ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΑΚΗΣ, Αναφορά στον Γκρέκο
Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματα τους και πήγαινα να μεταφυτέψω στην Ελλάδα. Άνθρωποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες κι αξίνες, έφευγαν από τους μπολσεβίκους και από τους Κούρδους και δρόμωναν κατά την λεύτερην Ελλάδα.
Δεν είναι ντροπή να πως πω ήμουν βαθιά συγκινημένος. Σα νάμουν Κένταυρος, κι όλο ετούτο συβάπορο το τσούρμο, σα νάταν, από το λαιμό και κάτω, το κορμί μου.
Η Μαύρη θάλασσα κυμάτιζε αλαφρά, σκοπύρα λουλακιά, και μύριζε σαν καρπούζι. Ζερβά μας τ' ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου, μια φορά κι έναν καιρό δικά μας, δεξά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο.
Ο Καύκασος είχε σβήσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το αγαπημένο ουρανοθάλασσο.
Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι, ένα χταπόδι είναι η ψυχή κι όλα ετούτα απλόκαμοί της.
Καθόμουν στην πλώρα, σε μιαν κουλούρα σκοινιά, και γύρα συνάχτηκαν γυναίκες κι άντρες, άλλοι από το Καρς, άλλοι από το Σοχούμ, κι άλλοι κατατρεγμένοι από το Ταϊγάνι.
Ο πόνος τους δεν είχε τελειωμό καθένας βιάζουνταν να τον πει όλον, ν' αλαφρώσει. Άκουα και καμάρωνα κρυφά την αντοχή της ρωμαίικης ράτσας γιατί εκεί που μοιρολογούσαν τους ειδικούς που χάθηκαν και τα σπίτια τους που κάηκαν από την πείνα και τις τρομερές που τράβηξαν, άξαφνα ένας πετούσε ένα χοντρό χωρατό κι όλη η συφορά αφανίζουνταν και σηκώνουνταν πάλι αψηλά τα κεφάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου