I. Κουφατσής ότι ένας αξιωματι­κός και ο Χαβίζ μαζί του θα έλθουν εις τα Τσιφίνια να μας ανακοινώσουν τας διαταγάς του μεράρχου. Επήγαμε εκεί και τους συναντήσαμε, ενώ την ίδιαν ημέραν το χωρίον Ισχανάντων το άδειασαν και τους κατοίκους έφεραν εις το Πιστοφάντων. 
Μας ερώτησε ο αξιωματικός τι σκεπτόμεθα και τι απεφασίσαμε, διότι έλεγε ότι, αν δεν παραδοθήτε, θα κάψουν τη Σάντα. Τους είπαμε ότι εμείς γνωρίζομε τας διαθέσεις των και τας ενεργείας των και ως εκ τούτου ας κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά εμάς δεν θα μας ιδούν ποτέ και ότι θα εκδικηθούμε σε ό,τι κάνουν και αυτοί.
Τον δε Κουφατσήν και Χειμωνίδην, τους κρατήσαμε μαζί μας, διά να μη πάνε και αυτοί άδικα. Την νύκτα διέφυ­γαν πολλές γυναίκες και παιδιά καθώς και η οικογένεια η δική μας και ήλ­θαν προς εμάς διηγούμενες ότι επήλθε πλέον η καταστροφή, διότι άρχισαν να ατιμάζουν, να σκοτώνουν και δεν άφησαν επί ποδός τίποτε. 
Όλους τους εμάζεψαν εις το Πιστοφάντων, ώστε από εκεί στέλνονται εις εξορίαν. Αμέ­σως κατεβήκαμε εις το Κοπαλάντων και εκείθεν εις την Υπαπαντήν διά να τους προλάβωμεν και όλην την νύκτα ετοιμασθήκαμε.
10. Τους πήραμε μαζί άνδρες γυναίκες και παιδιά μηδ' ενός εξαιρουμένου καθώς και τα ζώα τους, διά να τους φέρωμε στο λημέρι, διά να γλιτώσουν την εξορίαν.
Πρωί πρωί μόλις εφθάσαμε εις Χαρατζιάντων πολλοί τσετέδες και στρατιώται επετέθησαν εναντίον μας και άρχισαν να πυροβολούν αμέσως τις οι­κογένειες. 
Τις φυγαδεύσαμε μέσα στο δάσος και εμείς πιασθήκαμε στη μάχη και σιγά σιγά προχωρούντες εφθάσαμε εις Ομάλ και κάνοντες πρόχειρα προχώματα παρετάχθημεν εις μάχην. 
Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν όλοι, και εκείνοι που τους εφύλαγαν ήταν άοπλοι, κάπου εκατόν είκοσι παιδιά. Εμείναμε εμείς μόνο δέκα οκτώ άνδρες, διότι πολλά άλλα παιδιά έμειναν εις το δάσος γύρω από τα χωριά διευκολύνοντας την φυγήν των γυναικόπαιδων από τα χωριά που δεν είχαν έλθει ακόμη. 
 Και επί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε ένα άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μάς επετέθησαν και οκτακό­σιοι τσετέδες, περικυκλώσαντες εμάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου προς το δάσος Βαϊβαϊ τερέν, την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το μέρος Μερτσιάν λιθάρ' διά την τελευταίαν στιγμήν, ώστε να έχωμεν διέξοδον. 
Κα­τά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούαμε. Δυστυχώς, ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλιτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρίζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. 
Διά μίαν στιγμήν ο Ιωάννης Ξανθόπουλος έχασε το θάρρος του και φεύγων εκ της θέσεως του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία τους έκλαιγαν και εσταυροκοπούντο.
Και μη δυνάμενος να σταθή και εκεί εγύρισε πάλιν πίσω, ότε βλέπει με­ρικούς Τούρκους να μαζεύουν τα ζώα, τα οποία ήσαν όπισθεν ημών, και να τα φέρουν προς τα κάτω. Ελθών μας ανακοίνωσε ότι πάμε χαμένοι, διότι άρχισαν να κατεβαίνουν και εκ των όπισθεν. Συστήσαμε αμέσως στα παιδιά να κρατήσουν τας θέσεις των καλά κι εμείς, δύο τρεις με τον Ευκλείδην τρέ­ξαμε εκεί να δούμε τι συμβαίνει. Μόλις φθάσαμε, βλέπομε δύο τρεις να κα­τεβάζουν τα ζώα και οι άλλοι εστέκοντο εις το παρακείμενον ύψωμα.
Αμέσως τους ρωτήσαμε ποίοι είναι και τι θέλουν. Αυτοί μη γνωρίσαντες εμάς, απάντησαν : «Δεν γνωρίζετε τους συντρόφους σας; είμεθα σύντροφοι του Κάλφα». Τους φωνάξαμε να έλθουν γρήγορα. Και μόλις πλησίασαν και μας αντελήφθησαν ετοιμάσθησαν και άρχισαν να πυροβολούν αλλά αμέσως πυροβολούμε εμείς και οι δύο σκοτώνονται, ενώ ο άλλος πετάξας το όπλον του παρεδόθη. Αλλοι δύο τραυματισθέντες έφυγαν και έτσι έμεινε πάλιν το μέρος ελεύθερον.
Τον αιχμάλωτον στείλαμε κοντά στο λημέρι να τον ταγίσουν και κατόπιν να κάνωμε ανακρίσεις, οπότε και τον σκοτώνομε.
Ο ΜΥΛΟΣ ΤΗ ΠΙΣΤΟΦ'
Γυρίζοντες στας θέσεις μας εμάθαμε ότι εσκοτώθη ο γέρο Δημ. Τσιρίπ από τους δίπλα θάμνους όπου ήμασταν εμείς, οπότε κατά την απουσίαν μας ελθόντες εκείθεν τσετέδες επυροβόλησαν και τον σκότωσαν. 
Όλο το διά­στημα της μάχης έριχναν και τα δύο κανόνια που είχαν μαζί, αλλά ήσαν μα­κριά και μόνον τον κρότον τους ακούγαμε. Επίσης έριχναν και διά των πο­λυβόλων, αλλά του κάκου, διότι το μέρος μας ήτο πολύ προφυλαγμένον από μεγάλα δένδρα και πέτρες. Μέχρι να βραδιάση η μάχη εξακολουθούσε και μόλις ενύκτωσε αποφασίσαμε να φύγωμε, αλλά τρεις εκ των συντρόφων ήσαν κοντά στους Τούρκους και ήτο αδύνατος η οπισθοχώρησίς των. 
Τους ρίξαμε δύο τρεις χειροβομβίδες, όπως εκείθεν τας πετάξουν προς το μέρος των Τούρκων και αμέσως να φύγουν πίσω, προφυλάττοντες τόσον αυτούς όσον και εμάς. Όπως και το επετύχαμε.
Και παίρνοντας τα γυναικόπαιδα ανέβημεν εις το Μερτσιάν Λιθάρ' όπου είχαμε τους συντρόφους μας και εμείναμε εκεί μέχρι τις 3 μετά τα μεσάνυχτα.
Ήτο η τρομερότερα νυξ που είδα στην ζωήν μου. Διότι υπήρχαν μικρά παιδιά νηστικά και μη μπορώντας οι μητέρες των να τα θηλάζουν και να τα περιποιηθούν έκλαιγαν και εφώναζαν και υπήρχε κίνδυνος να προδώσουν το μέρος μας.
Ο τουρκικός στρατός επί τόπου κατεσκήνωσε και έμεινε, διά να εξακο­λουθήση την επομένην την μάχην. Συνήλθαμεν εις σύσκεψιν και αποφασί­σαμε τα γυναικόπαιδα και μερικοί άοπλοι από διάφορα μονοπάτια να φθά­σουν εις Βαϊβαϊ Τερέν και εκεί εντός πυκνού δάσους που δεν πάτησε αν­θρώπινο ποδάρι να κρυφτούν και εμείς από τον δρόμον αφήνοντας σημάδια, διά να διακρίνωνται τα ίχνη μας να ανεβούμε εις το Ουζούν σιρτ και εκείθεν να κρυφθούμε εις το δάσος Πογιά χανέ. 
Το σχέδιον ήτο πολύ καλόν, αλλά πολλές γυναίκες αντέστησαν μη θέλοντας να αποχωρισθούν από εμάς, φο­βούμενες την αιχμαλωσίαν. Αμέσως τότε εδώσαμε οδηγίας εις την οικογένειάν μας και τον γέρο πατέρα μας που ήτο μαζί και αποχαιρετίσαντες αυτούς προσωρινώς, τους στείλαμε, ενώ ηκολούθησαν και άλλοι και οι περισσότεροι έφθασαν σύμφωνα με τις οδηγίες μας εις το μέρος που τους υποδείξαμε.
Πολλά παιδιά τότες, επειδή οι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματή­σουν τας φωνάς των παιδιών τους και δεν ήθελαν να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου. Ομοίως και μία μητέρα έπνιξε το παιδί της και το πέταξε στους θάμνους, μη δυνάμενη να το κουβαλήση μαζί της. Κατά τα μεσάνυχτα ελιποτάκτησαν και οι τρεις Αρμένιοι που ήσαν μαζί μας, διά να γλιτώσουν την ζωήν τους συμβουλεύοντας και εμάς να παρατήσωμε τα γυναικόπαιδα και να φύγωμε, διότι έλεγαν, θα γίνουν αιτία και θα χαθούμε και εμείς.
Πολλοί εκ των αόπλων άφησαν τας οικογενείας των και νύχτα έγιναν άφαντοι, διά να σώσουν τα τομάρια τους. Ήταν ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα, οπότε, παίρνοντας μαζί μας τους αόπλους και όσες γυναίκες έ­μειναν, ανέβημεν εις το Ουζούν σιρτ, όπου είχε κι εκεί στρατόν κατασκηνωμένον και πλησίον αυτών περάσαντες εφθάσαμε εις το δάσος Πογιά χανέ κατά το σχέδιο μας.
11. Εμείναμε μέσα στο δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς· όταν είδαν όμως ότι δεν είμε­θα εκεί, επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο. Και ανέβηκαν εις Μερτσιάν Λιθάρ' όπου βρήκαν τα επτά μικρά σκοτωμένα και αμέσως ει­δοποίησαν τον μέραρχον και ήλθε επί τόπου.
Και όταν είδε τα μικρά σφαγμέ­να, διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στην Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω, λέγων ότι άνθρωποι που σφάξαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και ως εκ τούτου είναι περιττόν να μείνωμε. Αμέσως γύρισαν προς την Σάντα και άφησαν εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουράν, διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύ­γουν και αυτοί. Στην χθεσινή μάχη σκοτώθηκαν δώδεκα Τούρκοι και πολλοί πληγώθηκαν και ένας που ηχμαλωτίσθη τυχαίως φυγών εγλίτωσε από τα χέρια δύο παιδιών, που τον συνώδευαν, διότι ήσαν αρχάριοι.
12. Κατέβημεν εις το λημέρι Πογιά χανέ, οπόθεν ο Γ. Καλαϊτσίδης πα­ραλαβών μερικές γυναίκες και παιδιά έφυγε διά τα Κανλικά.
13. Δύο ώρας προς τα ξημερώματα φύγαμε κι εμείς, διά να συναντήσωμε τας οικογενείας μας. Από το Ομάλ πήραμε ένα βαρέλι τυρί και ένα βαρέλι βούτυρον, διότι μόνον αυτά δεν βρήκαν οι Τούρκοι, και πήγαμε κατά το Βαϊβαϊτερέ, εις το μέρος που τους υπεδείξαμε και τους βρήκαμε εκεί νηστι­κούς επί τρεις ολόκληρες ημέρες.
14. Μερικοί πήγαμε κατά τα χωριά, διά να δούμε τι γίνεται εκεί και από το Κωφολείβαδον Κοσλαράντων είδαμε να καίγωνται τα σπίτια και ο κα­πνός εσκέπασε όλα τα γύρω βουνά, ενώ οι Τούρκοι περιφέρονταν μέσα στα χωριά λεηλατούντες. Γυρίσαμε πίσω και εις το Βαθύν ορμίν άνωθεν της οι­κίας Τσιαχούρ βρήκαμε δύο παιδιά αποκεφαλισμένα, τον Χαρ. Αϊβαζίδην και τον Χρήστον Τσιλικίδην.
16. Μαζί με τας οικογενείας φθάσαμε πάλιν εις το λημέρι Ομάλ, οπόθεν ο Ευκλείδης και τρεις άλλοι έφυγαν διά την Γαλίαναν, να ιδούν τι γίνεται και εκεί.
17. Εις το Φτελέν, όπου πήγαμε, διά να μαζέψωμε αχλάδια από τα δέν­δρα, συναντήσαμε και τους Ζουρνατσιανταίους, οίτινες από την ημέραν της καταστροφής ήσαν εις Κιλκενλούχ με λίγες οικογένειες. Ήλθε ο Ευκλείδης εκ Γαλιαίνης λέγων ότι και εκεί είναι στρατός και γίνονται πολλά όργια.
18- Ήλθε ο Κων/τίνος Τσιλιγγερίδης εξ Ισχάν και μας είπε ότι τα τρία παιδιά που πήραν οι Τούρκοι από το Κασκάρ με τις αγελάδες μαζί τα βρήκε ο εκ Χάρουξας Αζίζ εις τα χέρια ενός Τούρκου εξ Αϊβέν και όστις τα πήρε από τους τσετέδες εις Γιαγμούρ-τερέν, διά να μη τα σκοτώσουν και μας είπε ο Αζίζ να μην έχετε την ανάγκην τους και όταν θέλετε να σας τα φέρω.
19. Αφήσαμε λίγους με τα γυναικόπαιδα κι εμείς φύγαμε προς τα χωρία. Κάτω εις τους μύλους Παϊράμ συνελάβαμε τεσσάρας άνδρας και τρεις γυ­ναίκες φορτωμένους διάφορα πράγματα εκ Σάντας και τους πήγαμε εις το Βαθύν ορμίν και τους σκοτώσαμε με μαχαίρας, διά να μη βγη κρότος και τον ακούσουν οι στρατιώται και οι Τούρκοι, διότι την επομένην είχαμε σχέδιον να πιάσωμε πολλούς και να τους σκοτώσωμε ούτως, ώστε να τρομοκρατηθούν οι Τούρκοι και να μη έρχωνται εις την Σάντα προς λεηλασίαν, διότι άρχισαν από τους παχτσέδες να βγάζουν τα λάχανα και τις πατάτες, με τα οποία είχαμε ελπίδας να περάσωμε όλον τον χειμώνα.
Μετά την εκτέλεσίν των φθάσαμε εις ένα σπήλαιον κοντά εις το Ζουρνατσιάντων.
20 Το πρωί ετοιμασθήκαμε και πιάσαμε τον δρόμον, παρά το χωρίον
Ζουρνατσιάντων εις το ευρισκόμενον γεφύρι και εστήσαμε ενέδραν. Εν τω μεταξύ βλέπομε πολλούς άνδρας και γυναίκες φορτωμένους να έρχωνται από τα χωριά. Πριν φθάσουν όμως κοντά μας, κατέβηκαν και άλλοι από το Κωφολείβαδον ερχόμενοι εκ των γύρω χωριών προς λεηλασίαν, διότι αυτό εγίνετο καθημερινώς. 
Αυτοί μας αντελήφθησαν και άρχισαν να φεύγουν φωνάζοντες. Αμέσως δεν χάνομε καιρόν, ανοίγομε πυρά εναντίον τους και σκοτώνονται πολλοί, καθώς και οι εκ Σάντας ερχόμενοι. 
Το μέρος ήτο κατάλληλον και σχεδόν κανείς δεν γλίτωσε· εσκοτώθησαν τριάκοντα δύο άτο­μα με τα οποία κατά κακήν σύμπτωσιν ευρίσκετο και η θυγάτηρ του Αλή υπανδρευμένη εις Χάρουξαν μαζί με το παιδάκι της, πράγμα το οποίον εμάθαμε αργότερα. Μόλις λοιπόν ηκούσθησαν οι πυροβολισμοί, αμέσως εξ Ισχανάντων, όπου έδρευε το ιππικόν, κατέβησαν οι ιππείς εις τα Χαντσάρια, παρετάχθησαν και άρχισαν και αυτοί πυρ εναντίον μας. 
Η απόστασις ήτο φυσικά μεγάλη και εμείς μέσα στο δάσος πίσω από μεγάλα έλατα δεν είχαμε ανάγκην και έτσι αποτελειώσαμε το έργον μας ανενόχλητοι και φύγαμε εις το Καμένον, εις τας σκηνάς του Κων/τίνου Τσιλιγγερίδη και των συντρόφων του.
21. Πήγαμε εις το λημέρι, όπου ήλθε και ο Χρήστος Αγγελίδης εκ Λιβεράς και μας είπε ότι μεγάλην εντύπωσιν έκανε στους Τούρκους η σφαγή των μικρών παιδιών και διά τούτο τρομάζουν την οργήν μας. 
Το βράδυ κατέβημεν στο σπίτι του Αλή, διά να μάθωμεν νέα.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΦΥΡΑ ΣΤΗ ΣΑΝΤΑ
22.Εκαθίσαμε μέσα στο δάσος άνωθεν της οικίας του και ανάψαμε πυράν να ζεσταθούμε. Ήλθε και ο Χαμίτ Καλαϊτσιόγλου, φέρων και τον Παντελήν Κοπαλίδην, τον οποίον εφύλαγε. Εστείλαμε άνθρωπον εις Χάρουξαν, διά να φέρη τα παιδιά. Το πρωί ήσαν όλα ανοικτά. 
Μέσα από το χωρίον Iσχάν ξεκινήσαμε, ότε μας είδαν οι Τούρκοι. Ετρόμαξαν και ο καθένας επροθυμοποιείτο να μας φέρη ψωμί και άλλα τρόφιμα, οπότε εφθάσαμε εις το Κοπαλάντων.
Τα μεσάνυχτα ήλθε ο Απάς και έφερε τα παιδιά, εκτός από τον Κων/τίνον Γιαζιτσήν, του οποίου το πόδι είχε πληγάς και δεν μπορούσε να περπατή και γι' αυτό τον κράτησαν στο Ισχάν. Εφθάσαμε με τα παιδιά και πήγαμε εις το σπήλαιον Τσιακούλας όλοι. 
24. Πήγαμε στα χωριά διά τρόφιμα και μερικοί πήγαν στου Αλή διά ει­δήσεις.
25. Ήλθαν και μας είπαν ότι πάλιν ετοιμάζεται στρατός και τσετέδες να έλθουν εις την Σάντα. Πολλές οικογένειες στείλαμε εις την Κερασέαν. Εμειναμε 112 άτομα και φύγαμε κατά την Γαλίαναν και εμείναμε εις το παρχάρι Τουζλά.
26. Κατέβημεν εις την Καφούραν και εστείλαμε δύο παιδιά εις Γαλία­ναν προς τρόφιμα.
27.Τας οικογενείας και μερικούς εφέραμε εις το Χόσιογλη κι εμείς κα­τεβήκαμε εις την Γαλίαναν και μέσω Τεμιρτσιάντων Κουτάλα και Τσιλ εφθάσαμε εις το κονάκι του Οσμάν αγά. Μας έδωσε ψωμί και λίγα τρόφιμα και γυρίσαμε εις του Κουτάλα.
28. Ήλθαν μαζί μας ο Παναγ. Παπαδόπουλος και Χαράλαμπος Αρτογα-νίδης και αφού μείναμε μίαν ημέραν εις του Κουτάλα, εφθάσαμε εις το Τσουπανόη.

* Το γεγονός της φοβερής αυτής βρεφοκτονίας ευστοχότατα το απέδωσε σ' ένα δί­στιχο ο (άγνωστος) ποιητής του Πόντου Δ. Ηλιόπουλος ως εξής: «Γιατί υποψιάστανε να μή γίν'ταν αιτία και χάται όλεν το μιλέτ, εφτά, οχτώ παιδία». (Μιλτιάδη Κ. Νυμφόπουλου, Ιστορία Σάντας του Πόντου, τόμ. Α, Δράμα σ. 350).

 
Σ.Σ. Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες, γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτι­ση. Προ­σπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο, αφού είναι ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν πρέπει να μεταβάλλονται για κανένα λόγο.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε και κάτι πρωτόγνωρο, α­συνήθιστο ίσως σε παρεμφερή κείμενα, σχετικά με εξιστόρηση πολεμικών γεγονότων εντοπισμένων σε «ημερολόγια», όπως αυτό, του Κώστα Κουρτί­δη, αδελφού του αρχηγού των ανταρτών της Σάντας Ευκλείδη Κουρτίδη.
 Καταρχήν πρέπει να τονίσουμε ότι ο αφηγητής και συγγραφέας είναι κατά πάντα αξιέπαινος, γιατί  μέσα σ' εκείνη την κοσμοχαλασιά με καθημερινές συγκρούσεις και μέσα σε συνθήκες δυσμενέστατες κρατούσε ημερολόγιο και κατέγραφε τα συμβάντα με τόση λεπτομέρεια.
Πότε τα έγραφε; και με τι καιρικές συνθήκες μέσα στα χιόνια και τις βροχές; Που έβρισκε το χρόνο να γράφει, ενώ έπρεπε να ξεκουράζεται;

Τελειώνοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε δυο σημεία στα οποία κρίνουμε ότι υπάρχουν κάποιες ασάφειες και πρέπει να  αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας στο μέλλον:
α. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε ο Δημ. Τσιρίπ!!
β. και ο θάνατος των παιδιών!!!

Κωνσταντίνου Κουρτίδη(αδελφού καπετάν Ευκλείδη)
"ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ 1916-1924)"
Εκδοτικός οίκος Αδελφοί Κυριακίδη




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah