Η Σάντα πέρεν άψιμον, τη Πιστοφάντων βρούλαν...
«Η Σάντα τυλίχτηκε στις φλόγες και στο Πιστοφάντων σηκώθηκε καπνός»
Η αφήγηση ταξιδεύει σε ένα μέρος με άγρια φυσική ομορφιά, και μια ζωή χωρίς πολλά εφόδια:
«Δεν είχε εκεί πέρα στη Σάντα χωράφια, κάτω απ' τα δέντρα θέριζε ο κόσμος. Ο πατέρας μου έχτισε περιβόλι με μάντρα 10 μέτρων. Κι έκανε μπαχτσέ, μακριά μες στο βουνό. Να κάτι πατάτες... Ξακουσμένος έτον ο πατέρας μου. Μετά δεν είχαμε τίποτα... Δίναμε και στους αντάρτες... Φτώχεια στο χωριό... Ψόφια σκυλιά...»
Όταν σήμανε η ώρα της καταστροφής, η μητέρα είχε μαζί της μόνο τρία από τα τέσσερα κορίτσια. Η μεγαλύτερη αδελφή έλειπε «σο παρχάρ μαζί με τη γιάγια»
«Η γιαγιά πέθανε όταν ήτανε 11 χρονώ η αδελφή μου. Και η μαμά μου πήγαινε κι εκείνη στο παρχάρι κι ερχότανε το βράδυ στο σπίτι. Αλλά εγώ δεν ξέρω να σας πω για το παρχάρ, πώς φύγανε...
Η αδελφή μου δεν ήλθε πάντως μαζί μας, ήρθε μετά στην Τραπεζούντα και μας βρήκε. Να σε πω τι κάνανε:
Η αδελφή μου κάνανε μέσα στα καζάνια το γάλα. Και η μάνα μου έπαιρνε κάθε βδομάδα τα αβγά, το βούτυρο, το φιτιλέν μιτζί».
Το «μιτζί» ήταν ξερή μυζήθρα. Όπως όλοι οι Πόντιοι που παρήγαγαν αλμυρά τυριά (για να μπορούν να τα συντηρούν εύκολα) , έπαιρναν το φρέσκο τυρί και το έβραζαν. Έπειτα, το περνούσαν σε ένα τούλι και επειδή ήταν παχύ το γάλα, έβγαινε σαν κασέρι. Το σχήμα έμοιαζε με φιτίλι.
Διατηρούσε και το άρωμα και τη γεύση του.
«θυμάμαι, έπαιρνε η μάνα μου και άλλοι ένα τσακνί (=δαυλό) δυο μέτρα και ενώνανε τέσσερα-πέντε και τα ανάβανε. Και νύχτα σηκωνόντανε τέσσερα-πέντε άτομα, όσοι ήτανε στο παρχάρι, και με αυτά [για να βλέπουνε] πήγαιναν στο παρχάρι και μετά πρωί πρωί στην Τραπεζούντα να τα πουλήσουνε και μετά ψώνιζαν κι ερχόντανε.
Πολλές φορές τους εφέρνανε οι Τούρκοι [συνοδεία] και στο δρόμο έπαιρναν τα τρόφιμα και τους χτυπούσαν κιόλας. Αλλά τι να έκαναν; Η δουλειά τους αυτή ήτανε. Αβγά και μιτζία(= μυζήθρες) .
Και με τ' εκείνο το τσακνί, τα δαδία έβλεπαν και πήγαιναν σο παρχάρ'. Κι ερχότανε ένας Τούρκος με το άλογο κι έφερνε καλαμπούκια και τσαβντάρια (=κριθάρια)».
Ακόμα και σήμερα, η κυρία Παρθένα θυμάται ένα αυτοσχέδιο τετράστιχο για τα παρχάρια:
Η μάνα μ' η παρχάρετσ'
σα ψηλά τα ρασία
αχ, έπινεν κρυά νερά
κι έσυρ'τη μανασία
(Η μάνα μου στο παρχάρι
στα ψηλά βουνά
πίνει νερό κρύο
αλλά τραβά και τη μοναξιά της).
Οι σχέσεις με τους Τούρκους πριν από τα γεγονότα είχαν ψυχραθεί λόγω της παρουσίας ενόπλων στα βουνά. Επειδή όμως η Σάντα απολάμβανε κάποιας μικρής ανεξαρτησίας -μόνο φόρο πλήρωναν, «Τούρκος δεν ερχότανε γιατί φοβόταν από τους αντάρτες. Νύχτα-μέρα στο σπίτι δεν ερχότανε...»
«Ο,τι ξέρω για τη Σάντα, θα σας το πω... Εγώ μικρή ήμουνα, 9-10 χρονών. Ο στρατός μια μέρα ήρθε στο χωρίο 5.000 στρατός τουρκικός. Και μάζευε το χωριό όλο και το έβαζε σε δυο σπίτια μέσα. Οσους έβρισκε. Τους άντρες, τις γυναίκες, όσους έβρισκε. Εγώ περνούσα κι έψαχνα τη μάνα μου και τους είδα να τους χτυπούνε. Ήμουνα μικρή κι έψαχνα τη μάνα μου.
Είδα μέσα στο σπίτι, όσοι μπορέσανε και όσων τα σπίτια -όπως το δικό μας- ήταν προς το ρέμα, πρόλαβαν και φύγανε και γλιτώσανε.
Όσοι δεν προλάβανε, τους μαζέψανε και τους χτυπούσανε και τους στείλανε απάνω στο Ερζερούμ, εξορία... Στην αρχή οι δικοί μας οι τσέτηδες (=αντάρτες), μας είπανε:
«Φυγέτε και πηγαίνετε στο βουνό. Απόψε θα 'ρθουν οι Τούρκοι στρατι-ώτοι».
Εφυγαμε -αυτό έπρεπε από την αρχή να σας το πω - και επήγαμε στο βουνό. Προτού να βασιλέψει ο ήλιος, κατέβηκαν οι δικοί μας οι αντάρται: «Πάντε στα σπίτια, ο Τούρκος έφυγε».
Κι εμείς κατεβήκαμε από το βουνό και δεν προλάβαμε να φτάσουμε στο σπίτι και πλάκωσε ο στρατός ξανά, το τουρκικό. Κι από κει διαλυθήκαμε. Όποιος πήγε στο βουνό, γλίτωσε. Μας μάζευαν οι δικοί μας οι αντάρτες και μας πήγανε στο σπήλαιο. Αυτό το σπήλαιο το είχανε πολλά χρόνια χτισμένο...
Και όπως είδα και ξέρω, το όπλο το έβαζαν στον τοίχο και δεν το βγάζανε από κει. Το όπλο το 'χανε μέσα στον τοίχο [σφηνωμένο] και μόνο φυσέκια βάζανε. Κι από την άλλη, από το δρόμο ερχόταν ο στρατός και σκοτώνονταν, έπεφταν, σκοτώνονταν, έπεφταν.
Από κει που ρίχνουνε, χτυπάνε στις πέτρες κι από εμάς που ήμασταν μέσα στο σπήλαιο, δεν έπαθε τίποτα κανένας.
Μετά ήρθε ο μεγάλος τους, ο καπετάνιος. Και όλος ο στρατός φώναζε, τσίριζε. Σκοτώθηκε πολύς τουρκικός στρατός εκεί. Εμείς δεν πάθαμε τίποτε, ούτε εμείς ούτε αυτοί που πολεμούσανε. Τους πήρε κι έφυγε, το στρατό που έμεινε. Και σε λέγω το όπλο δεν το έβγαζαν από τον τοίχο, μόνο φυσέκια βάζανε. Αλλά δε ματώθηκε κανένας...»
Αρχηγός των Ποντίων ανταρτών στο σπήλαιο ήταν ο νουνός του μικρού κοριτσιού, ο Γιωρίκας (Γιώργος) Σισμανίδης, που είχε το ίδιο όνομα με τον αγαπημένο της πατέρα.
«Ηρθαν τότε οι δικοί μας οι αντάρται από πάνω και μας πήρανε και εφύγανε. Γιατί μόλις οι Τούρκοι πήρανε το στρατό κι εφύγανε, το περίπολο το δικό μας που πρόσεχε, είδε ότι φεύγανε. Και μας κατεβάσανε απ' το σπήλαιο και μας πήγανε στο βουνό. Εκεί στο βουνό ήτανε πέντε-έξι σπίτια τουρκικά κι αμέσως οι δικοί μας αρπάξανε τα καζάνια απ' τα σπίτια, έσφαξαν τα πρόβατα, ψήνεται το κρέας. Έρχεται πάλι το περίπολο, λέει ότι ξανάρχονται οι Τούρκοι και πρέπει να φύγουμε. Μας πήγανε στα βουνά που μόνο αυτοί τα ξέρανε και δε μας βρήκαν οι Τούρκοι. Και δε βάλανε ούτε κατέβα ούτε τίποτα. Από το βουνό τώρα τι να σε πω... Οι δικοί μας οι οπλίται, καταλάβαιναν πού είναι οι Τούρκοι και ψάχνουνε και μας πήγαιναν αλλού. Σε ένα βουνό μεγάλο σαν το Μπέλες...
Από κει, μας πήγανε οι αντάρτες σε ένα ποτάμι που είχε πολύ νερό και μεγάλα δέντρα. Και η μαμά μου μας έδεσε εκεί στα δέντρα. Να μη μας παίρνει το νερό. Και κει δεν μπορούσανε να μας βρούνε... Εκεί, δεν θυμάμαι καλά, πόσες μέρες ήμασταν. Από κάτω η μαμά μου έσπανε ξύλα και έβανε. Χιόνιζε. Οταν από κει ήρθαν οι δικοί μας να μας πάρουνε, πώς να σε πω, πήγαμε 20-30 μέτρα. Μόνο δέντρα κι ένα σοκάκι. Εκεί πέρα τι ξέραμε μεις, μόνο οι αντάρτες ξέρανε το μέρος...»
Για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους, μόνο ένα μέτρο φαινόταν αποτελεσματικό, όσο και αποτρόπαιο:
Σε μια στιγμή πάτησα πάνω σε ένα μωρό [σκοτωμένο]. Και [άκουγα] μια μάνα παρακαλούσε «πάρε και το δικό μου, πάρε και το δικό μου». [Ήταν εκεί] ένας χωριανός μας και έσφαζε τα παιδία. Πατούσα το κεφάλι εγώ του μωρού, τα μαλλάκια... Εδώ παιδί, εκεί παιδί... 39 μωρά έσφαξαν εκείνη τη μέρα σε όλο το βουνό. Σε μας, εκεί που ήμουνα εγώ, έσφαξαν τρία. Κι η αδελφή μου ήτανε τότες 4 χρονώ και άρπαξε το φουστάνι της μάνας μου και έλεγε «μαμά, μη με σφάξετε, δεν θα μιλήσω...». Αυτοί που έσφαξαν τα μωρά τους, ήταν οικογένειες και μαζί ήτανε. Και είχανε μικρά μωρά, πιο μικρά από μας. Εμείς ήμασταν 10 χρονώ. Λέγαμε εμείς δεν θα φωνάζουμε. Έπρεπε να περάσουμε από τους Τούρκους και άμα φώναζε κανά μωρό, άμα τσίριζε, θα μας έπιαναν και θα σκότωναν όλους. Ενας τα σκότωνε τα μωρά. Τα έπαιρνε και τα έπνιγε...»
Η εκτέλεση των μωρών αποφασίστηκε επειδή άοπλοι και ένοπλοι έπρεπε να περάσουν αθόρυβα μέσα από τις τουρκικές γραμμές. Αρχικά προτάθηκε ο ένας να σφάξει το μωρό του άλλου. Αρνήθηκαν. Αλλά κανείς δεν είχε το σθένος να σκοτώσει και το δικό του. Πάνω στην ανάγκη βρέθηκαν μερικοί που ανέλαβαν το αποτρόπαιο έργο και εκείνο το βράδυ οι κάτοικοι της Σάντας συνέχισαν τη μαρτυρική τους πορεία αφήνοντας πίσω νεκρά 39 από τα μωρά τους. «Λίγο λίγο μας κατέβασαν σε ένα άλλο μέρος και μας άφησαν εκεί κάμποσες μέρες. Από καμπούνι και ποτάμι και βαθιά ρέματα, μας κρύβανε και τελικά μας κατέβασαν στην Τραπεζούντα, στα γύρω χωριά. Και μια βραδιά μας πήγανε σε ένα σπίτι και βράσανε κάτι πατάτες μικρές σαν καρύδια και ξα Να πάλι στο βουνό. Αλλά την άλλη βραδιά, μας κατέβασαν στην Τραπεζούντα. Νύχτα. Και μας έβαλαν μέσα οε ένα θέατρο. Μέσα εκεί δεν ήρθε Τούρκος να μας πειράξει».
Το θέατρο της Τραπεζούντας έγινε νοσοκομείο. Από την περιπλάνηση στα βουνά, πολλοί υπέφεραν από κρυοπαγήματα και έβαζαν τα πόδια τους μέσα σε πίσσα. Και τα δικά της. Μια Αμερικανίδα γιατρός του προξενείου τους περιέθαλψε. Είχαν έλθει κυριολεκτικά γυμνοί...
«Κι έτσι γλιτώσαμε, χάρη στα ανταρτικά. Πόσο καθίσαμε; Δύο μήνες και παραπάνω.. .Και εκεί στην Τραπεζούντα ήμασταν όλοι άρρωστοι, φουσκωμένοι, με πρησμένα πόδια... Ζητιάνευα στους Τούρκους. Τους μίλαγα τουρκικά, έλεγα: «Λελεύω τα ποδάρια σ' (=Να χαρώ τα πόδια σας), δώσ’ με κάτ'».
Και μ' έδιναν, άλλος λεφτά άλλος τρόφιμα. Κι ύστερα, ξέρεις, είχαμε μέσα στο θέατρο τρεις κρυμμένοι αντάρτες. Τον αδελφό μου και δυο ακόμα. Κι εγώ ζητιάνευα μέχρι την ώρα που θα πήγαινα στο σπίτι, και τα τσιγάρα τους ακόμη. Και η αδερφή μου η καημένη έπαιρνε τη λάμπα και ήξερε ποιοι ήταν Έλληνες στην Τραπεζούντα και πήγαινε.
Κι έτσι καλά περάσαμε, αφού κατεβήκαμε απ' το βουνό. Ζητιανεύαμε. Και η μάνα μου, που ήξερε τα τουρκικά, συνεννοήθηκε και πήγε στο εργοστάσιο τους να δουλέψει. Και δούλευε στα λεπτοκάρεα (-φουντούκια) , μάζευε τις φλούδες. Φορτώνανε σε μεγάλα καράβια και κάτι χρήματα την έδιναν εκεί.
Τα λεφτά που μάζευα, τα 'δωνα στο νονό μου. Η νονά μου δεν είχε τόσα πολλά λεφτά. Μάζεψα κάμποσα λεφτά μέσα σε ένα μήνα ή δυο. Είπανε οι Τούρκοι, πιάσανε το νονό μου και τον είχανε σε ένα δωμάτιο μέσα. Και για να τρώνε λεφτά είπαν τη νονά μου:
«Θα με φέρεις τόσα λεφτά και θα σε δώσουμε τον άντρα σου». Κι η νονά μου κρατούσε το χέρι μου. Όταν μπήκαμε μέσα, μέσα ήτανε Τούρκος. Και στο διπλανό δωμάτιο, είχαν το νουνό μου. Kαι όταν πήραν τα χρήματα, έσφαξαν το νουνό μου. Κατάλαβες; Την ημέρα που πλέρωσε η νονά μου, τον σφάξανε. Ηταν πρώτος καπετάνιος».
Εκεί ήρθε και το νέο του χαμού του πατέρα: Ο Γιώργος Σισμανίδης, απών όλο αυτό το διάστημα, δεν ήταν στη Ρωσία όπως πίστευαν τα παιδιά του αλλά σε εξορία στο Ερζερούμ... Ο πατέρας μου κάθε χρόνο ήταν στη Ρωσία, εδούλευε. Και τρεις μήνες ερχότανε στο χωρίο και έκανε τριώροφο σπίτι. Όλα τα θυμούμαι από το σπίτι μου. Μονάχος του το 'κανε. Όλα με ξυλεία.
Τα πατώματα και τα ντουβάρια κάνανε όλα με ξύλο, δεν είχε τσιμέντα τότε.
Στους τρεις μήνες που ήταν στο χωρίο, έτυχε και ήρθε ο στρατός ο τουρκικός και τον έπιασε. Αλλά ο πατέρας μου ήταν έξυπνος άνθρωπος και είχε καπιτάνο (=αφεντικό) Τούρκο. Και του έγραψε ένα χαρτί ο καπιτάνον ο Τούρκον να μην τον πειράζουνε.
Μετά άλλαξε όμως εκείνος ο φίλος του πατέρασιμ και ήρθε άλλος καπετάνιος. Πήγε και τον κατέβασε στην Τραπεζούντα και τον έβαλε καραντίνα. Κι αυτός ειδοποίησε να έρθει η γυναίκα του η Ειρήνη (η μάνα μου) να τον εβλέπει. Κι αυτοί τον πήρανε απάνω στο Ερζερούμ εξορία και κει τονε σφάξανε. Τονε σφάξανε γιατί ο φίλος του δεν ήταν πια. Μπορεί κι ο φίλος του να τον είπε, πάντως τον έσφαξαν τον πατέρα μου. Ήρθαν μετά γυναίκες στην Τραπεζούντα και μας τα είπανε...
Από κει, που κατεβήκαμε από το θέατρο μέχρι το βαπόρι, ήταν ο Τούρκος που θα μας πήγαινε. Με το καΐκι που λένε, μας έβαλε στο καΐκι για να μας πάει στο παπόρι. Τώρα, κατεβαίνει η μακαρά (=σκάλα) από πάνω, κρατούμε έτσι και σύρε, φέρε μας απάν'. Ο Τούρκον, μόλις κατεβαίνει η μακαρά και πιάνουμε και τελείωσαν (=είχαν ανέβει) τα κορίτσια, είδε έχουμεν ένα δέμαν -τρόφιμα-που ετοίμασεν η μάνα, τη δίνει μια με το τουφέκι και το γκρεμίζει. Πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια. Και ό,τι είχαμε, τα πήρε ο Τούρκος, τα γύρισε πίσω και τα έφερε στο σπίτι του να τα φάει εκείνος».
Στη ροή της αφήγησης, η μητρική γλώσσα επικρατεί ασυναίσθητα: «Κάτι επλήρωναν ατέν (τη μητέρα της), εποίκε μας κρεβάτια, αγόρασε μας χαψία, σαρδέλες, εποίκεν ετοιμασίες για το παπόρ'. Και όλα εφάενέ τα ο Τούρκον. Πάνω, όποιος ήταν άρρωστος, πρησμένος, εγκρέμιζαν ατόν... Και πεινασμένοι. Εδωκαν εμάς μουχλιάρικο ψωμί. Με σκουλήκια. Νηστικοί ήμασταν...
Στον Αγιο Στέφανο μας είχανε καραντίνα α σο παπόρ' (=στο καράβι). Πόσες μέρες κράτησε, δεν ξέρω. Άνθρωποι πολλοί απάνω στο παπόρι. Παράθυρο είχε στο βαπόρι και έβλεπα που τους πετούσαν από πάνω, όσους πεθαίνανε... Πολλά ιστορία εχ' ατό το κεφάλι... Τι τραβήξαμε, ο θεός το ξέρει... Εκεί
που ήμασταν καραντίνα, έβγαινα τη νύχτα από μια τρύπα και πήγαινα στα σπίτια κι έφερνα κανένα κρεμμύδι, κανένα κομμάτι ψωμί. Έλεγα συγνώμη και με έβαζε πάλι μέσα ο θυρωρός [του πλοίου].
Μετά τον Άγιο Στέφανο, μας έβαλαν στο τρένο και μας έριξαν στη Δοϊράνη. Μας κατέβασαν και εκεί πέρα μας άφησαν δυο νύχτες και ήρθε επιτροπή, μας ρώτησε: «Θέλετε να καθίσετε εδώ πέρα; Να σας δώσουμε χωράφια;» Εμείς τότε ήτανε ελονοσία. Όλοι πεθαίνανε ... Δεν θέλανε να πάρουν χωράφια. Μόλις είδαν βουνό και νερό να τρέχει, ήρθαν εδώ...».
Ο νέος τόπος εγκατάστασης θύμιζε έντονα τον τόπο τους.. Λίγο παραπάνω από το εγκαταλειμμένο τουρκικό χωριό στους πρόποδες του Μπέλες υπήρχε μία βρύση πλατάνια.
Αυτό ικανοποίησε Σανταίους που έψαχναν μέρος που να μοιάζει με την πατρίδα τους... Εγκαταστάθηκαν εκεί και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να βaφτίσουν το χωριό με το όνομα του αγίου της εκκλησίας του Φτελέν Άγιος Χαράλαμπος.
Όπως φάνηκε όμως, οι Σανταίοι είχαν προσγειωθεί στο τίποτα: «Τίποτα δεν είχε, κανά ντουβάρι εδώ κι εκεί. Φαινόταν ότι ήτανε σπίτια αλλά όλα καμένα. Ένα ντουβαρόπον αδακά, έναν τουβαρόπον εκεκά. Όλα τα σπίτια μόνοι τα χτίσαμε.
Την πρώτη νύχτα εδώ, κοιμηθήκαμε χάμω, στο δρόμο... Μας πετάξανε εδώ, ούτε μια κουβέρτα δε μας δώσανε. Και από τη Σαντά όπως ήρθαμε, έτσι ήμασταν. Ούτε κουβέρτα. Τη βραδιά που ήρθαμε επέσαμε στο δρόμο να κοιμηθούμε.
Και ήτανε του αντρού μου η μάνα που είχε δωδεκαχρονώ κορίτσι, μεγάλο. Και ήρθε ένας απ' τη Θεσσαλονίκη και τους είπε: «Δώστε μας αυτό το κορίτσι, να την ταΐσουμε, να καλοπεράσει».
Κι η πεθερά μου γελάστηκε. Αυτός την είδε όμορφη φαίνεται. Μόλις την πήρε και την πήγε στο σπίτι, έκανε την άλλη μέρα τα χαρτιά και έφυγε στα εξωτερικά. Και η πεθερά μου πού να το ξέρει;; Όταν πήγε και ρώτησε στη γειτονιά, κλεισμένη η πόρτα. Αυτός πήρε το κορίτσι κι έφυγε.
Είπαν δεν είναι στην Ελλάδα. Και την άλλη μέρα που μας έφεραν εδώ, τη βραδιά που κοιμηθήκαμε [ήταν πολύ στενοχωρημένη] . Και το πρωί που σηκωθήκαμε, βλέπει η μαμά μου -μεσημέρι έντονε- τη γραία. «Η γραία που κοιμάται εκεί κάτ' γιατί κι σκούτε (=γιατί δεν σηκωνόταν;). Πάει να τη σκουντήσει. Είχε πεθάνει..
Και τ' εμόν άντρας μικρός έτον μες στην αγκαλιά της. Και πήρε απ' την αγκαλιά της το παιδί και την έθαψαν παρακάτω. Το πρωί σηκώθηκε η μάνα μου.Έκοψε πέντε παλούκια, το βαλε εκεί πέρα, εποίκε μια κάμαρη με φτέρες και μέναμε απά σα φτερία... Αυτό ήταν το σπίτι. Και μετά φτιάσαμε με πέτρες. Ο,τι το κράτος μας έδωνε, η επιτροπή τα τρώε.
Ητανε τρεις Σανταίτες: Ο Πέτρος που σκότωσε τα παιδία, ένας που λεγότανε Συμεών κι ο αδερφός μου. Kι ό,τι έδινε το κράτος τα τρώανε.
Τη μαμά μου επειδή είχε κορίτσια, την έδωσαν ένα κομματόπον (=κομματάκι) γη σε ένα μέρος. Μόλις το είδε, το έφραξε, το διόρθωσε αλλά ο αδερφός της [που είχε το διπλανό χωράφι], την έδιωξε από κει.
Και πήγαινε στα ρέματα εδώ εκεί και σκάλιζε να βάλει λίγα κρεμμύδια. Πέρασαν πολλά χρόνια και δε μπορούσε η μάνα μου να πάρει ένα οικόπεδο...Έχει κορίτσια, λέει, τίνα το κάνει το οικόπεδο; Υποφέραμε! Κι από τους δικούς μας υποφέραμε. Δε μας έδιναν οικόπεδο... Αυτό το σπίτι του αντρού μου είναι. Τους κλήρους ύστερα από δέκα χρόνια μας τους δώσανε, το '28.
θα σας πω ένα ακόμα: Μόλις ήρθαμε το φθινόπωρο και μας έκανε τις φτέρες, η μάνα μου πήγαινε και μάζευε ξύλα. Οι Αμαραντινοί (σ.σ. το διπλανό χωριό) ήρθανε τρία χρόνια πιο μπροστά. Αυτοί είχανε καλαμπίκια, νοικοκυρεύτηκαν. Είχανε και κότες και αγελάδες. Τι να κάνει η μάνα μου; Πώς να ζήσουμε; Νηστικοί θα μέναμε;
Φορτωνότανε τα ξύλα, πήγαινε στις πόρτες και την έδιναν ένα κομμάτι ψωμί, λίγο αριάνι (=ξυνόγαλα), δυο κρεμμύδια. Κι ερχότανε με κείνα περνούσανε... Το χειμώνα ήταν έτσι.
Πήγε και μίλησε έναν και είπε: «Θα δουλεύω μαζί σου το καλοκαίρι, δώσε με το θηλυκό το μουσκάρι και θα δουλεύω». Γέρος και γραία έτονε, την ευχαριστέθανε. Επήρε το μουσκάρι.
Το καλοκαίρι επήγαινε, δούλεψε. Ερθεν ο Μάρτης. Εποίκεν έναν, τα χωράφια θα οργώνουμε ένα κομμάτι και θα σπείρω καλαμπούκι. Έσπειρε το καλαμπούκ η μάνα μου σον κάμπο. Τίποτα στον κάμπο, κανένας... Τώρα ήρθε η ώρα να δώσει καρπό.
Δε βρέχει. Κι εκείνο σούρωσε.
Η μαμά όπου πήγαινε, εκράταε το χεράκι μου, συντροφιά. Μόνο εμένα είχε... Τότε μπαίνει μες στο χωράφι, όπως βλέπω εσένα (κι αν δε σε βλέπω, σε καταλαβαίνω), κι αρχίζει και κλαίει:
«Βερ Αλλάχ, βερ! Βρέξον θέε μου, βρέξον!..». Και κλαίει και λέει.
Ερχόμαστε, πλαγιάζουμε... Πατάει εκείνη τη βραδιά μια βροχή που τι να σε πω; Πλημμύρα εγίνηκε το χωράφι. Το πρωί που πήγε όλα ανοίξανε... Το καλαμπόκι έγινε μετάξι... Πήγαινε, κοιμότανε στο χωράφι, να μην το κλέψουνε. Σιγά σιγά το θέρισε, το 'κανε όπως ήξερε εκείνη, να κάνει ψωμί για. Αλλά πώς θα το φέρει στο σπίτι. Εκατσε και το 'σπασε, πήγε στ' Αμάραντο και τους παρακάλεσε [να τη βοηθήσουν]. Εποίκεν και τα ξερίασε αυτά και όλο το καλοκαίρι μας έκανε ψωμί. Και είχαμε μπόλικο ψωμί και με ό,τι έδινε το κράτος, τρώγαμε... Κι απ' τους δικούς μας υποφέραμε...
Από κει που ήρθαμε, απ' την Πατρίδα οι Σανταίτοι, μόνο εγώ είμαι στο χωριό. Ο Αδης άνοιξε την πόρτα και δεν με βάνει μέσα. Οξω με κρατάει...
Κι ένα παράπονο έχω: τώρα που έρχομαι να πεθάνω, σκέφτομαι που θα δουλεύουνε τα παιδιά του κόσμου... Οι κυβερνήτες μυαλό δεν έχουνε... Το πιστεύεις ότι αυτό το σκέφτομαι εγώ και δεν κοιμάμαι το βράδυ; Σ' αυτή την ηλικία, που σημερινή είμαι και αυριανή δεν είμαι, όσες φορές δεν κοιμάμαι, λέω γιατί είναι έτσι; Χαρά είχαμε παλιά, όλοι δουλεύαμε. Τώρα αυτό το κεφάλι το ξερό, όλα τα σκέφτεται και λέω τα παιδία που θα δουλεύουν; Πώς θα ζήσει η Ελλάδα;»
Η αφήγηση εδώ τελειώνει. Η κυρία Παρθένα δε μοιάζει κουρασμένη, αλλά μάλλον καταβεβλημένη από το ξεφύλλισμα των μαύρων σελίδων της ζωής της. Υπάρχει για εκείνη και η ευχάριστη πλευρά του παρελθόντος και κανένα τέλος για τέτοιου είδους αφηγήσεις δεν είναι καταλληλότερο από το τραγούδι. Συμφωνούμε. Και η φωνή που βγαίνει είναι καθαρή. Τα λόγια γεμάτα νοσταλγία για την πατρίδα, ζωγραφίζουν έναν κόσμο χαμένο. Και η γλώσσα αυθεντική, ίσως πιο ελληνική από κάθε άλλη...
Η Σάντα πέρεν άψιμον
Τη Πιστοφάντων βρούλαν
Να σαν που σουμαδεύκεται
σην έμορφον φραντούλα .
Να σαν που σουμαδεύκεται
σην άοιξαν φραντούλαν .
Και ψηλόν εν τω Καρακάπαν
και κρύον το νερόν
Ο σεβνταλής ο άνθρωπος
Ντοσίρια να μερών'
Σης Τραπεζούντας το μεϊντάν'
Αφ 'κάτ το Καγιαζλούκι
Να ‘λεί να ‘λεί πα
Και με το σεβνταλούκι
Οψέ απάν σο Μποζ Τεπέ
Είδα την Τραπεζούνταν
Είδα κορτσόπα έμορφα
Λάσκουσαν ση Δαφνουνταν
Ο αποχαιρετισμός είναι συγκινητικός. Όταν μαθαίνει πως ήρθαμε από την Αθήνα, εκπλήσσεται. Δυσκολεύεται να προφέρει το όνομα μου και μας αποχαιρετά με στίχους που δεν χρειάζονται μετάφραση:
«Χίλια φοράς βλαστήμεσα την ώραν π' εγεννέθαν,
κι ατώρα χαίρομαι πολλά με τι φίλους ‘ιμ π' ευρέθα...
Δεν ξέρω να πω τ όνομα σου αλλά οι φίλοι είναι όλοι το ίδιο». ·
Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό
Πηγή: Περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ" του Έθνους
Αγιος Χαράλαμπος Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου