Κατσσιά. (η) από πεπιεσμένο μαλλί άσπρο ή μαύρο με σχήμα θολωτό . Στο γύρο τύλιγαν μαύρο τσσίτ η σελβέτα.
Γαλπάχ (το) από κατσσιά ή τσόχα. Από πάνω ήταν επίπεδο, τέτοιο φορούσαν και οι ιερωμένοι.
Τιαρλίκ (το) από κατσσιά στενόμακρο σε σχήμα φεσιού.
Παπάχ (το) από δέρμα αρνιού με φόδρα επάνω ήταν επίπεδο.
Φιάς (το) φέσι με χρώμα βαθύ κόκκινο ή σκούρο βυσσινί και κορυφή φούντα (πισκίλ) από μαύρα μεταξωτά νήματα. Η φούντα δεν ήταν εξαρτημένη απευθείας από το φέσι, αλλά προσαρμοζόταν στη μέση της κορυφής του με μικρό σωληνάριο της ίδιας ποιότητας και χρώματος, που λεγόταν πιπίκ.
Η φούντα κρεμιόταν πίσω, κάποτε δε και προς το μέρος του δεξιού ή αριστερού αυτιού. Οι γέροι έδεναν γύρω τσσίτ. Η χρήση του φεσιού άρχιζε από τα δέκα χρόνων..
Τσσίτ (το) μαντήλι χρωματιστό από βαμβάκι, λινό ή μετάξι.
Σιλβέτα (η) είδος μαντηλιού από μαύρο λεπτό πανί, πού τύλιγαν γύρω από το φέσι ή το γαλπάχ τα παλαιά χρόνια, τα τελευταία το αντικατέστησαν με τσίτι.
Κουκούλα (η). Ιδιόρρυθμο κάλυμμα από τσόχα μαύρη σε σχήμα κώνου πλατυσμένου στη βάση και με δύο ταινίες μακριές του ίδιου υφάσματος, που σταδιακά στένευαν, τυλίγονταν γύρω από το μέτωπο και δένονταν πίσω ή προς το μέρος του αριστερού αυτιού.
Γύρω γύρω είχε σειρήτια χρυσοκέντητα και στην κορυφή φούντα από τα ίδια σειρήτια, που κρεμόταν από την κορυφή με κορδόνι. Η κουκούλα προφύλαγε το κεφάλι από τη βροχή, τον άνεμο και το κρύο. Κουκούλα καλοφτιαγμένη και με επιμέλεια προσαρμοσμένη στο κεφάλι έδιδε τόση χάρη, ώστε κάποια εποχή χωρίς να τροποποιηθεί καθόλου χρησιμοποιήθηκε από κυρίες της Πετρούπολης κατά την έξοδο από το χορό, από Ελληνίδες της Πόλης και από κυρίες της Βιέννης και του Παρισιού. (Les costumes populaires de la Turquie en 1873).
2. Εσωτερικά ενδύματα
Καμίς (το) . Πουκάμισο κατασκευασμένο από άσπρο πανί, είχε γιακά στενό και μανίκια μακριά χωρίς κουμπιά. Ήταν σχιστό από το λαιμό ως τον ομφαλό, έφθανε ως τους μηρούς και έμπαινε στο σώβρακο.
Σώβρακον (το). Κατασκευαζόταν από άσπρο πανί και έφθανε από τη μέση ως τον αστράγαλο. Τα βρακοπόδια λέγονταν πατσσιάχα, διχάζονταν επάνω από τους αστράγαλους και δένονταν γύρω από την κνήμη με δυο λουρίδες από το ίδιο ύφασμα, τα πατσσιαχοδέμια.
Ο γύρος του άνω μέρους σχημάτιζε βρακοθηλιάν (ζουζάκ) όπου έμπαινε το δέμα (βρακοζών) λουρί από το ίδιο πανί. Το καμίς και το σώβρακον με μια λέξη λέγονταν :καμισώβρακα.
3.Εξωτερικά ενδύματα
Ζουπούνα (η). Από φανέλα ή μάνουσα ή και πασμά. Άφηνε ανοιχτό το στήθος από το λαιμό ως τον ομφαλό όπου και είχε κουμπιά. Είχε τσέπη στο δεξιό μέρος, είχε και μανίκια σχιστά στις άκρες.
Ισσλούχ (το). Κοντό φόρεμα με φόδρα και μανίκια, λίγο σχιστά άκρα που κουμπώνονταν μ’ ένα κουμπί. Έφθανε ως τη μέση, είχε σχήμα όμοιο με της μπλούζας, κατασκευαζόταν από λινό, πασμά ή μεταξωτό.
Το Ισσλούχ το χειμώνα ήταν βομπακλήν δηλ. με λεπτό στρώμα βαμβάκι ανάμεσα στο εξωτερικό ύφασμα και τη φόδρα.
Σσιαλβάρ (το). Ήταν η σημερινή βράκα έφθανε ως τα γόνατα, ήταν από εγχώριο σσιάλι ή τσόχα για τους γέρους χωρίς φόδρα. Είχε μεγάλο πλάτος στην περιφέρεια, σχημάτιζε πολλές δίπλες κάθετες μπροστά και πίσω και δυο βρακοπόδια (πατσιάχα) κοντά.
Είχε και αυτό ζουζάκ όπως το σώβρακον και βρακοζών διέφερε από τη βράκα στο ότι δεν σχημάτιζε ουρά. Είχε 2 τσέπες. Σαλβάρια φορούσαν οι ηλικιωμένοι και οι ιερείς.
Καραβάνα (η). Οι νέοι αντί σσιαλβάρ φορούσαν καραβάναν. Κατασκευαζόταν από βαμβακερό βαθύ μπλε χρώμα (γιάρτα). Διέφερε από το σσιαλβάρ διότι είχε κοντύτερες δίπλες, ήταν στενότερο, και τα πατσσιάχα έφταναν ως τα σφυρά.
Τσόχα (η). Κοντό πανωφόρι από ντόπιο μάλλινο ή σσιαγιάκ (τσόχα) έφθανε ως τη μέση. Το φορούσαν εκείνοι πού φορούσαν ζίπκα. Δεξιά και αριστερά είχε τσέπες και γύρω σειρήτι, δεν είχε κουμπιά.
Ποτούρ Είδος πλατιού πανταλονιού από τη μέση ως τον αστράγαλο. Πολύ πλατύ επάνω, στένευε λίγο λίγο. Γινόταν από βαμβακερό ύφασμα μαύρο ή βαθύ γαλάζιο, με φόδρα από άσπρο πανί και βαμβάκι ανάμεσα στο εξωτερικό ύφασμα και στη φόδρα ,γινόταν και από εγχώριο μάλλινο. Κι αυτό δενόταν στη μέση με βρακοζών . Ήταν προορισμένο κυρίως για το χειμώνα.
Ζίβρα. Η ζίβρα, λεγομένη τελευταία και ζίπκα, είχε το σχήμα της καραβάνας. Το πισινό μέρος της ήταν πιο πλατύ, γι αυτό και σχημάτιζε περισσότερες δίπλες. Είχε και τσέπες, άλλα χωρίς εσωτερικά. Γινόταν από μάλλινο μαύρο εγχώριο ή ευρωπαϊκό. Είχε και ζουζάκ και βρακοζών. Όταν το ύφασμα ήταν εγχώριο και συνεπώς χοντρό, δεν γύριζαν την επάνω άκρη για να κάμουν το ζουζάκ, άλλα έραβαν από μέσα ύφασμα λεπτό.
Στη ραφή της εξωτερικής πλευράς κατά μήκος του ποδιού, γύρω στις τσέπες, και γύρω από τα άκρα των πατζακιών έραβαν πολλές σειρές γαϊτάνια (σειρήτια) μάλλινα ή μεταξωτά.
Γούνα. Ήταν φόρεμα πολυτελείας των γέρων. Ήταν μακρύ παλτό που αντί φόδρας είχε γούνα από αλεπού, κάποτε αρκούδα, και τις πιο πολλές φορές από αρνί. Το εξωτερικό ύφασμα ήταν τσόχα μαύρη ή μπλε. Μόνο τα μανίκια της ήσαν χωρίς φόδρα. Στα δυο πλάγια είχε σχισμές κάθετες για τσέπες. Δεν είχε μπροστά κουμπιά.
Ζωνάρ (το). Ζωνάρι 3—4 μέτρων περσικό με διάφορα χρώματα( ατζιάμ σσιάλι) ή εγχώριο ή ταραπολόζ μεταξωτό με πυκνές ρίγες χρωματιστές οριζόντιες και κάθετες και με κρόσσια στις άκρες. Το έδεναν επάνω στο ζουζάκ της ζίβρας. Χρησίμευε και για να κρατά διάφορα μικρά πράγματα: χρηματοσακκούλα, ταμπακέρα ή καπνοσακούλα.
Γαΐσ (το). Στενή δερμάτινη ζώνη επάνω στην καραβάναν ή ζίβραν, ποτούρ και σσιαλβάρ.
Σουλαχλούχ (το). Φαρδιά δερμάτινη ζώνη με δίπλες που την φορούσαν οι ζίπκαληδες και χρησίμευε για να κρατά το γαβλούχ (δερμάτινο σακίδιο για την τσακμακόπετρα, ίσκαν) και την γιαγτάν (δοχείο για το λίπος των όπλων), την ματαράν (δοχείο για το μπαρούτι), την ταπάντζαν (είδος πιστόλας), την σαλτουρμάν (κοντό μαχαίρι) ή κάμαν δίστομη και μερικοί και το γαρόχουλαχ (μεγάλο γυριστό μαχαίρι με θήκη).
Τοζλούχα (τα). Περικνημίδες πλεκτές από άσπρο μαλλί. Τα φορούσαν όσοι είχαν σσιαλβάρ, διότι αυτό έφθανε ως τα γόνατα. Δένονταν από το γόνατο με κορδόνι.
Μαντήλ (το). Μαντήλι λινό ή βαμβακερό, χρησίμευε κυρίως να σκουπίζουν τον ιδρώτα ή να βάλουν μέσα φρούτα ή άλλα μικροπράγματα ή να τυλίγουν το λαιμό στο κρύο.
Ορτάρια (τα). Πλεκτές κάλτσες μάλλινες. Άσπρες για τους γέρους, μαύρες για τους νέους και πλουμιστές για τους Τούρκους. Τα μακριά ονομάζονταν μακρυκάλαμα γιατί ο λαιμός τους έμοιαζε με καλάμι και τα κοντά κοντοκάλαμα.
Το κάτω μέρος (πέλμα) πλάκα, το πισινό κότς και το μπροστινό μυτίν. Ο κόμβος (πόντος) λεγόταν σσίνα. Το καλάμι σε μερικά ορτάρια τελείωνε σε δοντάκια (κουκούτσσια). Ορτάρια έπλεκαν και από τιφτίκ (μαλλί μερινών προβάτων) και από αίας (αγκυρανής Αιγός) για τα βρέφη και τα νήπια. Όταν τρυπούσε το μυτίν ή το κότς, έκοβαν, ίσιαζαν το μέρος αυτό και το ξαναέπλεκαν (εσσλάσευαν άτο).Τα έπλεκαν οι γυναίκες με 5 βελόνες, τσιπία.
Χχερόρτια (τα). Χειρόκτια μάλλινα άσπρα ή μαύρα για το κρύο και το θέρισμα της τσουκνίδας. Είχαν ή 5 δάχτυλα ή 2, το ένα για το -μεγάλο δάχτυλο και το άλλο για τα υπόλοιπα. Το χχερόρτ είχε στο καλάμι του κορδόνι από το ίδιο νήμα, με το οποίο δενόταν στον καρπό.
4.Υποδήματα
Τσιαρούχχια (τα). Πέδιλα από ακατέργαστο πετσί βοδιού ή αγελάδας. Σκέπαζαν το πέλμα και πολύ λίγο από το πάνω μέρος του ποδιού. Έκοβαν από το πετσί δύο κομμάτια ορθογώνια, των οποίων αφαιρούσαν τις τρίχες με κοφτερό μαχαίρι ή τζάμι.
Τα έβαζαν μέσα σε νερό για να μαλακώσουν, τα έβγαζαν και τα στέγνωναν. Έκοβαν λίγο τις δυο γωνιές της στενής πλευράς, την οποία δίπλωναν και την έραβαν με δυνατή κλωστή από κάνναβη και τις περισσότερες φορές με λουρί από δέρμα, αφού βέβαια πρώτα άνοιγαν τρύπες στο μέρος αυτό.
Η δουλειά αυτή να κόβουν τις γωνίες, να ανοίγουν τρύπες και να ράβουν το μέρος αυτό λεγόταν μυτιάζω τα τσσαρούχια, γιατί το μέρος αυτό του τσαρουχιού λεγόταν μυτίν και ήταν προορισμένο να σκεπάζει τα δάχτυλα.
Κατόπιν στρογγύλευαν και τις γωνίες της άλλης πλευράς. Το μέρος αυτό λεγόταν κότσ, διότι θα σκέπαζε το κότς δηλαδή τη φτέρνα. Άνοιγαν γύρω γύρω τρύπες (κόψεις) που τις ονόμαζαν κοπίδια, από τα οποία περνούσαν σπάγκο από μαλλί της τελευταίας ποιότητας (πούρτ) το τσσιαρχόσκοινα, πού κατέληγαν στο πισινό μέρος του ποδιού όπου διασταυρώνονταν, τυλίγονταν και δένονταν στο επάνω από τους αστραγάλους μέρος της κνήμης.
Όταν φθείρονταν και τρυπούσαν τα τσσιαρούχια, άνοιγαν γύρω από το φθαρμένο μέρος κοπίδια, από τα οποία, περνούσαν σταυρωτά στενά δερμάτινα λουριά και σκέπαζαν την τρύπα. Η δουλειά αυτή λεγόταν λωρίαγμαν και το ρήμα λωριάζω.
Όσοι ξενιτεύονταν φορούσαν χασιλλία τσιαρούχχια δηλ. καλύτερα κατεργασμένα με στύψη και γι’ αυτό πιο μαλακά.
Τσαγγία (τα). Υποδήματα δερμάτινα μακριά που έφταναν ως το γόνατο κόκκινα ή μαύρα για τους άνδρες, κοντά και κόκκινα για τις γυναίκες.
Τσσιάπουλας (τα). Υποδήματα χωρίς τακούνι που φορούσαν οι νέοι από γαλλικό δέρμα κάτω και αδιάβροχο απάνω με μύτη σουβλερή και λίγο γυριστή προς τα επάνω.
Λαγξξία (τα). Ελαφρά υποδήματα από λεπτό δέρμα καμήλας. Τα φορούσαν με καλόσσια (γαλότσες).
Ποστάλια (τα). Υποδήματα χαμηλά από δέρμα κατεργασμένο και με τακούνι χαμηλό.
Γεμενία (τα). Χαμηλά χωρίς τακούνι από δέρμα εγχώριοι κατεργασμένο μαύρο. Κατασκευάζονταν έτσι ώστε να φοριούνται και στα δύο πόδια.
Κουντούρας (τα). Υποδήματα με τακούνι, το επάνω ήταν από μαύρο ευρωπαϊκό αδιάβροχο, πού σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του επάνω μέρους του ποδιού ή κοντά, όπως τα σκαρπίνια, ή έφταναν ως την κνήμη και τα δύο είχαν όπως τα σκαρπίνια κορδόνια τα μακριά σκέπαζαν όλο το πόδι.
Σαπόκια (τα).Τελευταία οι ξενιτεμένοι έφερναν από τη Ρωσία υψηλά ως το γόνατο υποδήματα από γυαλιστερό ευρωπαϊκό αδιάβροχο το επάνω, και γαλλικό δέρμα το κάτω.