Ολόκληρο το Δωδεκαήμερο το θεωρούσαν επικίνδυνο γιατί ο κόσμος είναι αφώτιστος, και απέφευγαν να βγαίνουν στη γειτονιά τα βράδια και να εργάζονται, για το φόβο των Καλικαντζάρων (Κοντζζολόζ και των άλλων εξωτικών (περήδες, χορτλάχ, τσσιαζούδες, διαβόλ).
Βρίσκεται άραγε κανένας που να μην έχει ακούσει, προπάντων στα παιδικά του χρόνια χίλιες ιστορίες για τους Καλικαντζάρους, χίλια παραμύθια για τα μυστηριώδη αυτά φανταστικά όντα, που όλο το χρόνο είναι κάτω στη γη και μόνο την παραμονή των Χριστουγέννων παίρνουν την άδεια ν' ανέβουν στη γη και φεύγουν μετά τα Φώτα καταδιωκόμενα από την αγιαστούρα των παπάδων για να χαίρονται τα παιδιά και οι γριές.
Οι παλαιοί πίστευαν πως οι Καλικάντζαροι δεν πολυπειράζουν εκείνους που φορούν καινούρια ρούχα, ακόμα ότι, αν κάποιος Καλικάντζαρος με το δαυλί χτυπηθεί στο κεφάλι, γίνεται άνθρωπος.
Είναι αγραρθώπ αναμαλλιασμένοι, με λανάρια στα κεφάλια όπου καρφώνουν εκείνους που έβρισκαν να εργάζονται.
Έχουν νύχια μακριά και γαμψά, και είναι όλοι κοντοί, και άλλοι μεν στραβοί, άλλοι κουτσοί, μονόματοι, μονοπόδαροι άλλοι στραβοχέρηδες, στραβομούρηδες, στραβοπρόσωποι και κοντολογίς έχουν όλα τα σημαντικά ελαττώματα.
Είναι ντυμένοι με βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα. Είναι φιλόνικοι, μαλώνουν στο δρόμο, και γι' αυτό δε μπορούν να κάμουν μεγάλο κακό στους ανθρώπους.
Έπρεπε λοιπόν το βράδυ να κλείσουν τις πόρτες και να μην τις ανοίξουν, παρά αφού φωνάξουν οι πετεινοί, οπότε κάθε εξωτικό σπεύδει να κρυφτεί κάτω στη Γη.
Μπαίνουν στα σπίτια από τις πόρτες, τα παράθυρα, τις καμινάδες, ακόμα από τις κλειδαρότρυπες. Μόλις κατεβούν από την καμινάδα, κατουρούν και σβήνουν τη φωτιά για να γίνει σκοτία (σκοτάδι), γι αυτό η στάχτη του δωδεκαήμερου δεν είναι κατάλληλη ούτε για πλύσιμο.
Τρώνε ό,τι βρουν και μαγαρίζουν τα υπόλοιπα σκορπίζουν τ' αλεύρι, χύνουν το νερό, σταματούν το νερό της βρύσης, διοχετεύουν το νερό του μύλου αλλού, προξενούν και άλλες μικροζημιές.
Το ευχάριστο είναι ότι είναι πολύ φοβητσιάρηδες. Τα τρόφιμα σκεπάζονται καλά για να μην τα μαγαρίσουν. Πολλοί έκαμναν με κάρβουνο το σημείο του Σταυρού επάνω στα σκεύη.
Οι Καλικάντζαροι είναι ευκίνητοι και σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Ουρλιάζουν απαίσια και προκαλούν το φόβο και τον τρόμο των ανθρώπων τους οποίους δέρνουν και κάποτε σκοτώνουν όταν βρεθούν μπροστά τους. Το μικρότερο κακό που κάνουν στους ανθρώπους είναι ότι παίρνουν τη φωνή τους.
Μια φορά ο Λώτς ο μυλωνάς του μύλου της Χαρτωτής (Πινατάντων) δεν πήγε την παραμονή των Χριστουγέννων στο σπίτι του, γιατί δεν πρόφθασε ν’ αλέσει όσα έπρεπε, αμπάρωσε την πόρτα, έκατσε κοντά στο τζάκι και νύσταζε.
Κάποια στιγμή κοιμήθηκε και όταν τελείωσε το άλεσμα και είδε πως ο μύλος είχε γεμίσει από Καλικαντζάρους πήρε τη μασιά να συνδαυλίσει τη φωτιά πού σχεδόν είχε σβήσει. Ένας μικρός καλικάντζαρος βαστούσε ένα μακρύ σίδερο και του είπε τσεβδά τούρκικα:
Γιατί τέτοια μέρα και ώρα δεν πήγες στο σπίτι σου, και εμπόδισες και εμάς να διασκεδάσουμε απόψε εδώ μέσα;
Και λέγοντας αυτό χτύπησε με τη μασιά.
Θυμώνει κι ο μυλωνάς και με το «Ρύσαι ημάς από τού πονηρού» κατεβάζει στο κεφάλι του Καλικάντζαρου μια και δύο. Φώναξε ο καλικάντζαρος μαζί με τους άλλους όπου φύγει φύγει.
Από που και πως έγιναν άφαντοι δεν κατάλαβε ο μυλωνάς.
Όποιος ήθελε ν’ αποφύγει την επίσκεψη τους καθώς και κάθε άλλου εξωτικού έπρεπε:
1.Να μη σβήσει το φως. Αν ήταν απόλυτη ανάγκη να βγει την νύχτα, έπρεπε να κρατεί δαυλί αναμμένο (αποκάμ)
2.Την παραμονή τοποθετούσαν στο τζάκι κουρίν (χοντρό κούτσουρο), για να διατηρεί τη φωτιά άσβεστη τις νύχτες. Πριν καλά να τελειώσει το ένα τοποθετούσαν άλλο. Αλίμονο σ' εκείνους που δεν φύλαγαν τις νύχτες αυτές τα μωρά τους!
3) Να ραντίσει το σπίτι με αγιασμό.
4) Να σταυρώσει πόρτες και παράθυρα.
5) Να βάλει στη φωτιά παλιοτσάρουχα και άλλα δύσοσμα πράγματα.
Να και ένα σχετικό που εξηγεί πως δημιουργήθηκε η πρόληψη ότι τις νύχτες αυτές οι μάγισσες και τ' άλλα κακά πνεύματα, όταν βρουν ευκαιρία πρώτα λούζουν τα μωρά και υστέρα τα πνίγουν. Ίσως πολλοί το πάρουν για παραμύθι, είναι όμως γεγονός:
Ήταν νύχτα των Χριστουγέννων, αν θυμούμαι καλά. Μεσάνυχτα πήγαμε στην εκκλησία. Όσες είχαν παιδιά στην κούνια πήγαιναν κι αυτές, από καιρού σε καιρό γύριζαν στο σπίτι τους, για να δουν μήπως κλαίει το μικρό τους και ξαναγύριζαν στην εκκλησία. Έτσι πήγαν στην εκκλησία η Σοφία και η Εγνωσία του Κιαχγιά που είχαν μικρά στην κούνια, η Σοφία τον Ηλία και η Εγνωσία την Κερέκην.
Την ώρα που ο Παπά Ηρακλής Τσαντεκίδης διάβαζε το Ευαγγέλιο κι εγώ βαστούσα τη λαμπάδα κάτω από τον πολυέλαιο (ήμουν τότε 9 η 10 χρονών), η Εγνωσία πήγε σπίτι για να δει μήπως κλαίει το μικρό της.
Αφουγκράστηκε στην εξώπορτα και σαν να άκουγε θόρυβο μέσα στο σπίτι, θέλησε ν' ανοίξει την πόρτα για να μπει, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε, έτρεξε στην εκκλησία και το διηγήθηκε, στο λεπτό άδειασε η εκκλησία και μείναμε εγώ, ο παπάς και μερικοί γέροι.
Ο δασοφύλακας παραβίασε την καταπακτή του στάβλου, (ανέβηκε, και τι νομίζετε πως βρήκε; μια γυναίκα άλλοι είπαν ότι ετοιμαζόταν να λούσει το μωρό και άλλοι ότι το μωρό ήταν στην κούνια ξύπνιο.
Με τρόπο τη βοήθησε να φύγει στο σκοτάδι, και δεν είπε σε κανένα ποια ήταν. Οι κακές όμως γλώσσες είπαν πώς ήταν η γυναίκα του αδελφού του, που δεν είχε καλή φήμη, και τη φυγάδευσε. Οι αφελείς έλεγαν ότι: η μάϊσσα θα έλουζεν το χάταλον κ' επεκεί θα εφούρκιζεν άτο.
Στάθης Αθανασιάδης(Γεροστάθης)
Ιστορία & Λαογραφία της Σαντάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου