Την 10 του Σεπτέμβρη του 1908 επρόκειτο να ταξιδέψω στον Καύκασο με όλη μου την οικογένεια, δηλ. να εγκαταλείψω δια παντός την πατρίδα μου Σάντα. Η σκέψη πως πρόκειται ν' αφήσω για πάντα την γλυκιά μου πατρίδα που φάνηκε σε μένα τόσο στοργική μάνα, μου κατάτρωγε τα σωθικά.
Μόνη ακτίνα παρηγοριάς σ' όλη αυτή την υπόθεση μου έμεινε η ιδέα πως να ταξιδέψω στη Ρωσία θα έχω το ευτύχημα πρώτον να μορφώσω ελληνοπρεπώς εκατοντάδες παιδιών των μεταναστών συμπατριωτών μου Σανταίων και δεύτερον να χτυπήσω κατακέφαλα μέσα στη φωλιά της την Πανσλαβιστική Ύδρα, που έμπλεξε στα δίχτυα της όλους τους Έλληνες της Ρωσίας και προπαντός τους Έλληνες κληρικούς.
Ξεκινήσαμε από την Σάντα με την μητέρα μου Μαρούλα, την γυναίκα μου Ελένη, την κόρη μου Μαγδαληνή, και τα αδέλφια μου Ευανθία, Αικατερίνη και Γιάννη. Μας συνόδεψαν τότε ως το Φουρνόπον δακρυσμένοι όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι.
Η τοποθεσία του Φουρνόπου όπου μας αποχαιρέτησαν οι συγγενείς μας ήταν ο άφωνος μάρτυρας της ιερής μας συγκίνησης που κατέβαινε ως τα βάθη του είναι μας!
Καταντήσαμε βουβοί, στέρεψε το μυαλό μας και δε βρίσκαμε λέξεις να ευχαριστήσουμε τους καλούς μας συγγενείς και φίλους πού είχαν εκδηλώσει όλη τους τη θλίψη για τον αποχωρισμό.
Σκεπτόμουν τότε: Αλίμονο πατρίδα μου αν εξακολουθήσει με τον ίδιο ρυθμό ο εκπατρισμός των τέκνων σου! Πόσα ξενιτεμένα παιδιά σου και πόσες οικογένειες σ' εγκατέλειψαν με ανείπωτο καημό! Πόσα μοιρολόγια αντήχησαν στις φαράγγες και στις κοιλάδες σου, αιτία η ξενιτιά των ανδρών σου και η μετανάστευση χιλιάδων οικογενειών σου!
Όχι αγαπημένη μου πατρίδα δεν θα σε εγκαταλείψω διαπαντός, θα επανέλθω να σε αγκαλιάσω και να ζήσω κάτω από τα φτερούγα σου. Η πνοή σου είναι πνοή μου, και η ζωή σου ζωή μου. Ποιος κακός δαίμων φθόνησε την δόξα σου, και σκόρπισε τα τέκνα σου στον Καύκασο;
Πώς και πότε θα σταματήσει το κακό;
Μήπως μ' αυτό πού γίνεται προχωρούμε στην ερήμωση και στην καταστροφή σου;
Μήπως κι εγώ σαν δάσκαλος πού είμαι δίνω το κακό παράδειγμα;
Κάψε με αγαπημένη μου πατρίδα αν καταλαβαίνεις πως πήρα τον κατήφορο αυτό χωρίς να με έλκουν οι σκληρές συνθήκες της ζωής και ή συναίσθηση του καθήκοντος μου προς το έθνος.
Αχ καλή μου πατρίδα, στοργική μου μάννα! Ομολογώ πως η εξομολόγηση αυτή δεν είναι ικανή να ξεπλύνει το έγκλημα μου. Πέτρες κάθονται στα στήθια μου σαν βλέπω τα βουνά σου να κρύβεται πίσω μου το ένα ύστερα από το άλλο.
Πόσες εθνικές συμφορές είδαν τα βουνά σου αυτά στα παλιά τα χρόνια, και πόση δόξα αντίκρυσαν και θ' αντικρύσουν στο μέλλον ένας Θεός το ξέρει. Η σκέψη πως μπορεί, να εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, να ερημωθεί μία Σάντα, μια δεύτερη Ελλάδα, μου παγώνει το αίμα στις φλέβες!
Λυπούμαι αφάνταστα το έθνος μας που με την ερήμωση σου θα χάσει το καλύτερο διαμάντι του Πόντου!
Αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο δυστυχισμένος Έλληνας, ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου! Να δω την μάνα μου, την δοξασμένη μου πατρίδα πως κλαίει για τον αποχωρισμό μας, κι εγώ να μην μπορέσω να την παρηγορήσω.
Είναι φοβερό ν' αφήσω τη γλυκιά μου, την πρώτη μου μανούλα, και να πάω να ζητήσω μητριά στον παγωμένο Καύκασο! Αν ο θεός δεν μου επιτρέψει να σ' αγκαλιάσω για δεύτερη φορά, εγώ θα κινήσω γη και ουρανό για σένα, θα προπαγανδίσω, θα γράψω, θα σε απαθανατίσω!
Και είσαι αθάνατη στ' αληθινά, αφού κατόρθωσες να περισώσεις από τόσες μπόρες τον εθνισμό σου και τη θρησκεία σου, έθρεψες πολλές χιλιάδες Ελλήνων για πολλούς αιώνας μέσα' στους δοξασμένους βράχους σου και σκέπασες κάτω από τις φτερούγες σου ατέλειωτα κύματα φυγάδων Ελλήνων.
Όσοι σε ονομάζουν Ακρόπολη του Πόντου έχουν δίκαιο ίσο μ' εκείνους που ονομάζουν τον Πόντο Ακρόπολη του Ελληνισμού.
Χαίρε πατρίδα μου, δεν σε βλέπω πια !
Καλή αντάμωση!
Το κείμενο αποδίδεται όπως είναι γραμμένο στην "Ιστορία της Σαντά του Πόντου" του Μιλτιάδη Νυμφόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου