Στη μνήμη της αγαπημένης και αλησμόνητης μάνας μου Αικατερίνης Σοφιανίδου-Τσινάκ (εκατό χρόνια από τη γέννηση της 1897-1997)
Όλοι την έλεγαν Καρτέρη, ακόμα και τα παιδιά της. Μιά φορά η αδελφή μου Ελένη όταν ήταν μικρή τη ρώτησε: «Γιατί όλα τα παιδιά έχουνε μαμά και εμείς δεν έχουμε;» «Εγώ είμαι η μαμά σας» - απάντησε η Καρτέρη.
Η μαμά μεγάλωσε έξι παιδιά, απέκτησε είκοσι εγγόνια και τριάντα εννέα δισέγγονα. Θα ήταν κρίμα αν τα εγγόνια μου και οι υπόλοιποι απόγονοι μου να μη γνωρίσουν γι' αυτήν.
Ήταν καταπληκτική γυναίκα και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Έτσι αποφάσισα να περιγράψω μερικά γεγονότα που μας διηγήθηκε η μαμά και μερικά που θυμάμαι και έχω βιώσει η ίδια.
Μια φορά την ρώτησα:
«Γιατί μερικά από τ' αδέλφια της έχουν το επίθετο Σοφιανίδη, αλλά ο αδελφός της ο Μιλτιάδης και ο πατέρας της το επίθετο Νυμφόπουλο;»
Μου είπε το εξής:
«Πολύ παλιά το επίθετο μας ήταν Μουρατίδη. Εφ όσον το επίθετο αυτό έχει τουρκική προέλευση, σκέφτηκαν να το αλλάξουν.
Για τον πατέρα μου έλεγαν: «Τη Σοφίας τη νύφες ο Κώστης». Και έτσι γίναμε Σοφιανίδη, αλλά του Μιλτιάδη του άρεσε πιο πολύ το Νυμφόπουλος (από το «τη νύφες») και έτσι έγινε Νυμφόπουλος.
Ισχανάντων-Σαντας |
Η Καρτέρη γεννήθηκε στο χωριό Ισχανάντων της Σάντας του Πόντου το 1897. Ήταν τεσσάρων χρονών όταν πέθανε ο πατέρας της ο Κωνσταντίνος Νυμφόπουλος σε ηλικία σαράντα τριών ετών, δάσκαλος στο επάγγελμα.
Μετά το θάνατο του ο γιος του ο Μιλτιάδης, δεκαοκτώ χρονών τότε, δάσκαλος και αυτός, πήρε πάνω του την ευθύνη της οικογένειας. Ο Μιλτιάδης ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της Καρτέρης.
Οι αδελφές της ήταν η Ελένη, η Κερέκη, η Φίλη και η Ευανθία. Ο μικρότερος αδελφός ήταν ο Γιάγκος. Η Καρτέρη έλεγε: «Ο πατέρας μου ίσως δεν θα είχε πεθάνει τόσο νωρίς, νομίζω πως εγώ τον τρόμαξα, λέγοντας του ότι ο μικρός Γιάγκος, δύο ετών έπεσε στο γουϊ» (βαθύ πηγάδι στην αυλή).
Στην πραγματικότητα ο μικρός Γιάγκος έπεσε σε μια μικρή λιμνούλα στην αυλή, που μαζεύτηκαν τα νερά της βροχής και λασπώθηκε. «Ο πατέρας ακούγοντας αυτό τρόμαξε πολύ και αφού ήταν βαριά άρρωστος, δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι και σε μερικές ημέρες πέθανε».
Βέβαια, δεν έφταιγε αυτή, αλλά έτσι νόμιζε.
Από τότε άρχισαν οι δυσκολίες και τα βάσανα της οικογένειας. Η περιουσία τους ήταν μερικές αγελάδες, ένα χωραφάκι. Τα μέρη της Σάντας ήταν άγονα και δεν κατάφερναν να κάνουν πολλά πράγματα.
Το καλοκαίρι δούλευαν για να ετοιμάσουν τρόφιμα για το χειμώνα. Η μητέρα της Καρτέρης, η Μαρούλα έκανε και άλλες προμήθειες. Έβραζε ρύζι σε συμπυκνωμένο γάλα και το άφηνε να στεγνώσει στον ύπαιθρο κάτω από τον ήλιο (το φύλαγαν για το χειμώνα να φτιάχνουν ρυζόγαλο).
Μια μέρα φεύγοντας από το σπίτι είπε στην κόρη της, την Ευανθία, που ήταν τότε εννέα ετών να το προσέχει, να μην το φάνε οι κότες. Αυτή όμως δεν το πρόσεξε. Η μικρή Καρτέρη πέντε ετών και ο Γιάγκος τριών ετών πηγαινοέρχονταν και το έφαγαν όλο.
Το βράδυ επέστρεψε η μαμά Μαρούλα και είδε, πως το ρύζι δεν υπάρχει πια. Οι μικροί δεν ομολόγησαν το φταίξιμο τους και έτσι τιμωρήθηκε η Ευανθία για την απροσεξία της.
Το χειμώνα στα βουνά της Σάντας χιόνιζε πολύ. Μια χρονιά το χιόνι έφτασε στους εβδομήντα πόντους. Οι χωριανοί έκαναν ένα στενό δρομάκι μέσα στο χιόνι για να μπορέσουν τα παιδιά να πάνε στο σχολείο.
Έτρεχαν τα παιδιά, δεν τους ένοιαζε τίποτα, χτυπούσαν, ακουμπούσαν τους περαστικούς που έρχονταν προς το μέρος τους. «Εγώ όμως, πατώντας το χιόνι τραβήχτηκα στην άκρη του δρόμου για να αφήσω τους μεγάλους να περάσουν. Αυτοί μου έλεγαν «μπράβο» και με χάιδευαν στο κεφάλι.
Με αναγνώρισαν και το είπαν στον αδελφό μου τον Μιλτιάδη». Τα έλεγε αυτά σ' εμάς τα παιδιά της ως δίδαγμα, ώστε και εμείς να έχουμε σεβασμό στους μεγάλους.
Πιστοφάντων (Ερείπια του Σχολείου) |
Επτά χρονών η Καρτέρη πήγε σχολείο. Ήταν καλή μαθήτρια. Έμαθε πολλά ποιήματα, τραγούδια, άσματα, παραμύθια και ιστορίες για τους ήρωες του 1821: Θ. Κολοκοτρώνη, Λ. Τζαβέλα, Α. Διάκου και πολλούς άλλους. Τελείωσε μόνο δύο τάξεις του δημοτικού σχολείου. Ο μισθός του Μιλτιάδη δεν έφτανε. Δούλευαν και οι μεγάλες αδελφές, αλλά τα οικονομικά προβλήματα παρέμεναν.
Αναγκάστηκε λοιπόν η μητέρα της η Μαρούλα να στείλει την Καρτέρη οκτώ ετών και την Ευανθία δώδεκα ετών σ' έναν συμπέθερό της να προσέχουν και να βόσκουν τις αγελάδες του. Έτσι άρχισε η δουλειά και για τις μικρότερες αδελφές.
Το καλοκαίρι η Μαρούλα με τα παιδιά και τις αγελάδες ανέβαινε στο «παρχάρ» - στα βοσκοτόπια του βουνού που ήταν σε απόσταση τριών , χιλιομέτρων από το χωριό Ισχανάντων.
Εκτός τις αγελάδες της οικογένειας έπαιρνε και των χωριανών τις αγελάδες για βόσκηση και πληρωνόταν γι' αυτό. Εκεί οι αγελάδες έβοσκαν ελεύθερες για δύο-τρεις μήνες.
Μία φορά η Μαρούλα ξέχασε να πάρει στο βουνό το καρσάν (μεγάλο σκεύος για το γάλα). Έτσι έστειλε την Καρτέρη που ήταν οκτώ χρονών και τον Γιάγκο έξι χρονών να το φέρουν από το σπίτι.
Ο δρόμος, ήταν αρκετά καλός και η Μαρούλα υπολόγισε πως μέχρι το μεσημέρι τα παιδιά θα πρέπει να επιστρέψουν. Αυτοί όμως πήγαιναν παίζοντας στο δρόμο. Έτσι έφτασαν στο χωριό το μεσημέρι.
Μπήκαν στο σπίτι, άνοιξαν το ντουλάπι, βρήκαν μόνο ένα βάζο με παστωμένα χαψία (γάβρους), τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Πήραν ένα μόνο χαψί, το μοίρασαν, το έφαγαν και αποκοιμήθηκαν.
Ύστερα συνέχισαν να παίζουν κανείς δεν ξέρει πόσο. Το απόγευμα θυμήθηκαν πως πρέπει να γυρίσουν στο παρχάρ. Καλά που δεν ξέχασαν το καρσάν. Το πήραν και ξεκίνησαν για το βουνό.
Στην άκρη του χωριού τους είδαν κάποιες γυναίκες και ρωτάνε:
«Που πάτε κατάβραδα;»
Λένε: «Πάμε στο παρχάρ».
«Ου, ου, θα σας φάνε οι λύκοι, νύχτωσε πια».
Όλοι ήξεραν το περιστατικό με την Ευανθία, τη μεγαλύτερη αδελφή τους. Θα την έτρωγαν οι λύκοι. Κατά σύμπτωση βρέθηκαν εκεί κυνηγοί που την έσωσαν.
«Ελάτε να σας δώσουμε δύο κουτάλια να χτυπάτε το καρσάν, έτσι οι λύκοι δεν θα σας πλησιάσουν» - λένε οι γυναίκες.
Πήραν τα κουτάλια, άρχισαν να χτυπούνε το καρσάν και να προχωράνε. Όταν πλησίασαν στο παρχάρ, άκουσε το θόρυβο η μαμά τους και φώναξε τρομαγμένη: «Καρτέρη, Γιάγκο-οοοο!».
Αυτοί ήταν ήδη αρκετά κοντά στις καλύβες. To τενεκεδένιο καρσάν έγινε αγνώριστο από τα χτυπήματα, τσαλακώθηκε πολύ, αλλά ευτυχώς δεν τρυπήθηκε.
Εκείνο το καλοκαίρι η μικρή Καρτέρη έπλεξε στο παρχάρ δώδεκα ζευγάρια κάλτσες (ορτάρια) για τη γάτα.
Έτσι που ήταν ωραίες τις ζήτησαν οι αδελφές της για ενθύμιο. Έπλεκε κάλτσες και για τους μεγάλους.
To 1908, όταν η Καρτέρη ήταν ένδεκα χρονών, η οικογένεια, όπως και πολλές άλλες, μετανάστεψε στο Βατούμ της Ρωσίας. Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τάκβα.
Αμέσως άρχισε η δουλειά στις φυτείες τσαγιού. Η Καρτέρη ήταν επιδέξια, μάζευε το τσάι πολύ γρήγορα. Όταν τελείωνε τη σειρά της οι άλλες γυναίκες ήταν ακόμη στο μισό της σειράς τους. Ο τμηματάρχης έπαιρνε το καλαθάκι της, το σήκωνε πάνω και φώναζε: «Μπράβο Κατερίνα!».
Ο Μιλτιάδης εργαζόταν ως δάσκαλος στο χωριό. Η Ευανθία αρραβωνιάστηκε τον Δαμιανό σε ηλικία δεκαέξι χρονών. Και ενώ ήταν αρραβωνιασμένη την έκλεψε ένας άλλος, ο Γερίκας.
Αυτή η υπόθεση έφερε πολλές στενοχώριες στη μητέρα τους και σ' όλη την οικογένεια, ειδικά στον Μιλτιάδη, που ήταν υπεύθυνος για την οικογένεια. Τελικά η αστυνομία συνέλαβε τους απαγωγείς, τους φυλάκισε και η Ευανθία επέστρεψε στο σπίτι.
Αργότερα παντρεύτηκε τον Δαμιανό. Αξίζει να περιγράψω αυτήν την ιστορία της απαγωγής της Ευανθίας με λεπτομέρειες, θα την καταχωρίσω στο τέλος των αναμνήσεων για την Καρτέρη.
Σε λίγο άρχισαν οι χωριανοί, ο ένας μετά τον άλλον, να ζητάνε την Καρτέρη σε γάμο ενώ αυτή ήταν μόλις δεκατριών ετών. Μια μέρα ήταν μόνη στο σπίτι και έδιωξε έναν από τους υποψήφιους «πεθερούς».
«Θα σε κλέψουμε»-της είπε αυτός.
Κι εκείνη πήρε τις πέτρες και τον πετροβόλησε.
Έφυγε αυτός και είπε στους δικούς του: «Απιδεβάτε το, εκείνο παλαλόν εν, εσκεσκότωνέ με», δηλαδή, «Παρατήστε την, αυτή παλαβή είναι, παραλίγο να με σκότωνε».
Αλλά αυτό το περιστατικό δεν τους κράτησε μακριά, ήρθαν ξανά και ξανά. Η μητέρα της Καρτέρης τους έλεγε: «Μη βλέπετε πως δουλεύει, είναι παιδί ακόμα. Το βράδυ έρχεται από τη δουλειά και παίζει με τις κούκλες». «Δεν πειράζει»,- έλεγαν αυτοί. Ο Μιλτιάδης θέλησε να την δώσουν σ' έναν απ' αυτούς και είπε στη μαμά του:
«Είναι καλοί άνθρωποι, ευκατάστατοι, και ο γαμπρός είναι καλό παιδί».
Και τότε η Καρτέρη του λέει: «Ξέρεις, Μιλτιάδη, εγώ τώρα δουλεύω και μπορώ να συντηρώ τον εαυτό μου, μην προσπαθείς να με διώξεις».
«Μα δεν είναι έτσι, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να παντρευτείς κάποιον, θέλω να πας σε καλό σπίτι, το καταλαβαίνεις;»- της απαντά εκείνος. Μετά από πολλά χρόνια έλεγε σε μας, τα παιδιά της πως μετάνιωσε που του μίλησε έτσι.
Τον θυμόταν συχνά και έλεγε: «Ε' κιτί Μιλτιάδη, ντο Μιλτιάδης έτονε», -και δάκρυζαν τα μάτια της.
Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς όταν τελείωσαν οι δουλειές στα χωράφια, η Μαρούλα σκέφτηκε να επισκεφθεί τον αδελφό της τον Τσολάχ στο Σουχούμ και για να μην γίνει κάτι δυσάρεστο στην κόρη της όσο θα έλειπε την πήρε μαζί της.
Να πω λίγα λόγια και για τον θείο μας τον Τσολάχ. «Τσολάχ» ήταν το παρατσούκλι του, και τον έλεγαν έτσι γιατί του έλειπε ένα δάκτυλο. Το επίθετο του ήταν Τσαχουρίδης.
Ο θείος μας εκείνη την εποχή της μετανάστευσης ήταν ένας από τους πιο ευκατάστατους Ποντίους. Έχτισε ένα μεγάλο σπίτι κάτω στην πόλη, στο Σουχούμ με
μεγάλη αυλή και χώρο για να φιλοξενεί τους χωριανούς που κατέβαζαν
στην πόλη τα καπνά τους για να τα παραδώσουν στους καπνέμπορους. '
Ένας από αυτούς τους χωριανούς ήταν ο πατέρας μου που έτυχε να
κατεβάσει και αυτός τα καπνά του στην πόλη.
Ο αδελφός της Μαρούλας είχε φιλικές σχέσεις με τους Τσινακάντας, μα πιο πολύ έκανε παρέα με τον πατέρα μου, τον Τσινάκ τον Γιάνγκον. '
Βλέποντας την Μαρούλα με την Καρτέρη στο σπίτι του Τσολάχ τον ρωτάει: «Ποιοι είναι αυτοί;»
Απάντησε: «Είναι η αδελφή μου με την κόρη της από το Βατούμ που ήρθαν να με δουν».
«Έχεις τέτοια ανιψιά! Γνωρίζεις πως ψάχνω μία κοπέλα να παντρευτώ και δεν μου λες τίποτα;»
Ο πατέρας μου τότε ήταν μόλις είκοσι ενός ετών. «Πες τους, - λέει ο Γιάγκος - το βράδυ θα έρθουμε να τη ζητήσουμε σε γάμο», και έφυγε για το χωριό.
Ο θείος μας ο Τσολάχ το ανακοίνωσε στην Μαρούλα και στην Καρτέρη. Τις είπε πως ο Γιάγκος κατάγεται από καλή οικογένεια.
Η Καρτέρη παραλίγο να τρελαθεί, καθόλου δεν της άρεσε ο νεαρός, ήταν και
πρόχειρα ντυμένος με ζίβρα και κουκούλα... Δεν ήθελε να τον ξαναδεί.
Κλαίει και η μαμά της.
Το βράδυ ήρθε στο σπίτι του Τσολάχ ο Γιάγκος με την μάνα του και τον γαμπρό του Στάθιο Τσάτσα. Έκανε την πρόταση γάμου. Ο θείος μου λέει:
«Τι να πω εγώ; Να, από τότε που το άκουσαν κλαίνε και οι δυο. Αυτοί επιμένουν και απειλούν:
«Αν δεν θέλουν με το καλό, θα την κλέψουμε. Αυτό τρόμαξε την Μαρούλα γιατί υπέφερε πολύ από το περιστατικό με την απαγωγή της Ευανθίας. «Μόνο για κλέψιμο μην μου λέτε και ας γίνει με το καλό». Αυτοί, μόλις άκουσαν αυτό, έτρεξαν,
έφεραν το φαετόν και τους πήραν στο χωριό.
Η θεία μας, η Θυμία Τσάτσα, η αδελφή του μπαμπά, όταν την είδε είπε:
«Αβούτε μη εν η νύφε, ντο θα γίνουμε, ατό μωρόν εν».
Την άλλη μέρα της φόρεσαν ζουπούνες (χοντρά ρούχα) από κάτω και από πάνω το νυφικό και πήγαν για στεφάνωμα, και έγινε ο γάμος πριν καλά-καλά γίνει η Καρτέρη δεκατεσσάρων χρονών.
Αργότερα η Μαρούλα πήρε στο Σουχούμ και τον μικρό γιο της τον Γιάγκο και έμειναν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα.
Σε λίγα χρόνια ο Μιλτιάδης με την οικογένεια του έφυγε πίσω στην Τραπεζούντα και από κει αργότερα κατά την περίοδο της ποντιακής καταστροφής μετανάστεψε στην Ελλάδα.
Επίσης έφυγαν και οι μεγαλύτερες αδελφές της Καρτέρης με τις οικογένειες τους. Ύστερα ο Μιλτιάδης πήρε στην Ελλάδα και την μητέρα του την Μαρούλα με τον Γιάγκο.
Η Καρτέρη έμεινε στο Σουχούμ και η Ευανθία στο Βατούμ. Διασκορπίστηκαν όλοι και μέχρι το τέλος της ζωής της η Καρτέρη δεν ξαναείδε κανέναν από την οικογένεια της εκτός από την Ευανθία την οποία την επισκεπτόταν σπάνια.
Στα δεκαέξι χρόνια της η Καρτέρη έγινε μητέρα, είχε τον πρώτο της γιο τον Κοσμά. Έτσι τελείωσε η παιδική ζωή της Καρτέρης. Τα παιχνίδια και οι κούκλες έμειναν μέσα στο καλαθάκι και στα δεκατέσσερα της χρόνια άρχισε μια άλλη ζωή με δυσκολίες και περιπέτειες.
Με την πεθερά της έζησε τρία χρόνια. Αυτή απαιτούσε παρά πολλά πράγματα και δουλειές από τη νύφη. Αυτό την βασάνιζε πάρα πολύ. Ευτυχώς, ο πατέρας μου ο Γιάγκος ήταν πολύ σωστός άνθρωπος, καλός νοικοκύρης και τεχνίτης, τολμηρός και δίκαιος.
Κατάλαβε την κατάσταση και δεν φοβήθηκε να φύγει από τους γονείς του, να συνεχίσει τη ζωή του με την Καρτέρη. Μια μέρα αυτοί οι δύο πήραν το μωρό, ένα κρεβάτι, μια κατσαρόλα και πήγαν σε μία παράγκα που είχαν στο βουνό μέσα σ' ένα από τα χωράφια τους, τρία χιλιόμετρα μακριά από το χωριό.
Το βουνό αυτό το έλεγαν «τι τσινακάντων το ρασσίν». Έτσι το νεαρό ζευγάρι χώρισε από τους γονείς και άρχισε μία ζωή από το μηδέν. Ο Γιάγκος είχε ακόμα δυο μικρότερους αδελφούς που επρόκειτο να παντρευτούν, συνεπώς οι γονείς του δεν θα ήταν μόνοι.
Έλεγε αργότερα η μαμά πως η πεθερά της είχε χρυσά φλουριά. Μια φορά της τα έδειξε, ήταν αρκετά. Ύστερα τα έκρυψε, κανείς δεν ήξερε που. Εκείνη πέθανε άξαφνα στο παρχάρ, και έτσι χάθηκαν τα φλουριά.
Τα χρόνια εκείνα περίπου από το 1912 μέχρι το 1917 ήταν καλά. Δούλεψαν και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να χτίσουν ένα σπίτι, είχαν ζώα, κήπο, χωράφι και άλλα.
Απέκτησαν οκτώ παιδιά, τα δυο από τα οποία πέθαναν σε μικρή ηλικία. Πολλές φορές η Καρτέρη πήγαινε για δουλειά στο χωράφι με το μωρό στην πλάτη.
Ο πατέρας μου μερικές φορές δούλευε έξω και ερχόταν σπίτι μόνο το Σαββατοκύριακο.
Ρωτούσαν οι γυναίκες τη μαμά: «Καρτέρη, δεν φοβάσαι και μένεις στο βουνό με τα παιδιά, αφού ο άντρας σου λείπει και οι γείτονες είναι μακριά;»
Τους έλεγε: «Το τουφέκι κρέμεται στον τοίχο, ας τολμήσει να έρθει κανείς!».
Τα καλοκαίρια πήγαιναν στο παρχάρ με τα παιδιά και τις αγελάδες.
Εδώ τα παρχάρια ήταν μακριά στο βουνό, από το χωριό μας απείχαν περίπου σαράντα χιλιόμετρα. Ο δρόμος ήταν δύσκολος και επικίνδυνος.
Ο πατέρας συνήθως οδηγούσε ένα άλογο φορτωμένο με απαραίτητα πράγματα, τα παιδιά κατεύθυναν τα ζώα στο δρόμο και η μαμά ήταν πάντα δίπλα στον πατέρα έτοιμη να τον βοηθήσει αν χρειαστεί.
Έτυχε μια φορά να πέσει ένα φορτωμένο άλογο και κατρακύλησε στην κατηφόρα. Από θαύμα σταμάτησε κάπου στην πλαγιά του βουνού. Ο πατέρας κράτησε σφιχτά το κεφάλι του αλόγου να μη προσπαθήσει να σηκωθεί, αλλιώς θα έπεφτε στον γκρεμό. Έτρεξε αμέσως η μαμά, πρόλαβε να κόψει με το μαχαίρι, που είχε πάντα μαζί της τη ζώνη της σέλας και ελευθέρωσε το άλογο από το φορτίο.
Έτσι σηκώθηκε το άλογο, οι δυο τους μετέφεραν τα πράγματα πιο πάνω, ξεκουράστηκαν λίγο και συνέχισαν την πορεία τους.
Σανταίοι στο Σοχούμ (1902) |
Η μαμά είπε: «Φέρτε μου πέτρες και εγώ θα χτίσω το φούρνο». Είπε τι είδους πέτρες χρειάζεται και έχτισε το φούρνο. Το απόγευμα έκαναν και ψωμιά!
Οι γυναίκες την θαύμαζαν: «Μα τι γυναίκα είναι αυτή; Μοδίστρα είναι, ράβει, πλέκει, κουρεύει, φουρνιά χτίζει, γιατρός είναι». Μια φορά ο αδελφός μου ο Κοσμάς σε μικρή ηλικία έπεσε και έσπασε το χέρι του.
Δεν υπήρχαν τότε γιατροί στο χωριό. Μέναμε στο βουνό, απομονωμένοι. Κάλεσαν λοιπόν έναν γέρο από την Άκαπα (γειτονικό χωριό), τον Κοτάνον. Αυτός τις είπε: «Είμαι γέρος και πριν πεθάνω θέλω και εσείς να μάθετε λίγα από τα πρακτικά που γνωρίζω».
Τις έμαθε μερικά πράγματα. Με τις γνώσεις αυτές, αλλά και με την τόλμη της πόσους γιάτρεψε, πόσα χέρια και πόδια σπασμένα έδεσε, πόσες πληγές θεράπευσε, ακόμα και χειρουργική επέμβαση (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) έκανε.
Έσωσε ανθρώπους από θάνατο. Έκανε και την μαμή, πολλές γυναίκες ελευθέρωσε, ιδιαίτερα στην εξορία, στο Καζαχστάν αφού και εκεί δεν υπήρχαν γιατροί. Ελευθέρωνε αγελάδες στη γέννα.
Έλεγε: «Όταν βλέπεις να έρχεται το μοσχαράκι με τα δύο μπροστινά πόδια χωρίς να βλέπεις το κεφάλι του, τότε υπάρχει πρόβλημα. Πιθανώς το κεφάλι να πήγε προς τα πίσω, τότε είναι απαραίτητη η επέμβαση του ανθρώπου. Με καθαρά χέρια και κομμένα τα νύχια πρέπει με προσοχή να βάλεις τα χέρια στη μήτρα της αγελάδας, να βρεις το κεφάλι και να το φέρεις κοντά στα πόδια και να περιμένεις.
Από εκεί και πέρα η γέννα θα προχωράει φυσιολογικά. Και δεν χρειάζεται αυτός που βοηθάει στη γέννα να έχει μεγάλη δύναμη, αρκεί να είναι επιδέξιος». Μια φορά χειρούργησε μία κότα που δηλητηριάστηκε από φαρμάκι το οποίο χρησιμοποιούσαν για τα ζωύφια που έκοβαν τις ρίζες των φρεσκοφυτευμένων φυτών.
Η κότα τυχαία βρέθηκε στο χωράφι. Όταν το βράδυ μαζεύτηκαν όλες οι κότες στο κοτέτσι, αυτή δεν πήγε μαζί με τις άλλες, γιατί ήταν πολύ αδύναμη. Η μαμά αμέσως κατάλαβε τι έγινε. Με τη νύφη μας την Κορνηλία πήρανε την κότα. Η μαμά έκοψε το στομάχι της, το άδειασε, το έπλυνε και το γέμισε με βουτυρωμένο ψωμί και το έραψε.
Για δύο μέρες είχε την κότα χωριστά από τις άλλες. Σιγά-σιγά η κότα άρχισε να τρώει και τελικά έγινε καλά. Το μοναδικό ελάττωμα που απέκτησε η κότα ήταν ότι δεν ξαναέκανε αυγά.
Ήταν πολύ τολμηρή. Μια μέρα ο πατέρας μου έστησε παγίδα να πιάσει τον άρκαλο (πορσούφι) που κατέστρεφε τα χωράφια. Πιάστηκε ο πορσούφης από το πόδι του και προσπαθούσε να φύγει.
Τότε η μαμά τον έπιασε για να τον καλοδέσει μέχρι να έρθει ο πατέρας. Τα κατάφερε, άλλα και εκείνος την δάγκωσε στο χέρι. Ήταν αρκετά μεγάλο ζώο.
Στα χωράφια μας υπήρχαν αρκετά φίδια. Όταν έβλεπε φίδι, οπωσδήποτε έπρεπε να το σκοτώσει. Μια μέρα, επιστρέφοντας από το χωράφι στο σπίτι φορτωμένη στην πλάτη, είδε στο δρόμο ένα φίδι. Αποφάσισε να το πατήσει με τα πόδια. Το πάτησε δυο φορές, την τρίτη φορά του πάτησε το κεφάλι του και το σκότωσε.
Η Καρτέρη στα τριάντα έξι της χρόνια έγινε γιαγιά. Ο Κοσμάς, ο μεγαλύτερος αδελφός μου και η γυναίκα του η Κορνηλία απέκτησαν τον Γιώργο το 1933. Μετά παντρεύτηκαν ο Αλέξανδρος κα ο Ματθαίος.. Ρωτούσαν οι γυναίκες τη μαμά: «Καρτέρη, ποτέ δεν παραπονιέσαι για τις νύφες σου, είναι καλές;»
«Βεβαίως είναι καλές, - έλεγε η μαμά, - και ξέρετε γιατί; Γιατί πριν πω μία λέξη στη νύφη μου, πρώτα σκέφτομαι την απάντηση που θα πάρω και ύστερα μιλώ. Και όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, το συζητάμε όλες μαζί ήρεμα, χωρίς φωνές, και έτσι λύνουμε τα προβλήματα χωρίς να τρέχουμε στη γειτονιά».
Μετά την επανάσταση το 1917 και τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου (1918 - 1920) τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Με το καθεστώς του Στάλιν οι συλλήψεις γινόντουσαν χωρίς αιτία.
Πολλούς γέρους φυλάκισαν και άλλοι πολλοί κινδύνευσαν. Υπήρχαν πολλοί προδότες που ήθελαν να φανούν καλοί στα μάτια των αρχών, τελικά και αυτοί κατέληγαν στις φυλακές.
Ο πατέρας μου έκανε τη δουλειά εφοριακού, δεν ήταν κομμουνιστής αλλά είχε το σεβασμό των χωριανών. Ήταν όλοι υποχρεωμένοι να δουλεύουν στο κολχόζ, αλλιώς τους περίμενε η φυλακή.
Μια μέρα ο πρόεδρος του χωριού λέει του πατέρα μου: «Ξέρεις Γιάγκο, πρέπει να μπεις στο κολχόζ ως παράδειγμα για όλους». Το κολχόζ ήταν καταστροφή. Εκτός από το ότι έπαιρναν τα χωράφια και τις αγελάδες των χωριανών, έπρεπε να δουλεύουν σχεδόν δωρεάν.
Στην καλύτερη περίπτωση τους έδιναν λίγα λεφτά. Λοιπόν ο πατέρας μου στην πρόταση του προέδρου είπε πως θα το σκεφτεί. Το βράδυ ενημέρωσε τη μαμά για την πρόταση του προέδρου. Αυτή δεν συμφωνούσε.
Ο πατέρας μου λέει: «Θέλεις να με φυλακίσουν;» «Αν είναι έτσι,- λέει η μαμά,- τότε κάνε όπως ξέρεις». Δεν υπήρχε άλλη λύση από το να μπουν στο κολχόζ. Και το έκαναν. Έτσι, πήραν όλα τα χωράφια μας και άφησαν μόνο ενάμιση στρέμμα γης. Για έναν χωρικό με μεγάλη οικογένεια αυτό ήταν σχεδόν τίποτε.
Όταν ήμουν έξι - εφτά χρονών (1934) αρρώστησε ο πατέρας μας από τύφο. Αμέσως τον πήγαν στο νοσοκομείο στην πόλη, αλλά δεν έγινε καλά.
Τελικά οι γιατροί με την αφορμή για να μη μεταδοθεί η αρρώστια στους άλλους ασθενείς τον κατέβασαν στο υπόγειο, στο νεκροτομείο.
Την επόμενη ημέρα μια νοσοκόμα κατέβηκε κάτω για κάποια δουλειά και ο πατέρας μου της ζήτησε νερό να πιει. Αυτή του λέει, - «Εσύ ζεις ακόμα;» Όταν ανέβηκε πάνω η νοσοκόμα, το είπε στους ανθρώπους που ήταν γύρω.
Εκείνη τη στιγμή κατά τύχη βρέθηκαν στο νοσοκομείο τ' αδέλφια μου ο Κοσμάς και ο Ματθαίος που πήγαν να δουν τον πατέρα. Σαν άκουσαν τι έγινε, έκαναν εκεί μια φασαρία με τους γιατρούς, νοσοκόμες και τελικά πήραν τον πατέρα και έφυγαν για το χωριό.
Τον έφεραν στην αδελφή του την Θυμία επειδή το σπίτι της ήταν μέσα στο χωριό και ήταν μεγάλο. Η μαμά εκεί τον φρόντιζε. Τον είχαν απομονωμένο, τον γιάτρευαν με αντιπυρετικά και αυστηρή δίαιτα.
Ο νοσοκόμος του χωριού ο Ρώσος Λίπκιν του έκανε κάποιες ενέσεις. Σε μερικές εβδομάδες έγινε καλά και έφυγαν από το χωριό στο δικό μας σπίτι στο βουνό. Σε αυτές τις συνθήκες και με τέτοια συμπεριφορά γιατρών και νοσοκόμων πολλοί άρρωστοι δεν τα κατάφερναν να επιζήσουν και πέθαιναν απ' αυτή την τρομερή αρρώστια.
Μετά από τον «πόλεμο» της κυβέρνησης με το λαό, το 1941 άρχισε ο πόλεμος με την Γερμανία. Έφυγαν τα παιδιά του χωριού στον πόλεμο, πολλά από αυτά σκοτώθηκαν, μερικά γύρισαν πίσω. Όλες οι οικογένειες, γυναίκες, γέροι και παιδιά του σχολείου δούλευαν στις φυτείες τσαγιού και του καπνού για να βοηθήσουν το στρατό.
Θυμάμαι πως καταργήθηκαν τα μαθήματα στο σχολείο το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο για να μαζεύουμε τη σοδιά: καλαμπόκι, καπνό, σταφύλια κ. τ. λ. Η μαμά δούλευε στο εργαστήριο όπου φτιάχνανε κλωστή από μαλλί και έπλεκαν κάλτσες για τους στρατιώτες. Τα βράδια μετά το σχολείο και εμείς με την αδελφή μου την Ελένη βοηθούσαμε τη μαμά.
Ο πόλεμος, ασφαλώς, ήταν ένα μεγάλο κακό και δυστυχία, αλλά μετά τον πόλεμο, όταν οι άνθρωποι προσπαθούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους ειρηνικά, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κάτι φοβερό, που δεν περίμενε κανείς.
Το 1949 εμάς, τους Έλληνες του Καύκασου, μας εξόρισαν στο Καζαχστάν και πηγαίναμε από το κακό στο χειρότερο. Αυτό ήταν ένα θλιβερό γεγονός.
Παρ' όλες τις δύσκολες στιγμές, σοβαρές αρρώστιες, πολέμους που πέρασε η μαμά ήξερε ακόμα και να διασκεδάζει. Βεβαίως δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε το χρόνο να πάνε κάπου για γλέντι, εκτός αν γινόταν κάποιος γάμος, αρραβώνας ή βαφτίσια. Πολλές φορές την καλούσαν να μαγειρεύει γιατί τα κατάφερνε πολύ καλά. Γλεντούσαν μερικές φορές στο σπίτι μας τις γιορτές. Από τα μουσικά όργανα ήξερε το νταούλι. Ο πατέρας μου έπαιζε την λύρα. Μαζεύονταν φίλοι, γείτονες, κουμπάροι και διασκέδαζαν.
Η μαμά ήξερε πολλά άσματα και τραγουδούσε: «Δώδεκα ευζωνάκια», «Σαράντα παλικάρια» και άλλα. Θυμάμαι όταν τραγουδούσε; «Ο λιγυρόν και κοφτερόν σπαθί μου», όλοι την άκουγαν με σκυμμένα κεφάλια και δάκρια στα μάτια.
Ήξερε πάρα πολλά παραμύθια, ιστορίες από την βίβλο, αινίγματα, ποιήματα και μας τα έλεγε, ιδιαίτερα τα βράδια, όταν δεν είχε δουλειές. Ήξερε επίσης πολλά παιχνίδια: χαρτιά, τάβλι, ντάμα, ντόμινο και άλλα. Έπαιζαν τα βράδια με τον πατέρα μου, ακόμα και με μας. Θυμάμαι μερικά ανέκδοτα και αινίγματα που μας έλεγε τότε.
Οι δυο κλέφτες
Έκλεψαν τα λάχανα απ' τον κήπο του χωρικού και όταν τους υποψιάστηκαν τους πήγαν στο δικαστήριο. Ο ένας ορκίζεται και λέει ότι δεν πάτησε στον κήπο, ο άλλος ορκίζεται και λέει ότι δεν έκοψε κανένα λάχανο.
Τους δικαίωσαν και τους δυο, αφού ορκίστηκαν. Και όμως τα λάχανα τα έκλεψαν αυτοί. Πως το έκαναν;
(Ο ένας που μπήκε στον κήπο δεν έκοψε λάχανο, ο άλλος που ήταν στην πλάτη του πρώτου έκοψε τα λάχανα, αλλά δεν πάτησε στον κήπο. Έτσι δικαιώθηκαν.)
Οι δυο ψεύτες
Ο ένας λέει: «Είδα ένα μεγάλο λάχανο που είκοσι άνθρωποι δεν μπορούσαν να το σηκώσουν πάνω».
Ο άλλος λέει: « Εγώ είδα ένα μεγάλο λέβητα που οι τριάντα άνθρωποι δεν μπορούσαν να το σηκώσουν πάνω».
«Οοο… λέει ο πρώτος, - τι μεγάλο ψέμα! Και τι θα το έκαναν τόσο μεγάλο λέβητα;» «Θα έβραζαν μέσα το δικό σου λάχανο» - απάντησε ο πρώτος ψεύτης.
Ο καβαλάρης και η κοπέλα
«Ένας καβαλάρης με μια κοπέλα πάνω στο άλογο διασχίζουν την πόλη. Ο κόσμος τους βλέπει και γελάει. Η κοπέλα λέει απορώντας: «Γιατί γελάτε, δεν είμαστε ξένοι, τ' αυτουνού η μάνα τη μάνασιμ η πεθερά εν». Τι ήταν αυτοί αναμεταξύ τους; (πατέρας και κόρη).
«Ένας καβαλάρης με μια κοπέλα πάνω στο άλογο διασχίζουν την πόλη. Ο κόσμος τους βλέπει και γελάει. Η κοπέλα λέει απορώντας: «Γιατί γελάτε, δεν είμαστε ξένοι, τ' αυτουνού η μάνα τη μάνασιμ η πεθερά εν». Τι ήταν αυτοί αναμεταξύ τους; (πατέρας και κόρη).
Όταν η μαμά δεν μπορούσε να κάνει μια δουλειά μόνη της, τα βράδια οργάνωνε όλη την οικογένεια να γίνει η δουλειά. Όταν επρόκειτο να καθαρίσουμε τα καλαμπόκια ή τα φασόλια, η δουλειά γινόταν παιχνίδι, ένα παιχνίδι με ζωηρότητα για να μη νυστάξει κανείς.
Εγώ ήμουν η πιο μικρή, καθόμουν πάνω στη στοίβα (τη λέγαμε χαρμάνι), οι άλλοι όλοι γύρω-γύρω και η δουλειά άρχιζε . Η μαμά λέει: «Τώρα παίζουμε, η Κίτσα είναι το νούμερο ένα, η Ελένη το νούμερο δύο, ο Κώτης το τρία, ο Ματθαίος το τέσσερα, ο Αλέξανδρος το πέντε, Κοσμάς το έξι, η Κορνηλία το επτά, ο πατέρας το οκτώ και εγώ (δηλαδή η μαμά) το εννέα, και η δουλειά άρχιζε .
Η μαμά λέει: «Τώρα παίζουμε. Έχω ένα κολοκυθάκι και έχει μέσα τρία πιπίλια (κουκούτσια). Όποιος λοιπόν έχει το νούμερο τρία, πρέπει αμέσως να λέει: «γιατί τρία, ας έχει πέντε».
Το νούμερο πέντε πρέπει αμέσως να λέει: «Γιατί πέντε, ας έχει έξι» και έτσι συνεχίζεται το παιχνίδι μέχρι που να χάσει κάποιος. Έχανε εκείνος που έλεγε το δικό του νούμερο, είτε το νούμερο του αντίπαλου , είτε το νούμερο που δεν υπήρχε. Οταν έβλεπαν πως εγώ νυστάζω, άρχιζαν συνέχεια να λένε το δικό μου νούμερο και εγώ προσπαθούσα να απαντήσω, να μη χάσω, αλλιώς θα κάνω την φωνή του πετεινού ή της γάτας, ή του σκύλου.
Εγώ είχα αγωνία, τα χέρια μου σταματούσαν. Εν τω μεταξύ κάποιος φωνάζει: «Δουλειά, δουλειά». Εγώ έπρεπε να δουλεύω και να μη χάσω κιόλας. Όλοι γελούσαν και η δουλειά συνεχιζόταν και κανείς δεν νύσταζε.
Όλα αυτά θυμόμαστε εμείς, τα παιδιά της, ακόμα και πως διάβαζε καθημερινά τα τροπάρια του όρθρου και του ακάθιστου ύμνου, που τα είχε αντιγράψει με το χέρι της από ένα βιβλίο που της έδωσε ένας συγγενής.
Στη Ρωσία δεν υπήρχαν θρησκευτικά βιβλία, ούτε εκδίδονταν μέχρι το 1985. Όποιος είχε κανένα βιβλίο με θρησκευτικό περιεχόμενο από παλιά, το κρατούσε κρυφά, επειδή ήταν παράνομο. Τα διάβαζε, τα τροπάρια λοιπόν, και σε άρρωστους με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, εφόσον δεν υπήρχε άλλη αντιμετώπιση και καμιά φορά βοηθούσε κιόλας.
Αυτά όλα τα θυμόμαστε εμείς τα παιδιά της, αλλά ο κόσμος την θυμάται σαν μία γυναίκα, που γιάτρευε τους ανθρώπους χωρίς να είναι γιατρός. Εδώ θέλω να αναφερθώ σε μερικά περιστατικά από τις πετυχημένες θεραπείες που έκανε στη ζωή της. Μας τα έλεγε και ταυτόχρονα μας μάθαινε να ξέρουμε και εμείς όλα απ' όσα ήξερε εκείνη.
Για πολλά πράγματα εμείς, τα παιδιά της, ήμασταν μάρτυρες. Λοιπόν ένα απ' αυτά που μας έλεγε: «Ο γέρος Τοσούνογλης (στο παρχάρ) είχε στην πλάτη του ένα μεγάλο απόστημα.
Εκεί φυσικά, δεν υπήρχαν γιατροί. Πονούσε ανυπόφορα. Κάποιος το χάραξε, αλλά εκείνο δεν ήταν ώριμο και αντί να βγει το πύον, χειροτέρεψε. Κάλεσαν τη μαμά. Αυτή όταν το είδε, κατάλαβε πως χρειάζεται επέμβαση, ήδη άρχισε γύρω - γύρω ν' ασπρίζει, αλλά πάνω στο παρχάρ δεν υπήρχε γιατρός.
Ούτε να τον κατεβάσουν στην πόλη μπορούσαν. Ο γέρος λέει: «Καρτέρη, κάνε ότι μπορείς και ας γίνει ότι γίνει. Το ακούμπησε και κατάλαβε πως πρέπει να ανοιχτεί. Ετοίμασε το νυστέρι και το έκανε. Σε μερικές μέρες έγινε καλά ο γέρος.
Άλλο περιστατικό. Η Σοφία, η κόρη της θείας Θυμίας (αδελφή του μπαμπά μας), ήταν σε κακή κατάσταση όταν το χειμώνα με δύσκολες συνθήκες (στο σπίτι του άνδρα της) γέννησε ένα νεκρό παιδί.
Η θεία Θυμία ήταν θυμωμένη με τη Σοφία γιατί αυτή παντρεύτηκε χωρίς την έγκριση της. Αυτό ήταν περίπου το 1940. Λοιπόν κάλεσαν τη μαμά εκεί. Αυτή πρώτα επισκέφτηκε τη Σοφία, μετά πήγε στην κουνιάδα της τη Θυμία και λέει:
«Η Σοφία είναι χάλια, αβοήθητη. Αν θέλεις να την σώσουμε, πρέπει αμέσως να την πάρεις από κει και να την φέρεις στο σπίτι σου (η Θυμία είχε μεγάλο σπίτι) να μπορέσω να την βοηθήσω.
Ξέχασε το θυμό σου και κάνε ότι πρέπει». Τρόμαξε η θεία μόλις άκουσε αυτά. Έκανε ότι της είπε η μαμά και έτσι σε μερικές εβδομάδες με γιατρικά και κομπρέσες θεράπευσε τη Σοφία και από τότε καλυτέρεψαν και οι σχέσεις μητέρας και κόρης.
Ο Παύλος, ο αδελφός της Σοφίας, ήρθε ένα πρωί και μου λέει: «Κίτσα, σήμερα να πεις στον διευθυντή πως δεν θα έρθω στο σχολείο γιατί θα πάω στην πόλη, στον χειρούργο.
Εμείς με τον Παύλο δουλεύαμε μαζί στο σχολείο. Ήταν και αυτός δάσκαλος. Αυτό το γεγονός έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο το 1945-46. Η μαμά τον ρωτάει: Και γιατί στον χειρούργο, τι έπαθες;
Και της δείχνει το χέρι του πρησμένο με το αγκάθι στην παλάμη, που άρχισε να μαζεύει πύον. Ανέβασε και πυρετό. Η μαμά του λέει: Μην πας πουθενά. Πως θα περπατήσεις δέκα χιλιόμετρα μέχρι την πόλη; Ο Παύλος λέει: «Απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου, πως μπορείς να με βοηθήσεις;» Η μαμά του έκανε λουτρό στο χέρι με ζεστό νερό περίπου για μισή ώρα, μετά πήρε μία βελόνα και έβγαλε το αγκάθι. Στη συνέχεια του έκανε κομπρέσα με βότκα.
Ο Παύλος λέει: «Να είσαι καλά θεία, ήδη νιώθω καλύτερα». «Τώρα, - του λέει η μαμά, - πήγαινε να κοιμηθείς και θα συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε μέρα λουτρά και κομπρέσες για το χέρι ώσπου να γίνεις εντελώς καλά».
Η Μαρίκα της Δεσποίνης Κεσποπούλου έσπασε το πόδι της. Δεν υπήρχε τρόπος για να μεταφερθεί στην πόλη, στο νοσοκομείο. Έπρεπε αμέσως να γίνει κάτι. Κάλεσαν τη μαμά.
Αυτή όπως μπόρεσε έκανε την ανάταξη, περιποιήθηκε την πληγή και έδεσε το πόδι με επίδεσμο και με χαρτόνια. Έτσι ακινητοποίησε το τραυματισμένο πόδι. Λίγο αργότερα, όταν έκλεισε η πληγή, έκανε λουτρά και κομπρέσες στο πόδι. Έγινε καλά η γυναίκα.
Τον Γιάννη τον Τσάτσα τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο, τραυματίστηκε σοβαρά στο θώρακα. Τον θεράπευσε η μαμά και έγινε καλά.
Επίσης ο Ανέστης Οφλίδης χτυπήθηκε από αυτοκίνητο. Τον γιάτρεψε και αυτόν και πολλούς άλλους στο χωριό. Ήταν άνθρωπος της προσφοράς. Όλα τα έκανε δωρεάν από καρδιάς, από μεγαλοψυχία και από αγάπη προς το Θεό.
Ο κόσμος την αγαπούσε. Ακόμα και για τους Καζάχους τα χρόνια της εξορίας έκανε ότι μπορούσε. Νοιαζόταν περισσότερο για τους άλλους παρά για τον εαυτό της. Ακόμα και όταν γέρασε την καλούσαν.
Ο Κώτης της έλεγε: «Μη πηγαίνεις, είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη στους δρόμους», αλλά αυτή ήθελε πάντα να βρίσκεται εκεί, όπου ήταν ανάγκη για να βοηθήσει.
Στην εξορία μας άφησαν χωρίς στέγη σε μια έρημο του Καζαχστάν, όπου ζούσαν μερικοί Καζάχοι τσοπάνοι που έβοσκαν τα πρόβατα τους. Η μαμά αρρώστησε σοβαρά, έπαθε ζημιά στα νεφρά της. Το κέντρο όπου είχε ιατρό βρισκόταν είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά.
Δεν μας επιτρεπόταν να πάμε εκεί. Σ' αυτή την κατάσταση η μαμά δεν μπορούσε να πίνει το αλμυρό νερό από το ποτάμι γεμάτο με φίδια. Και το πηγάδι ήταν επίσης βρόμικο.
Ήμασταν αναγκασμένοι οπωσδήποτε να βρούμε καλό νερό. Ένας ντόπιος Καζάχος είπε στον αδελφό μου τον Κώτη πως στην Κουρκατά, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό υπάρχει καλό νερό. Ο Κώτης πήγαινε με το ποδήλατο και κουβάλησε από εκεί νερό.
Βρήκε έναν γιατρό και τον έφερε κρυφά στο σπίτι να θεραπεύσει τη μαμά. Σιγά-σιγά η μαμά μας έγινε καλά.
Ίδια κατάσταση επικρατούσε και σε άλλα μέρη του Καζαχστάν, όπου ήταν εξορισμένοι οι δικοί μας. Ήμασταν σκορπισμένοι παντού. Πολλοί γέροι και παιδιά δεν άντεξαν και πέθαναν.
Έτσι ο αδελφός μου, ο Αλέξανδρος που ήταν εξορισμένος στο νότιο Καζαχστάν έχασε τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του που πέθαναν από λοιμώξεις.
Ο Ματθαίος από την πρώην γυναίκα του την Αυγή είχε ένα αγοράκι που πέθανε και αυτό. Η αδερφή μου η Ελένη στο Κιζίλ-Ορδά έχασε και αυτή το αγοράκι της. Και ένα ακόμη αγοράκι της πέθανε στο Σουχούμ μετά την επιστροφή. Και έτσι η μαμά εκείνη την εποχή έχασε έξι εγγόνια. Συνολικά εφτά χρόνια παλεύαμε όλοι μαζί στο Καζαχστάν να επιβιώσουμε.
Ένα απίστευτο περιστατικό έχει συμβεί στο Καζαχστάν. Το χειμώνα του 1954 στη φέρμα (φάρμα-κολχόζ) που ζούσαμε γεννήθηκε ένα αγοράκι. Το μωρό αυτό είχε ένα ελάττωμα.
Το ευθύ έντερο του στο τέλος ήταν κλειστό από ένα πάρα πολύ λεπτό αλλά γερό πετσάκι (μεμβράνη), δεν σχιζόταν από μόνο του. Το μωρό έτρωγε κανονικά αλλά δεν είχε κενώσεις. Αυτό διαρκούσε μερικές ημέρες, αλλά η νεαρή μαμά δεν το πρόσεξε, ώσπου μια μέρα, όταν θήλαζε το γάλα άρχισε να βγαίνει από το στόμα του παιδιού, έκανε εμετούς και χειροτέρευε η κατάσταση του από λεπτό σε λεπτό.
Όπως είπα και πριν, γιατροί δεν υπήρχαν, χειμώνας, έξω χιόνια, παγωνιά, 30° βαθμοί κάτω από το μηδέν. Δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να πάνε το παιδάκι στο νοσοκομείο. Καταστροφικό αδιέξοδο. Εκεί είχαμε μια νοσοκόμα, αλλά εκείνη δεν ήξερε να κάνει τίποτα.
Όλοι κλαίνε, κλαίει και η νοσοκόμα. Κάλεσαν τη μαμά και της διηγήθηκαν τι συμβαίνει. Η μαμά εξέτασε το παιδί και είπε: «Πρέπει να γίνει επέμβαση, αλλά χωρίς αυτοκίνητο δεν θα προλάβετε να πάτε στο νοσοκομείο. Αν οι γονείς του μωρού δεν έχουν αντίρρηση, θα προσπαθήσω να κάνω κάτι».
Οι γονείς του μωρού είπαν: «Θεία, κάνε ότι ξέρεις και όπου μας βγάλει η τύχη». Τότε η μαμά ετοίμασε ένα ξυράφι και ότι άλλο χρειαζόταν για την επέμβαση και χάραξε τη μεμβράνη.
Θέλω να σημειώσω πόσο προσεκτική ήταν: πριν ξεκινήσει τύλιξε το ξυράφι με ένα καθαρό πανί, άφησε ελεύθερη μόνο τη μύτη του ξυραφιού. Αμέσως, στη στιγμή, πετάχτηκαν έξω σαν ρουκέτα τα κόπρανα, το μωρό άνοιξε τα μάτια του και η κοιλιά του ξεπρήστηκε.
Σιγά-σιγά ζωντάνεψε. Η νοσοκόμα είπε: «Θεία, εσύ είσαι γιατρός, εμείς δεν είμαστε τίποτα». Σε μερικές μέρες το μωρό έγινε εντελώς καλά.
Και ένα άλλο περιστατικό έγινε εκείνη τη χρονιά στη φέρμα. Γεννούσε μία γυναίκα. Η μεταφορά της γυναίκας στο νοσοκομείο ήταν αδύνατη. Αναγκαστικά κάλεσαν τη μαμά. Αυτή μόλις είδε πως η γέννα δεν πάει καλά, γιατί βγήκε μόνο το ένα πόδι του παιδιού, είπε: «Πρέπει να περιμένουμε λίγο, ίσως εμφανιστεί και το άλλο πόδι». Περίμεναν χωρίς καμία μεταβολή στη γέννα.
Αυτή λέει: «Έτσι όπως πάει, το μωρό δεν μπορεί να γεννηθεί κανονικά, πρέπει να γίνει επέμβαση στο νοσοκομείο. Εγώ μπορώ να δοκιμάσω κάτι που ίσως βοηθήσει». Ο άντρας της γυναίκας είπε: «Θεία, κάνε ότι ξέρεις». Τότε με τη βοήθεια των συγγενών σήκωσαν τα πόδια της γυναίκας και την έβαλαν κατακέφαλα, το μωρό φυσικά πήγε πίσω.
Περίμενε λίγο ακόμη, σε λίγο εμφανίστηκαν τα δύο πόδια του παιδιού και στη συνέχεια το μωρό γεννήθηκε κανονικά.
Ο μικρός γιος του αδελφού μου του Κώτη ο Γεργούλης, τεσσάρων ετών, αρρώστησε, είχε πολύ υψηλό πυρετό που δεν έπεφτε. Τότε η μαμά αποφάσισε να του κάνουμε λουτρό.
Αυτή την πρακτική ακολουθούσε σε όλα τα παιδιά της. «Σε περίπτωση υψηλού πυρετού, - έλεγε,- το νερό πρέπει να έχει την ίδια θερμοκρασία με τη θερμοκρασία του μωρού. Το μωρό να αισθάνεται άνετα».
Έβαλαν το παιδί στο σκαφίδι και η μαμά σιγά - σιγά άρχισε να ρίχνει επάνω του νερό. Όταν το νερό άρχισε να κρυώνει ο Κώτης λέει: «Μαμά, το νερό είναι κρύο, το μωρό τρέμει, βλέπεις; Βγάλ' το».
Η μαμά έσκυψε το κεφάλι της και έφερε τ' αυτί της κοντά στο στόμα του μωρού και είπε: «Η αναπνοή του είναι ακόμα ζεστή, αν τον βγάλουμε τώρα, σε μισή ώρα θα έχουμε πάλι το ίδιο πρόβλημα».
Και όταν η αναπνοή του μωρού βελτιώθηκε το έβγαλαν από το σκαφίδι, το έβαλαν στο κρεβάτι. Το παιδί αμέσως αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, ήταν εντελώς καλά. Για το περιστατικό αυτό έμαθα από τον ίδιο τον Κώτη.
Στο Σουχούμ μετά από την επιστροφή από το Καζαχστάν ο αδελφός μου ο Κώτης έπεσε από τη μοτοσικλέτα, τραυματίστηκε σοβαρά στο θώρακα και σε άλλα σημεία του σώματος του. Αμέσως τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, οπού νοσηλεύτηκε για ένα μήνα. Βγήκε από το νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση.
Η μαμά άγγιξε τον θώρακα, τα πλευρά του και παραξενεύτηκε. Το κορμί του ήταν κρύο. Τότε η μαμά αποφάσισε να κάνει αυτά που ήξερε εκείνη. Του έκανε καθημερινά ζεστά λουτρά και κομπρέσες με βούτυρο. Σε δεκαεπτά ημέρες παρατήρησε πως το σώμα του άρχισε να ζεσταίνεται. Το αισθάνθηκε και ο ίδιος ο Κώτης. Συνέχισε μέχρι που αυτός έγινε εντελώς καλά.
Καθημερινά διάβαζε τα τροπάρια στο όνομα τους και παρακαλούσε τον Θεό να τα προσέχει. Τηρούσε όλες τις νηστείες του χρόνου. Αλλά όταν ήταν νέα και μεγάλωνε τα παιδιά της, δεν μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά καθώς πρέπει.
Στο Βατούμ σε ένα βουνό μέσα σε σπηλιά ζούσε μια καλογριά με ένα κοριτσάκι που τη βοηθούσε. Είχε τις ικανότητες να προβλέπει το μέλλον, να πει το παρελθόν, να δώσει σωστές συμβουλές στον καθένα που ζητούσε την βοήθεια της.
Τότε η μαμά μας ήταν νέα και είχε μικρά παιδιά. Αφού άκουσε για τις θαυμάσιες ικανότητες της καλογριάς, ήθελε να την επισκεφτεί.
Έλεγε: «Ήθελα να δω τι θα μου πει, γιατί εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν μπορούσα να νηστεύω λόγω μεγάλης οικογένειας και πολλών ευθυνών που είχα σαν μητέρα μικρών παιδιών.
ΒΑΤΟΥΜ |
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, τα κυριότερα προϊόντα ήταν τα γαλακτοκομικά και τα λαχανικά. Είχα τύψεις για αυτό. Πέρασαν χρόνια και δεν μπόρεσα να την επισκεφτώ. Με την ευκαιρία θα πήγαινα να δω και την αδελφή μου την Ευανθία που ζούσε στο χωριό Τάκβα κοντά στο Βατούμ.
Μια φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι πήγα στην καλογριά, μπήκα στη σπηλιά. Η καλογριά με έπιασε από τους ώμους και με έφερε στη μέση της σπηλιάς. Με έβαλε κάτω από τις σταγόνες του αγιάσματος που έπεφταν από την οροφή της σπηλιάς. Έσταξαν επάνω μου μερικές σταγόνες και μου λέει: «Τώρα μπορείς να φύγεις και μην ανησυχείς για τίποτα». Πάνω σε αυτό ξύπνησα. Από τότε ηρέμησα και μέχρι σήμερα δεν έχω εκείνη την αγωνία που είχα εκείνα τα χρόνια».
Τις Κυριακές συνήθως δεν έραβα λόγω αργίας, αλλά καμιά φορά έχω κάνει αναγκαστικά, επειδή είχα επείγουσα δουλειά. Η μαμά έλεγε πως δεν πειράζει, όμως πρώτα πρέπει να ανάψει κανείς το καντήλι του, να κάνει την προσευχή του και ύστερα να κάνει και τη δουλειά του.
Αρκεί να τιμάς τον Θεό και τους αγίους, να σέβεσαι τις άγιες ημέρες. Αυτό το τόνιζε πάντα. Μας έλεγε για έναν χωριανό που ημέρα Κυριακή ανέβηκε στο δέντρο να μαζέψει μήλα, και όταν ο γείτονας του είπε : «Μα τι πας να κάνεις, σήμερα είναι Κυριακή», αυτός είπε ειρωνικά: «Η Κυριακή στο σπίτι είναι, δεν πειράζει (τη γυναίκα του την έλεγαν Κυριακή). Και ανέβηκε στο δέντρο. Και δεν άργησε να γίνει το κακό. Ζαλίστηκε, έπεσε και σκοτώθηκε.
Μιλούσε ακόμα για ένα περιστατικό. Στο χωριό μια χρονιά δεν έβρεξε από τον Μάρτιο μήνα μέχρι τον Ιούνιο. Τα χωράφια έμειναν άσπαρτα και αφύτευτα. Οι άνθρωποι ήταν σε απόγνωση, δεν υπήρχε δυνατότητα να φέρουν νερό από το ποτάμι για άρδευση, γιατί ποτέ δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν οι χωριανοί.
Στην περιοχή μας έβρεχε τακτικά. Εκείνο το καλοκαίρι, την παραμονή του Αγίου Πνεύματος μαζεύτηκε ο κόσμος στην εκκλησία για τον εσπερινό. Ο παπάς λέει: «Να κάνουμε μια παράκληση στο Θεό για να βρέξει, αλλιώς ήμαστε χαμένοι. Και το έκαναν. Και λέει ο παπάς: «Αν απόψε βρέξει, αύριο αν και έχει αργία, όλοι να μπείτε στα χωράφια σας και να κάνετε τι δουλειά που πρέπει». Και έγινε το θαύμα! Έβρεξε τη νύχτα και όλοι έκαναν τη δουλειά τους. Ο Θεός πάντα ανταποκρίνεται όταν τον παρακαλείς με ευλάβεια.
Έδινε μεγάλη σημασία στα όνειρα. Έλεγε πως ο Μιλτιάδης είχε ένα ονειροκρίτη και με τη βοήθεια του μπορούσε να εξηγήσει κάποια όνειρα. Μια φορά η μαμά είδε τον Άγιο Θεόδωρο που την τρόμαξε στον ύπνο της γιατί την ημέρα του αγίου έκανε μερικές δουλειές.
Και από τότε κάθε χρόνο του Αγίου Θεόδωρου πήγαινε στην εκκλησία και μεταλάμβανε. Πάντα έλεγε: «Ο Θεός, ο Θεός και μη φοβάστε τίποτα».
Εγώ δεν έδινα τόση σημασία στα όνειρα, αλλά θέλω να σας διηγηθώ μία ιστορία για ένα δικό μου όνειρο που είχε σχέση με την πραγματικότητα, είχε συνέχεια και αίσιο τέλος.
Πρόκειται για την κουνιάδα μου την Ελένη και τα παιδιά της. Παντρεύτηκε η Ελένη το 1952 στο Καζαχστάν. Ο άνδρας της είναι ο Τσιλικίδης Αχιλλέας. Τον επόμενο χρόνο γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι που πέθανε από μία λοίμωξη σε μία ημέρα, δεν πρόλαβαν να πάνε το παιδί στο ιατρό.
Ήταν το πρώτο χτύπημα που δέχτηκε η Ελένη στη ζωή της. Σε λίγα χρόνια απέκτησε το δεύτερο παιδί, ένα αγοράκι, το οποίο πέθανε σε ηλικία τριών ετών από την ίδια ασθένεια όπως και το πρώτο μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Δεν ξέρω πως ξεπέρασε και αυτό το χτύπημα. Ένας λόγος λέει: «Τι δεν έβρεξε ο ουρανός και η γη δεν βάσταξε». Σε δύο χρόνια απέκτησε ένα τρίτο παιδί, ένα όμορφο κοριτσάκι. Το παιδί δεν είχε προβλήματα υγείας, όμως πέθανε και αυτό από λοίμωξη.
Η Ελένη απαρηγόρητη, φοβισμένη, απελπισμένη. Ήταν τα πιο οδυνηρά χρόνια της ζωής της. Όλοι μας τη λυπηθήκαμε, αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τότε αυτή με τον άνδρα της ζούσε στο Καζαχστάν, ενώ εμείς ήδη είχαμε εγκατασταθεί στο Σουχούμ.
Σε δύο χρόνια απέκτησε το τέταρτο παιδί τον Χρηστάκη. Πέρασαν τρεις μήνες και βλέπω στο όνειρο μου ότι ήρθε από το Καζαχστάν στο Σουχούμ ο πεθερός της Ελένης ο θείος Χρήστος Τσιλικίδης και κρατάει ένα πρόβατο δεμένο με σχοινί. Μου φάνηκε πως ήταν πολύ κουρασμένος, ο ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπο του σαν να πέρασε όλη τη διαδρομή από το Καζαχστάν με τα πόδια.
Τον ρωτάω: «Τι θα κάνεις το πρόβατο;». Μου απάντησε πως θα το πάει στο Κουταΐς της Γεωργίας στα δύο αδέλφια, δηλαδή στους Αγίους Ανάργυρους Κοσμά και Δαμιανό.
Ρώτησα αν το πρόβατο το έφερε από το Καζαχστάν, και μου απάντησε: «Ναι, από εκεί. Έτσι έπρεπε». Το πρωί το είπα στην πεθερά μου, και αυτή μου ζήτησε να το γράψω στην Ελένη. Το έκανα.
Πράγματι, χωρίς καθυστέρηση έφτασε στο Σουχούμ ο θείος Χρήστος. Βεβαίως, δεν έφερε μαζί του το πρόβατο, αλλά έφερε μαζί του , λεφτά να αγοραστεί ένα καλό πρόβατο.
Η πεθερά μου έβαλε τα λεφτά κοντά στην εικόνα με τη σκέψη να τα ξοδέψει όταν θα έρθει η Ελένη με το μωρό από το Καζαχστάν. Πέρασε αρκετός καιρός και η Ελένη μου γράφει, , ότι πρέπει να κάνουμε δώρο κερί και λάδι στην εκκλησία τόσο όσο είναι το βάρος του μωρού, και μου ζήτησε να συμβουλευτώ τη μαμά μου η οποία κατά τη γνώμη της ήξερε καλύτερα που πρέπει να τα πάμε.
Τι στιγμή που , διάβαζα το γράμμα ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα να πάμε το κερί και το λάδι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Ιλόρι της Οτσαμτσίρας. Όλοι θεωρήσαμε, ότι αυτό θα ήταν το τάμα. Δεν προλάβαμε καν να ετοιμάσουμε τα δώρα, βλέπω στον ύπνο μου μετά από μερικές ημέρες, ότι πήρα τα δώρα αυτά και με έναν σύντροφο ξεκινήσαμε για τον Άγιο Γεώργιο.
Όταν φτάσαμε στο μέρος εκείνο που έπρεπε να ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, υπήρχε μια άλλη μικρή εκκλησία με δύο καλόγερους, αφήσαμε , εκεί τα δώρα και φύγαμε. Στην επιστροφή λέω στο σύντροφο μου:
«Γιατί αφήσαμε τα δώρα εδώ, αυτά έπρεπε να πάνε στον Άγιο Γεώργιο!» Ακόμη . και στον ύπνο μου άρχισα να στενοχωριέμαι. Το πρωί διηγήθηκα το όνειρο μου στην πεθερά μου και μου λέει αυτή, ότι χτες ήρθε κάποιος από το Καζαχστάν και μετέφερε την παράκληση της Ελένης το κερί και το λάδι να τα πάμε στην καλόγρια στο Τσεπέλ. Στο μέρος αυτό πάνω στο βουνό ζούσε μια Ρωσίδα καλογριά μέσα στο δάσος η οποία με τις προσευχές της είχε κάνει πολλά θαύματα, είχε θεραπεύσει πολλούς ανθρώπους με σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα.
Λέω στην πεθερά μου πως φαίνεται γι' αυτό είδα εκείνο το όνειρο την προηγούμενη νύχτα. Αυτά τα πράγματα πρέπει να πάνε στον Άγιο Γεώργιο επειδή είναι τάμα, αλλά και στην καλογριά θα πάμε άλλο τόσο λάδι και κερί.
Η πεθερά μου συμφώνησε, και αμέσως έγραψα ένα γράμμα στην Ελένη για την απόφαση μας. Η Ελένη η άχαρος συμφωνεί με όλα αυτά που λέμε. Χωρίς καθυστέρηση πια πήγαμε τα δώρα και στον Άγιο Γεώργιο και στην καλογριά.
Προτίμησα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γιατί προηγήθηκε ένα
περιστατικό με τον γιο μου τον Λάζαρο. Όταν ήταν οκτώ ετών αρρώστησε
και είχε πολύ υψηλό πυρετό. Όλη τη νύχτα προσπαθούσα να τον βοηθήσω χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμη ενέσεις πενικιλίνης έκανα. Κόντευαν τα ξημερώματα.
Κάποια στιγμή απογοητεύτηκα απ αυτά που έκανα, και άρχισα να παρακαλώ το Θεό για βοήθεια και να προσεύχομαι στον Άγιο Γεώργιο.
Μέσα μου υποσχέθηκα όταν θα γίνει καλά θα τον πάω στην εκκλησία Ευαγγελισμού της Παναγίας στο κέντρο της πόλης να ανάψει με το χέρι του μία λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου.
Πάνω σε αυτό ξαφνικά το παιδί άνοιξε τα μάτια του και ρωτάει: «Μαμά, πότε θα πάμε στην Οτσαμτσίρα;». Είχαμε πάει εκεί νωρίτερα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αυτός το θυμόταν.
Λέω: «Πως σου ήρθε αυτό;» και μου απαντάει «Έτσι λέγατε εκεί τώρα - έριξε ένα βλέμμα γύρω και επανέλαβε - έτσι είπατε». Στο δωμάτιο ήμουνα μόνο εγώ και αυτός. Όταν έγινε καλά πήγαμε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης Σουχούμ και ανάψαμε τη λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Πήγαμε και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Οτσαμτσίρα.
Όταν επιτέλους φτάσαμε στην καλογριά αυτή μας δέχτηκε με χαρά
της είπαμε τον λόγο για τον οποίο βρεθήκαμε κοντά της. Μας έβαλε να γονατίσουμε και άρχισε να διαβάζει τα ιερά γράμματα και τα ονόματα των παιδιών.
Στο τέλος μας είπε ότι θα προσεύχεται για την υγεία των παιδιών ,αλλά και εμείς αν θέλουμε τα παιδιά μας να είναι καλά πρέπει να νηστεύουμε. Δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, εγώ νήστευα.
Σε λίγο άρχισε και η νηστεία των Χριστουγέννων. Νόμιζα πως κάναμε ότι έπρεπε. Πέρασε ο χειμώνας και η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι. Φύγαμε ως συνήθως στα βουνά (τα παρχάρια) όπου παραθερίζαμε κάθε χρόνο.
Εκεί επάνω στα βουνά βλέπω στο όνειρο μου το παιδί της Ελένης να πεθαίνει. Τρόμαξα και λέω σε μία γνωστή Ρωσίδα που την έλεγαν Βέρα (δηλαδή Πίστη): «Τόσα τάματα και τόσες ενέργειες έκαναν οι άνθρωποι και δεν κατάφεραν τίποτε;»
Τότε η Βέρα είπε: «Ναι, κάποια έκαναν και κάποια άλλα δεν έκαναν». Ξύπνησα και άρχισα να σκέφτομαι τι ήταν εκείνο που δεν έκαναν.
Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα χρήματα που στείλανε για να αγοραστεί το πρόβατο δεν έφτασαν στον προορισμό τους και έμειναν στο ράφι κοντά στην εικόνα. Το πρόβατο που προοριζόταν για τα Δύο Αδέλφια, δηλαδή για τους Αγίους Ανάργυρους, δεν είχε φτάσει εκεί. Τι να κάνω τώρα, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι, πάνω στα βουνά, πώς να μεταφέρω αυτό που σκέφτηκα;
Με ανυπομονησία και αγωνία περίμενα το τέλος του καλοκαιριού, όταν έφτασα σπίτι μας αμέσως πήγα στην πεθερά μου και της είπα: «Ίσως να βαρεθήκατε τα όνειρα μου, αλλά έχω ακόμη κάτι να σας πω».
Μόλις το άκουσε η πεθερά μου, άφησε όλες τις δουλειές της και χωρίς να περιμένει την Ελένη από το Καζαχστάν, πήρε τα χρήματα που προορίζονταν για το πρόβατο και την επόμενη Κυριακή έφυγε με τον υιό της τον Κώστα με τρένο στην πόλη Κουταΐσι.
Από εκεί αγόρασαν ένα καλό πρόβατο και ξεκίνησαν για την εκκλησία των θαυματουργών Αγίων Ανάργυρων Κοσμά και Δαμιανό. Την επόμενη χρονιά ήρθε και η Ελένη με το μωρό τον Χρηστάκη (η Ελένη ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί την κόρη της Μαρίνα) και πήγε στα «Δύο Αδέλφια».
Αυτή τη φορά πήγε μαζί της και η μαμά μου η Καρτέρη. Εγώ δεν μπόρεσα να πάω μαζί τους. Η Ελένη μου έλεγε μετά: «Κλαίγοντας παρακάλεσα το Θεό να μου χαρίσει αυτά τα δύο παιδιά. Δεν ζήτησα τίποτα άλλο».
Τώρα ο Χρήστος και η Μαρίνα έχουν από δύο παιδιά και ζουν στη Αθήνα. Η Ελένη και ο άνδρας της ο Αχιλλέας είναι κοντά στα παιδιά τους και είναι ευτυχισμένοι. Γι' αυτό στην αρχή είπα ότι η ιστορία αυτή έχει αίσιο τέλος. Αλλά μένει ένα ερώτημα: «Τι μυστήρια ιστορία ήταν αυτή; Ήταν μια δοκιμασία από το Θεό για όλους μας;» Νομίζω πως κανείς δεν ξέρει την απάντηση.
Παρά την καλοσύνη που είχε η μαμά στην ψυχή της, η μοίρα της φάνηκε σκληρή. Το 1964 πέθανε ο πατέρας μου σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρονών. Μετά από πέντε χρόνια πέθανε ο αδελφός μου Κοσμάς σε ηλικία πενήντα έξι χρονών το 1969 στο Σουχούμ, ο Ματθαίος πέθανε το 1979 στη Σιβηρία και ο Αλέξανδρος πέθανε το 1980 στο Καζαχστάν.
Δεν είχε τη δυνατότητα να πάει στην κηδεία του Αλέξανδρου και του Ματθαίου λόγω μακρινού και δύσκολου ταξιδιού. Ούτε εμείς τ' αδέλφια μπορέσαμε να πάμε ν' ανάψουμε ένα κεράκι στο μνήμα τους. Παρά τις στενοχώριες το χαμόγελο δεν έλειπε από το πρόσωπο της, παρηγορούσε και εμάς που πονούσαμε για το χαμό των αδελφών μας.
Η απαγωγή της Ευανθίας
Ο Μιλτιάδης με την οικογένεια του μετανάστεψε στο Βατούμ το 1908 και εγκαταστάθηκε στο χωριό Τάκβα. Η απαγωγή της αδελφής του της Ευανθίας έγινε ένα χρόνο αργότερα.
Ήταν αρραβωνιασμένη με τον Σοφιανίδη Δαμιανό. Η ομορφιά της δεν άφηνε αδιάφορο κανένα από τα παιδιά του χωριού. Την αγάπησε ένας που τον έλεγαν Γέρικα. Με την παρέα του την παρακολουθούσαν, την κατασκόπευαν να δουν που πηγαίνει, έστεκαν κάτω από τα παράθυρα της, κρυφάκουγαν και περίμεναν πότε θα βγει έξω να την αρπάξουν.
Ένα βράδυ ενώ αυτοί κατασκόπευαν, η Ευανθία μέσα στο σπίτι έπλεκε την κάλτσα της. Μετά πρότεινε στη γυναίκα του Μιλτιάδη την Ελένη να πάνε στη γειτόνισσα για να περάσουν τις ώρες πιο ευχάριστα και να τελειώσει εκείνο το βράδυ την κάλτσα της.
Η Ελένη αρνήθηκε, αυτοί όμως το άκουσαν και έτρεξαν σε μία αλαφρόμυαλη κοπέλα, την Πιλίτσα, της έταξαν ένα ζευγάρι παπούτσια για να πάει να πάρει την Ευανθία και να πάνε οι δύο μαζί στο παρακάθ στη γειτονιά.
Η Ευανθία ανυποψίαστη σηκώθηκε και πήγε. Τα σπίτια στην πλαγιά του βουνού ήταν μακριά το ένα από το άλλο. Την άρπαξαν, της έκλεισαν το στόμα, αλλά αυτή πρόλαβε και φώναξε τον Μιλτιάδη.
Αυτός άκουσε τη φωνή της Ευανθίας και λέει της γυναίκας του: «Κάτι έγινε!» και έτρεξε αμέσως έξω, αλλά δεν είδε κανέναν. Έτρεξε στην εκκλησία και άρχισε να χτυπάει τις καμπάνες. Ο κόσμος μαζεύτηκε αμέσως, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν μέσα στο σκοτάδι!
Το πρωί ο Μιλτιάδης με την μητέρα του (την γιαγιά μας την Μαρούλα) πήγε στον αστυνόμο του χωριού και τον ειδοποίησε για το συμβάν. Αυτός είπε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί και αμέσως έστειλε τους βοηθούς του να ψάξουν τους απαγωγείς σε όλη την περιοχή.
Αυτοί έψαχναν ολόκληρη εβδομάδα χωρίς αποτέλεσμα. Οι απαγωγείς πήγαιναν από χωριό σε χωριό από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν καταφύγιο και μάλιστα απειλούσαν τους νοικοκυραίους να μην τους παραδώσουν στην αστυνομία.
Ένα βράδυ την Ευανθία την πλησίασε ένας νοικοκύρης με κατανόηση και της μίλησε: «Κορίτσι μου, μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση; Θα ταλαιπωρηθείς πολύ, θα πεθάνεις στα χέρια τους, δεν θα σε αφήσουν».
Την ρώτησε αν την έχει ατιμάσει ο Γερίκας. Αυτή απάντησε αρνητικά. Του είπε επίσης πως είναι αρραβωνιασμένη με άλλον τον οποίον αγαπάει και δεν θέλει τον Γέρικα.
Ο νοικοκύρης της συμβούλεψε να πει στους απαγωγείς ότι θα παντρευτεί τον Γερίκα, να πάνε σπίτι και θα γίνει με το καλό. Όταν θα βρεθούνε στην αστυνομία και κοντά στη μάνα της να πει αυτό που νομίζει και κανείς δεν θα τολμήσει να της κάνει κακό.
Φαίνεται πως αυτόν τον άνθρωπο τον έστειλε ο Θεός. Η Ευανθία μόλις δεκαέξι χρονών το σκέφτηκε και έκανε αυτό που της συμβούλεψε αυτός ο άνθρωπος. Οι απαγωγείς, ταλαιπωρημένοι και αυτοί χάρηκαν, την πήρανε και έτρεξαν στο χωριό. Στο δρόμο συνάντησαν τους βοηθούς του αστυνόμου οι οποίοι τους έψαχναν και τους είπαν πως η κοπέλα έδωσε το λόγο της και θα γίνει με το καλό.
Τι να πουν αυτοί; Πήγανε όλοι μαζί κοντά στον αστυνόμο του χωριού, συμπληρώσανε τα σχετικά έγγραφα, δηλαδή τους «παντρέψανε», η Ευανθία φοβάται και δεν μιλάει.
Σε λίγοι έφτασαν η μάνα της και ο αδελφός της ο Μιλτιάδης και οι αρραβωνιαστικός της ο Δαμιανός. Μπήκε μέσα η μητέρα της η Μαρούλα, της ανακοίνωσε ο αστυνόμος πως το πρόβλημα λύθηκε και ότι ακόμη και τα χαρτιά είναι έτοιμα. Ρωτάει τότε η Μαρούλα:
«Που είναι τα χαρτιά; Να δω αν είναι εν τάξει, να υπογράψω και εγώ». Μόλις τα πήρε τα έσχιζε, τα έκανε χίλια κομμάτια τα πέταξε στο πάτωμα και τα πάτησε κιόλας.
Ο διοικητής της λέει: «Καλόν κόπρον έφαγες, Μαρούλα!» Του λέει αυτή: «Το κόπρον έφαγες εσύ και με το φτυάρι!». Ο βοηθός του αστυνόμου του λέει: «Καλά σου λέει η γυναίκα, τόσες μέρες έχει υποφέρει, είχε τόση αγωνία και εμείς τελειώσαμε την υπόθεση χωρίς να τη ρωτήσουμε καν.!
Λέει ο αστυνόμος: «Ε, Μαρούλα, έτσι και αλλιώς κάποιον έπρεπε να παντρευτεί η κόρη σου, ας ήταν αυτός!». Απαντά η Μαρούλα πως η Ευανθία ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον. «Α-α-α! - λέει ο αστυνόμος που είναι αυτός, φέρτε τον μέσα!». Μπαίνει μέσα ο Δαμιανός, ένα ωραίο παλικάρι. Η Ευανθία βρισκόταν κοντά στην πόρτα και σαν έμπαινε αυτός της λέει: «Μη φοβάσαι, θα σε πάρω και με δέκα παιδιά!».
Αυτός νόμιζε ότι την ατίμασε ο Γερίκας. Πήρε θάρρος αυτή! Λέει τότε ο αστυνόμος; «Βάλτε την κοπέλα στη μέση, να πάει να σταθεί κοντά σ' αυτόν που θέλει». Η Ευανθία πήγε κοντά στον Δαμιανό. Τον Γέρικα και την παρέα του τους φυλάκισαν. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, υπάρχει και συνέχεια.
Ο Μιλτιάδης, δάσκαλος στο σχολείο του χωριού, αν και μετανάστεψε σχετικά πρόσφατα, τον αγαπούσε ο κόσμος, αλλά το γεγονός αυτό είχε επηρεάσει πολλούς, ακόμα και τα παιδιά του σχολείου, μερικοί ήταν με το μέρος του Μιλτιάδη, ενώ οι άλλοι με το μέρος του Γέρικα και της παρέας του.
Ο Μιλτιάδης βρέθηκε ανάμεσα στο καρφί και στο πέταλο. Σκέφτηκε πως έτσι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει τι δουλειά του και αποφάσισε να πάει στην αστυνομία να αποσύρει την κατηγορία για την απαγωγή με τη σκέψη ότι η αδελφή του γύρισε σπίτι και είναι ασφαλής. Έπεισε τις αρχές να αφήσουν τους απαγωγείς ελεύθερους. Έτσι και έγινε. Ηρέμησαν τα πράγματα στο χωριό.
Το γεγονός αυτό συγκλόνισε πολλούς, μαθεύτηκε στο Βατούμ και αργότερα στο Σουχούμ. Ένας που τον έλεγαν Γέρικα Πάτσακο έγραψε την ιστορία της απαγωγής της Ευανθίας και την έκανε τραγούδι.
Άκουσε η Μαρούλα γι' αυτό και του λέει: «Ναι, Γερίκα, δεν ντρέπεσαι λιγάκι, άκουσα πως τραγουδάς τον καημό μας και κυκλοφορείς στα χωριά, δεν ρώτησες πόσο έκλαψα και πόσο λυπηρές στιγμές έζησα για το γεγονός αυτό, στενοχωρήθηκα όταν έμαθα ότι τραγουδάς για την ατυχία μας!»
Ο Γερίκας τα έχασε και λέει: «Θεία Μαρούλα, αν ήξερες τι τραγούδια τραγουδάω, δεν θα μιλούσες έτσι. Εγώ τραγουδάω και ο κόσμος κλαίει! Κανένα άπρεπο τραγούδι δεν λέω. Πρώτα έμαθα πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα και μετά έγραψα το τραγούδι. Κάτσε να δεις!»
Άρχισε να τραγουδά ο Γερίκας και η Μαρούλα έκλαψε, γέλασε και αναγνώρισε πως έτσι ακριβώς έγινε η απαγωγή της Ευανθίας. Θυμάμαι μόνο μερικούς στίχους από το τραγούδι του Γερίκα.
Έναν βραδύν εντούνανε
Δυνατά τα καμπάνας,
Την Ευανθίαν έσυραν
Η μάρσα κλαίει η μάνατ’ς.
Η Μαρούλα σο παρακάθ
ση Στουλαρά επίγεν
απ οπίς ατε κ'εξερνεν
η δουλεία ντε εχτίεν
Εχπάστανε με την Πιλίτσαν
Σο παρακάθ να πάγνε,
Κέξερεν η Ευανθία
Τη στράταν ατ'ς ντο οριάζνε.
Τι Παρμαξούζ ο Στάθιον
Και κάμποσα παιδία
Έσυραν την έμορφον
Την κορ την Ευανθίαν
Χώρια η Πιλίτσα βαρκίζ
Και χώρια η Ευανθία,
Χώρια ο Μιλτιάδης κουζ:
«Βοήθειαν, παιδία!»
Η Ευανθία έλεγεν:
Έχω μάναν και αδελφόν
εμέναν αραεύνε
Αδά σο τρανόν την πελιάν
Εκείν κι ταγιανεύνε...
Λίγα χρόνια αργότερα ο Μιλτιάδης με την οικογένεια του γύρισε πίσω στην Τραπεζούντα όπου γεννήθηκε ο γιος του ο Κώστας. Τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε, και έτσι μετανάστεψε στην Ελλάδα το 1922, μαζί του έφυγαν και οι τρεις αδελφές του που ήταν μεγαλύτερες από την Ευανθία.
Η Ευανθία με τον αγαπημένο της έμειναν στο χωριό Τάκβα κοντά στο Βατούμ. Η Καρτέρη τότε ήταν μόλις δεκατριών ετών. Μετά από το γάμο της Ευανθίας και του Δαμιανού έφυγαν στο Σουχούμ να επισκεφτούν τον θείο της τον Τσολάχ. Εκεί την γνώρισε ο μπαμπάς μου ο Ιωάννης Τσινάκ.
Η θεία Ευανθία με τον Δαμιανό Σοφιανίδη έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τρία αγόρια και ένα κορίτσι, την Αντιγόνη η οποία μένει τώρα στο χωριό Καλλίφυτος της Δράμας.
Η Αντιγόνη μου διηγήθηκε την ιστορία του παππού της και σκέφτηκα πως αξίζει να την περιγράψω στις αναμνήσεις μου γιατί έχει ενδιαφέρον. Είναι ακόμη μία θλιβερή ιστορία για την προσφυγιά των Ποντίων που μετανάστευσαν στην Ρωσία μετά τον ρώσο-τουρκικό πόλεμο.
Οι Πόντιοι με τα ρωσικά στρατεύματα έφευγαν στη Ρωσία, πολλοί από αυτούς έμειναν στο Βατούμ, οι άλλοι προχώρησαν προς το Σουχούμ και άλλα μέρη της Γεωργίας και της Ρωσίας.
Η μεταφορά των ανθρώπων γινόταν κυρίως με τα ρωσικά πλοία. Στο λιμάνι της Τραπεζούντας έχει μαζευτεί πολύς κόσμος. Όλοι περίμεναν την αναχώρηση του πλοίου. Ο παππούς της Αντιγόνης, δηλαδή ο πατέρας του Δαμιανού, που ήταν τότε μόλις οκτώ ετών, κατέβηκε με τους γονείς του στο λιμάνι της Τραπεζούντας για να φύγουν στο Βατούμ.
Οι ώρες αναμονής ήταν πολλές, το παιδί βαρέθηκε να κάθεται σε ένα μέρος και απομακρύνθηκε από τους γονείς, μπερδεύτηκε μέσα στο πλήθος και χάθηκε. Μάταια το έψαχναν οι γονείς. Όταν κατάλαβε πως χάθηκε, άρχισε να κλαίει. Έφτασε η ώρα αναχώρησης του πλοίου. Ένας οικογενειάρχης λέει στο παιδί:
«Τώρα πρέπει να ανεβούμε στο πλοίο, έλα μαζί μας και όταν θα φτάσουμε στο Βατούμ, θα βρούμε τους δικούς σου εκεί. Έτσι και αλλιώς αυτοί θα φύγουν με αυτό το πλοίο». Το παιδί ήξερε μόνο το όνομα του, τον έλεγαν Χαράλαμπο.
Τελικά συμφώνησε και πήγε μαζί με την οικογένεια Γεωργιάδη. Όμως οι γονείς του Χαράλαμπου δεν μπόρεσαν να φύγουν χωρίς αυτόν, έμειναν στην Τραπεζούντα. Τότε δεν υπήρχαν μέσα επικοινωνίας, με το να ρωτάς τον έναν και τον άλλον, δεν καταφέρνεις τίποτα.
Πέρασαν περίπου δέκα-δώδεκα χρόνια. Ο Χαράλαμπος έμεινε με τους καινούργιους γονείς, μεγάλωσε, βρήκε δουλειά, τακτοποιήθηκε. Τον παντρέψανε με την κόρη τους τη Σοφία και απέκτησε το επίθετο Σοφιανίδη, που βγαίνει από το όνομα της γυναίκας του της Σοφίας.
Τότε τα επίθετα έβγαιναν εύκολα από ονόματα. Όταν οι πραγματικοί γονείς βρήκανε τον γιο τους, του πρότειναν να πάει μαζί τους, αλλά αυτός αρνήθηκε, διότι ήταν ήδη παντρεμένος, τακτοποιημένος, είχε ένα παιδί, τον Κοσμά. Αργότερα γεννήθηκαν ο Δαμιανός και ο Αχιλλέας. Ο Χαράλαμπος τακτοποίησε και τα τρία παιδιά του στο χωριό Τάκβα του Βατούμ. Αγόρασε ένα μεγάλο χωράφι και έχτισε τρία σπίτια.
Επίλογος
Από το βιβλίο του θείου μου του Μιλτιάδη έμαθα πολλά πράγματα που για μένα ήταν πρωτόγνωρα, αν και η μαμά μας διηγήθηκε πολλά αυτά, αλλά αυτά προφανώς δεν ήταν αρκετά για να σχηματίσουμε στο μυαλό μας μια πλήρη εικόνα για τη Σάντα και τα γεγονότα εκείνη εποχής.
Το βιβλίο το παίρναμε τεύχος - τεύχος στο Καζαχστάν κατά τη δεκαετία του πενήντα. Όταν πήραμε το τεύχος με την ιχνογραφία χωριού Ισχανάντων η μαμά αμέσως είπε: «Να το σπίτι μας», πριν διαβάσει τι γράφει κάτω από την ιχνογραφία. Η μαμά ήταν πολύ περήφανη για τον αδελφό της τον Μιλτιάδη, το ίδιο και εμείς. Σε κάποιο τεύχος είδαμε ότι λείπουν από μέσα μερικές σελίδες.
Δεν ξέραμε γιατί. Ο πατέρας μάζεψε όλα τα τεύχη τα έδεσε και τα έκανε βιβλίο. Μετά το δώσαμε σε κάποιον να το διαβάσει και εξαφανίστηκε το βιβλίο! Όταν το 1989 ήρθαμε στην Ελλάδα με τον γιο μου τον Λάζαρο για τουρισμό, είπα στα ξαδέλφια μου το τι έγινε με το βιβλίο του θείου μου.
Ο Φειδίας μου έδωσε ένα βιβλίο ίδιο με ‘κείνο. Όταν το διάβασα κατάλαβα πως οι σελίδες που έλειπαν από το πρώτο βιβλίο ήταν εκείνες που έγραφε ο θείος για την εξορία και τα πάθη μας στη Ρωσία (σελ. 182-186).
Τελικά καταλάβαμε πως στο τελωνείο, στα σύνορα τις σελίδες αυτές τις αφαίρεσαν επειδή κανείς δεν έπρεπε να ξέρει για το αίσχος που γινόταν στη μεγάλη και δυνατή Ρωσία.
Όμως το «μυστικό» το ήξερε όλος ο κόσμος, όχι μόνο στην Ελλάδα. Τη Ρωσία την αγαπούσαμε και την αγαπάμε γιατί γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και θέλουμε να πάνε όλα καλά για τη χώρα αυτή.
Λυπούμαστε για τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και ευχόμαστε να βελτιωθεί η κατάσταση όσο το δυνατόν γρηγορότερα, επειδή ο λαός το αξίζει. Νομίζω πως εκφράζω τη γνώμη όλων των Ποντίων που ήρθαν Ελλάδα από τη Ρωσία.
Διαβάζοντας το βιβλίο του θείου μου Μιλτιάδη Νυμφόπουλου «Ιστορία Σάντας του Πόντου» πέρα από όλα τ' άλλα ανακάλυψα μερικά πράγματα σχετικά με τις ρίζες μας από τη μεριά της μαμάς μου και για το επίθετο Μουρατίδη που μας έλεγε η μαμά.
Στη σελίδα 140 ο θείος μιλάει για έναν Μουράτ από τα Μούζενα που ήρθε στη Σάντα με την οικογένεια του. Είχε τρείς γιους, τον Αντώνη, τον Κώστα και τον Χριστόφορο. Δυστυχώς τον Κώστα που ήταν και προπάππος μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι.
Στη σελίδα 190 μιλάει για τον Χαράλαμπο Μουρατίδη, που ήταν γιος ου Κώστα και παππούς του Μιλτιάδη. Ο Χαράλαμπος Μουρατίδης που καταγόταν από τη Γέμουρα, ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε και πέθανε από την ελονοσία.
Επίσης αναφέρεται στον προπάππο μου παπά Γεώργιο Οράχ από τη Γέμουρα, που ήταν ο πατέρας της γιαγιάς μου, της Μαρούλας.
Αυτός πούλησε το κτήμα του στο γαμπρό του και παππού του Μιλτιάδη Χαράλαμπο Μουράτ και ήρθε στη Σάντα, όπου πρώτος έμαθε τους Σανταίους να καλλιεργούν πατάτες το 1840 (σελ. 235).
Στις σελίδες 64 και 255 μιλάει για τους παππούδες του Πιπιλίκα και Κυριακή που πυροβόλησε τους ληστές που ήρθαν να τους ληστέψουν.
Από τα λεγόμενα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η μαμά σωστά έλεγε: «Για τον πατέρα' μ έλεγαν τη Σοφίας τη νύφες ο Κώστης». Από το «Σοφία» και «νύφε» βγήκαν τα επίθετα Σοφιανίδη και Νυμφόπουλο που πριν ήταν Μουρατίδη.
Τώρα εμείς, τα παιδιά της, που ήρθαμε εδώ βρήκαμε μόνο τους ανεψιούς της μητέρας μας. Τ' αδέλφια της όλα πέθαναν. Βρήκαμε τα παιδιά του Μιλτιάδη: Κώστα, Κίμωνα, Φειδία και Μαγδαληνή με τις οικογένειες τους. Ο ξάδελφος μου ο Κώστας έχει την κασέτα, όπου είναι μαγνητοφωνημένη η φωνή του θείου μου Μιλτιάδη με ένα τραγούδι που λέει ο ίδιος. Η μαγνητοφώνηση έγινε δύο - τρία χρόνια πριν πεθάνει ο θείος.
Πήγαμε στο χωριό Χρυσοκέφαλος στα μνήματα του θείου Μιλτιάδη και της θείας μας Δόμνας. Σ' αυτό το χωριό έζησε ο θείος μου από το 1922 μέχρι το θάνατο του. Εργάστηκε στο σχολείο του ως δάσκαλος μέχρι που βγήκε στη σύνταξη. Έχει γράψει την ιστορία του χωριού, του σχολείου και άλλα.
Βρήκαμε στο χωριό Κύρια της Δράμας τον ξάδερφο μου Ιπποκράτη παπά Κουφατσή, γιο της θείας μου Κυριακής. Σ' αυτό το χωριό ζούσε επίσης η θεία μου Ελένη, που την σκότωσαν οι Βούλγαροι. Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω ούτε τα παιδιά της.
Στο χωριό Δασωτό Νευροκοπίου Δράμας γνωρίσαμε τον ξάδελφο μου Χριστόφορο, γιο του θείου μου Γιάγκο και τη γυναίκα του τη Λίτσα. Πήγαμε στο νεκροταφείο. Το είχα χρέος απέναντι στη μνήμη της μαμάς μου. Είδαμε τα μνήματα της γιαγιάς μου Μαρούλας, του θείου Γιάγκου και της γυναίκας του, της κόρης του, της θείας μου Φίλης.
Η θεία Φίλη ζούσε στο χωριό με τον εγγονό της τον Λάμπη. Η Αντιγόνη μου διηγήθηκε ένα επεισόδιο από τη ζωή της Φίλης. Κάποια νύχτα μπήκε ένας λύκος στο μαντρί να κατασπαράξει τις αγελάδες. Αυτές έβγαλαν ένα μουγκρητό ασυνήθιστο. Η Φίλη πήρε το λυχνάρι και με τον εγγονό της πήγε να δει τι συμβαίνει. Βλέπουν λοιπόν έναν φοβισμένο λύκο να κάθεται στη γωνία. Αυτή τον κάρφωσε με το δικράνι και τον σκότωσε.
Στο χωριό Μυλοπόταμος της Δράμας επισκεφτήκαμε τον Φειδία τον ξάδελφο μου και την οικογένεια του.
Δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της Καρτέρης να έρθει στην Ελλάδα, να δει τ' αδέλφια της, και την άτυχη μητέρα της την Μαρούλα την οποία βρήκε τραγικός θάνατος εδώ στην Ελλάδα. Δεν το επέτρεψε η μοίρα.
Δυο χρόνια πριν το θάνατο της αρρώστησε πολύ σοβαρά. Έπαθε εγκεφαλικό. Δεν μπορούσε να μιλά και αυτό την πείραζε πολύ. Πέθανε η μαμά το 1985 σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών. Ελαφρά τα χώματα που την σκεπάζουν, αιωνία της η μνήμη. «Κανείς δεν ξέρει στη ζωή πόσο αξίζει η μάνα. Μόνο εγώ που σ' έχασα, μάνα γλυκιά μου μάνα...»
1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου