ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ του Ομήρου «πόντος» σημαίνει θάλασσα. Θάλασσα αναπεπταμένη και πλατιά· ανήσυχο και ανοικτό πέλαγος. Σε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς ο όρος Πόντος ταυτίζεται με τον Άξενο (κατ' ευφημισμόν Εύξεινο) Πόντο, την τρικυμισμένη και σκουρόχρωμη Μαύρη Θάλασσα. Αυτήν που αντίκρυσαν από τα βουνά οι μύριοι του Ξενοφώντα αναφωνώντας με ανακούφιση: «Θάλαττα, θάλαττα».
Ο Πόντος στην ελληνική μυθολογία προσωποποιεί το υγρό στοιχείο, γενικά, και παρουσιάζεται ως γιος της Γης και πατέρας του Νηρέα. Εξάλλου, η χώρα γύρω από τον Εύξεινο έχει εξέχουσα θέση σε μερικούς από τους ωραιότερους μύθους:
Από τις πολεμοχαρείς Αμαζόνες και τη βασίλισσα τους Ιππολύτη, τη θεόσταλτη ζώνη της οποίας απέσπασε ο Ηρακλής κατά τον ένατο άθλο του, έως το ταξίδι του Φρίξου και της 'Ελλης στην πλάτη του χρυσόμαλλου ιπτάμενου κριαριού και την εκστρατεία των Αργοναυτών του Ιάσονα στην Κολχίδα.
Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι αρχαίοι'Ελληνες γνώριζαν και βρίσκονταν σε επαφή με τις περιοχές αυτές πολύ πριν από τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Με την ονομασία Πόντος έμεινε γνωστό το βόρειο παράλιο τμήμα της μικρασιατικής χερσονήσου, το οποίο έχει στον Νότο την Καππαδοκία, Ανατολικά την Κολχίδα και Δυτικά την Παφλαγονία.
Η οριοθέτηση του ιστορικού Πόντου ενέχει μεγάλες δυσκολίες και σε γενικές γραμμές μπορούμε να τον ορίσουμε ως την περιοχή μεταξύ του Σοχούμ (Ανατολικά) και της Σινώπης (Δυτικά).
Μια νοητή, περίπου παράλληλη με την ακτή, γραμμή, που διέρχεται λίγο ψηλότερα από Σεβάστεια, ορίζει, συμβατικά, την επαρχία προς τον Νότο. (Χρησιμοποιούμε εδώ τα όρια της διεκδικούμενης Δημοκρατίας του Πόντου, όπως καθορίζονται στον χάρτη του Σπ. Χ. Κωφίδου).
Αλλωστε, ο διαχωρισμός του Πόντου από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο δεν μπορεί να στηριχθεί σε αντικειμενικά κριτήρια. Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι περιηγητές τον αντιμετώπιζαν ως τμήμα της Μικρός Ασίας.
Η συνήθεια που επικράτησε μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέων να μνημονεύουν χωριστά τον Πόντο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί πειστικά από την αναμφισβήτητη διαφορά στην ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη της περιοχής σε σχέση με την υπόλοιπη Μικρά Ασία.
Χώρα παραθαλάσσια, αλλά κυρίως ορεινή, διατέμνεται κατά μήκος σε απόσταση 50-100 χλμ. από τη θάλασσα από την οροσειρά του Παρυάδρου, η οποία χωρίζει τον Πόντο σε παράλιο και μεσογειακό. Τα ψηλά βουνά ορθώνονταν σαν φυσικό τείχος και άφηναν δυο μόνο διόδους επικοινωνίας προς τον Νότο:
Τον δρόμο ο οποίος ξεκινούσε από τη Σινώπη και την Αμισό και αυτόν που από την Τραπεζούντα οδηγούσε, μέσα από το διάσελο της Ζύγαινας, προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Την παράλια ζώνη διακόπτουν βουνά, φαράγγια και ποτάμια με κατεύθυνση από Νότο προς Βορρά.
Το έδαφος ήταν εύφορο, αλλά περιορισμένο και η θάλασσα προσέφερε τη διέξοδο ώστε να αναπτυχθεί η ναυσιπλοΐα και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Παρά το μεγάλο μήκος των ακτών δεν υπήρχαν καλά προστατευμένα λιμάνια, με εξαίρεση αυτά της Σινώπης και της Οινόης.
Στον ορεινό μεσόγειο Πόντο το πλούσιο σε μεταλλεύματα υπέδαφος στήριξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για την περιοχή επαγγελματικές δραστηριότητες.
Στα δασωμένα βουνά υπήρχαν και ακάλυπτα σημεία, όπου σχηματίζονταν ορεινά λιβάδια, τα οποία χρησίμευαν ως βοσκότοποι, αλλά και ως θέρετρα των γειτονικών χωριών και πόλεων. Ηταν τα περίφημα παρχάρια, που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής της υπαίθρου.
Πυξίτης ποταμός στην Παναγία Σουμελά |
Η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε θέατρο εξέλιξης του δεύτερο ελληνικού αποικισμού (8ος π.Χ. αι.). Πρώτη ιδρύθηκε, από τους 'Ιωνες της Μιλήτου, η Σινώπη και αυτή με τη σειρά της, έπειτα από χρόνια, ίδρυσε τα Κοτύωρα, την Τραπεζούντα και την Κερασούντα.
Ακολούθησαν οι Μεγαρείς, οι Φωκαείς, οι Αθηναίοι και η παραλία του Εύξεινου γέμισε ελληνικές πόλεις. Οι αποικίες δημιουργήθηκαν με στόχο την αναζήτηση μετάλλων, αλλά σύντομα εξελίχθηκαν σε εμπορικά κέντρα. Αναγκασμένες να επιβάλουν την ύπαρξη και την παρουσία τους, χρησιμοποίησαν τη δύναμη των όπλων και την αίγλη του πολιτισμού τους.
Ο Πόντος έλαβε το όνομα αυτό και απέκτησε πολιτική σημασία μόνο κατά την μετά Αλέξανδρο εποχή. Τότε βασίλευε στην εξελληνισμένη χώρα η δυναστεία των Μιθριδατών, με κορυφαίο εκπρόσωπο της τον Μιθριδάτη Στ' τον Ευπάτορα (120-63 π.Χ.). Μετά την ήττα και τον θάνατο του Ευπάτορος, αρχίζει η ρωμαϊκή περίοδος στην περιοχή και ο Πομπήιος σχηματίζει τη διπλή επαρχία που ονομάστηκε Βιθυνία και Πόντος (Bithynia et Pontos).
Ο χριστιανισμός, χάρη και στη μεγάλη εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, διαδόθηκε ταχύτατα από τα πρώτα κιόλας αποστολικά χρόνια. Ως πρώτοι κήρυκες του Ευαγγελίου φέρονται οι απόστολοι Ανδρέας και Πέτρος. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ο Πόντος αποτέλεσε μια από τις μεγάλες επαρχίες (θέματα) του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια και αργότερα επί Ιουστινιανού την Τραπεζούντα.
Η πόλη αυτή υπήρξε το κέντρο της αυτοκρατορίας, την οποία ο Αλέξιος Α' ο Κομνηνός ίδρυσε στην περιοχή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204). Το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών - εκτεινόταν από τη Σινώπη μέχρι σχεδόν το Βατούμ - κατάφερε να επιζήσει και μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, έως ότου υποκύψει στον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή το 1461.
Στους χαλεπούς καιρούς της οθωμανικής κατάκτησης οι Πόντιοι διατήρησαν φανερά ή κρυφά την πίστη τους, άντεξαν τις αυθαιρεσίες των τοπικών τιμαριούχων - των διαβόητων ντερεμπέηδων - και τον 19ο αιώνα παρουσιάστηκαν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και να ακμάσουν σε κάθε πεδίο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Η ρωμαϊκή και μετέπειτα η βυζαντινή εξουσία προσέφερε σχετική ειρήνη και ασφάλεια στον εξελληνισμένο και εκχριστιανισμένο πληθυσμό της περιοχής, που στα μέσα του 15ου αιώνα πρέπει να έφθανε τις περίπου 200-250 χιλιάδες. Μετά το 1461 ο πληθυσμός, όπως ήταν φυσικό, μειώθηκε αρκετά. Στα 1520 η κατάσταση είχε βελτιωθεί και οι Έλληνες κάτοικοι έφθαναν τους περίπου 180.000. Η αυξητική τάση συνεχίστηκε ώς τα μέσα του 17ου αιώνα, για να ακολουθήσει η αντίστροφη πορεία μέχρι το 1855.
Τα αίτια της συρρίκνωσης ήταν: η τρομοκρατία των ντερεμπέηδων και η μετανάστευση λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης, ο οποία προκλήθηκε, κατά κύριο λόγο, από την παρακμή των μεταλλείων. Μεταναστευτικές κινήσεις προς τη Ρωσία παρατηρούνται κυρίως μετά το 1828, αλλά και μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-78.
Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, που αποκορυφώθηκαν με την έκδοση του Χάττι - Χουμαγιούν (1856) και η ανακήρυξη του πρώτου τουρκικού συντάγματος το 1876, συνεισέφεραν στη διαμόρφωση κλίματος ελευθερίας και αναδημιουργίας σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινοτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό).
Οι διακηρύξεις των αρχών περί ανεξιθρησκίας οδήγησαν στην εμφάνιση του κινήματος των κρυπτοχριστιανών ή «κλωστών» . Ανθρωποι οι οποίοι έως τότε έκρυβαν επιμελώς την ορθόδοξη πίστη τους, φανερώθηκαν διεκδικώντας να αναγνωριστούν ως χριστιανοί. Παρ' ότι αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες και πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Ρωσία, όσοι παρέμειναν αύξησαν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό.
Ο Πόντος σύμφωνα με την οθωμανική διοίκηση αποτελούνταν από το βιλαέτι της Τραπεζούντας, τη διοίκηση Τζανίκ, τα σαντζάκια της Τοκάτης, του Καραχισάρ και της Αμάσειας από το βιλαέτι της Σεβάστειας και το σαντζάκι της Σινώπης από το βιλαέτι της Κασταμονής. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διαίρεση περιελάμβανε τις επαρχίες: Τραπεζούντας, Ροδοπόλεως (συγκροτήθηκε οριστικά στα 1902, από τις πρώην πατριαρχικές εξαρχείες Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα), Χαλδίας, Κολωνείας (μέχρι το 1889 επισκοπή Νικοπόλεως), Νεοκαισάρειας, Αμάσειας και Θεοδοσιουπόλεως. Αν δεχτούμε τους αριθμούς που δίνει ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου στην εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έφθανε τις 700.000.
Ωστόσο, πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκονται τα στοχεία από την απογραφή του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, η οποία διενεργήθηκε το 1911 από τις κατά τόπους προξενικές αρχές. Σύμφωνα με αυτά, οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου ήταν περίπου 400.000.
Αντίθετα από τα αναμενόμενα, μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού καταγράφεται στις μητροπόλεις Αμάσειας (123.398 κατ.) και Νεοκαισάρειας (102.563 κατ.), ένα μέρος των οποίων ανήκαν γεωγραφικά στο βιλαέτι της Σεβάστειας και της Κασταμονής.
Ο αισθητά περιορισμένος αριθμός των Ελλήνων κατοίκων του βιλαετιού της Τραπεζούντας οφείλεται κατά, κύριο λόγο, στη μετανάστευση προς τη Ρωσία. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε περίοδος δραματικών εξελίξεων και μεγάλων δεινών για τους Ορθόδοξους κατοίκους του Πόντου:
Διώξεις, φυλακίσεις και εκτοπισμοί οδήγησαν στη φυσική εξόντωση ή στην αναγκαστική μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι Πόντιοι αντιστάθηκαν σθεναρά στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, δημιουργώντας στα βουνά αντάρτικα σώματα.
Στο πολιτικό επίπεδο προσπάθησαν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους και να δημιουργήσουν τη Δημοκρατία του Πόντου (1918-1922).Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και η σύμβαση της Ανταλλαγής (1923) σήμαναν τον αναπότρεπτο ξεριζωμό τους από την πατρώα γη. Ο καθορισμός των οικισμών του Πόντου, στους οποίους ήταν εγκατεστημένοι Έλληνες μέχρι το 1922, εξακολουθεί να αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης αρχειακών πηγών.
Δυσκολίες προκαλεί και η μεγάλη κινητικότητα των κατοίκων - λόγω πολιτικών ή οικονομικών αιτίων-, που οδηγούσε σε πληθυσμιακές ανακατατάξεις. Για παράδειγμα, κατά τον 18ο αιώνα, η ανεξέλεγκτη δράση των ντερεμπέηδων οδήγησε στη συσπείρωση του χριστιανικού πληθυσμού στους ορεινούς οικισμούς της ενδοχώρας. Η παρακμή των μεταλλείων και η αλλαγή των πολιτικών συνθηκών ενίσχυσε την αντίστροφη κίνηση προς τα παράκτια ναυτιλιακά κέντρα. Ωστόσο, η γενική εικόνα δεν άλλαξε. Οι περισσότεροι ελληνικοί οικισμοί βρίσκονταν στο εσωτερικό, στον κάθετο άξονα Τραπεζούντας -Αργυρούπολης και στον οριζόντιο Ερζερούμ (θεοδοσιούπολης) - Αργυρούπολης - Σεβάστειας.
Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος
Διευθυντής Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου