Το 2004 ο Αλί Ονάι, ένας μικρόσωμος, λαλίστατος και καμαρωτός ογδοντάρης, ήταν ο πατριάρχης της κρητικής κοινότητας της Τσούντα. Με την κρητική του διαχυτικότητα αντιπροσωπεύει μερικές από αυτές τις αντιφάσεις.
Bruce Clark
"Δυό φορές ξένος"
Εκδόσεις Ποταμός
Φορτέτσα-Ρέθυμνο |
Ο πατέρας του ήταν εύπορος μουσουλμάνος έμπορος από το Ρέθυμνο. Η οικογένεια ήταν διαπρεπής, αποκλειστικά ελληνόφωνη αλλά πιστή στο σουλτάνο. Έχει τη δική του θεωρία για τα πράγματα:
Η μητρική του γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά αλλά τα κρητικά. Σύμφωνα με την εκδοχή της ιστορίας που υιοθετεί η κοινότητα του, η κατάκτηση της Κρήτης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1669 ήταν πραγματική «απελευθέρωση» καθώς, συγκριτικά με την ενετική κατοχή, έφερε μία πιο ήπια διακυβέρνηση όχι μόνο για τους μουσουλμάνους αλλά και για τους ορθόδοξους χριστιανούς. Όσο για τη γλώσσα, υποστηρίζει ότι τα κρητικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται στις αρχές της οθωμανικής κυριαρχίας για πρακτικούς λόγους. Η Κρήτη διοικούνταν από οθωμανούς μουσουλμάνους -Άραβες, Σλάβους ή Αλβανούς και βέβαια Τούρκους- που συχνά παντρεύονταν Ελληνίδες χριστιανές.
Τα κρητικά απλώς επικράτησαν γιατί τα μιλούσαν όλοι. Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης δεν ήταν Τούρκοι (καθώς δεν υπήρχε ακόμα αυτή η έννοια) ούτε όμως και Έλληνες. Ήταν οθωμανοί που μιλούσαν κρητικά.
Καθώς ο Αλί Ονάι διηγείται την ιστορία της οικογένειας του εμφανίζεται άλλοτε καυχησιάρης και θριαμβευτικός, άλλοτε συναισθηματικός και δακρυσμένος. «Κανένας στο Ρέθυμνο δεν πήρε μαζί του περισσότερα χρήματα από μας», χαμογελάει αυτάρεσκα, περιγράφοντας πώς ο πατέρας του γέμισε τα κούφια κάγκελα ενός μπρούτζινου κρεβατιού με χρυσές λίρες και στοίβαξε όλα τα τιμαλφή, τα κεντήματα και τα αρχεία τους σε δύο υπέροχες κασέλες από μυρωδάτο ξύλο κυπαρισσιού.
«Αυτές τις κασέλες θα τις φυλάξω μέχρι να πεθάνω γιατί μου θυμίζουν την Κρήτη», δηλώνει, «παρόλο που γνωρίζω ότι τη μέρα που θα πάρω το μεγάλο δρόμο, τα παιδιά μου θα φέρουν τον παλιατζή και θα του πούνε έλα να μας απαλλάξεις από αυτή τη σαβούρα».
Μιλάει για την Κρήτη με ένα μείγμα νοσταλγίας για την παλιά ζωή και περιφρόνησης για τον ελληνικό εθνικισμό, περιτριγυρισμένος από τα υπάρχοντα του τα οποία απλώνονται σε δύο ορόφους ενός πέτρινου σπιτιού στην κεντρική πλατεία της Τσούντα.
Εκτός από τις ξύλινες κασέλες υπάρχουν υφαντά, κεντήματα, ένα ξεθωριασμένο μεταξωτό φόρεμα, έγγραφα σε κορνίζες, καφετιές φωτογραφίες που δείχνουν άνδρες με ψηλές μπότες και παχιά μουστάκια και ένας παλιός χάρτης του νησιού.
Όλα γιορτάζουν και πενθούν μία ζωή στην Κρήτη. Ανάμεσα στα πιο πολύτιμα κειμήλια βρίσκονται ογδόντα σελίδες ρομαντικής ποίησης αντιγραμμένες με το χέρι της προγιαγιάς της μητέρας του.
Είναι στην οθωμανική γραφή που χρησιμοποιούσε τα αραβικά στοιχεία, αλλά η γλώσσα είναι ελληνική.
Ως παιδί ο Αλί Ονάϊ θυμάται ότι οι γονείς του είχαν φιλικούς δεσμούς με τους Έλληνες του Ρεθύμνου αλλά φοβούνταν τις πολιτικές προθέσεις του χριστιανικού πληθυσμού.
Λέει ότι ο επιχειρηματίας πατέρας του είχε καταλάβει προς τα πού φυσούσε ο άνεμος τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν την ανταλλαγή. Είχε ήδη πουλήσει τις περισσότερες επιχειρήσεις του και ρευστοποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία.
«Ο πατέρας μου ήξερε πολύ καλά ότι με ελληνική διακυβέρνηση δεν υπήρχε ελπίδα για μας τους μουσουλμάνους της Κρήτης και είχε δίκιο».
Ο Αλί Ονάι επιμένει ότι η χαριστική βολή στην ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή ήλθε το Μάιο του 1919, όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη και προχώρησε προς το εσωτερικό της Ανατολίας.
Για να δώσει έμφαση, ο γέροντας θυμάται την απελπισία των γονέων του όταν, ζώντας ακόμα στο Ρέθυμνο, άκουσαν να μιλούν για τις κτηνωδίες των Ελλήνων στρατιωτών στην Τουρκία.
Ο γιος ενός χασάπη γείτονα τους πολεμούσε στην Ανατολία. Γύρισε τραυματίας στο Ρέθυμνο και τους έλεγε ιστορίες φρίκης για το πώς οι συνάδελφοι του χτυπούσαν και εξευτέλιζαν τις Τουρκάλες.
Οι γονείς του συγκλονίστηκαν όπως φυσικά και οι γονείς του Αλί Ονάι. Εκείνες οι διηγήσεις από τα πεδία της μάχης επιβεβαίωσαν την προαίσθησή τους ότι γρήγορα θα γινόταν αδύνατη η συμβίωση Ελλήνων και μουσουλμάνων στην περιοχή.
«Ήταν οδυνηρό γιατί οι δύο θρησκείες συνυπήρχαν ειρηνικά επί τετρακόσια χρόνια», επιμένει ο Ονάι ο οποίος, σύμφωνα με την επίσημη τουρκική ορολογία, κάνει διάκριση μεταξύ των Ρωμιών -ελληνορθόδοξοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- και του κράτους της Ελλάδας, Γιουνανιστάν.
Το 1919, όταν το Γιουνανιστάν έστειλε στρατό να καταλάβει την Τουρκία, δεν ήταν δεδομένο ότι οι Ρωμιοί που ζούσαν σε μέρη όπως το Αϊβαλίκ θα συμπαραστέκονταν στα στρατεύματα κατοχής, το έκαναν όμως και έπρεπε να πληρώσουν.
Προτού αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός οι Ρωμιοί δεν ήταν εθνικιστές αλλά χριστιανοί πιστοί στο οθωμανικό κράτος. Όταν όμως οι'Ελληνες άρχισαν τις θηριωδίες εναντίον της μουσουλμανικής κοινότητας και οι Ρωμιοί τους βοήθησαν, τότε τελείωσαν όλα.
Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά οι Ρωμιοί θα ζούσαν ακόμα στη Μικρασία». Αυτή είναι η πικρόχολη απάντηση του στις ψυχές του μητροπολίτη Γρηγόριου και των Ελλήνων κατοίκων της πόλης που θανατώθηκαν το 1922.
Είχε λοιπόν δίκιο ο πατέρας του που δεν έβλεπε μέλλον για τους μουσουλμάνους της Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδας;
Ο Αλί Ονάι επιμένει ότι η οικογένεια του έπρεπε να είχε φύγει νωρίτερα ακολουθώντας τις συμβουλές των συγγενών που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Σμύρνη και τις γύρω περιοχές πολύ πριν γίνει η ανταλλαγή. Αλλά για κάποιον που ισχυρίζεται ότι καλώς έφυγαν από την Κρήτη, παραμένει πολύ στενά δεμένος μαζί της.
"Δυό φορές ξένος"
Εκδόσεις Ποταμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου