Η αφετηρία της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού βυθίζεται μέσα στην ομίχλη του θρύλου της Αργοναυτικής εκστρατείας. Και ο θρύλος αυτός έχει την αρχή του στο μύθο του Φρίξου και της Έλλης:
Ο Φρίξος, γιος της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού στη Βοιωτία, συκοφαντημένος βαριά από τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, την Ινώ, οδηγείται στον τόπο της θυσίας.
Χάρτης της Ελλάδας και των Αποκιών |
Ξαφνικά όμως, και ενώ η αδελφή του η Έλλη κλαίει για τον επικείμενο χαμό του, ένα χρυσόμαλλο κριάρι, σταλμένο από το Δία, κατεβαίνει από τον ουρανό και στέκεται μπροστά... Τα δύο παιδιά πηδάνε στη ράχη του και το κριάρι ξανανεβαίνει στον ουρανό, τραβώντας προς την Ανατολή!... Όταν περνάνε ωστόσο πάνω από μια στενή θάλασσα, η Έλλη ζαλίζεται, πέφτει μέσα και πνίγεται! Από τότε η θάλασσα αυτή λέγεται Ελλήσποντος, γιατί πόντος στα αρχαία σήμαινε θάλασσα.
Μόνος του, λοιπόν, ο Φρίξος συνεχίζει το ταξίδι του, προχωράει στον Εύξεινο Πόντο και τερματίζει σε μια παραλιακή χώρα, την Κολχίδα. Εκεί θυσιάζει το κριάρι στο Δία για να τον ευχαριστήσει που τον έσωσε και χαρίζει το δέρμα του ζώου στον τοπικό βασιλιά Αιήτη. Το δέρμα αυτό, που είχε χρυσά μαλλιά, ο βασιλιάς το κρεμάει σε μια βελανιδιά και βάζει να το φυλάει ένας ακοίμητος δράκοντας.
Αυτή είναι η πρώτη επαφή του μητροπολιτικού ελληνισμού με τον Πόντο, με τη μυθική της, βέβαια, έκφραση, που κρύβει φιλότιμα τον ιστορικό πυρήνα της.
Η δεύτερη επαφή, πιο δυναμική και προγραμματισμένη, έστω και μυθολογική, και όχι τυχαία, όπως η πρώτη, έγινε με την Αργοναυτική εκστρατεία. Το θρυλικό γεγονός ότι κάπου μακριά στην Ανατολή, στη χώρα της Κολχίδας, υπήρχε ένα χρυσόμαλλο δέρμα, απομεινάρι του κριαριού του Φρίξου, αναστάτωνε τη φαντασία και τα όνειρα του κάθε χρυσοθήρα της εποχής.
Και το κοινό μυστικό, ότι στα παράλια της μακρινής Κολχίδας υπάρχει χρυσάφι, αποκαλύφθηκε, πάλι σαν παραμύθι, από τη θεά Ήρα στον ευνοούμενο της Ιάσονα, γιο του βασιλιά της Ιωλκού Αίσονα.
Τη στιγμή της αποκάλυψης όμως, ο Αίσονας δεν ήταν βασιλιάς. Προ πολλού τον είχε εκθρονίσει βίαια ο αδελφός του Πελίας. Ο Ιάσονας παρουσιάστηκε μπροστά στο σφετεριστή θείο και του ζήτησε να φύγει από το θρόνο για να ανέβει σ' αυτόν ο νόμιμος βασιλιάς, ο πατέρας του ο Αίσονας.
Ο Πελίας τον καλόπιασε και του πρότεινε να κάνει προηγουμένως κάποιο κατόρθωμα, με την ελπίδα να τον απομακρύνει από κοντά του και να τον εξοντώσει. Ο Ιάσονας δέχτηκε την πρόταση και του είπε ότι θα πάει να φέρει από την Κολχίδα το χρυσόμαλλο δέρμα.
Μ' αυτόν τον τρόπο άρχισε η Αργοναυτική εκστρατεία, που ονομάστηκε έτσι από το πλοίο Αργώ, το οποίο κατασκεύασε ο ξακουστός ναυπηγός Άργος, γιος του Φρίξου, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Πενήντα μυθικοί ήρωες πήραν μέρος σ' αυτήν την εκστρατεία που ξεκίνησε από την Ιωλκό, μια πόλη κοντά στο σημερινό Βόλο.
Ανάμεσα τους περιλαμβάνονταν ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας, ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Τίφης, ο Θησέας, ο Εύφημος, ο Μελέαγρος, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, ο Ζήτης, ο Κάλαης, ο Πειρίθους, ο πατέρας του Αίαντα Τελαμώνας, ο Αμφιάραος, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης, ο Οϊλέας, ο Άδμητος και άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και η μοναδική γυναίκα, η Αταλάντη.
Πρόκειται για την πρώτη ομαδική, συλλογική ενέργεια των Ελλήνων, πριν από την άλλη αποικιστική εκστρατεία, τον Τρωικό πόλεμο και, όπως βλέπουμε, σ' αυτήν εδώ παίρνουν μέρος οι γονείς των τρωικών ηρώων, δηλαδή μια γενιά παλαιότερη.
Ο στόχος ήταν ο ίδιος, η κατάκτηση της Ανατολής και ο αποικισμός της. Η δεύτερη εκστρατεία, όμως, βρήκε μεγάλη αντίσταση από την ακμάζουσα πόλη της Τροίας, ενώ τούτη, η πρώτη, στάθηκε κάπως πιο εύκολη και πιο παραμυθένια.
Ο αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσονας έκανε κυβερνήτη του πλοίου τον Τίφη, και η Αργώ ξεκίνησε. Το ταξίδι έγινε με πολλές περιπέτειες, στις οποίες αναδείχτηκαν οι ήρωες που έπαιρναν μέρος σ' αυτό.
Οι Αργοναύτες πέρασαν από τη γυναικοκρατούμενη Λήμνο, κατόπιν από τη Σαμοθράκη, τη Μυσία, την Κύζικο, τη Θράκη, τις Συμπληγάδες Πέτρες και, αφού παρέπλευσαν τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, έφτασαν στην Κολχίδα, όπου ο βασιλιάς Αιήτης επέβαλε κι αυτός στον Ιάσονα να κάνει μια σειρά άθλους, σαν όρους για να του παραδώσει το χρυσόμαλλο δέρμα.
Με τη βοήθεια της κόρης του Αιήτη, της Μήδειας, ο Ιάσονας κατάφερε να τα βγάλει πέρα με όλες τις δυσκολίες των επικίνδυνων άθλων και να πάρει το χρυσόμαλλο δέρμα.
Στην επιστροφή του μάλιστα για την Ιωλκό, πήρε μαζί του και τη Μήδεια, γιατί την είχε ερωτευτεί, αλλά και γιατί τον έσωσε από την άγρια καταδίωξη του πατέρα της.
Ο μύθος δηλώνει, ωστόσο, ότι πίσω από το γοητευτικό και μαγικό προπέτασμα της Αργοναυτικής εκστρατείας, κρύβονται πολλοί πεζοί και αιματηροί αγώνες των Ελλήνων στην αρχή της ιστορίας τους, μέσα στο δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., για τον έλεγχο του εμπορικού δρόμου προς τον Εύξεινο Πόντο και την Ανατολή, για τη δημιουργία αποικιών πάνω στην πλούσια σε αλιεία, σιτηρά, χαλκό, σίδερο, ασήμι και χρυσό χώρα, και τη μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων στον Πόντο.
Επίσης, ο μύθος μαρτυρεί ότι οι άνθρωποι της δεύτερης χιλιετίας είχαν ήδη κατακτήσει την τεχνική να φτιάχνουν σκάφη τα οποία ήταν ικανά να πλεύσουν ως τον πολυκύμαντο Εύξεινο Πόντο, όπως τουλάχιστον το απέδειξε τελευταία και ένας ξένος που κατασκεύασε με χρήματα του ένα καράβι, παρόμοιο με την Αργώ, και επανέλαβε το δύσκολο μυθικό ταξίδι με δικό του πλήρωμα.
0 Εύξεινος Πόντος είχε μια πιο παλιά ονομασία. Λεγόταν Άξενος Πόντος. Το επίθετο άξενος, άλλοι το ερμηνεύουν αφιλόξενος, γιατί στη θάλασσα εκείνη επικρατούν συχνές θύελλες, και επομένως αυτή είναι αφιλόξενη, επικίνδυνη, μη φιλική, ενώ άλλοι δέχονται ότι άξενος (ξείνος-ξένος), στην πρώτη του σημασία, σήμαινε μαύρος .
Πόντος θα πει θάλασσα, άρα μαύρη θάλασσα, σημασία που την ξαναπέκτησε στην περίοδο του Μεσαίωνα, όταν άρχισε να ονομάζεται Μαύρη Θάλασσα. Το Εύξεινος Πόντος, αντί Άξενος Πόντος, που επικράτησε στην αρχαιότητα, εξηγήθηκε με λόγους μαγικούς, κατ’ ευφημισμόν, που λέμε, ώστε να καλοπιαστεί η θάλασσα, με την προσφώνηση εύξεινη, δηλαδή φιλόξενη, και να μη σηκώνει φουρτούνες.
Η Κολχίδα τοποθετείται σήμερα στην περιοχή πέρα από την Τραπεζούντα, ανατολικότερα από την κατοπινή πρωτεύουσα του Πόντου, ίσως σιμά στη σημερινή Ριζούντα. Μια σύγχρονη μαρτυρία που έχουμε, επιβεβαιώνει τον ιστορικό πυρήνα του μύθου ότι στην περιοχή υπήρχε χρυσάφι.
Αναφέρεται δηλ. ότι οι σημερινοί κάτοικοι του τόπου, που ζουν στην κοιλάδα του Πρύτανη ποταμού (τουρκικά Φουρτούνα), μαζεύουν ακόμα ψήγματα χρυσού με έναν πρωτόγονο τρόπο: βάζουν στην κοίτη του ποταμού και των παραποτάμιων του δέρματα ακούρευτων ζώων, τα καρφώνουν στο χώμα και αφήνουν να περάσει από πάνω τους το νερό.
Τα μαλλιά των δερμάτων παγιδεύουν την άμμο από το ποταμόνερο. Κατόπιν οι άνθρωποι σηκώνουν τα δέρματα, τα καίνε και έτσι βγάζουν το χρυσάφι που περιέχει η άμμος.
Και τώρα ας έρθουμε στο έδαφος της ιστορίας· στο έδαφος του αποικισμού: οι αιτίες που προκαλούσαν γενικά τους αποικισμούς στην αρχαιότητα ήταν πολλές, όπως οι κοινωνικές διαμάχες μέσα στα πλαίσια των πόλεων-κρατών στην αρχαία Ελλάδα, οι εκτοπισμοί των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και η φυγή των δυσαρεστημένων ομάδων, όταν αυτές δεν κατάφερναν να πάρουν την εξουσία σ' έναν τόπο.
Άλλοι λόγοι ήταν η αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις, η ανάγκη δημιουργίας καινούριων αγορών για τα αδιάθετα προϊόντα, η εγκατάσταση εμπορικών, διαμετακομιστικών σταθμών σε λιμάνια του «εξωτερικού», η ανακάλυψη νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών κλπ. Ειδικότερα για τον αποικισμό στις ακτές του Ευξείνου Πόντου συντέλεσαν δυο κυρίως λόγοι:
η αναζήτηση προϊόντων αλιείας, δημητριακών και μεταλλευμάτων, καθώς και ο έλεγχος των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικρασίας.
Έτσι, όταν οι Έλληνες πέτυχαν την εγκατάσταση τους στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, μια σειρά από ελληνικές αποικίες ξεφύτρωσαν στις παραλίες του τόπου.
Πρώτη η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, κατόπιν τα Κοτύωρα (η σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, αποικίες των Σινωπέων, δηλ. ιωνικές κι αυτές, και στη συνέχεια, πιο πέρα, στις ανατολικές, βόρειες και δυτικές ακτές, μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διορκουριάς, το Παντικάπαιον, η Ολβία, η Θεοδοσία, η Οδησσός κλπ., 75 περίπου εγκατασιάσεις γύρω στον Εύξεινο Πόντο. Τέλος, το 562 π.Χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα).
Μ' αυτόν τον τρόπο, η ελληνική φυλή απέκτησε μια δεσπόζουσα παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές του τόπου, τις ντόπιες, τις «βαρβαρικές», όπως τις ονόμαζαν οι άποικοι, και η ελληνική δραστηριότητα ρίζωσε στη μακρινή χώρα της Βόρειας Μικρασίας.
Στα κατοπινά χρόνια, οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα, ιδιαίτερα με το ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, από όπου κατάγονταν.
Συνέχισαν να τροφοδοτούνται πνευματικά από τη μητέρα-πατρίδα και, σε αντάλλαγμα, οι ίδιοι πρόσφεραν σ' αυτήν τον πλούτο τον υλικό και την άνεση της ναυσιπλοΐας, τα κέρδη της ναυτιλίας και τις ωφέλιμες εμπορικές συναλλαγές.
Στο μεταξύ, δούλεψαν σκληρά, πολέμησαν με τους ντόπιους στον περίγυρο τους, έχτισαν οικοδομήματα, ναούς, πρόκοψαν και αναπτύχθηκαν. Και επιπλέον, σαν ξενιτεμένοι που ήταν, είχαν κουβαλήσει μαζί τους ολόκληρο κόσμο από παραδόσεις, θρύλους, έθιμα, θεσμούς, θρησκεία και πολιτισμό.
Η νοσταλγία, όπως συμβαίνει σ' όλους τους ξενιτεμένους, τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά πατρίδα και, καθώς διέστελλαν τον εαυτό τους από τους ντόπιους, δημιουργούσαν έντονη συνείδηση της ελληνικότητας τους και της φυλετικής τους ενότητας με τους Ελλαδικούς, συνείδηση που παρέμεινε αναλλοίωτη, αν όχι επαυξημένη, σ' όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων ως την ύστερην ώρα του ξεριζωμού, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Πόντιοι.
Έτσι δημιουργήθηκε ο ποντιακός ελληνισμός των 27 περίπου αιώνων ζωής στη Βόρεια Μικρασία. Έτσι το ελληνικό δαιμόνιο και το ελληνικό οικονομικό συμφέρον έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας Ελλάδας στην Ανατολή, όπως συνέβηκε να δημιουργήσει, με τις αποικίες στη Σικελία και Κάτω Ιταλία, τη Μεγάλη Ελλάδα στη Δύση.
Έτσι μεταφέρθηκαν στην Ανατολή, εκτός από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, το ελληνικό πνεύμα, η ελληνική σκέψη, η ελληνική δημοκρατική οργάνωση των πόλεων-κρατών, η ελληνική διοικητική μηχανή, οι ελληνικοί νόμοι, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική θρησκεία.
Για δεκαετίες και πενηνταετίες, για αιώνες ολόκληρους, οι ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο θα ακμάζουν και θα ανθούν, χωρίς να επηρεάζονται ακόμα και από την περσική κυριαρχία που θα έχει επιβληθεί στην περιοχή από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Κι αυτό, γιατί η κυριαρχία των Αχαιμενιδών θα είναι χαλαρή και ασθενική, και οι ελληνικές πόλεις θα είναι αυτόνομες, αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες. Σ' αυτήν την κατάσταση, άλλωστε, θα τις συναντήσουν το 401 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα, έπειτα από πολύμηνη, πολύμοχθη και πολύπαθη πορεία στο εσωτερικό της εχθρικής Μικρασίας.
Εκεί, στην Τραπεζούντα, καθώς και στις άλλες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, θα βρουν φιλοξενία και ανακούφιση σαν αδέρφια. Εκεί θα αναπνεύσουν με ασφάλεια και θα δεχτούν για ένα μήνα την περιποίηση των πατριωτών τους, θα κάνουν θυσίες στους κοινούς θεούς, θα οργανώσουν αθλητικούς αγώνες, θα ξεκουραστούν, θα νιώσουν σαν στο σπίτι τους, θα κινηθούν ελεύθερα, σαν να πατάνε σε ελληνικό έδαφος, και θα εφοδιαστούν με τρόφιμα και πλωτά μέσα, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην πατρίδα.
Αλλά και αντίστροφα, με τις αποικίες στον Εύξεινο Πόντο, οι Έλληνες, εκτός από τα οικονομικά, δημογραφικά και κοινωνικά οφέλη, είχαν και πνευματικά. Στη Μικρασία γνώρισαν τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής, πήραν πολλές γνώσεις απ' αυτούς, άνοιξε ο ορίζοντας τους και αγκάλιασε καινούριους κόσμους.
Με την αφομοίωση των στοιχείων αυτών, ο Ελληνισμός δημιούργησε μια νέα πολιτιστική σύνθεση, που θα βάλει σε λίγο τα θεμέλια του κλασικού ελληνικού πολιτισμού με τη φιλοσοφία, την ιστορία, τις τέχνες, την ποίηση και το θέατρο..
Χρήστος Σαμουηλίδης
"Ιστορια του ποντιακου Ελληνισμου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου