Οι Τούρκοι αφορισμένον έθνος...Πολλά επαίδεψανε μας...

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011





Γεννήθηκε το 1914 στο Κοζλαράντων Σάντας Πόντου. Κατοικεί στη Μικρή Σάντα Ημαθίας.
Η Φίλη Κουτμηρίδου στα προσφυγοχώρια της Βόρειας Ελλάδας... Η Μικρή Σάντα Βέροιας το χωριό που ζει τα τελευταία 85 χρόνια, είναι ένας φιλόξενος τόπος με βαριά την κληρονομιά του Πόντου και έντονες τις μνήμες της γενοκτονίας, που στην περίπτωση της Σάντας ήταν απόλυτη.
Η κυρία Φίλη μιλά χωρίς διακοπή. Τα 96 της χρόνια δε συμβαδίζουν ούτε με την εμφάνιση ούτε με τη μνήμη της. Δεν της κάνουμε σχεδόν καμία ερώτηση. Και η ζωντανή ιστορία της Σάντας ξετυλίγεται μπροστά μας σε όλο το μεγαλείο και την τραγικότητα της.

 Εγώ γεννήθηκα το '14, του Μαρτίου 20. Δηλαδή πόσο χρονώ είμαι; 96... Το πατρι­κό μου είναι Τσιρίδου... Είμαι από την Κοζλαράντων της Σάντας. Κοπαλάντων, Πιστοφάντων, Ζουρνατσάντων… ήταν τα εφτά χωρία, τα χωρία της Σάντας. Το δικό μας είχε 150 οικογένειες. Το Πιστοφάντων ήταν 1.500, το πιο μεγάλο.
Το πιο μικρό ήταν το Τσακαλάντων: είχε 50 οικογένειες...
Γύρω γύρω τουρ­κικά χωριά ήτανε, αλλά στην αρχή καλά ήμαστε.
Ο πατέρας μου ήταν απ' την Κοζλαράντων και η μάνα μου το ίδιο. Ο πατέρας μου ήτανε πολυτεχνίτης. Ότι ήτανε, το έκανε.
Αλλά στη Σάντα δε μπορούσανε να ζήσουνε και να έχουνε περιου­σίες. Συνήθως τους παίρνανε και οι Τούρκοι στρατό, αλλά οι Πόντιοι δεν πηγαίνανε. Μόλις ερχότανε η ηλικία για να πάνε στρατό, φεύγα­νε για τη Ρωσία. Γι' αυτό η Ρωσία έχει πολλούς Πόντιους. Άλλοι πα­ντρεύονταν, κάνανε οικογένεια, φεύγανε, άλλοι αρραβωνιάζονταν και φεύγανε, άλλοι πεθαίνανε, τέ­λος πάντων η ζωή τους δεν ήτανε ευχάριστη.
Γιορτάζαμε πάρα πολύ τις γιορτές και τις εκκλησίες. Όπου γι­νόταν γάμος σε χωριό, έπρεπε να πάμε όλοι. Και κηδεία να γινότα­νε, πάλι το ίδιο. Τα χωριά όλα ή­τανε κοντά- κοντά.
Μόνο ένα χω­ριό ήταν από την άλλη μεριά του ποταμού, το Ζουρνατσάντων. Τα άλλα εφτά(σ.σ. εννοεί τα έξι) χωριά ήταν από την εδώ μεριά. Γιατί οι Τούρκοι έρχο­νταν τη νύχτα και μας φοβέριζαν και έπρεπε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον...
Ήτανε το κλίμα καλό και ζούσανε από την κτηνοτροφία. Είχανε τα παρχάρια και πηγαίνα­νε, δουλεύανε εκεί. Οι γριές συ­νήθως βγαίνανε εκεί -οι «παρχαρομάνες»- που λέγαμε.
Οι νύφες έμεναν στο σπίτι, εποίναν όλα τα δουλείας, τα ξύλα, τα ζώα... Η ζω­ή τους ήτανε λίγο δύσκολη, αλλά ευχάριστη. Ζούσανε εκεί μέσα δεκαέξι αιώνες. Ήταν άγρια τα βουνά, αλλά η φύση ωραία. Μοσχοβολούσανε τα πεύκα.
Είχανε μαστίχα και μοσχοβολούσε. Εί­χε λουλούδια, της «Παναγίας το δάκρυ» το λέγαμε, μανουσάκια πολλά…πολλά... Πολλά πράματα είχε... Τα φρούτα, τώρα το φθινόπωρο μαζεύανε τα αχλάδια. Αχλάδια γί­νονταν... Άλλα μες στο δάσος, σαν δαμάσκηνα, πολύ νόστιμα...
Στην αρχή τα πηγαίναμε καλά με τα τουρκοχώρια. Έφερναν αυ­τοί καλαμπόκι, γιατί στη Σάντα δεν γινότανε ούτε καλαμπόκι ού­τε σιτάρι. Μόνο πατάτα, πράσα, λάχανα και τέτοια...
Και φέρνανε εκείνοι απέξω. Σιγά σιγά άρχισαν να αγριεύουν τα πράματα με τους Τούρκους. Και οι δικοί μας δεν κά­θονταν καλά, άρχισαν να χτυπάνε, να κλέβουνε... Και αυτοί αγρίεψαν κι εμείς αγριέψαμε... Ταχυδρομεί­α δεν είχαμε, με τα μουλάρια πή­γαιναν μέχρι την Τραπεζούντα τα γράμματα. Κι αν ο Τούρκος ταχυ­δρόμος έφερνε καμιά επιταγή, τον χτυπούσαν».
Στο περίφημο αντάρτικο της Σά­ντας, πρωτοστατούσαν εκτός από τον Ευκλείδη Κίρτογλη (Κουρτίδη) και τον Δαμιανό Τσιρίπ, και πολλές «αντρογυναίκες» που πο­λεμούσαν εξίσου καλά με τους ά­ντρες. «Φασαρία, φασαρία, ώσπου στο τέλος μαζέψανε τους αρχη­γούς τους δικούς μας και τους είπανε:
"Θέλετε να κάτσετε στον τόπο αυτόν;
Θα πρέπει να πληρώ­νετε φόρους και να πηγαίνετε και στον στρατό".
Οι Πόντιοι είναι και λίγο εγωιστές, ξέρετε.
"Όχι, δεν θέλουμε".
"Ε τότε, παραδώστε τα όπλα". Δώσανε τα άχρηστα, τα κα­λά τα κράτησαν, τα φύλαξαν... Και κει είχαν φτιάξει μεγάλα καταφύ­για. Εκεί είχαν τα όπλα, τα τρόφιμα και οι οικογένειες που είχαν φόβο μαζεύονταν εκεί. Σπηλιά ήτανε... Σιγά σιγά, αγρίεψαν τα πράματα.
Ώσπου στο τέλος μάς κύκλωσαν μια νύχτα... Άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες, να λεηλατούν τις ει­κόνες. .. Λεηλασία, τι να σε πω... Τα ζώα να φωνάζουνε, αυτοί να σκοτώνουνε ό,τι βρίσκουνε. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει, ξαφνικά μας βρήκε ο πόλεμος...»
Δεν χρειάστηκε περισσότερο από μία νύχτα για να αλλάξει για πάντα η ζωή της: «Κοιμόμασταν. Νύχτα ήρθανε. Είχαμε τη μάνα μας, τον παππού και τρία κορί­τσια. Η πιο μεγάλη ήμουνα εγώ, εξίμισι χρόνων. Οι πιο νέοι που ήτανε, είχανε κάτι κρυψώνες, πή­γανε, κρύφτηκαν.
Τους άλλους μας πήγανε όλους στην εκκλησία, όλοι οι άλλοι. Ύστερα ήρθε διαταγή "σκοτώστε τους". Από μέσα η δι­κή μας η επιτροπή που ήταν στην Τραπεζούντα ενεργούσανε και τα βρήκανε κάπως μαλακά.
Χωριά της Σαντας
Μας αφήσανε, δε μας σκότωσαν. Μας μαζέψανε μόνο όλο το χωριό στο Πιστοφάντων. Ήταν το πιο μεγά­λο χωριό της Σάντας. Δήθεν ότι αυτούς δεν θα τους έκαναν εξό­ριστους. Μια βδομάδα μείναμε ε­κεί. Στο τέλος ήρθε ξανά διαταγή να μας σκοτώσουν. Μας βγάλανε έξω από το χωριό, μας βάλανε στη σειρά και με τα όπλα έριχναν στον αέρα. Ο αδελφός μου μικρός ήτα­νε κι έλεγε τη μάνα μου: "Μάνα, βάλε με στο καλάθι να μη με σκο­τώσουνε...".
Ύστερα εκεί, στην αναμπουμπούλα, πάνε εξορία στην άκρη του κό­σμου. Κι όποιος γυρίσει, γύρισε... Πήγαμε εξορία... 32 μέρες περ­πατούσαμε. Μέχρι το Ερζερούμ. Εκεί, όσοι ήτανε γέροι και γριές, τους αφήσανε.
Τους υπόλοιπους μας πήγανε μετά από μια βδομά­δα στο Χουνούζ, στο Κουρδιστάν. Ξέρεις τι χιόνια είχε εκεί; Τι κρύο; Άγρια βουνά. Φτάσαμε στο Κουρ­διστάν.
Περπατούσαμε όλη μέρα. Κάθε δυο-τρεις ώρες μας έλεγαν καθίστε να ξεκουραστείτε. Μετά με τα όπλα "γιακάχ" (=σηκωθεί­τε) , άγριοι.. .Εφτά χωριά μας κλεί­σανε μέσα. Πρώτα στο Ερζερούμ και μετά χωρίσαμε, όσοι ήτανε λί­γο καλύτερα, στο Χουνούζ».
Το χιόνι του χειμώνα στο Χου­νούζ ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Οι εξόριστοι ζούσαν σε στρατώνες με δύο παράθυρα στην οροφή, χωρίς καθόλου φαγητό.
Σε αντίθεση με τους Κούρδους κατοίκους που έ­δειχναν ευγένεια στους Έλληνες, οι Τούρκοι συνέχιζαν τα σωματι­κά και ψυχολογικά βασανιστήρια:
«Αφορισμένον έθνος... Ερχόντου­σαν τη νύχτα, ζητούσανε κορίτσια, ζητούσανε νυφάδες. Πολύ μας βασάνισαν οι Τούρκοι, πάρα πολύ υποφέραμε. Μας βάλανε μέσα σε ένα σχολείο. Χτισμένο ήταν... Όλοι εκεί μέσα να ξημερώσουμε και το πρωί πάλι τον δρόμο.
Χώρια βαλαν τις γυναίκες, χώ­ρια βαλαν τους άνδρες. Έπιασαν τον παπά και του είπαν: "Θα πας να μας φέρεις τις γυναίκες (ξέρα­νε πού ήταν οι γυναίκες) ή θα σε σκοτώσουμε ".
Τι να κάνει; Πήγε... Τους χτύπησε την πόρτα. Λέει α­πό μέσα μια γυναίκα -ήξερε κα­λά τα τουρκικά (ήτανε σου λέω, αντάρτες):
"Ποίος έν;",
«Εγώ ο παπα-Δημήτρης",
"Ντο θέλτς;",
"Κι ξέρω, ανοίξτε με",
"Εν κανένας μετ' εσέ;",
"Έχω ουρά", λέει. Μό­λις είπε ουρά, κατάλαβαν ότι ήταν οι Τούρκοι από πίσω του, ουρά...
Αμέσως κατάλαβαν ότι έρχονται να πάρουνε γυναίκες. Αμέσως εί­παν μεταξύ τους "σπάστε όλες τις καρέκλες, τα τραπέζια -ό,τι βρεί­τε- κι ανοίξτε την πόρτα και χτυπήστε όπου βρείτε!" Άνοιξαν την πόρταν κι άρχισαν οι δικές μας να ρίχνουν ξύλα, σίδερα, ό,τι βρήκα­νε... Και κάναν οι Τούρκοι "Αλλάχ, Αλλάχ... τι γυναίκες είναι τούτες". Πολεμίστριες. Ειδοποίησαν τους αξιωματικούς και ησύχασαν... Πό­σα τέτοια, πόσα...
Τέλος πάντων, εκεί καθίσαμε έ­να χειμώνα. Οι Κούρδοι οι καημέ­νοι έρχονταν κάθε πρωί, άνοιγαν το δρόμο και μας έφερναν αϋράν (=ξινόγαλα) που πουλούσαν.
Σι­γά σιγά έλιωνε το χιόνι και βγαί­ναμε εμείς τα μικρά στους μαχα­λάδες και ζητούσαμε πόρτα πόρ­τα. Έκαναν πολύ όμορφα ψωμιά και είχανε ταντούρ. Κάθε μέρα νεκροί, κάθε μέρα... Στο καλάθι τους βάζανε και τους πήγαιναν παραπέρα μες στο χιόνι (πού να βρεις γη εκεί;). Ύστερα διαταγή να μας σκορπίσουνε στο Κουρδιστάν, όλους.
Αλλά είχαμε και γυναίκες αντρογυναίκες. Ξέρανε καλά τα τουρκικά και μαζεύτηκαν μια μέρα και πήγανε στον καϊμακά­μη (=νομάρχη), παιδιά και γυναί­κες να κλαίνε και να φωνάζουν: "Σκοτώστε μας αλλά δεν πάμε άλλη εξορία, δεν πάμε πουθενά".
Διαταγή νέα -άνοιξε πια και ο καιρός, λιγόστεψε το χιόνι- να ε­πιστρέψουμε, να πάμε πίσω στην Τραπεζούντα. Κι όταν γυρίζαμε από κει, απ' το Χουνούζ, ποια θα έβλεπες και δεν θα έκλαιγες; Κλά­ματα που βούιζαν τα βουνά... Έλιωσε το χιόνι και τα αγρίμια έτρωγαν τα ρούχα [από τα πτώματα].
Με φωνές και μοιρολογίες κα­τεβήκαμε στο Ερζερούμ πάλι. Σιγά σιγά από το ένα το χωριό στο άλλο, μας έφεραν στην Τραπεζούντα. Όσοι είχανε συγγενείς, κάπως βολεύτηκαν. Δεν θυμάμαι αλλά παραπάνω από δέκα μέρες δεν καθίσαμε».
Εκείνες τις ημέρες, αρχές του 1923 έφτασε η διαταγή για το τα­ξίδι στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα τον ερχομό στην Ελλάδα, το τέλος όλων των βασάνων: «Ήρθε ένα βαπόρι τουρκικό, Γκιουλτζαμάλ το λέγανε.
Περάσαμε καλά, μας έβαλαν τα ρούχα μας αμέσως στον κλίβανο. Γιατί σίγουρα θα είχανε αρρώστιες, μολύνσεις... Ύ­στερα η Αμερική έστειλε και ρού­χα και τρόφιμα. Τα ρούχα ήταν σε ένα μεγάλο κτίριο και τα ρίχνανε αγκαλιές αγκαλιές κι από κάτω εμείς αρπάζαμε, ό,τι μπορούσε ο καθένας, ένα παπούτσι, ένα που­κάμισο...
Τέλος, από κει και πέρα χορτάσαμε ψωμί. Καθίσαμε οχτώ μήνες, ανοίξανε μαγειρεία, πήγαι­ναν εκεί η μάνα μου κι οι θείες μου μαγείρισσες, μαγείρευαν, έπλε­ναν... Μετά μας είπανε θα φύγετε
Το βαπόρι μας έφερε στο Χαρμάνκιοϊ, στη Θεσσαλονίκη κοντά. Έλεγαν άμα θέλετε, να μείνετε αλ­λιώς να πάτε στην Καλαμαριά. Η Καλαμαριά τότε ήταν άγριο μέρος, όλο πέτρα, λάσπη. Δεν ήτανε κα­τοικήσιμο μέρος».
Τα πεδινά αρρώ­σταιναν τους Σανταίους που είχαν συνηθίσει σε μεγάλα υψόμετρα: «Θέλαμε βουνό, θέλαμε κλίμα. Οι Πόντιοι έτσι είναι συνηθισμένοι. Στην Καλαμαριά κανείς δεν ήθελε να μείνει. Ήρθαμε στη Νέα Σάντα, στο Κιλκίς. Εκεί ήταν άλλοι δικοί μας, μας έδωσαν οικόπεδα. Αλλά πάλι πεθαίνανε, λιγοστέψανε... Τα αδέλφια μου ήτανε Τιμολέων και Αλκιβιάδης. Τρία πήγαμε, δυο γυ­ρίσαμε.
Η μάνα μου πέθανε και μας άφησε μες στους δρόμους εκεί στη Νέα Σάντα. Ευτυχώς που ήτανε Πόντιοι εκεί. Και 10-15 μέρες ήρθε ο πατέρας μας από τη Ρωσία, μετά από τόση ξενιτιά. Το τελευταίο του το αγόρι ούτε το ήξερε... Εμάς μας βρήκε λερωμένα, παραπονιάρικα, χωρίς μάνα, σε ένα σπίτι παράθυρα δεν είχε, πόρτα δεν είχε...Πώς δεν πεθάναμε... Τα σπίτια στην Καστα­νιά μόνοι μας τα φτιάξαμε. Όλοι οι Σανταίοι τεχνίτες ήτανε. Ο πατέ­ρας μου και τι δεν ήξερε... Τον ου­ρανό με τ' άστρα...Βγήκε μια επιτροπή από τους δικούς μας, όλοι άρρωστοι... Δεν υπήρχανε τα κατάλληλα φάρμακα… Αντεπρίνες και κινίνα συνέχεια.
Χλομιάσαμε... Έγινε μια επιτροπή κι ο πατέρας μου μέσα κι άλλοι σεβάσμιοι άνθρωποι. Και πήγε με τα κάρα στην Καστανιά, βρήκαν εκεί. Του Αϊ-Λια την ημέρα πήγαμε στην Καστανιά. Άγριο μέ­ρος, είχε οξιές μεγάλες... Να τ' α­γκαλιάσεις έτσι, δεν μπορούσες...
Ωραίο κλίμα, αλλά γη δεν υπήρχε πουθενά. Πώς θα ζήσουμε; Τι θα κάνουμε; θα πάμε... Άρρωστοι με τα κάρα, από τη Νέα Σάντα στην Καστανιά... Πήγαμε στην Καστα­νιά, μας έδωσαν αντίσκηνα. Εκεί ήταν μια εκκλησία που κάθονταν οι Βλάχοι. Και μια πλατεία κάπως ανοιχτή. Οι δικοί μας μαστόροι ή­ταν, φτιάξαν αμέσως έναν φούρ­νο να τρώμε. Σιγά σιγά μοίρασαν οικόπεδα. Έχτισαν πρώτα το δικό μας, του πατέρα μου το σπίτι. Ψω­μί τρώγαμε κάθε μέρα.
Η πινακίδα στην είσοδο της Μικρής Σάντας Ημαθίας

Ησύχασαν λίγο τα πράματα, μας δώσανε αγελάδες, μας δώσανε πρόβατα. Οι Πόντιοι από αγελά­δες ξέρανε, από πρόβατα χαμπά­ρι δεν είχανε... Πηγαίναμε εμείς οι μικροί να φυλάμε τα πρόβατα.
Αυτά πήγαιναν κάτω από ίσκιο. Εμείς δεν ξέραμε, όπου πήγαιναν τα πρόβατα, πηγαίναμε κι εμείς. Εκεί που είναι η Σουμελά τώρα, ήταν Σαρακατσάνοι. Κι άρχισαν να μας κλέβουν τα πρόβατα.
Άρχι­σαν να κλέβουν τα άλογα... Κάνα­με παράπονα. Εκείνοι αγρίεψαν. Εμείς από κείνους φοβηθήκαμε, εκείνοι από μας. Τέλος πάντων, μαζευτήκαμε, σκάβαμε το μέρος. Άγονο. Μόνο πατάτες. Αλλά ο Πασαλίδης ο γιατρός κι ο Χαριτάντος μας υποστηρίξανε πολύ που ήμα­σταν άρρωστοι...»
Η κυρία Φίλη μας αποχαιρετά με ένα τραγούδι που αφηγείται τα βάσανα και το χυμένο αίμα των Σανταίων. Είναι μερικοί από τους πολ­λούς στίχους που σκάρωναν οι ίδιοι οι συμπατριώτες της στην εξορία του παγωμένου Χουνούζ και τρα­γουδούσαν έπειτα στην Ελλάδα για πολλά χρόνια και με το ίδιο πάθος, σε ανάμνηση των παθών τους:
Σο δρόμο απάν εξίουτουν
Το Σαντέτ'κον το αίμα
Σο Ερζερούμ και σο Χουνούζ
Θα κόφτομε και θα πάμε
Ατού  σ' αγριοτέρεμα,
κατοίκια θα φτάμε
Σο Ερζερούμ ερρώστησα
Και άλλ' ψυχομαχούνε
Και τη Πατρίδας το νερόν
Ερχουνταν  ψαλαφούνε

Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό
Μικρή Σάντα Ημαθίας
17 Ιουλη '10

"ΙΣΤΟΡΙΑ"- Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah