Abdul Hamit |
Οι
νέες ιδέες που κήρυξαν οι επαναστάτες πετάχτηκαν σαν ένα πολύχρωμο
βεγγαλικό που θάμπωσε όλο τον κόσμο αλλά και τούς Ρωμιούς, χωρίς να
υποψιαστούν ότι θα έπεφτε στο δικό τους σπιτικό και θα τους ρήμαζε.
Από
τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το κίνημα των Νεότουρκων —Εμβέρ, Ταλαάτ — κι'
ανάγκασε τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, όχι μονάχα να δώσει Σύνταγμα στον
τούρκικο λαό, άλλα κι' ελευθερίες σ' όλες τις φυλές της αυτοκρατορίας
πού από εδώ και πέρα θα ήσαν ίσοι απέναντι στους νόμους και θάχαν τα
ίδια δικαιώματα με τούς Τούρκους, θα έστελναν τούς βουλευτές τους στη
Βουλή και θα ήσαν όχι πια οι παρακατιανοί, αλλά ίσοι και αδελφοποιητοί
με τους αφέντες, τους μπέηδες και τούς αγάδες.
Χαρά
και αγαλλίαση συγκλόνισε όλη την Τουρκιά απ' άκρη σ' άκρη, διαδηλώσεις,
μουσικές, φανφάρες κι’ αγκαλιάσματα ανάμεσα σε Τούρκους και Ρωμιούς,
Αρμένηδες, Εβραίους, Τσερκέζους — χαλούσε ο κόσμος ολούθε — περνούσε ο
στρατός με τις μπάντες, τα κλαρινέτα, τα τρομπόνια, τα ταμπούρλα κι'
ακολουθούσε ο λαός σε παραλήρημα για το μεγάλο καλό πού ερχότανε στη
χώρα.
Γιασασίν χουριέτ
εταλάτ, μουσαβάτ.
Με
πολύ μεγάλη ικανοποίηση έβλεπε και η Ευρώπη την αλλαγή. Επί τέλους —
έλεγαν εκεί πέρα — γινόταν η Τουρκία ένα κράτος συγχρονισμένο, ξόρκισε
τα κακά δαιμόνια κι έμπαινε πια στην οικογένεια των πολιτισμένων κρατών
του κόσμου.
Όχι
πια βία, όχι απολυταρχία, ούτε κατατρεγμοί των ραγιάδων ή σφαγές των
Αρμένηδων, που βάζαν κάθε τόσο σε στενοχώριες και πονοκεφάλους τις
κυβερνήσεις της Ευρώπης.
Έτσι ήταν η βιτρίνα. Από πίσω, όμως, oι
πρωταγωνιστές της φαντασμαγορίας ακόνιζαν τα μαχαίρια και κατάστρωναν
το πρόγραμμα του αφανισμού της Χριστιανοσύνης, πού το Κομιτάτο των
Νεότουρκων «Ένωσις και Πρόοδος» ανάλαβε να βάλει σ' εφαρμογή,
προσεκτικά, μεθοδικά, με σύστημα και πίστη.
Αντιπρόσωποι στελνόντουσαν σ' όλο το δοβλέτι με σκοπό να κατηχήσουν τον λαό τους και να τον προετοιμάσουν για το μεγάλο έργο.
Έπρεπε oι
αγαθοί μουσουλμάνοι να καταλάβουν, επί τέλους, ότι ο μέγας Πορθητής
έκανε το πολύ μεγάλο λάθος να μη κατασφάξει όλους τούς Χριστιανούς κι
αυτό το λάθος ήλθε ή ώρα να διορθωθεί με τη βοήθεια του Αλλάχ και των
πιστών του.
Η κατήχηση αυτή γινόταν μυστικά κι ήταν ευπρόσδεκτη από ένα μεγάλο
μέρος του τούρκικου λαού που, άλλωστε, δεν ένοιωθε αλλιώτικα την
λευτεριά παρά μονάχα σαν δικαίωμα να σφάζει τον γκιαούρη, όπως γινότανε
παλιά κι όπως συμβούλευε το ιερό Κοράνι.
Οι
Ρωμιοί δεν έμπαιναν σε υποψία για όλα αυτά, κι' άρχισαν μόνο κάτι να
καταλαβαίνουν όταν, υστέρα απ' τα βεγγαλικά — ελευθερία, δικαιοσύνη,
ισότης — ακούστηκε ένα καινούργιο σύνθημα παράτονο: «Η Τουρκία για τους
Τούρκους»!
Απανωτά
ήλθαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και τότε έπεσε πολύ λάδι στη φωτιά.
Στραπατσαρίστηκε η Τουρκία απ' τον ελληνικό στρατό — τους Γιουνανλήδες —
και δεν χρειάστηκε μεγάλος κόπος να φορτωθεί η αιτία στους ραγιάδες.
Αυτοί oι
γκιαούρηδες, λέγαν, που ζούσαν στον χώρο της αυτοκρατορίας — Μακεδονία,
Θράκη — πρόδιδαν αισχρά και σφάζανε τους ευεργέτες Τούρκους έτσι
υπονομευόταν η δύναμη του τούρκικου στρατού, που άδικα των αδίκων
νικήθηκε σ' εκείνους τους πολέμους.
Τα λέγανε αυτά oι
Τούρκοι υπεύθυνοι της ήττας και τα διαδίδανε με τρόπο, όχι μονάχα για
να περισώσουν το γόητρο και τον στραπατσαρισμένο εγωισμό τους, αλλά και
για να φουντώσουν, όσο γινόταν περισσότερο, το μίσος που τους ήταν
απαραίτητο για τους πλατύτερους σκοπούς τους.
Ήταν,
λοιπόν, κατάλληλη η ευκαιρία ν' αρχίσει το έργο, αλλά για την ώρα,
έμπαιναν σ' εφαρμογή μέτρα πιο μαλακά — τα οικονομικά — εμπορικοί
αποκλεισμοί, άγριο ξάφρισμα των περιουσιών, φόροι και κάθε είδους
εισφορές. Αύριο, μεθαύριο, σίγουρα θα βρισκόταν καμιά άλλη ευκαιρία για
μέτρα πιο ουσιαστικά και ριζικά.
Κι αυτή δεν άργησε.
Με
βήματα γοργά έφτασε ο μεγάλος πόλεμος και τώρα που η Ευρώπη θα ήταν
απασχολημένη με το δικό της μακελειό, να η καλή περίσταση να μπει
μπροστά ολόκληρο το ιερό κι' εθνοσωτήριο πρόγραμμα των Νεότουρκων.
Το
ψέμα ήταν πάντα ένα πολύτιμο εθνικό τους όπλο και μ' αυτό προ πάντων
φανάτιζαν τον λαό τους. Προκηρύξεις άρχισαν να κυκλοφορούν, γεμάτες
μίσος, που έλεγαν για δήθεν κακουργήματα των Ελλήνων και απειλούσαν μ'
εξόντωση τη ρωμιοσύνη. Μια απ' αυτές καταχωρήθηκε στη «Μαύρη Βίβλο» —
Έκδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου — απ' όπου και την μεταφέρω:
«Ω
αχάριστοι Ρωμιοί! Από 600 ετών συζήσαμε ως συμπατριώται, αλλά κατά τον
παρελθόντα Βαλκανικό πόλεμον, αι τυραννίαι ποy υπέστησαν εκ μέρους σας
οι εν Μακεδονία αθώοι Τούρκοι, ούτε εις τον Μεσαίωνα συναντώνται.
Όταν διαβάζει κανείς εις τας εφημερίδας τα κακουργήματα αυτά, σχίζεται η καρδιά του και ζητά εκδίκηση! Έχετε την αυθάδειαν να δηλώνετε
δημοσία ότι "με τα χρήματα που κερδίζομε εις τον τόπον σας, θα βοηθήσωμε
τα μέσα του ομοθρήσκου βασιλείου".
Αυτό μας έβαλε εις την καρδιά το αίσθημα της εκδικήσεως, του οποίου ο
κατευνασμός είναι αδύνατος, θα ήταν έγκλημα να χάσωμε την ευκαιρία της
εκδικήσεως για τούς φόνους των γερόντων πατριωτών, τις διαφθορές των
παρθένων και την συντριβή των σιαγόνων των μικρών παιδιών.
Να
αφήσετε την πατρίδα μας, εις την οποίαν τόσα κακουργήματα επράξατε, και
να φύγετε! Σας ερωτούμε με ποιο θάρρος εμείνατε μέχρι τώρα και ποιος
σας το έδωσε; "Αν το αντλήσατε από την σιωπή μας, απατηθήκατε. Έχετε
λάθος. Να αφήσετε την πατρίδα μας και να γκρεμοτσακιστείτε! Αν δεν
υπακούσετε εις αυτή την σύστασίν μας, το μέλλον σας είναι επικίνδυνο.
Δεν
ημπορούμε να βλέπωμε την ποταπότητα και αχρειότητα σας, η οποία δεν
συμβιβάζεται με την ανθρωπιά. Είναι αδύνατο να ζήση κανείς με ποταπούς
όπως εσείς.
Επειδή δεν επιτρέπεται να φυλάγωμε όφεις εις τους κόλπους μας, φυσικά
θα προτιμήσωμε την eξαφάνισίν σας, αχάριστοι! Αυτό θα γίνει γρήγορα, να
είστε βέβαιοι!
Έχει σχηματισθεί για σας ένα ρεύμα, που αποτελείται και οργανώνεται από
νέους. Τα κακουργήματα που έγιναν εις την Μακεδονία θα επαναληφθούν
τώρα εναντίον σας. Ουδεμία δύναμις θα σταματήσει το ρεύμα τούτο».
Η προκήρυξη αυτή κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1914 κι' είχε για υπογραφή
τον τίτλο της οργάνωσης: «Εκ μέρους των τρεφόντων εκδίκησιν νέων «ΑΤΕΣ» —
δηλαδή «φωτιά». Ο σκοπός τέτοιων προκηρύξεων δεν ήταν άλλος, φυσικά,
παρά η προετοιμασία του τούρκικου όχλου για τα παραπέρα.
Ατμόσφαιρα
βαριά, ο πόλεμος είχε αρχίσει. Έπαιξε το διπλωματικό παιχνίδι της η
Τουρκία, ταλαντεύτηκε λιγάκι κι ύστερα πήρε τη θέση της πλάι στη
Γερμανία του Κάιζερ. Η αυλαία σηκωνόταν για την τελευταία πράξη της
τραγωδίας.
Ιούλιος
του 1914 και κάποια φήμη βγήκε, που έβαλε σε αγωνία τους Έλληνες. Την
άκουγε ο ένας, την μάθαινε ο άλλος, αναστατώθηκε ο κόσμος.
— Τι είναι;
— Τι λένε;
— Είναι αλήθεια;
Λέγανε — κι' ήταν αλήθεια — ότι απ' την κυβέρνηση του πολυχρονεμένου του
σουλτάνου έφτασαν σφραγισμένοι φάκελοι και μοιράστηκαν στους μουχτάρηδες
— δημάρχους — όλων των πόλεων και των χωριών και μαζί με τους φακέλους η διαταγή κανένας να μην τους ανοίξει κι' αν τους ανοίξει, θάνατος, θ'
ανοιγόντουσαν μόνο όταν θα έφτανε άλλη διαταγή.
Για ποιους τάχα να λέγαν αυτοί oι
φάκελοι; Για τούς γκιαούρηδες, φυσικά, για τον ελληνισμό, πού είχαν
βάλει στο μάτι οι Νεότουρκοι. Ποιο, όμως, μυστικό να έκρυβαν; Κανείς δεν
ήξερε, κανένας δεν μιλούσε. Οι πιο «καλοί» απ’ τους Τούρκους ζύγωναν τους Ρωμιούς και τούς συμβούλευαν:
— Να φύγετε...
Ήταν
πολύ συμφερτικό να γίνει πανικός, να φύγουν οι γκιαούρηδες, ν' αφήσουν
τις δουλειές τους και το βιός τους, για να προκόψουν οι πιστοί του
Αλλάχ, πού όλο τους βρίσκανε εμπόδιο μπροστά τους.
Στις
21 Ιουλίου ήλθε, επί τέλους, η διαταγή να ανοιχτούν οι φάκελοι. Ανοίγονται και τι λένε; Σ' όλο το μεμλεκέτι κηρύσσεται γενική
επιστράτευση κι όλοι οι άντρες από 20 μέχρι 50 χρονών να παρουσιαστούν
και να καταταχθούν. Το διάγγελμα τυπώθηκε σε μεγάλα κόκκινα χαρτιά και
πρόβαλε κολλημένο σ' όλους τούς τοίχους. Ζύγωναν τα χαρτιά οι Τούρκοι
λαχταρισμένοι :
— Νέτουρ μπέ; «Τί είναι;».
—Ασκερέ γκιτίορουζ. «Πηγαίνουμε στρατιώτες».
— Αμάν, Αλλάχ!
Τρομάζανε,
αλλά υπήρχε πάντα η προπαγάνδα του Κομιτάτου που δούλευε ακούραστα —
μολλάδες και χοτζάδες μάζευαν τον λαό στην ύπαιθρο ή στα τζαμιά και τον
ξόρκιζαν στο όνομα του Μωάμεθ ν’ αγωνιστεί για την πίστη του και να
εξολοθρέψει τους γκιαούρηδες από το πρόσωπο της γης, γιατί αυτοί οι
άτιμοι ήσαν η αιτία της κάθε συμφοράς τους.
Γενική
ήταν, ωστόσο, η επιστράτευση κι' έπρεπε σύμφωνα με τις νέες ιδέες και
την απόφαση της Βουλής, να πάνε κι’ όλοι οι Έλληνες, αφού δεν είχαν
αποχτήσει μόνο ίσα δικαιώματα με τους Τούρκους αλλά και υποχρεώσεις.
Όμως
δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουν οι Ρωμιοί τι σήμαινε γι’ αυτούς το
στρατιωτικό. Για πρώτο ξάφρισμα τους γινόταν η ευκολία να πληρώσουν το
«πετέλι» — αντισήκωμα — κάπου 40 χρυσές λίρες. Κι’ όσο για παραπέρα,
είχε ο Αλλάχ.
Όσοι
μπορούσαν πλήρωναν και γλίτωναν προσωρινά. Οι άλλοι πήγαιναν να
καταταχθούν σ' όλη τη χώρα κι' έτσι αραίωσαν οι πόλεις, ερημώθηκαν τα
χωριά, άδειασαν τα σπίτια από τους άντρες, σταμάτησε το εμπόριο, κόπηκαν
τα ταξίδια, χάθηκαν τ' αλέτρια απ' τα χωράφια κι' εκεί όπου πριν λίγα
χρόνια αντιλαλούσε το τραγούδι κι' η χαρά, βασίλευε τώρα ο φόβος και η μουγκαμάρα.
Κάθε λογής εξευτελισμός περίμενε τους χριστιανούς στα κέντρα που γινόταν η εκπαίδευση.
Τσαούσηδες
άξεστοι, χαμάληδες σωστοί, τους δίδασκαν την τέχνη του πολέμου με το
ραβδί και το καμτσίκι στο χέρι. Όσοι απηυδισμένοι κάναν να το σκάσουν,
σαράντα ραβδιές κάτω απ' τα πόδια ήταν η ποινή, αν όχι η κρεμάλα.
Κι' όμως δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που το σκάζανε ή κρύφτηκαν απ' την πρώτη ώρα, χωρίς να παρουσιαστούν καθόλου.
Λυσσούσαν
μ’ αυτούς οι Τούρκοι κι’ όλο ψάχνανε, ντάπ ντούπ τις πόρτες, έμπαιναν στα
σπίτια και κοιτούσαν σε ντουλάπες, σε κελάρια, κάτω στις
καρβουναποθήκες κι' επάνω στα ταβάνια, όπου σιγά - σιγά, με τον καιρό,
σχηματίσθηκε ολόκληρο σώμα «φυγόστρατων», που το λέγαν «ταβάν ταμπουρού»
— λόχο ταβανιού — κι' είχε ασκηθεί να γίνεται άφαντο με χίλιους
τρόπους.
Κι'
όσο για τους καλοστεκούμενους νοικοκυραίους, τους εμπόρους, τους
πλούσιους, όλο και βρίσκαν νέες μηχανές να τους ληστεύουν.
Εκτός
από τους έκτακτους φόρους και τις εισφορές, βάλανε μπροστά τις
επιτάξεις. Μ' όλους τους τύπους και την τάξη έμπαιναν στα ελληνικά
μαγαζιά και τα γδύνανε γενναία «για τις ανάγκες του στρατού» απ' όλα τα
είδη, χωρίς να κρίνουν άχρηστα για την περίσταση ούτε τα είδη
πολυτελείας — υφάσματα μεταξωτά, κάλτσες γυναικείες, βραχιόλια,
δαχτυλίδια, πολύτιμα κοσμήματα.
Με απορία καμιά φορά τολμούσε ν’ αναστενάξει ο μαγαζάτορας:
— Βραχιόλια, σκουλαρίκια, για το στρατό, εφέντη μου;
—Έβετ, εφέντη μου, για τον στρατό.
— Και κάλτσες μεταξωτές για τον στρατό, έφέντη μου;
— Παρά όλίορ, έφέντη μου, παρά!
Παράς
γίνονται όλα τούτα για το ασκέρι τάχα, κι’ ο Έλληνας έμπορος που γδυνόταν έπαιρνε την απόδειξη ότι είχε να λαβαίνει άπ’ τον πολυχρονεμένο
τον σουλτάνο. Φυσικά δούλευε για όλες τις περιστάσεις και το μπαχτσίσι —
πατροπαράδοτη αδυναμία των Τούρκων — πέφταν oι
λίρες στην χεράκλα του αξιωματικού κι' εκείνος έδειχνε αμέσως
κατανόηση ανάλογη με το βάρος του χρυσαφιού, που όσο περισσότερο ήταν
τόσο του θάμπωνε τα μάτια και στραβόβλεπε.
Με
καλούς οιωνούς άρχισε ο πόλεμος και ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις με τούς
Ρώσους. Πήγαν τα δύο τους θωρηκτά, «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου» — δώρα των
Γερμανών — και βομβάρδισαν τα παράλια του τσάρου. Ύστερα, όρμησε κι' ο
τούρκικος στρατός με τον Εμβέρ στο μέτωπο του Καύκασου κι' έδωσε ένα
γερό μάθημα στους Ρώσους.
Αργότερα,
όμως, δεν πήγαν τόσο καλά τα πράματα. Φέραν καινούργιες δυνάμεις οι
Ρώσοι και πέσανε πάνω στον τούρκικο στρατό, σπάσανε το μέτωπο και
στοίχισαν στο δοβλέτι μεγάλη συμφορά.
Στενοχωρήθηκαν με τούτη την κακοτυχιά οι Τούρκοι, άλλα είχαν άλλα
μέτωπα πιο εύκολα για να ξεσπάσουν, δόξα στον Αλλάχ, κι' εξ άλλου ο
σύμμαχος τους ήταν ανίκητος και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι θα
κέρδιζε τον πόλεμο και φυσικά μαζί του θα θριάμβευαν στο τέλος και οι ίδιοι.
Ενώ,
λοιπόν, οι φίλοι τους οι Γερμανοί τρόμαζαν τους λαούς και τους στρατούς
της Ευρώπης, δεν έπρεπε να χάνουν τον καιρό τους και οι Τούρκοι, πολύ
περισσότερο γιατί ήταν ο πιο κατάλληλος καιρός για να ξεκαθαρίσουν τους
λογαριασμούς με τους Ρωμιούς και τους Αρμένηδες. Σ' αυτό μπορούσαν,
φυσικά, να βοηθήσουν κι' οι Γερμανοί τους συμβουλάτορες με το μεθοδικό,
επιστημονικό και τετράγωνο μυαλό τους.
Δεν αρνήθηκαν τα φώτα τους οι σύμμαχοι κι' έτσι πάρθηκαν όλα τα «μέτρα»
για το μεγάλο και ιερό σκοπό, το ένα μετά το άλλο, χωρίς κανένα φόβο να
προκαλέσουν τις παλιές αντιδράσεις της χριστιανοσύνης της Ευρώπης, που ζούσε τώρα τις δικές της αγωνίες και βρισκόταν απορροφημένη απ' τα δικά
της τα δεινά.
Mehmet Talaat Pasha |
Σαν υπόπτους, δηλαδή, τους κρίνανε και βγάλανε διαταγή να φύγουν απ' τις
μονάδες τους, να μαζευτούν σε ειδικά κέντρα και να παραδώσουν τα όπλα.
Έτσι έγινε, και νάσου τώρα φτιάχνονται ολούθε, απ' άκρη σ’ άκρη
στην Τουρκία, όλο και νέα τέτοια τάγματα από εργάτες - «στρατιώτες»,
που τους δίνανε μερικούς τσαούσηδες για επιστάτες και τους στέλνανε στα
πέρατα του δοβλετιού για να προσφέρουν «βοηθητικές υπηρεσίες».
Η Τραπεζούντα, είναι αλήθεια, δεν τα γνώρισε σ' όλη την εξοντωτική τους
έκταση. Χάρη στη μεσολάβηση του μητροπολίτη Χρύσανθου και την επιρροή
που ασκούσε επάνω στον αιμοβόρο νομάρχη Τζεμάλ Αζμή, οι Έλληνες
κρατήθηκαν μέσα στην πόλη και χρησιμοποιήθηκαν μόνο στις επιμελητείες,
στα νοσοκομεία και σε άλλες τέτοιες ελαφριές δουλειές.
Πέρα
από την Τραπεζούντα, όμως, σ' όλο τον Πόντο, τα εργατικά τάγματα φέρανε τον όλεθρο σ’ αμέτρητες χιλιάδες κόσμο. Τραβούσαν τους άντρες έξω από τις πόλεις και τα χωριά, βαθιά στο εσωτερικό, επάνω στα βουνά, στις
δημοσιές, στους μουλαρόδρομους για να δουλεύουν σ’ αβάστακτες
δουλειές, απ’ τα ξημερώματα μέχρι τη νύχτα , να φορτώνονται
πέτρες στην πλάτη κι' ύστερα να τις σπάζουν, ώρες ατέλειωτες, όγκους,
σωρούς, που ποτέ δεν είχαν τελειωμό.
Αντίσκηνα
για την διαμονή τους — μέσα στα κρύα και τις βροχές — να τουρτουρίζουν
την νύχτα, και για τροφή τους κανένα ξεροκόμματο και καζάνια να βράζουν
γεμάτα νερό, λιγοστά φασόλια ή ρεβίθια ή κανένα κομμάτι βρώμικο κρέας,
«γερμανική σούπα» την λέγανε κοροϊδευτικά, χασκογελώντας.
Μέσα
στην άγρια χειμωνιά, πάνω στα βουνά της Ζύγανας και του Κοπτάγ — στην
σιδηροδρομική γραμμή του Ερζερούμ κι' ολούθε στην ύπαιθρο χώρα — νέα
παιδιά κι' ώριμοι άντρες, το ίδιο σκελετοί, κουρελιασμένοι, σέρνονταν
σαν τα φαντάσματα, αγκομαχούσαν με την ψυχή στα δόντια.
Πότε
να ξεφτυαρίζουνε το χιόνι για ν' ανοίγουν περάσματα, πότε να ζεύονται
στα κάρα του στρατού και να τα σέρνουν, κάτω απ' τις βρισιές και το
καμτσίκι του τσαούση. Όποιος πέθαινε πεταγόταν παραπέρα.
Μετά
το σπάσιμο του μετώπου του Καυκάσου ο ρούσικος στρατός ερχόταν
απειλητικός κατ' επάνω στο δοβλέτι. Αυτό άναψε περισσότερο τον τούρκικο
φανατισμό κι έδωσε αφορμή στους Τούρκους να πάρουν κι’ άλλο ένα μέτρο κοντά στ’ άλλα — τις απελάσεις.
Η ιδέα είχε βγει από γερμανικό κεφάλι και το κεφάλι τούτο ήταν του
Γερμανού στρατηγού Λίμαν φόν Σάντερς πασά. Ο τίτλος του πασά του δόθηκε
τιμητικά όταν ήλθε για την αναδιοργάνωση του τούρκικου στρατού.
Δεν παράλειψαν, φυσικά, οι Τούρκοι να πουν και σ’ αυτόν τα όσα διέδιδαν για τούς Έλληνες — σφαγές και προδοσίες.
Ο
Γερμανός πασάς δεν είχε κανένα λόγο να μη πιστέψει όσα άκουγε κι' όταν
ανάλαβε μια περιοδεία στη χώρα για να κατατοπιστεί και να οργάνωση την
άμυνα, είδε ότι στα παράλια της Θράκης, Καλλίπολης και Μικράς Ασίας
κατοικούσε στ' αλήθεια πυκνός Ελληνισμός.
Δεν
χρειαζόταν να σκεφτεί πολύ και το γερμανικό μυαλό του δούλεψε όπως
ταίριαζε στις μηχανές εκείνες του Κάιζερ, που είχαν για πατέντα τους
την «Γερμανία υπεράνω όλων».
—Όλους
αυτούς, είπε στους Τούρκους, θα τούς μετακινήσετε γρήγορα στο
εσωτερικό, γιατί μένοντας στα παράλια, είναι επικίνδυνοι για την
ασφάλεια του κράτους.
Οι
Τούρκοι με χαρά τους δέχτηκαν την πρόταση κι' έτσι άρχισαν οι εκτοπισμοί και το ομαδικό ξεσπίτωμα των πληθυσμών από τα μέρη εκείνα.
Με δικαιολογία την «ασφάλεια του κράτους» έβγαζαν κάθε τόσο διαταγές για
τις μετακινήσεις ολοκλήρων πληθυσμών, πρώτα απ' τα παράλια στην
ενδοχώρα κι' ύστερα σ' όλες τις περιοχές του εσωτερικού.
Μέσα
σε λίγες μέρες, δηλαδή, ή και ώρες, θα έπρεπε να ετοιμαστούν οι Ρωμιοί,
ν' αφήσουν τα σπίτια τους και να πάρουν τους δρόμους προς τα βουνά, στο
άγνωστο.
Την
ιδέα, ωστόσο, του Γερμανού πασά την συμπλήρωσαν με τέτοιο τρόπο, ώστε
να γίνει όσο ήταν μπορετό πιο αποτελεσματική για τον κύριο σκοπό τους.
Έτσι δεν γενίκεψαν μοναχά το μέτρο αλλά διάλεγαν τον χειμώνα σαν την καλύτερη εποχή για απελάσεις.
Μέσα
στα χιόνια και τα κρύα ξεσπίτωναν τον κόσμο από πολιτείες και χωριά,
άντρες και γυναικόπαιδα ατέλειωτα, ολόκληρες θεωρίες από τρομαγμένα
ανθρώπινα κοπάδια, που τα σέρνανε όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό, μ’
ένα μπόγο στον ώμο ή καμιά κουβέρτα και λιγοστά τρόφιμα για να
κρατιούνται στα πόδια και να περπατάνε.
Οι βροχές, τα κρύα και το χιόνι εκεί στις ερημιές των βουνών, ήσαν oι
πιο καλοί εργάτες του θανατικού, που έπεφτε γρήγορα ανάμεσα στα πλήθη
πού όλο περπατούσαν και βουτούσαν στις λάσπες ή στο χιόνι — κι’ όλο
σερνόντουσαν μέρες ατέλειωτες — μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι
ανήμποροι, νέοι άντρες και κοπέλες νεαρές, άλλοι γεροί κι' άλλοι
αρρωστημένοι.
—
Γιούρουνουζ!«Περπατάτε!», συνήθιζαν να ουρλιάζουν οι χωροφύλακες και να
χτυπάνε με το ραβδί ή με το καμτσίκι όποιον αργούσε... «γιούρουνουζ
γκιαούρ όγλου γκιαούρ»! Άλλοι πέφταν από κούραση στο δρόμο, άλλοι από
τον τύφο που πάντα ερχόταν κι’ αυτός πολύτιμος βοηθός στο έργο των
Νεότουρκων.