Η Ελλάδα εμφανίζεται ως ο πιστότερος οπαδός της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ ότι αυτή εξακολουθεί να μας απειλεί με casus belli, κατέχει κυπριακό έδαφος, αμφισβητεί το Αιγαίο και τη Θράκη και παρ’ ότι η ένταξη της Τουρκίας θα ενέτασσε τελεσίδικα την Ελλάδα και τα Βαλκάνια στον ευρύτερο νεο-οθωμανικό χώρο.
Οι ελληνικές ελίτ είναι πρόθυμες να εκχωρήσουν την ελληνική ανεξαρτησία με αντάλλαγμα τα κέρδη και την «ησυχία» τους.
Η ελληνική στρατηγική, στο πεδίο της άμυνας, περιορίζεται απλώς στο να καταστήσει «δαπανηρή» κάθε πιθανή τουρκική επίθεση, έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου, ενώ τα ελληνικά κόμματα διαγκωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα προτείνει μεγαλύτερη μείωση των αμυντικών δαπανών και της διάρκειας της θητείας.
Οδηγούμαστε, δια του μιθριδατισμού, σε μια σταδιακή διολίσθηση σε κράτος περιορισμένης κυριαρχίας, όπως ήδη έχει γίνει στην Κύπρο και εν μέρει στη Βουλγαρία.Το τουρκικό κράτος, και ιδιαίτερα η νεο-οθωμανική του πτέρυγα, δια του Ερντογάν, του Νταβούτογλου, κ.λπ., επιχειρεί την τελευταία περίοδο κάποια «ανοίγματα» στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, που υπερακοντίζουν την παλιά κεμαλική στρατηγική.
Έτσι, προσπαθεί να βρει ένα modus vivendi με τους Κούρδους, ενισχύοντας την «ισλαμική ταυτότητα» έναντι του τουρκισμού, κριτικάρει το Ισραήλ για τις επιθέσεις του εναντίον των Παλαιστινίων και θέλει να εμφανιστεί ως προστάτης των Αράβων, πραγματοποιεί ανοίγματα προς τη Ρωσία, όπως φάνηκε πρόσφατα και στην κρίση της Γεωργίας, φθάνει ακόμα και να αναφέρεται σε κάποιες διώξεις μειονοτήτων, όπως έκανε πρόσφατα ο Ερντογάν.
Και είναι λογικό. Ο παλιός κεμαλισμός αντιστοιχούσε στην προσπάθεια ομογενοποίησης της Τουρκίας στο εσωτερικό της, ώστε να δημιουργήσει ένα εθνικά ομοιογενές και συμπαγές κράτος.
Η αποτυχία του, ή μάλλον η ολοκλήρωση ενός κύκλου, η οποία κατέστη προφανής στη δεκαετία του 1970, με την έκρηξη της κουρδικής αντίστασης και την ανάπτυξη της ένοπλης Άκρας Αριστεράς, υποχρέωσε τις τουρκικές ελίτ και τους Αμερικανούς σε μια νέα στρατηγική, που αρχίζει να αναπτύσσεται μετά το πραξικόπημα του Εβρέν, το 1980.
Παράλληλα με την κεμαλική ομοιογένεια, και την αναφορά στον Κεμάλ, που εξέφραζε την κρατική γραφειοκρατία και τον στρατό, θα επιδιωχθεί μια «επιστροφή» στο Ισλάμ, η οποία θα μπορούσε να επανασυνδέσει το τουρκικό κράτος με τα λαϊκά στρώματα και να αμβλύνει το εθνικό συναίσθημα των Κούρδων. Έτσι δημιουργήθηκε το οικοδόμημα του «ισλαμο-κεμαλισμού», που αναπτύσσεται καθ’ όλη την περίοδο της σύγκρουσης με τους Κούρδους, και το οποίο κατόρθωσε εν μέρει, μέσω της επανισλαμοποίησης, να ενισχύσει τη χαμένη συνοχή του τουρκικού κράτους.
Και βέβαια, κάθε φορά που η ισορροπία έτεινε να διαταραχτεί, προς την κατεύθυνση μιας «υπερβολικής» ισλαμοποίησης, όπως συνέβη με τον Ερμπακάν, ο στρατός και οι δικαστές ήταν παρόντες για να επιβάλουν και πάλι την τάξη.
Και βέβαια, κάθε φορά που η ισορροπία έτεινε να διαταραχτεί, προς την κατεύθυνση μιας «υπερβολικής» ισλαμοποίησης, όπως συνέβη με τον Ερμπακάν, ο στρατός και οι δικαστές ήταν παρόντες για να επιβάλουν και πάλι την τάξη.
Ωστόσο, απεδείχθη πως τα «κοσμικά κόμματα» της κεντροδεξιάς, Τσιλέρ, Τζεμ, Γιλμάζ και κομπανία, δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν το Ισλάμ. Γι’ αυτό το ισλαμικό κόμμα των Ερντογάν-Γκιουλ μετεβλήθη στον αδιαφιλονίκητο εκφραστή της νέας ισορροπίας. Και, μάλιστα, με ένα σημαντικό βήμα προς τα μπρος. Και αυτό ήταν ο νεο-οθωμανισμός.
Το νέο τουρκικό κράτος είχε μεταβληθεί πλέον σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη και από οικονομική άποψη, για πρώτη φορά στην ιστορία των Τούρκων, που στο παρελθόν αρκούνταν στην κρατική και στρατιωτική κυριαρχία, εκχωρώντας τις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες στις αλλόθρησκες κοινότητες.
Το νέο τουρκικό κράτος είχε μεταβληθεί πλέον σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη και από οικονομική άποψη, για πρώτη φορά στην ιστορία των Τούρκων, που στο παρελθόν αρκούνταν στην κρατική και στρατιωτική κυριαρχία, εκχωρώντας τις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες στις αλλόθρησκες κοινότητες.
Επιπλέον, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο κατακερματισμός της, η διάλυση των Βαλκανίων, καθώς και η κρίση του αραβικού κόσμου, μετά τους δύο πολέμους του Κόλπου, αναβάθμισαν γεωστρατηγικά και οικονομικά την Τουρκία, καθιστώντας την ισχυρό περιφερειακό παράγοντα. Έκφραση της τουρκικής αναβάθμισης αποτέλεσε και η πρόσφατη ένταξή της στο «κλαμπ των ισχυρών» του πλανήτη, δηλαδή τους G 20.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η στρατηγική του νεο-οθωμανισμού, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Οζάλ, χωρίς να διαθέτει τότε τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, σήμερα καθίσταται περισσότερο ρεαλιστική, γι’ αυτό και ο θεωρητικός της, ο Νταβούτογλου, θα αναβαθμιστεί σε φορέα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο νεο-οθωμανισμός αποτελεί ολοκλήρωση και επέκταση του ισλαμο-κεμαλισμού, στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και της περιφερειακής πολιτικής.
Απέναντι στην εξασθένιση των περισσότερων από τους γείτονες της Τουρκίας, γεννιέται ο «πειρασμός» για μια επεκτατική πολιτική με νέους όρους, δηλαδή έναν συνδυασμό οικονομικής, στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος, η οποία χρησιμοποιεί το Ισλάμ και τη στρατηγική συμμαχία με τη Δύση ως τους δύο πυλώνες της.
Εξ ού και οι παράλληλες κινήσεις για συμμετοχή-διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης –διότι η τουρκική συμμετοχή θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια «χαλαρή» Ευρώπη– και, παράλληλα, η ενίσχυση των δεσμών με τις γειτονικές χώρες, μέσω της χρήσης της ισχύος, της οικονομίας και του Ισλάμ – είτε ως ομοδοξίας, στην περίπτωση των Αράβων, των Κούρδων ή των κεντροασιατών, είτε με την χρησιμοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, στην περίπτωση της Ρωσίας και των Βαλκανίων.
Η νεο-οθωμανική στρατηγική δεν μπορεί να στηρίζεται, όπως ο παλιός κεμαλισμός αποκλειστικά στην εσωτερική αναδίπλωση και την καταστολή, αλλά πρέπει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την “soft power” της οικονομίας, του πολιτισμού, της διπλωματίας, εάν θέλει να συγκροτήσει στην άμεση περιφέρειά της μια σειρά από κράτη και δυνάμεις υποτελή ή εξαρτώμενα.
Χαρακτηριστική είναι η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο, όπου η Τουρκία, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με τη στρατιωτική της ισχύ, την οποία και συντηρεί, από ένα σημείο και μετά, αναπτύσσει μια νέα τακτική, που έχει οδηγήσει στις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις των «κοινοτήτων»· χρησιμοποιώντας το καρότο της επανενοποίησης για τους ναινέκους-μεταπράτες της ελληνικής Κύπρου, απεργάζεται την ουσιαστική επικράτησή της στο σύνολο της Κύπρου.
Η νεο-οθωμανική στρατηγική δεν μπορεί να στηρίζεται, όπως ο παλιός κεμαλισμός αποκλειστικά στην εσωτερική αναδίπλωση και την καταστολή, αλλά πρέπει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την “soft power” της οικονομίας, του πολιτισμού, της διπλωματίας, εάν θέλει να συγκροτήσει στην άμεση περιφέρειά της μια σειρά από κράτη και δυνάμεις υποτελή ή εξαρτώμενα.
Χαρακτηριστική είναι η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο, όπου η Τουρκία, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με τη στρατιωτική της ισχύ, την οποία και συντηρεί, από ένα σημείο και μετά, αναπτύσσει μια νέα τακτική, που έχει οδηγήσει στις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις των «κοινοτήτων»· χρησιμοποιώντας το καρότο της επανενοποίησης για τους ναινέκους-μεταπράτες της ελληνικής Κύπρου, απεργάζεται την ουσιαστική επικράτησή της στο σύνολο της Κύπρου.
Πλέον, η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση, όπως κάποτε, αλλά θέλει, παράλληλα με αυτήν, να επεκτείνει την ηγεμονία της στο σύνολο του νησιού. Το άνοιγμα της πράσινης γραμμής και οι μετακινήσεις των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και των Τούρκων στην ελεύθερη Κύπρο νομιμοποιούν το έγκλημα της Κατοχής και εθίζουν τους Ελληνοκυπρίους σε μια νεο-οθωμανική Κύπρο.
Στη Βουλγαρία, μέσω της τουρκικής και μουσουλμανικής μειονότητας, η Τουρκία ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις, μια και η μειονότητα συμμετέχει σε όλες τις κυβερνήσεις, άσχετα με τον προσανατολισμό τους και καθορίζει αποφασιστικά τη βουλγαρική πολιτική.
Έναντι της Ελλάδας, χρησιμοποιείται μια πολιτική σε πολλά επίπεδα. Στο πρώτο και αποφασιστικότερο, συνεχίζεται ο στρατιωτικός εκβιασμός και εκφοβισμός σε Ελλάδα και Κύπρο, διότι μια νεο-οθωμανική Τουρκία δεν μπορεί να ανεχτεί ένα ελληνικό Αιγαίο, όπως υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου, ενώ θέλει να ολοκληρωθεί η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα.
Όμως, η νεο-οθωμανική Τουρκία δεν μένει πλέον μόνον εκεί, χρησιμοποιεί παράλληλα και τη διπλωματία, την οικονομία, τον πολιτισμό και τις μειονότητες για να προωθήσει την πολιτική της. Και η χρήση των μειονοτήτων δεν περιορίζεται στη χρήση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Θράκη, αλλά περιλαμβάνει και την ίδια τη χρήση των ελληνικών ή “ρωμαίϊκων” μειονοτήτων στην Τουρκία!
Έτσι, το Πατριαρχείο και η ελληνική μειονότητα στην Πόλη επιχειρείται να μεταβληθούν στα χέρια των Τούρκων σε όπλο για την υποταγή της Ελλάδας στην τουρκική πολιτική.
Και όχι μόνο γιατί ο Πατριάρχης είναι και Τούρκος υπήκοος, αλλά διότι η παραμονή του πατριαρχείου στην Πόλη ενισχύει το «τουρκικό» λόμπυ στην Ελλάδα, που, με το καρότο της νοσταλγίας για τις «χαμένες πατρίδες» και την οικουμενική ορθοδοξία, θέλει να επιβάλει τη σταδιακή αποδοχή της τουρκικής επικυριαρχίας και την παράλογη στήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Τα επιχειρήματα τα ακούμε καθημερινά. Έχει καταντήσει η Ελλάδα, δια της κυρίας Μπακογιάννη, να θέτει ως μοναδικό αίτημα έναντι της Τουρκίας το… άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης!
Ρωμιοί Πόντιοι και τουρκικό Ισλάμ
Παρ’ όλα αυτά όμως, κατασκευάζεται στην Ελλάδα μια ανησυχητική μυθολογία περί του Ερντογάν και του τουρκικού ισλαμισμού, η οποία επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί και στο εσωτερικό του «σκληρού πυρήνα» του ελληνισμού, που έχει υποστεί την τουρκική γενοκτόνα πολιτική, δηλαδή τους Ποντίους και τους Μικρασιάτες γενικότερα.
Αυτή η μυθολογία πατάει σε ορισμένα υπαρκτά γεγονότα και προσπαθεί να τα εκμεταλλευτεί. Είναι γεγονός πως, στον Πόντο και στην περιοχή των Λαζών, που βρίσκεται δίπλα στον Πόντο, επιβιώνουν στοιχεία της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εγχώριων πληθυσμών.
Μάλιστα, στη δεκαετία του 1970, είχε αναπτυχθεί και ένα ισχυρό αντάρτικο στην περιοχή. Σε ό,τι αφορά στον Πόντο, διατηρούνται ισχυρά στοιχεία της ελληνικής ποντιακής ταυτότητας, με δύο μορφές:
Η πρώτη είναι η επιβίωση κρυπτοχριστιανών, ακόμα και μετά από τόσες περιπέτειες, οι οποίοι νιώθουν απόλυτη ταύτιση με τους Ποντίους της Ελλάδας, αλλά είναι μάλλον αρκετά περιορισμένοι αριθμητικά, όσο τουλάχιστον μπορούμε να γνωρίζουμε, διότι βέβαια εξακολουθούν να διαβιούν σε συνθήκες απόλυτης κρυπτείας, μια και υφίστανται μια διπλή δίωξη, τόσο από τον τουρκισμό όσο και από τον ισλαμισμό.Η δεύτερη είναι η επιβίωση στοιχείων της παλιάς ρωμαίικης ταυτότητας μέσα από τη διατήρηση της γλώσσας από εξισλαμισμένους Ποντίους. Εδώ, μοιάζει να είναι μεγαλύτερα τα μεγέθη, δεδομένου πως στις ορεινές, ιδιαίτερα, κοινότητες του Πόντου, ήταν πολύ πιο εύκολη η διατήρηση της γλώσσας, απ’ ότι της θρησκείας.
Προφανώς, οι εξισλαμισμένοι Ρωμιοί, Πόντιοι, Τουρκοκρητικοί κ.ά. θα μπορούσαν κάποια στιγμή να αναζητήσουν τις ρίζες τους και ίσως ήδη να συμβαίνει για κάποιους από αυτούς· κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε την εξασθένιση της ταύτισης της θρησκείας με την εθνική ταυτότητα, η οποία υπήρξε αποφασιστική στο παρελθόν.
Εξάλλου, ο κεμαλισμός, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τουρκισμός σε μια ορισμένη φάση της τουρκικής ιστορίας, παρά τα όσα λέγονται, στηρίχτηκε αποφασιστικά στο θρησκευτικό στοιχείο για να διαμορφώσει τη σύγχρονη τουρκική ταυτότητα. Τούρκοι, για τον κεμαλισμό, δεν ήταν παρά οι μουσουλμάνοι της παλιάς οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού είχαν εξοντωθεί ή εκδιωχθεί οι χριστιανικές κοινότητες και έθνη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ επιχείρησαν να μεταβάλουν το σύνολο των μουσουλμάνων σε Τούρκους. Και επέμειναν στην «κοσμική» πλευρά του τουρκικού κράτους, ακριβώς για να ενσωματώσουν το σύνολο των μουσουλμάνων στον τουρκισμό, ο οποίος ακόμα ήταν μειοψηφικός στο σύνολο των μουσουλμανικών λαών της Μικράς Ασίας.
Εξάλλου, αυτό υπήρξε ανέκαθεν το χαρακτηριστικό του τουρκικού Ισλάμ. Ποτέ σχεδόν η μουσουλμανική ταυτότητα δεν υποκατέστησε την τουρκική, όπως θα συμβεί σε μεγάλο βαθμό, π.χ., με τον σιϊτισμό, που εν πολλοίς διαπερνά και υπερβαίνει τις εθνικές ταυτότητες.
Το Ισλάμ υπήρξε πάντοτε ένα εργαλείο για τη διαμόρφωση της τουρκικής ταυτότητας και για τον τουρκικό επεκτατισμό, που του επέτρεψε να κυριαρχήσει επί των Αράβων, μετά τον 13ο αιώνα, και να εντάξει το ισλαμικό στοιχείο στην τουρκική ταυτότητα και ποτέ το αντίστροφο.
Σήμερα, όταν, παρά την πολιτιστική γενοκτονία των λοιπών μουσουλμάνων από τους Τούρκους, την οποία πραγματοποίησε ο κεμαλισμός, κατόρθωσαν εν τέλει να αναδυθούν κάποιες διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, και κυριότερα εκείνη των Κούρδων, αλλά όχι μόνο, επιχειρείται η αντίστροφη κίνηση, δηλαδή η ενίσχυση του τουρκισμού με τη χρήση του Ισλάμ.
Αν λοιπόν επιθυμούμε την αναβίωση, έστω και μερική, της ταυτότητας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, και μια αυθεντική αναθέρμανση της σχέσης των Ελλαδιτών Ποντίων με τους Μικρασιάτες συγγενείς τους, τότε θα πρέπει να αμβλυνθεί ο ρόλος και η σημασία της θρησκευτικής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια, ένα τουρκικό ισλαμικό κόμμα, όπως του Ερντογάν, είναι ο κυριότερος αντίπαλος του ποντιακού ελληνισμού! Ο κεμαλισμός πέτυχε πολλά: ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων στον τουρκισμό. Παρ όλα αυτά, κάποιες ισχυρές ταυτότητες αντιστάθηκαν, ανάμεσα τους εν μέρει και η ελληνική/ποντιακή. Γι’αυτό και το εκκρεμές κινείται προς την αντίστροφη φορά, της αποκατάστασης του τουρκισμού δια του Ισλάμ!
Έτσι, σήμερα, ο τουρκικός ισλαμισμός –και επαναλαμβάνουμε ότι αυτό είναι ταυτόσημο με τον τουρκισμό δια του Ισλάμ– αποτελεί τον σημαντικότερο αντίπαλο του ελληνισμού, και όχι πλέον ο ξεδοντιασμένος ή ανεπαρκής κεμαλισμός. Και ας αναρωτηθούν όλοι εκείνοι που εκθειάζουν τον Ερντογάν και τα «ανοίγματά» του, πότε ήταν μεγαλύτερες και πιο ελπιδοφόρες οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Μικρασιατών αδελφών τους; Και η απάντηση είναι προφανής και για τον πλέον αδαή. Αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του 1990, όταν η Τουρκία αντιμετώπιζε τα μεγάλα προβλήματα του κουρδικού ζητήματος, και όσο οι τουρκικές κυβερνήσεις, των Τσιλέρ, Γιλμάζ, Τζεμ και κομπανία, ήταν σχετικά ασταθείς, και όχι βέβαια από τότε που ο ισλαμισμός κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τον τουρκισμό, δηλαδή στη δεκαετία του 2000. Σήμερα τάσεις “φιλελληνικές” εμφανίζονται αντίστροφα στα πιο εκκοσμικευμένα και συχνά θεωρούμενα “κεμαλικά” στρώματα των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης1.
Το Ισλάμ αποτελεί σήμερα το νέο όπλο του τουρκισμού, ώστε να ολοκληρώσει την ατελή ενσωμάτωση που έχει πραγματοποιήσει ο κεμαλισμός.
Και, επιτέλους, πρέπει να φύγει από το λεξιλόγιό μας, και προπαντός από την αντίληψή μας, η άποψη ότι ο εχθρός του ελληνισμού και των Ποντίων είναι ο «κεμαλισμός» και μόνο, διότι τότε πέφτουμε στην παγίδα του τουρκισμού, ο οποίος, ήδη από την εποχή του Οζάλ, έχει προσλάβει «ισλαμοκεμαλικά» και νεο-οθωμανικά χαρακτηριστικά.
Σήμερα, όταν, παρά την πολιτιστική γενοκτονία των λοιπών μουσουλμάνων από τους Τούρκους, την οποία πραγματοποίησε ο κεμαλισμός, κατόρθωσαν εν τέλει να αναδυθούν κάποιες διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, και κυριότερα εκείνη των Κούρδων, αλλά όχι μόνο, επιχειρείται η αντίστροφη κίνηση, δηλαδή η ενίσχυση του τουρκισμού με τη χρήση του Ισλάμ.
Αν λοιπόν επιθυμούμε την αναβίωση, έστω και μερική, της ταυτότητας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, και μια αυθεντική αναθέρμανση της σχέσης των Ελλαδιτών Ποντίων με τους Μικρασιάτες συγγενείς τους, τότε θα πρέπει να αμβλυνθεί ο ρόλος και η σημασία της θρησκευτικής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια, ένα τουρκικό ισλαμικό κόμμα, όπως του Ερντογάν, είναι ο κυριότερος αντίπαλος του ποντιακού ελληνισμού! Ο κεμαλισμός πέτυχε πολλά: ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων στον τουρκισμό. Παρ όλα αυτά, κάποιες ισχυρές ταυτότητες αντιστάθηκαν, ανάμεσα τους εν μέρει και η ελληνική/ποντιακή. Γι’αυτό και το εκκρεμές κινείται προς την αντίστροφη φορά, της αποκατάστασης του τουρκισμού δια του Ισλάμ!
Έτσι, σήμερα, ο τουρκικός ισλαμισμός –και επαναλαμβάνουμε ότι αυτό είναι ταυτόσημο με τον τουρκισμό δια του Ισλάμ– αποτελεί τον σημαντικότερο αντίπαλο του ελληνισμού, και όχι πλέον ο ξεδοντιασμένος ή ανεπαρκής κεμαλισμός. Και ας αναρωτηθούν όλοι εκείνοι που εκθειάζουν τον Ερντογάν και τα «ανοίγματά» του, πότε ήταν μεγαλύτερες και πιο ελπιδοφόρες οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Μικρασιατών αδελφών τους; Και η απάντηση είναι προφανής και για τον πλέον αδαή. Αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του 1990, όταν η Τουρκία αντιμετώπιζε τα μεγάλα προβλήματα του κουρδικού ζητήματος, και όσο οι τουρκικές κυβερνήσεις, των Τσιλέρ, Γιλμάζ, Τζεμ και κομπανία, ήταν σχετικά ασταθείς, και όχι βέβαια από τότε που ο ισλαμισμός κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τον τουρκισμό, δηλαδή στη δεκαετία του 2000. Σήμερα τάσεις “φιλελληνικές” εμφανίζονται αντίστροφα στα πιο εκκοσμικευμένα και συχνά θεωρούμενα “κεμαλικά” στρώματα των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης1.
Το Ισλάμ αποτελεί σήμερα το νέο όπλο του τουρκισμού, ώστε να ολοκληρώσει την ατελή ενσωμάτωση που έχει πραγματοποιήσει ο κεμαλισμός.
Και, επιτέλους, πρέπει να φύγει από το λεξιλόγιό μας, και προπαντός από την αντίληψή μας, η άποψη ότι ο εχθρός του ελληνισμού και των Ποντίων είναι ο «κεμαλισμός» και μόνο, διότι τότε πέφτουμε στην παγίδα του τουρκισμού, ο οποίος, ήδη από την εποχή του Οζάλ, έχει προσλάβει «ισλαμοκεμαλικά» και νεο-οθωμανικά χαρακτηριστικά.
Η αχίλλειος πτέρνα του νεο-οθωμανισμού
Ωστόσο, ο νεο-οθωμανισμός δεν μπορεί να αναπτύξει πλήρως αυτή τη στρατηγική διότι έχει μία αχίλλειο πτέρνα, την ακόμα ανολοκλήρωτη εσωτερική ομογενοποίηση του πληθυσμού της Τουρκίας, που τον υποχρεώνει να βαδίζει διαρκώς πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Έτσι, η ενίσχυση του ισλαμισμού, που αποτελεί προϋπόθεση για μια πολιτική προς την κατεύθυνση των Αράβων, των Κούρδων και των μουσουλμανικών μειονοτήτων, έχει ορισμένα όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί.
Διότι, σε αυτή την περίπτωση, θα έρθει σε σύγκρουση όχι μόνο με τα παραδοσιακά κεμαλικά, αλλά και με τα δυτικοστραφή στρώματα των παραλίων, και ιδιαίτερα τους Αλεβίτες, οι οποίοι ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια πληθυσμό –πολλοί από αυτούς είναι και Κούρδοι– και βλέπουν με τρόμο να ενισχύεται ο σουνιτικός ισλαμισμός. Πρόκειται για τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Γι’ αυτό τα βήματα του Ερντογάν και των στρατηγών δεν μπορεί παρά να είναι πολύ προσεκτικά και μετρημένα. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να αναγνωρίσουν άμεσα ή έμμεσα ούτε την γενοκτονία των Αρμενίων, π.χ., ούτε εκείνη των Ποντίων, ή του μικρασιατικού ελληνισμού, ούτε καν να ανοίξουν ακόμα τη θεολογική Σχολή της Χάλκης, που αποτελεί το δόλωμα για τους ελλαδίτες ναινέκους. Και τα ανοίγματα του Ερντογάν προς τις «χριστιανικές» μειονότητες, έστω και αν αυτές αποτελούν πλέον παρελθόν για την Τουρκία, δεν μπορούν, για την ώρα, παρά να έχουν φραστικό χαρακτήρα και μόνο.
Γι’ αυτό και η διεκδίκηση της αναγνώρισης της γενοκτονίας του Ποντιακού και Μικρασιατικού ελληνισμού δεν είναι ενσωματώσιμη από τον σημερινό νεο-οθωμανισμό, και υπερβαίνει τις δυνατότητες της ανοχής του. Και το ίδιο συμβαίνει με τους Αρμενίους ή και με τους Κούρδους.
Γι’ αυτό και η διεκδίκηση της αναγνώρισης της γενοκτονίας του Ποντιακού και Μικρασιατικού ελληνισμού δεν είναι ενσωματώσιμη από τον σημερινό νεο-οθωμανισμό, και υπερβαίνει τις δυνατότητες της ανοχής του. Και το ίδιο συμβαίνει με τους Αρμενίους ή και με τους Κούρδους.
Ελληνισμός και έθνος-κράτος
Στην αντίληψη ενός αριθμού Μικρασιατών διανοουμένων, υπάρχει μια προφανής αντίφαση: δεν είναι δυνατόν να διεκδικείς την αναγνώριση της γενοκτονίας ως μία -βασική- προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση «κανονικών» σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, και ταυτόχρονα να εκθειάζεις τον Ερντογάν και το ισλαμικό εγχείρημα, το οποίο σκοπεύει, ακριβώς, να κλείσει τις «τρύπες» που άφησε ο κεμαλισμός, ώστε να μην υποχρεωθεί η Τουρκία να υποστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας αναγνώρισης για αρκετά χρόνια ακόμα! Διότι οποιαδήποτε άλλη τουρκική κυβέρνηση δεν θα είχε κατορθώσει να αποτρέψει την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας στην αμερικανική Γερουσία, αναγνώριση που θα άνοιγε τον δρόμο για εκείνη του μικρασιατικού ελληνισμού, ενώ θα αντιμετώπιζε και πολύ σοβαρότερα ζητήματα στο κουρδικό μέτωπο.
Και, βέβαια, κάθε στρατηγική, η οποία υποβαθμίζει την πρωταρχικότητα της γενοκτονίας και αναβαθμίζει απλώς την νοσταλγία για τις «χαμένες πατρίδες» κινδυνεύει να μεταβληθεί σε όπλο του τουρκικού νεο-οθωμανισμού.
Διότι όσο ο ελληνισμός μπορούσε ακόμα να αποτελεί συγκρίσιμο μέγεθος με την Τουρκία και να διατηρεί πληθυσμούς σε αυτή, όπως συνέβαινε μέχρι το 1922, ή έστω μέχρι το 1955 ή το 1974 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αυτή η νοσταλγία αποτελούσε στοιχείο ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας. Όταν, αντίθετα, το ελληνικό κράτος υποβαθμίζεται διαρκώς έναντι της Τουρκίας –όπως συμβαίνει σε αυξανόμενο βαθμό μετά το 1974–, μια τέτοια νοσταλγία μπορεί να ενισχύσει τις φυγόκεντρες τάσεις του ελληνισμού, αντί να αποδομήσει τον τουρκισμό. Διότι η νοσταλγία π.χ. για την Κωνσταντινούπολη, σε μια πόλη 15 εκατομμυρίων με ελάχιστους Έλληνες, μεταβάλλεται σε επιχείρημα υπέρ της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και εξασθενεί ακόμα περισσότερο την ήδη εγκληματικά εξασθενημένη ελληνική ταυτότητα, δορυφοροποιώντας το ελληνικό φαντασιακό στην πρωτεύουσα όχι πλέον του ελληνισμού αλλά του τουρκισμού. Στην Κύπρο επιχειρείται κάτι ανάλογο με την εξασθένιση της ελληνικής ταυτότητας, που θεωρείται πλέον συνώνυμη της «ήττας», και την ενίσχυση μιας «κυπριακότητας», που επιτρέπει ευκολότερα την υπαγωγή στη νεο-οθωμανική ομπρέλα.
Η εξασθένιση του αιτήματος της αναγνώρισης της γενοκτονίας και η αναφορά και μόνο στις «χαμένες πατρίδες» και την επιστροφή σε αυτές, είναι δυνατόν να μεταλλάξει το πανίσχυρο αίσθημα και αίτημα της ελληνικότητας, που έφεραν μαζί τους οι μικρασιατικοί πληθυσμοί, σε απομείωσή της, σε μια φαντασιακή φυγή προς το παρελθόν. Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που οι αρχαιολάτρες δραπετεύουν προς μια φαντασιακή αρχαία Ελλάδα και έναν ανύπαρκτο ελληνισμό, που οι πατριαρχικοί νεο-ορθόδοξοι εγκαταλείπουν την «ψωροκώσταινα» για έναν ανύπαρκτο πλέον οικουμενικό ελληνισμό, που κάποιοι Κρητικοί αρχίζουν να ξαναθυμούνται την «κρητικότητα», ορισμένοι διανοούμενοι, που προέρχονται από τις χαμένες πατρίδες του ελληνισμού, καθώς και αρκετοί άλλοι με λιγότερο διαφανή κίνητρα, διοχετεύουν το πνίξιμο, που τους προκαλεί η όντως ασφυκτική κατάσταση που επιβάλλει το αθηνοκεντρικό μετριοκρατικό ελλαδικό κράτος, προς μια φαντασιακή φυγή προς το παρελθόν που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην αγκάλη του νεο-οθωμανικού παρόντος!
Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε φαντασιακά το έθνος-κράτος μας (ή κράτη μας αν περιλάβουμε και την Κύπρο), στο οποίο περιοριστήκαμε μετά από μια ιστορική περιπέτεια χιλιετιών, παρά μόνο αν πρώτα σταθεροποιήσουμε την ύπαρξη και την ανεξαρτησία αυτού του κράτους! Και τις χαμένες πατρίδες, αυτή την ευρυχωρία του κάποτε ελληνισμού, δεν θα πρέπει να την μεταβάλουμε σε παγίδα στα χέρια των αντιπάλων μας, αλλά σε διεύρυνση των οριζόντων και του πολιτισμού του όντως υπαρκτού ελληνισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο που ενσωματώθηκε το σμυρναίικο τραγούδι στην μεγάλη παράδοση του ρεμπέτικου και η ποντιακή λύρα στον σύγχρονο μουσικό πολιτισμό των Ελλήνων. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αποκρούσουμε, κατ’ εξοχήν, την τουρκική νεο-οθωμανική επιβουλή, η οποία εκδηλώνεται με όλους τους δυνατούς τρόπους σήμερα.
Και μόνο έτσι, ενισχύοντας την ελληνική ταυτότητα και το ελληνικό κράτος, θα ήταν δυνατό να διευκολύνουμε και οποιεσδήποτε φυγόκεντρες τάσεις στην Τουρκία, καθώς και την πιθανή ανάδυση μιας καταχωνιασμένης ρωμαίικης ταυτότητας.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο αγώνας του ποντιακού ελληνισμού για τη διατήρηση άσβεστης της μνήμης των χαμένων πατρίδων, για την επιβίωση και τη δημιουργική εξέλιξη του πολιτισμού του Πόντου μέσα στην Ελλάδα, και για την αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού, μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της απόκρουσης του νεο-οθωμανισμού, της οικοδόμησης ενός αρραγούς μετώπου του ελληνισμού στην καθολικότητά του.
Και, βέβαια, κάθε στρατηγική, η οποία υποβαθμίζει την πρωταρχικότητα της γενοκτονίας και αναβαθμίζει απλώς την νοσταλγία για τις «χαμένες πατρίδες» κινδυνεύει να μεταβληθεί σε όπλο του τουρκικού νεο-οθωμανισμού.
Διότι όσο ο ελληνισμός μπορούσε ακόμα να αποτελεί συγκρίσιμο μέγεθος με την Τουρκία και να διατηρεί πληθυσμούς σε αυτή, όπως συνέβαινε μέχρι το 1922, ή έστω μέχρι το 1955 ή το 1974 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αυτή η νοσταλγία αποτελούσε στοιχείο ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας. Όταν, αντίθετα, το ελληνικό κράτος υποβαθμίζεται διαρκώς έναντι της Τουρκίας –όπως συμβαίνει σε αυξανόμενο βαθμό μετά το 1974–, μια τέτοια νοσταλγία μπορεί να ενισχύσει τις φυγόκεντρες τάσεις του ελληνισμού, αντί να αποδομήσει τον τουρκισμό. Διότι η νοσταλγία π.χ. για την Κωνσταντινούπολη, σε μια πόλη 15 εκατομμυρίων με ελάχιστους Έλληνες, μεταβάλλεται σε επιχείρημα υπέρ της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και εξασθενεί ακόμα περισσότερο την ήδη εγκληματικά εξασθενημένη ελληνική ταυτότητα, δορυφοροποιώντας το ελληνικό φαντασιακό στην πρωτεύουσα όχι πλέον του ελληνισμού αλλά του τουρκισμού. Στην Κύπρο επιχειρείται κάτι ανάλογο με την εξασθένιση της ελληνικής ταυτότητας, που θεωρείται πλέον συνώνυμη της «ήττας», και την ενίσχυση μιας «κυπριακότητας», που επιτρέπει ευκολότερα την υπαγωγή στη νεο-οθωμανική ομπρέλα.
Η εξασθένιση του αιτήματος της αναγνώρισης της γενοκτονίας και η αναφορά και μόνο στις «χαμένες πατρίδες» και την επιστροφή σε αυτές, είναι δυνατόν να μεταλλάξει το πανίσχυρο αίσθημα και αίτημα της ελληνικότητας, που έφεραν μαζί τους οι μικρασιατικοί πληθυσμοί, σε απομείωσή της, σε μια φαντασιακή φυγή προς το παρελθόν. Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που οι αρχαιολάτρες δραπετεύουν προς μια φαντασιακή αρχαία Ελλάδα και έναν ανύπαρκτο ελληνισμό, που οι πατριαρχικοί νεο-ορθόδοξοι εγκαταλείπουν την «ψωροκώσταινα» για έναν ανύπαρκτο πλέον οικουμενικό ελληνισμό, που κάποιοι Κρητικοί αρχίζουν να ξαναθυμούνται την «κρητικότητα», ορισμένοι διανοούμενοι, που προέρχονται από τις χαμένες πατρίδες του ελληνισμού, καθώς και αρκετοί άλλοι με λιγότερο διαφανή κίνητρα, διοχετεύουν το πνίξιμο, που τους προκαλεί η όντως ασφυκτική κατάσταση που επιβάλλει το αθηνοκεντρικό μετριοκρατικό ελλαδικό κράτος, προς μια φαντασιακή φυγή προς το παρελθόν που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην αγκάλη του νεο-οθωμανικού παρόντος!
Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε φαντασιακά το έθνος-κράτος μας (ή κράτη μας αν περιλάβουμε και την Κύπρο), στο οποίο περιοριστήκαμε μετά από μια ιστορική περιπέτεια χιλιετιών, παρά μόνο αν πρώτα σταθεροποιήσουμε την ύπαρξη και την ανεξαρτησία αυτού του κράτους! Και τις χαμένες πατρίδες, αυτή την ευρυχωρία του κάποτε ελληνισμού, δεν θα πρέπει να την μεταβάλουμε σε παγίδα στα χέρια των αντιπάλων μας, αλλά σε διεύρυνση των οριζόντων και του πολιτισμού του όντως υπαρκτού ελληνισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο που ενσωματώθηκε το σμυρναίικο τραγούδι στην μεγάλη παράδοση του ρεμπέτικου και η ποντιακή λύρα στον σύγχρονο μουσικό πολιτισμό των Ελλήνων. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αποκρούσουμε, κατ’ εξοχήν, την τουρκική νεο-οθωμανική επιβουλή, η οποία εκδηλώνεται με όλους τους δυνατούς τρόπους σήμερα.
Και μόνο έτσι, ενισχύοντας την ελληνική ταυτότητα και το ελληνικό κράτος, θα ήταν δυνατό να διευκολύνουμε και οποιεσδήποτε φυγόκεντρες τάσεις στην Τουρκία, καθώς και την πιθανή ανάδυση μιας καταχωνιασμένης ρωμαίικης ταυτότητας.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο αγώνας του ποντιακού ελληνισμού για τη διατήρηση άσβεστης της μνήμης των χαμένων πατρίδων, για την επιβίωση και τη δημιουργική εξέλιξη του πολιτισμού του Πόντου μέσα στην Ελλάδα, και για την αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού, μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της απόκρουσης του νεο-οθωμανισμού, της οικοδόμησης ενός αρραγούς μετώπου του ελληνισμού στην καθολικότητά του.
Σημείωση
1 Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από άρθρο του Αλέξανδρου Μασσαβέττα στην Καθημερινή: «’Θέλω Έλληνες για τη Σμύρνη μου’. Η αποστροφή ανήκει στη δημοσιογράφο Μινέ Κιρίκανατ, κεμαλίστρια και ορκισμένη εχθρό των ισλαμιστών. Όπως τόνισαν παράγοντες της ομογένειας, εκπλήσσουν δηλώσεις παρόμοιου περιεχομένου από πρόσωπο του κεμαλικού χώρου (η Κιρίκανατ είναι μάλιστα κόρη στρατιωτικού).
Παρόμοιες όμως δηλώσεις επαναλαμβάνονται από πολλούς Τούρκους αστούς. Αναλυτές τονίζουν ότι οι αποστροφές δεν υποδηλώνουν κάποια νοσταλγία για τον Έλληνα ως Έλληνα, αλλά για την αστική τάξη ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης στην οποία ανήκε και την οποία προσωποποιούσε.
‘Όταν λένε πως τους λείπουμε, εννοούν πως δεν αντέχουν να συμβιώνουν με τους Κούρδους και τους Τούρκους χωριάτες που πήραν τη θέση των Ελλήνων στο Φανάρι, το Κοντοσκάλι αλλά και το Πέρα, και αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία’ εξηγεί στέλεχος που δουλεύει σε δημόσια υπηρεσία, και που αποφάσισε, παρά την άγνοια της ελληνικής, να βαπτισθεί Ελληνορθόδοξος.
‘Ανακάλυψα πως έχω ελληνική καταγωγή’. Κρατά την αλλαγή θρησκεύματος κρυφή. ‘Φοβάμαι μη χάσω τη θέση μου’». (“Η ελληνική κουλτούρα, σημείο αναφοράς από την Πόλη έως και τη Μικρά Ασία” του Αλέξανδρου Μασσαβετα, Καθημερινή Τρίτη, 24 Ιουνίου 2008).
1 Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από άρθρο του Αλέξανδρου Μασσαβέττα στην Καθημερινή: «’Θέλω Έλληνες για τη Σμύρνη μου’. Η αποστροφή ανήκει στη δημοσιογράφο Μινέ Κιρίκανατ, κεμαλίστρια και ορκισμένη εχθρό των ισλαμιστών. Όπως τόνισαν παράγοντες της ομογένειας, εκπλήσσουν δηλώσεις παρόμοιου περιεχομένου από πρόσωπο του κεμαλικού χώρου (η Κιρίκανατ είναι μάλιστα κόρη στρατιωτικού).
Παρόμοιες όμως δηλώσεις επαναλαμβάνονται από πολλούς Τούρκους αστούς. Αναλυτές τονίζουν ότι οι αποστροφές δεν υποδηλώνουν κάποια νοσταλγία για τον Έλληνα ως Έλληνα, αλλά για την αστική τάξη ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης στην οποία ανήκε και την οποία προσωποποιούσε.
‘Όταν λένε πως τους λείπουμε, εννοούν πως δεν αντέχουν να συμβιώνουν με τους Κούρδους και τους Τούρκους χωριάτες που πήραν τη θέση των Ελλήνων στο Φανάρι, το Κοντοσκάλι αλλά και το Πέρα, και αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία’ εξηγεί στέλεχος που δουλεύει σε δημόσια υπηρεσία, και που αποφάσισε, παρά την άγνοια της ελληνικής, να βαπτισθεί Ελληνορθόδοξος.
‘Ανακάλυψα πως έχω ελληνική καταγωγή’. Κρατά την αλλαγή θρησκεύματος κρυφή. ‘Φοβάμαι μη χάσω τη θέση μου’». (“Η ελληνική κουλτούρα, σημείο αναφοράς από την Πόλη έως και τη Μικρά Ασία” του Αλέξανδρου Μασσαβετα, Καθημερινή Τρίτη, 24 Ιουνίου 2008).
Γιώργος Καραμπελιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου