Η ωραία Σαντά βρίσκεται στα νότια της Τραπεζούντας δέκα ώρες με τα πόδια απ' αυτή. Στα βόρεια της Γκιουμουσχανέ, αλλιώς Αργυρούπολη, στα ανατολικά της Μονής Σουμελά και στα δυτικά του Καραντερέ, ποταμού των Σουρμένων.
Η επτάκωμος Σαντά, είναι χτισμένη πάνω σε επτά πράσινες γραφικές πλαγιές, πού περιτριγυρίζονται από πανύψηλες οροσειρές δυο μεγάλων βουνών.
Το ένα λέγεται Άεζεράτσ ύψους 3 χιλιάδων μέτρων μέ δύο κορυφές, το τρανόν και μικρόν Αεθόδωρον. Το άλλο βουνό λέγεται Παριάδρης, έχοντας ψηλότερη κορυφή τό Τεπέ ή Ιερόν όρος ή Χήνιον Όρος ή Θήχη μέ 2.600 μέτρα. Θρυλείται μάλιστα πώς σ' αυτή την κορυφή Θήχη, πολέμησαν άγρια οι Μύριοι του Ξενοφώντος μέ τούς Λαζούς κι’ από κει αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο φωνάζοντας τό ιστορικό, θάλαττα-θάλαττα, κι’ έχτισαν θυσιαστήριο μέ πέτρες για να θυσιάσουν στα είδωλά τους.
Οι δυο αυτές οροσειρές πού ζώνουν τη Σαντά ενώνονται στο νότο και σχηματίζουν τό οροπέδιο του Τόσκιοπρι, πού σ' αυτό βρίσκονται οί πηγές του ποταμού Γιάμπολη. Άλλο βουνό της Σαντάς είναι τό Τσαρτακλή μέ 2.300 μέτρα ύψος. Τό Γιμπουρτάσ, πού βρίσκεται πάνω απ' τό παρχάρι Κατσάλια μέ ύψος 2.300 μέτρα.
Ή Σαντά είναι χτισμένη, όπως είπαμε, σε επτά γραφικές πλαγιές των λόφων. Τζιφίνια, Κατσία, τή Γοργόρ τό λιθάρ, τα ποντίλια, τα Ασερόνια, τό Φουρνόπον, όπου τό 540 μ.Χ. έγινε γενική σφαγή της ενορίας των Ισχανάντων απ’ τούς Πέρσες, του Μωρέν του Μεντσινά, της Μάϊσας τό Καπάν, της Πογιαχανάν της Σαξιάβερας, φημισμένης για τή γονιμότητα του εδάφους της, πού δίνει στο ένα ογδόντα καρπό.
Γέφυρα στον Γιάμπολη |
H Σαντά ποτίζεται από διάφορα ρυάκια του Γιάμπολη ποταμού, πού χωρίζει τη Γεμουρά απ' τα Σούρμενα. Τέτοια ρυάκια είναι του
Σταυρωματί,
τη Στοδούλ,
του Τσακαλάντων,
τη Γαλούμ,
τη Κωφού,
τη Ζουρνατζαλάβας,
τη Παύλ' τη Χαρπαρίτα,
τη Βαΐβάτερε,
τη Πιρπιρής,
τη Σκορδενί,
τό Βαθύν,
των Ζουρνατζάντων,
τη Λευκί,
τη Καμένονος,
τη Σκουντελίτσα,
και του Χαρτωτή.
τη Στοδούλ,
του Τσακαλάντων,
τη Γαλούμ,
τη Κωφού,
τη Ζουρνατζαλάβας,
τη Παύλ' τη Χαρπαρίτα,
τη Βαΐβάτερε,
τη Πιρπιρής,
τη Σκορδενί,
τό Βαθύν,
των Ζουρνατζάντων,
τη Λευκί,
τη Καμένονος,
τη Σκουντελίτσα,
και του Χαρτωτή.
Τα όρια της Σαντάς, απλώνονται, όπως αναφέρεται σε αρχαία Χοτζέτια, στα εξής λημέρια. Στο Τελήκ Πουρνάρ,
Χαϊν Κετηγή,
Καζουκλή Πελί,
Τσοράη Κετηγή,
Ούτσ τάσ,
Ζιαρέτ-τεπέ,
Κιοσάν-γιολί,
Κολόσα-πασι,
Όλουκλή Πουνάρ,
Ταρήκι άμ,
Ίσχάν μεζιρεσί,
και Τσαρτακλή.
Χαϊν Κετηγή,
Καζουκλή Πελί,
Τσοράη Κετηγή,
Ούτσ τάσ,
Ζιαρέτ-τεπέ,
Κιοσάν-γιολί,
Κολόσα-πασι,
Όλουκλή Πουνάρ,
Ταρήκι άμ,
Ίσχάν μεζιρεσί,
και Τσαρτακλή.
Δρόμος για τη Σαντά |
Τέτοιοι θάμνοι είναι τά ροδόδενδρα, τά διφόρια, τό κοσμάτσ, ή μασούρα, τό άβάτ, το λουτούδ, τά σμέουρα, τό σαρμασιούχ, τό φραγκοστάφυλο, το ρακάν στην περιοχή Ζιαβιρί, το κωφόξυλο, τό τσήκαρι.
Περίεργο είναι ότι στη Σαντά, οι μέλισσες πολλές φορές κάνουν ένα μέλι, τό «παλαλόν τό μέλ», πού όποιος τό φάγει χάνει για λίγο την ισορροπία του μυαλού του.
Ό σοφός Αριστοτέλης γράφει ότι —τό παλαλόν μέλ— γίνεται απ’ τή γύρι, πού παίρνουν οί μέλισσες απ’ τό τσιμσίρι, κοινώς πυξάρι, ό δε αρχαίος Γεωγράφος Στράβων, γράφει ότι τό παίρνουν απ’ τις κορυφές των δένδρων.
Ό Διοσκουρίδης ισχυρίζεται ότι τούτο τό μέλι εφοδιάζονται απ' την Αζαλέα, την πικροδάφνη, τό Λεβόρ, τή ζαζέλα, τό δαφνοκέρασο. Σ’ αυτό συμφωνεί κι’ ό σοφός Ρωμαίος Πλίνιος, προσθέτοντας μάλιστα, ότι, τό «παλαλόν τό μέλ», βγαίνει απ' τό τσιφίν και το κομάρ. Κυρίως όμως το δηλητήριο τούτο, το παίρνουν οί μέλισσες απ’ τό Τζιφίν στην τοποθεσία Τζιφίνια.
Ό Διοσκουρίδης ισχυρίζεται ότι τούτο τό μέλι εφοδιάζονται απ' την Αζαλέα, την πικροδάφνη, τό Λεβόρ, τή ζαζέλα, τό δαφνοκέρασο. Σ’ αυτό συμφωνεί κι’ ό σοφός Ρωμαίος Πλίνιος, προσθέτοντας μάλιστα, ότι, τό «παλαλόν τό μέλ», βγαίνει απ' τό τσιφίν και το κομάρ. Κυρίως όμως το δηλητήριο τούτο, το παίρνουν οί μέλισσες απ’ τό Τζιφίν στην τοποθεσία Τζιφίνια.
Οί πλαγιές των λόφων της Σαντάς είναι κατάσπαρτες την άνοιξη από χιλιάδες είδη λουλουδιών, πού γεμίζουν τον αέρα μέ τις ευωδιές τους και προσελκύουν μυριάδες μέλισσες, τζιτζίκια, χρωματιστές πεταλούδες, σκαθάρια και μπουμπούρια.
Οί πλαγιές της Σαντάς, οί λόφοι και οί ρεματιές της, ως και τά δάση της είναι γεμάτα από τρυφερά μαντάκια, λάπαθα, στυπόγλυκα, τσουμπόνια, κιντέατα, κουκουλόφυλλα για σκέπασμα του κεφαλιού, μολόζια, χαμούχτα, τά βόχα μέ τούς μυρωδάτους βλαστούς τά στουπίτας, τά θομάρια, τά κουσκουτάνια, τά πολύτιμα νακενάρ, πού φυτρώνουν ευθύς μετά άπ' τις βροχές και τά ζαβίρια άσπρα, κόκκινα και μαύρα, πού γεμίζουν την περιοχή του Μιτζινά.
Οί πλαγιές της Σαντάς, οί λόφοι και οί ρεματιές της, ως και τά δάση της είναι γεμάτα από τρυφερά μαντάκια, λάπαθα, στυπόγλυκα, τσουμπόνια, κιντέατα, κουκουλόφυλλα για σκέπασμα του κεφαλιού, μολόζια, χαμούχτα, τά βόχα μέ τούς μυρωδάτους βλαστούς τά στουπίτας, τά θομάρια, τά κουσκουτάνια, τά πολύτιμα νακενάρ, πού φυτρώνουν ευθύς μετά άπ' τις βροχές και τά ζαβίρια άσπρα, κόκκινα και μαύρα, πού γεμίζουν την περιοχή του Μιτζινά.
Οί βράχοι της Σαντάς είναι ονομαστοί, περίεργοι για το κόκκινο χρώμα τους, μεγαλοπρεπείς και θαυμάσιοι σε σχήμα και σε μέγεθος. Όποιος τούς βλέπει αισθάνεται ρίγη συγκινήσεως και θαυμασμού. Σπουδαίος βράχος είναι ό βράχος του Φουρνόπον, γιατί θυμίζει τή σφαγή των Σανταίων πού έγινε κατά τάν έκτο αιώνα μ.Χ. άπ' τά Περσικά στρατεύματα.
Άλλος βράχος είναι —τα’ άσπρα τά καπάνια— πού σ' αυτόν έγινε φοβερή μάχη των Τουρκικών στρατευμάτων μέ τούς Σανταίους, πού μια χούφτα αυτοί έτρεψαν σε φυγή χιλιάδες Τουρκικά ασκέρια .
Είναι ό βράχος του Μωρέν, τη Βοά το λιθάρ, τη Γοργόρ, τo λιθάρ, τη Μάϊσας το Καπάν, πάνω άπ' την ενορία των Πιστοφάντων ,είναι o βράχος Κατσκαρόπον σε σχήμα γυναικός κρατώντας παιδί, πού είναι μια σπηλιά σκοτεινή, μεγάλη και υγρή και πού χρησίμευε για αιώνες, σαν άσκηταριό μεγάλων ερημιτών Πατέρων.
Είναι ό βράχος του Μωρέν, τη Βοά το λιθάρ, τη Γοργόρ, τo λιθάρ, τη Μάϊσας το Καπάν, πάνω άπ' την ενορία των Πιστοφάντων ,είναι o βράχος Κατσκαρόπον σε σχήμα γυναικός κρατώντας παιδί, πού είναι μια σπηλιά σκοτεινή, μεγάλη και υγρή και πού χρησίμευε για αιώνες, σαν άσκηταριό μεγάλων ερημιτών Πατέρων.
Άλλος βράχος είναι της Μουρουζίνας το λιθάρ, το Ξιμιτόν το λιθάρ, πού βρίσκεται στήν περιοχή Κωφολείβαδο, ο βράχος στη Χαρτωτή μέ τή βαθειά σπηλιά, ασκηταριό αρχαίο πού γύρω του φυτρώνουν τά βόχα κι από τόν όποιο βγαίνουν οί καλύτερες πλάκες για στέγαση σπιτιών. Οί βράχοι πού δίνουν πανοραμική Όψη και βρίσκονται στήν περιοχή Κερχανάδες, εκεί πού βρίσκεται και το ιστορικό, τη Γαβρά τό μαστορείον.
Η Σαντά έχει αξιόλογες χαράδρες και γκρεμούς.
Ένας τέτοιος γκρεμός δασωμένος μέ τα πανύψηλα Έλατα πού σκορπίζουν τό πένθιμο ύφος τους, είναι ό γκρεμός απέναντι της ενορίας των Πιστοφάντων· Είναι γκρεμός τρομερός πού προκαλεί τό δέος, ο ωραιότερος της περιοχής, γεμάτος μυστήριο και φαντασία, και γεμάτος από άφθονα φτελιδίτσια και κουσπίτας. Άλλοι γκρεμοί είναι του Μελεσσιναρών, είναι ή χαράδρα του Γιάμπολη ποταμού απερίγραπτη σε θέα και κάλλος και ή χαράδρα του Τρανό Φτελέν.
Η Σαντά είναι γεμάτη άπό απέραντα βοσκοτόπια κι' άφθονα νερά, πού λέγονται παρχάρια. Σ’ αυτά ξεκαλοκαιριάζουν οι Σανταίοι μαζί μέ τά ζώα τους περνώντας δυο μήνες απλής, αμέριμνης και χαρούμενης ζωής.
Τά ωραία αυτά παρχάρια στη Σαντά είναι
το Τσαρτακλή,
της Αναλήψεως,
του Κουζούκιολ,
τά Τσατμάδας,
ή Κατάρουξα,
τά Κρεπέγαδα,
το Τσιχούρ,
το Κωφολείβαδο,
το Καζουκλή,
το Κατσκάρ,
το Γιμπρούτασι,
το Τσισεκλή
και το πιο όμορφο κι απέραντο, το Τάσκιοπρι μέ την καταπράσινη έκταση του, το Τηγάν.
Η Σαντά έχει δάση μεγάλα, απροσπέλαστα, πυκνά μέ πανύψηλα έλατα,
όπως είναι το δάσος Πογιαχανά, απέναντι στα Δώδεκα Αλάτια.
Το δάσος των Πιστοφάντων, κοντά στα άσπρα Καπάνια.
Το δάσος στο Μονοκόϋρ προς τά Φτελένια.
Το δάσος Κοπαλάντων,
το δάσος Κιουλκενλούκ πλησίον του Χαπιάρ.
Το δάσος Χαρατζάντων,
το δάσος Σαββάντων στο Κρέν, όπου φυτρώνουν τά θομάρια και τά κουσπίτας.
Το δάσος του Αϊ Γιάννη, στο Φουρνόπον
, στο Κρύο Νερόπον,
Παΐράμ,
Μαρέτεν,
Μελισσιναρών κι’ άλλα πολλά μέ έλατα, τεβόρια, οξιές και χαμηλά στο χώμα τους χιλιάδες ρίζες άπό βάγια, άπό ταφλάνια, άπό σπεντάμια, άπό κομάρια, άπό τζιοβίρια και αγριοτριανταφυλλιές.
Τά δάση αυτά της Σαντάς φημίζονται ακόμα όχι μόνο για τη μεθυστική ευωδιά τους, αλλά και για τό πλήθος των μελωδικών πουλιών, πού κατά σμήνη κελαηδούν στα πυκνά κλωνάρια μέσα στήν απόλυτη ερημική μόνωση τους. Χιλιάδες αηδόνια, χιλιάδες - μυριάδες καρδερίνες, κορυδαλλοί και μελισσοφάγοι, αποτελούν τό τόσο συγκινητικό και μαγευτικό βασίλειο των ωδικών πτηνών.
Η Σαντά άπό αρχαιότατους χρόνους, έλαβε τό όνομα «Αγία Σαντά». Πιθανόν τούτο να οφείλεται σε δυό σημαντικούς λόγους.
Ο πρώτος ότι, κατά τούς πρώτους Χριστιανικούς χρόνους ολόκληρη ή περιφέρεια της Χαλδείας, μάλιστα της Σαντάς, ήταν πυκνοκατοικημένη άπό χιλιάδες ασκητές ερημίτες, αναχωρητές και Μοναχούς. Τούτο βεβαιώνεται άπ' την ιστορία του Μεγάλου Βασιλείου Επισκόπου Καισαρείας, όταν Λαϊκός ακόμα επισκέφτηκε πολλά ερημητήρια του Πόντου, μεταξύ αυτών και της περιφερείας Σαντάς, όπως θα διαβάσουμε στον βίο του.
Κατά την εποχή του Μ. Βασιλείου, τό 350 μΧ. και πέρα ό Μοναχικός βίος του Πόντου βρισκόταν σε τέτοια άνθηση, ώστε στα βουνά και στις χαράδρες του ασκήτευαν περί τις 27 χιλιάδες Μοναχοί. Τούτο βεβαιώνεται κι' από διάφορες ανεπίσημες ανασκαφές στα γύρω βουνά και την ανεύρεση πλήθους σπηλαίων, ασκητηρίων και ερειπωμένων Μοναστηριών. Να γιατί ή Σαντά πηρέ τό όνομα —Αγία Σαντά—.
Κατά την εποχή του Μ. Βασιλείου, τό 350 μΧ. και πέρα ό Μοναχικός βίος του Πόντου βρισκόταν σε τέτοια άνθηση, ώστε στα βουνά και στις χαράδρες του ασκήτευαν περί τις 27 χιλιάδες Μοναχοί. Τούτο βεβαιώνεται κι' από διάφορες ανεπίσημες ανασκαφές στα γύρω βουνά και την ανεύρεση πλήθους σπηλαίων, ασκητηρίων και ερειπωμένων Μοναστηριών. Να γιατί ή Σαντά πηρέ τό όνομα —Αγία Σαντά—.
Υπάρχει όμως και δεύτερος σημαντικός λόγος κι αυτός είναι ό εξής. Κατά τούς τέσσερις αιώνες της Τουρκικής σκλαβιάς ή Σαντά φάνηκε Μάννα στοργική, όπως είπαμε κι αγκάλιαζε διαρκώς, χωρίς γογγυσμό, όλους τούς Έλληνες του Πόντου και της Αρμενίας. Τούς φιλοξενούσε, τούς τάιζε, τούς σκέπαζε άπ' τόν κατατρεγμό των Τούρκων. Κι ενώ μέσα στη Σαντά έβρισκαν άσυλο χιλιάδες Πόντιοι καταδιωκόμενοι, τά παλληκάρια της Σαντάς τούς φρουρούσαν ξενυχτώντας στα γύρω βουνά, στα πυκνά δάση, στις σκοτεινές σπηλιές.
Κι όταν οι Τούρκοι μανιασμένοι εναντίον τους πολιορκούσαν τή Σαντά, τότε οί γενναίοι άνοιγαν κλεφτοπόλεμο γεμίζοντας τις χαράδρες, τά βουνά και τις βουνοκορφές μέ χιλιάδες τούρκικα κορμιά, τρέποντας σε άτακτη φυγή τούς υπολοίπους.
Να γιατί ή Σαντά, ονομάστηκε «Αγία Σαντά», οί δε πολίτες της υπήρξαν οι πιο τίμιοι, οί πιο ευαίσθητοι, οί πιο φιλόξενοι, οί πιο ελεήμονες, οί πιο ηθικοί και εργατικοί, οί πιο ανδρείοι, οί πιο ήρωες και φιλοπάτριδες Έλληνες.
Μα ή Σαντά τό 1461, όταν ή Οθωμανική αυτοκρατορία κυριεύει τον Πόντο, σβήνει. Οί κάτοικοί της αφανίζονται άπ' τή σφαγή, τις εξορίες, τις πυρκαγιές. Σαντά δεν υπάρχει επί ογδόντα περίπου χρόνια, εκτός άπό λίγα ερείπια. Μόλις όμως έρχεται τό έτος 1541 ή Σαντά ξαναχτίζεται για δεύτερη φορά.
H νεώτερη κτίσις της Σαντάς οφείλεται στο έξης περίεργο περιστατικό.
Κάποια μέρα σ' ένα γειτονικό χωριό της ακατοίκητης Σαντάς, το Τάσκιοπρι, γίνεται ένας γάμος και οί Έλληνες καλούν κι ένα Τούρκο αγά. Ο Τούρκος μεθά και μέσα στο μεθύσι του βρίζει τ’ όνομα του Χριστού, της Παναγίας και της Ελλάδας. Οί Έλληνες του Τάσκιοπρι μέ τη φλογερή πίστη στον Χριστό και τά ζωηρά ιδανικά της πατρίδος τους Ελλάδας, το φέρνουν βαριά και συνιστούν στον αγά να κλείσει το στόμα του.
Ο αγάς διπλασιάζει τις ύβρεις μέ τά πιο χυδαιότερα λόγια. Οί Έλληνες τότε τον αρπάζουν, τον δέρνουν κι όταν τον βλέπουν να τούς επιτίθεται μέ φονικό όργανο, τον ρίχνουν κάτω, τον σκοτώνουν κάνοντας τον κομμάτια.
Μετά άπ' το επεισόδιο αυτό τά παλληκάρια σηκώνονται και φεύγουν άπ' το Τάσκιοπρι κι έρχονται στα ερείπια της αρχαίας Σαντάς, άπ' όπου είχαν διωχθεί οί προγονοί τους. Βρίσκουν ένα ερειπωμένο αγρόκτημα του Μίτζινα κι ένα ξεθεμελιωμένο εκκλησάκι του αγίου Χριστόφορου του Μάρτυρος, πού είχε μαρτυρήσει το 250 άπ' τον Δέκιο στήν πατρίδα του Καράταρε των Σουρμένων κι ανήκε στη φυλή των Μακροκέφαλων.
Παίρνουν λοιπόν πέτρες τά παλληκάρια, λάσπη, ξύλα και αρχίζουν να χτίζουν. Πρώτα-πρώτα οικοδομούν τόν ναό του αγίου Χριστόφορου, κρεμούν σ' ένα κλαδί δένδρου ένα τζαλπαράν, δηλαδή ξύλινη σανίδα μέ ρόπτρο, χτίζουν έπειτα σπίτια, κάνουν φούρνο και νερόμυλο για αλεύρι.
Σιγά-σιγά μαζεύονται μερικές οικογένειες κι έτσι συν το χρόνο ιδρύεται ή πρώτη ενορία της Σαντάς. Ή ενορία αυτή ονομάζεται, ενορία των Πιστοφάντων γιατί τό πρώτο παλληκάρι πού σκότωσε τον Αγά, τό έλεγαν Θεόδωρο Πιστόφ. Έτσι και ή μικρή λίμνη της Σαντάς παίρνει το όνομα των Πιστοφάντων, γιατί στήν όχθη της έχουν χτίσει τόν αλευρόμυλο. Μάλιστα είναι τόσο μικρή, ώστε θρυλείται πώς ένας πετεινός κάποτε άνοιξε τα φτερά του άπ' τόν μύλο των Πιστοφάντων και πέταξε χωρίς να βραχεί στήν απέναντι όχθη της λίμνης.
Μέ την πάροδο του χρόνου, χτίζονται επτά μεγάλες ενορίες σαν χωριά, σε επτά γραφικές καταπράσινες πλαγιές κι' όλες μαζί οί ενορίες αποτελούν την πόλη Σαντά μέ είκοσι χιλιάδες κατοίκους. Οί ενορίες αυτές είναι πρώτη των Πιστοφάντων, των Κοσλαράντων, των Τερζάντων, των Ζουρνατζάντων, των Ίσχανάντων, των Τσακαλάντων και των Πινιατάντων. Κάθε ενορία έχει τις εκκλησίες της, τούς δημογέροντες της, τό σχολείο της και ο πολιτισμός της Σαντάς μένει καθαρός Ελληνικός πολιτισμός, μέ ευσέβεια προς τή Χριστιανική πίστη.
Ερχεται και για τή Σαντά τό τρομερό έτος του 1660, όταν ή Τουρκική Κυβέρνηση δημιουργεί τά στρατιωτικά Τάγματα των Τερέ-βέηδων, κρύβοντας πίσω τους την ωμότητα καΐ βαρβαρότητα για την εξολόθρευση του Ελληνικού Γένους.
Στήν περίσταση αυτή οί Σανταίοι μέ την ευφυΐα πού τούς χαρακτηρίζει προβαίνουν σε δυό ενέργειες, ή μια καλή, ή άλλη κακή. Ας δούμε ποιά είναι ή καλή.
Μόλις οί Τερέ-βέηδες αρχίζουν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις των χωριών για να εκβιάσουν στον εξισλαμισμό τούς Χριστιανούς, οί Σανταίοι σηκώνονται στα όπλα. Τά ασκέρια των άτακτων Τερέ-βέηδων κάποτε πλησιάζουν τά μέρη της Χαλδείας κι' αρχίζουν τά φρικτά εγκλήματα.
Οί κάτοικοι πολλών χωριών φεύγουν γυμνοί και νηστικοί, άλλοι στα βουνά της Τόγιας, άλλοι του Ταύρου, άλλοι του Παρυάδρη, άλλοι του Σκυδίσκη, άλλοι του Κερκίτ, του Καρακαπάν, όπου και βρίσκουν τραγικό θάνατο οκτώ χιλιάδες οικογένειες.
Οί κάτοικοι πολλών χωριών φεύγουν γυμνοί και νηστικοί, άλλοι στα βουνά της Τόγιας, άλλοι του Ταύρου, άλλοι του Παρυάδρη, άλλοι του Σκυδίσκη, άλλοι του Κερκίτ, του Καρακαπάν, όπου και βρίσκουν τραγικό θάνατο οκτώ χιλιάδες οικογένειες.
Η Σαντά σαν ατίθαση πού είναι, πολιορκείται μέ τρεις χιλιάδες Τερέ-βέηδες, χωρίς ελπίδα. Τί να κάνουν; Προβαίνουν σε δυο, όπως είπαμε ενέργειες.
Ή μια ή καλή είναι ή εξής. Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι αφού μέ τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν άπό νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στήν Τραπεζούντα. Μπαίνουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτη-αγά και μέ κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
Ή μια ή καλή είναι ή εξής. Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι αφού μέ τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν άπό νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στήν Τραπεζούντα. Μπαίνουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτη-αγά και μέ κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
-Σεϊτη-αγά, ερχόμαστε άπ' τή Σαντά μέ χρήματα εφοδιασμένοι για σένα. Πάρτα, είναι χίλια φλουριά και δώσε μας ένα φιρμάνι της Κυβέρνησης, ώστε ή Σαντά να μείνει ανενόχλητη άπ’ τούς Τερέβέηδες.
-Ποιό είναι το επάγγελμα σας; Τούς ρωτά ό Τούρκος.
-Μεταλλουργοί, του απαντούν.
-Θα σας δώσω το φιρμάνι, τούς λέγει, αρκεί να κλείσουμε μαζί μια συμφωνία.
-Να την ακούσουμε Σεϊτη-αγά, του λένε οί Σανταίοι.
-Ή συμφωνία μας είναι να διδάξετε δικούς μας ανθρώπους τή μεταλλουργική τέχνη σας κι εγώ να σας δώσω το φιρμάνι. Δέχεσθε Γκιαούρηδες;
-Δεχόμαστε απαντούν οί Σανταίοι και ή συμφωνία κλείνει. Το φιρμάνι γράφει.
«0ι Σανταίοι είναι ελεύθεροι, ανενόχλητοι και απαλλαγμένοι πάσης αγγαρείας και πάντα τά υπάρχοντα αυτών και τά μεταλλεία των και τά παρχάρια των, τά δάση, οι μεζιρέδες, τά χωράφια, τά τσαΐρια κ .λ. π. να είναι απαραβίαστα και εις κανένα να μη επιτραπεί να επέμβει εις τά σύνορα αυτών». (Βλ. Μ. Νυμφοπούλου, Ίστορ. Σάντας, σελ. 96).
Τό φιρμάνι τούτο σφραγίζει ο Σεΐτης-αγάς, βάζει τή βούλα του Σουλτάνου και δίνει στο χέρι των Σανταίων, οι οποίοι μέ ψηλότερα ακόμα τό κεφάλι επιστρέφουν στη Σαντά, ενώ τά τουρκικά στρατεύματα αποσύρονται άπ’ τά όρια της Σαντάς.
Οί Σανταίοι εκμεταλλεύονται την ωραία περίσταση ανοίγουν αμέσως δυο σχολεία στη Σαντά κι ένα Παρθεναγωγείο, επίσης ανοίγουν σχολείο στήν Άγουρσα κι' ένα στα Δουβερά.
Και τα χρόνια περνούν κι' έρχονται άλλα πικρότερα χρόνια μέ νέους διωγμούς, μέ νέες εξουθενώσεις, μέ νέα βασανιστήρια γιατί ή Τουρκική Κυβέρνηση μέ τό μαχαίρι πάνω άπ'τα Ελληνικά κεφάλια, θερίζει χωρίς διάκριση, χωρίς φταίξιμο τούς δυστυχισμένους σκλάβους.
Έτος 1854. Ό Πόντος καίγεται άπ' τούς Νεότουρκους Τσετέδες. Αυτοί μέ απόφαση να ξεκαθαρίσουν τον Πόντο άπ' τό Ελληνικό γένος πέφτουν επάνω τους σαν τούς λύκους όταν κατασπαράζουν τά πρόβατα. Και τά πράγματα για τή Σαντά μεταβάλλονται αυτομάτως.
Ούτε το φιρμάνι του Σεϊτ Αγά ισχύει ούτε τα όπλα μπορούν να εφοδιασθούν, ούτε ψωμί τούς αφήνουν οί Τσετέδες. Βάζουν φωτιά στα χωράφια μέ τά σιτηρά, αρπάζουν τά ζώα, αποκλείουν τούς Σανταίους στα όριά τους, ώστε να μην μπορούν να έλθουν σε επικοινωνία μέ κανένα. Οί Σανταίοι εφοδιάζονται όπλα μόνο άπό Τούρκους τούς οποίους σκοτώνουν παίρνοντας τά όπλα τους.
Κάποια μέρα όμως οί Σανταίοι διαπράττουν μια μεγάλη αμαρτία, ή οποία θα έμενε σαν αιώνιο στίγμα, αν αυτοί δεν μετανοούσαν, όπως και μετανόησαν, μ’ όλη τους την ψυχή·
Τί γίνεται;
Χιλιάδες στρατός Τσετέδων πολιορκεί κάποια μέρα την περιοχή Χαλδείας, άπ'τήν Αργυρούπολη ως τη Μονή Σουμελά μαζί και τή Σαντά· Κύριος σκοπός των Τσετέδων είναι να υποτάξουν επί τέλους τούς ανυπότακτους Σανταίους και να κάψουν την επί τόσους αιώνες Ελληνική επαρχία, πού κρατά την πίστη της και τή Ρωμιοσύνη της μέ τόσο πείσμα.
Πολιορκούν λοιπόν τή Σαντά περίπου 4 χιλιάδες Τουρκικός στρατός μέ ιππικό, μέ γιαταγάνια, μέ μαχαίρια και ντουφέκια. Οι αντάρτες της Σαντάς τούς αντιλαμβάνονται.
Έχουν καθίσει σταυροπόδι πάνω στον λόφο πού λέγεται Κωφολείβαδο και κάνουν τό Ραμαζάνι τους, τρώγοντας, πίνοντας και μεθώντας. Τό θέαμα είναι τρομερό και ελπίς σωτηρίας δεν υπάρχει αυτή τή φορά.
Οι αντάρτες Σανταίοι συσκέπτονται άστραπιαίως, βγάζουν μια απόφαση, Όμως εσφαλμένη και αμαρτωλή, νομίζοντας πώς μ' αυτό τόν τρόπο θα σώσουν τή Σαντά. Αποφασίζουν να γελάσουν τούς Τούρκους και τούς γελούν. Καμιά δεκαριά άπ' αυτούς παίρνουν τόν ανήφορο, πλησιάζουν μια παρέα μεθυσμένων Τούρκων, αρπάζουν άπό ένα φέσι τούρκικο, τό φορούν και πηγαίνουν σε μια ομάδα αξιωματικών, πού τρων ξέγνοιαστα.
Οι αντάρτες Σανταίοι συσκέπτονται άστραπιαίως, βγάζουν μια απόφαση, Όμως εσφαλμένη και αμαρτωλή, νομίζοντας πώς μ' αυτό τόν τρόπο θα σώσουν τή Σαντά. Αποφασίζουν να γελάσουν τούς Τούρκους και τούς γελούν. Καμιά δεκαριά άπ' αυτούς παίρνουν τόν ανήφορο, πλησιάζουν μια παρέα μεθυσμένων Τούρκων, αρπάζουν άπό ένα φέσι τούρκικο, τό φορούν και πηγαίνουν σε μια ομάδα αξιωματικών, πού τρων ξέγνοιαστα.
Κάθονται κοντά τους κι αρχίζει ό ένας Σανταίος να μιλά στον άλλον προσφωνώντας τον μέ όνομα τουρκικό. Οι Τούρκοι τούς δίνουν προσοχή κι όταν ζητούν πληροφορίες για τά άτομα τους, εκείνοι απαντούν.
Σανταίοι είμαστε μα έχομε άπό μήνες ασπασθεί τόν Ισλαμισμό. Οί Τούρκοι σηκώνονται Όρθιοι, τούς αγκαλιάζουν, τούς φιλούν, τούς συγχαίρουν κι’ αφού τούς προσκαλούν στο Ραμαζάνι τους, τούς λέγουν.
Τί χάρη ζητάτε άπό μας;
Μία μόνο, απαντούν οί Σανταίοι, να αποτραβήξετε τά στρατεύματα σας άπ' τή Σαντά και ν' αφήσετε εμάς να αντιπροσωπεύουμε την ένδοξη Οθωμανική Κυβέρνηση, γιατί ως κατάσκοποι, έχουμε εργαστεί μέ δραστηριότητα υπέρ του Σουλτάνου.
Οί Τούρκοι πέφτουν σε παγίδα, αποσύρουν τά στρατεύματα τους και φεύγουν άπ' την περιοχή Χαλδείας.
Ό τρόπος της κακής αυτής πράξεως, πού αν και φαίνεται καλή, ισοδυναμεί μέ προδοσία της Πίστεως, λαβαίνει στο έξης το όνομα «απάν παϊράμ και αφκά παϊράμ».
Άπό τότε, οί δέκα αυτοί Σανταίοι, στα κρυφά Χριστιανοί, στα φανερά Τούρκοι, παίρνουν τόν ονειδισμό των «κλωστών» δηλαδή των κρυπτοχριστιανών. Βαφτίζονται Χριστιανικά στεφανώνονται και θάπτονται Χριστιανικά σε Χριστιανικό Νεκροταφείο, φτιάχνοντας ψεύτικους τάφους στα Τούρκικα μνήματα, γεμίζοντας τα μέ πέτρες κι άπό πάνω δυό πλάκες κατά την τουρκική θρησκεία, πλην όμως ματαίως.
Ούτε ό Θεός εμπαίζεται, ούτε οί Χριστιανοί Σανταίοι ανέχονται τούς «κλωστούς». Έτσι, ελεγχόμενοι οί «κλωστοί» απ’ τή συνείδηση τους, αποφασίζουν να φανερωθούν έστω και μέ τή θυσία της ζωής τους. Και έρχεται ή ευλογημένη στιγμή πού μετανοούν και αψηφώντας τον θάνατο, συγκεντρώνονται στήν ενορία των Πιστοφάντων, γονατίζουν μπροστά στήν εικόνα του αγίου Χριστόφορου και ορκίζονται, πώς θα σβήσουν μέ τή χάρη του τον λεκέ, άπ' τή Χριστιανική ψυχή τους.
Διορίζουν μια τριμελή επιτροπή και στέλνουν αυτή στην Κωνσταντινούπολη μέ εξουσιοδότηση όλων των «κλωστών» της Χαλδείας, της Σαντάς, της Κρόμνης, της Κοβάσης, του Παρτίν, του Γιαγλήτερε, του Σταυρίν, της Μούζαινας, του Στύλου, της Χάρηβας, του Ταντουρλού, της Πόντιλας, της Θέρσας, της Λαρηχηνής, του Καπηκιογιού, της Γαλιάνας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας, της Κούχλας, της Κόχαλης, του Κατάχωρα, της Γεμουράς, του Παϊπούρτ, του Χαροπή, του Γατράχ, του Ψουχνούτ και άλλων.
Τό ενσφράγιστο επιτροπικό τούτο γράμμα, διά του οποίου οί «κλωστοί» ζητούν συγχώρηση άπ’ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρακαλούν αυτόν όπως τούς δεχτεί στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέ τό ορισμένο επιτίμιο, τό γράμμα τούτο έφθασε μετά τή Μικρασιατική καταστροφή στήν Αθήνα, φυλάσσεται δε μέχρι σήμερα στο Αρχείον του Πόντου, άπό την Επιτροπή Ποντιακών μελετών. (Βλ. Χρύσανθου 4,5 Τόμος).
Ούτε ό Θεός εμπαίζεται, ούτε οί Χριστιανοί Σανταίοι ανέχονται τούς «κλωστούς». Έτσι, ελεγχόμενοι οί «κλωστοί» απ’ τή συνείδηση τους, αποφασίζουν να φανερωθούν έστω και μέ τή θυσία της ζωής τους. Και έρχεται ή ευλογημένη στιγμή πού μετανοούν και αψηφώντας τον θάνατο, συγκεντρώνονται στήν ενορία των Πιστοφάντων, γονατίζουν μπροστά στήν εικόνα του αγίου Χριστόφορου και ορκίζονται, πώς θα σβήσουν μέ τή χάρη του τον λεκέ, άπ' τή Χριστιανική ψυχή τους.
Διορίζουν μια τριμελή επιτροπή και στέλνουν αυτή στην Κωνσταντινούπολη μέ εξουσιοδότηση όλων των «κλωστών» της Χαλδείας, της Σαντάς, της Κρόμνης, της Κοβάσης, του Παρτίν, του Γιαγλήτερε, του Σταυρίν, της Μούζαινας, του Στύλου, της Χάρηβας, του Ταντουρλού, της Πόντιλας, της Θέρσας, της Λαρηχηνής, του Καπηκιογιού, της Γαλιάνας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας, της Κούχλας, της Κόχαλης, του Κατάχωρα, της Γεμουράς, του Παϊπούρτ, του Χαροπή, του Γατράχ, του Ψουχνούτ και άλλων.
Τό ενσφράγιστο επιτροπικό τούτο γράμμα, διά του οποίου οί «κλωστοί» ζητούν συγχώρηση άπ’ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρακαλούν αυτόν όπως τούς δεχτεί στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέ τό ορισμένο επιτίμιο, τό γράμμα τούτο έφθασε μετά τή Μικρασιατική καταστροφή στήν Αθήνα, φυλάσσεται δε μέχρι σήμερα στο Αρχείον του Πόντου, άπό την Επιτροπή Ποντιακών μελετών. (Βλ. Χρύσανθου 4,5 Τόμος).
Ερχόμαστε τώρα στις παραμονές του τελικού ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.
Έτος 1912. Ξαφνικά κηρύττεται δ Βαλκανικός πόλεμος, στον χορό του οποίου μπαίνουν ή Ελλάς, ή Σερβία, τό Μαυροβούνιο, ή Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας.
Σύμμαχοι;
Πολλοί μα ουδείς, γιατί οί Άγγλοι, οι Γάλλοι, oι Αμερικάνοι, λύκοι άγριοι μέ δορά προβάτου, μας παραδίνουν στα δόντια των Τούρκων.
Και τί κάνουν οί Τούρκοι;
Μόλις κηρύττεται ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τον Φεβρουάριο του 1912, επιστρατεύουν μικρούς και μεγάλους Έλληνες και τούς βάζουν στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Δημιουργούν τά Ελληνικά τάγματα μέ τον εξευτελιστικό τίτλο «Έσέκ-ταμπουρού» δηλαδή γαϊδουροτάγματα. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούν τά Ελληνικά αυτά τάγματα για τις μάχες, άλλοτε για βαρύτερες εργασίες, ν’ ανοίγουν δρόμους, να σπάζουν πέτρες, να καθαρίζουν χιόνια, ν’ αποξηραίνουν λίμνες και έλη. Μάχη και μέτωπο δεν ανοίγεται πού να μην μπαίνουν μπροστά οι Έλληνες, για να σκοτώνονται, χτυπιόνται Χριστιανοί μέ Χριστιανούς, ώσπου να εξαλειφτεί τό γένος τους άπό προσώπου της γης.
Δημιουργούν τά Ελληνικά τάγματα μέ τον εξευτελιστικό τίτλο «Έσέκ-ταμπουρού» δηλαδή γαϊδουροτάγματα. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούν τά Ελληνικά αυτά τάγματα για τις μάχες, άλλοτε για βαρύτερες εργασίες, ν’ ανοίγουν δρόμους, να σπάζουν πέτρες, να καθαρίζουν χιόνια, ν’ αποξηραίνουν λίμνες και έλη. Μάχη και μέτωπο δεν ανοίγεται πού να μην μπαίνουν μπροστά οι Έλληνες, για να σκοτώνονται, χτυπιόνται Χριστιανοί μέ Χριστιανούς, ώσπου να εξαλειφτεί τό γένος τους άπό προσώπου της γης.
Μέσα στήν ανεμοθύελλα του Βαλκανικού πολέμου οί Τούρκοι στρέφονται και εναντίον των Αρμενίων. Τέτοια σφαγή κάνουν σ’ όλα ανεξαιρέτως τά Τουρκοκρατούμενα μέρη, ώστε μέσα σε λίγες βδομάδες σφάζουν δυόμισι και πλέον εκατομμύρια Αρμενίων.
Χαρακτηριστικό γεγονός αυτόπτων μαρτύρων είναι ότι επί πολλές μέρες τα κύματα του Ευξείνου Πόντου έβγαζαν χιλιάδες πτώματα παιδιών των Αρμενίων, στις ακρογιαλιές της Τραπεζούντας, τά οποία φόνευαν οί Τούρκοι, στους διαφόρους αρμενικούς συνοικισμούς της ακραίας Τραπεζούντας.
Χαρακτηριστικό γεγονός αυτόπτων μαρτύρων είναι ότι επί πολλές μέρες τα κύματα του Ευξείνου Πόντου έβγαζαν χιλιάδες πτώματα παιδιών των Αρμενίων, στις ακρογιαλιές της Τραπεζούντας, τά οποία φόνευαν οί Τούρκοι, στους διαφόρους αρμενικούς συνοικισμούς της ακραίας Τραπεζούντας.
Ή ζωή των χριστιανών του Πόντου κατά τόν Α' και Β' Βαλκανικό πόλεμο καταντά μαρτυρική. Αν τολμήσει κανένας άπ’ τούς επιστρατευμένους Έλληνες να λιποταχτήσει, οί Τούρκοι αφού καίνε τό σπίτι του, παίρνουν τη γυναίκα και τά παιδιά του σαν υποζύγια. Τους φορτώνουν στην πλάτη πολεμοφόδια, αποσκευές των Τούρκων αξιωματικών τούς αναγκάζουν ξυπόλυτους, γυμνούς και νηστικούς ν' ανοίγουν δρόμους μέσα στα χιόνια, στους ανέμους, στις βροχές για να πεθάνουν βασανιστικά.
Πολλές φορές για να διασκεδάζουν οί Τούρκοι μέ τον τραγικό θάνατο των Ποντίων Γραικών πιάνουν τούς γέρους παπάδες, τούς ξυρίζουν, τούς ζεύουν σε κάρα και τούς υποχρεώνουν να τά τραβούν σαν νάναι υποζύγια.
Πολλές φορές για να διασκεδάζουν οί Τούρκοι μέ τον τραγικό θάνατο των Ποντίων Γραικών πιάνουν τούς γέρους παπάδες, τούς ξυρίζουν, τούς ζεύουν σε κάρα και τούς υποχρεώνουν να τά τραβούν σαν νάναι υποζύγια.
Μια αρχαία επιγραφή ενός ημερολογίου, πού βρέθηκε στο Μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, λέγει τά έξης.
«Έπεσκέφθην τήν Μονήν ταύτην του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη, εν ήμέραις χαλεπαίς, επί κεφαλής δίκην υποζυγίων γυναικών μεταφερουσών άποσκευήν Τούρκων αξιωματικών έκ Λιβεράς είς Κουστουλάντην Γαλλίαινας
υπογραφή.
Ιερεύς Παπαευστάθιος».
Παρ’ όλα ταύτα οί γενναίοι Σανταίοι μένουν ασύλληπτα φαντάσματα στα μάτια των Τούρκων, πού δεν μπόρεσαν μέσα σε τόσους αιώνες, ούτε στη Σαντά να πατήσουν, ούτε ένα Σανταίο να κατατάξουν στον Τουρκικό στρατό, αλλ’ ούτε και χαράτσι να πάρουν άπ' αυτούς.
Οί αλήθειες αυτές επιβεβαιώνονται άπ' αυτούς τούς ίδιους τούς Τούρκους. Ό πανίσχυρος αρχηγός είκοσι εκατομμυρίων Τούρκων ό Μουσταφά Κεμάλ, στα απομνημονεύματα του γράφει τά έξης σημαντικά.
«Οι Σανταιοι αντάρτες, οί απειθείς, οί σκληροί, οί ατίθασοι, υπήρξαν ανέκαθεν τό πικρότερο αγκάθι στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». (Βλ. Ιστορία Σαντάς του Πόντου, Μ. Νυμφοπούλου).
Παρ’ όλα ταύτα υπάρχουν και γεγονότα, όλως διόλου ανεπάντεχα μέσα στη θύελλα αυτή της μαύρης σκλαβιάς.
Πλησιάζομε προς τό τέλος της ζωής του Πόντου περί τό 1921. Ή τουρκική κυβέρνηση έχει αρχίσει να αδειάζει πολλά χωριά, εκτοπίζοντας ομαδικώς τούς κατοίκους, μέ τήν ψευδή υπόσχεση πώς θα τούς στείλει στήν Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κατά τις οδοιπορίες αυτές νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι μέσα στους πάγους, περιφερόμενοι σαν έρημα πουλιά εδώ κι εκεί.
Έρχεται ή σειρά της Σαντάς.
Οί ηρωικοί Σανταίοι, με αρχηγό κάποιον έξοχο πρωταγωνιστή και απαράμιλλο στη στρατηγική σοφία Σανταίο Ευκλείδη Κουρτίδη, αρπάζουν τά ντουφέκια τους, οπλίζονται και ζώνουν τά πιο επικίνδυνα σημεία του ορίζοντα· Είναι τριακόσιοι όλοι-όλοι κι έχουν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες ασκέρια τουρκικά, μέ πανοπλίες ισχυρές.
Δεν τούς φοβούνται γιατί είναι όλοι καθαροί Χριστιανοί, γενναίοι κι αποφασισμένοι να φρουρήσουν τήν ωραία Σαντά μέχρι τελευταίας τους αναπνοής. Έτσι μέ τον Σταυρό στο στήθος και τό ντουφέκι στον ώμο, ξημεροβραδιάζονται σαν άλλοι ((ερωδιοί)) στα δάση, στα λαγκάδια, στους βράχους, στις σπηλιές, περιμένοντας τούς Τσετέδες. Τά μάτια τους έχουν στεγνώσει να καιροφυλακτούν, άλλοτε μες το σκοτάδι κι άλλοτε, κάτω άπ’ τό φως των άστρων του Ουρανού.
Δεν τούς φοβούνται γιατί είναι όλοι καθαροί Χριστιανοί, γενναίοι κι αποφασισμένοι να φρουρήσουν τήν ωραία Σαντά μέχρι τελευταίας τους αναπνοής. Έτσι μέ τον Σταυρό στο στήθος και τό ντουφέκι στον ώμο, ξημεροβραδιάζονται σαν άλλοι ((ερωδιοί)) στα δάση, στα λαγκάδια, στους βράχους, στις σπηλιές, περιμένοντας τούς Τσετέδες. Τά μάτια τους έχουν στεγνώσει να καιροφυλακτούν, άλλοτε μες το σκοτάδι κι άλλοτε, κάτω άπ’ τό φως των άστρων του Ουρανού.
Κι' ο Θεός τους προστατεύει γιατί νύχτα μέρα προσεύχονται σ’ Αυτόν. Ας πούμε μια συγκινητική ιστορία.
DUMANLI (Σαντά) |
Κάποιος Τούρκος Αλή Ούζούν Χαλήλ Όγλού, πού κατοικεί έξω άπ' το τουρκοχώρι Ισχάν, πολλές φορές σώζει τούς αντάρτες, άπ' τον θάνατο. Άπ’ το 1918 μέχρι το 1923 αφήνει τήν υπηρεσία του, γιατί είναι χωροφύλακας και τρέχει κρυφά άπ' τούς άλλους Τούρκους στο Χαντζάρ ή στ’ Άσπρα τά Καπάνια, πού κρύβονται οι Σανταίοι αντάρτες και τούς δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις του τουρκικού στρατού και της χωροφυλακής για να λάβουν τά μέτρα τους και να κρυφθούν.
Κι όταν καμιά φορά του είναι αδύνατο να τούς συνάντηση, τότε κρέμα στήν αυλή του σπιτιού του ένα πάπλωμα κόκκινο. Οί αντάρτες μέ τά κιάλια αντιλαμβάνονται πώς διατρέχουν κίνδυνο κι’ έτσι λαβαίνουν τά μέτρα τους. Άλλοτε πάλι κρεμάει λευκό πανί, σημάδι ησυχίας·
Κι' όταν οι αντάρτες κρυώνουν ή πεινούν, τότε κατεβαίνουν στο Ισχάν, έρχονται κρυφά-κρυφά στο σπίτι του καλού Τούρκου 'Αλή Ούζούν, πού βρίσκεται στήν άκρη του χωριού και οί σπιτικοί του τούς δίνουν άπ' όλα τα αγαθά· Μα κάποτε οί Τούρκοι του χωριού αντιλαμβάνονται τό μυστικό, ειδοποιούν τον Μουφτή και ένα μανιασμένο απόσπασμα τουρκικής χωροφυλακής πολιορκεί το σπίτι του καλού χωροφύλακα, Τούρκου 'Αλή.
-Που είναι οί Σανταίοι πού κρύβεις; τόν ρωτούν άγρια.
-Δεν καταλαβαίνω τί λέτε, τούς άπαντά.
-Μπήκαν τέσσερις Σανταίοι, τούς είδαμε, επιμένουν εκείνοι.
Εν τω μεταξύ ή δεκαεξάχρονη κόρη του 'Αλή Ούζούν τρέχει μέσα, ειδοποιεί τούς Σανταίους και τούς φυγαδεύει από ένα μικρό παράθυρο·
Εν τω μεταξύ ή δεκαεξάχρονη κόρη του 'Αλή Ούζούν τρέχει μέσα, ειδοποιεί τούς Σανταίους και τούς φυγαδεύει από ένα μικρό παράθυρο·
Το Τουρκικό απόσπασμα απευθύνεται τώρα στο δεκαεξάχρονο κορίτσι. Κορίτσι, της λένε, ήλθαν εδώ Σανταίοι;
-Όχι, απαντά.
Οι Τούρκοι μπαίνουν, κάνουν έρευνα κι’ έπειτα απευθύνονται πάλι στο κορίτσι.
-Ό πατέρας σου Αλής Ούζούν Χαλήλ Όγλού βοηθά τούς Σανταίους;
-Όχι, άπαντα το κορίτσι.
-Απλώνει κόκκινο και άσπρο πανί στήν αυλή δίνοντας σ' αυτούς συνθήματα;
-Ποτέ.
Ό αξιωματικός της Χωροφυλακής, τραβά το μαχαίρι του, το φέρνει στο λαιμό του 'Αλή, μέ σκοπό να τον σφάξει. Έπειτα λέγει στο κορίτσι.
-Θα σφάξω τον πατέρα σου αν δεν μου πεις τήν αλήθεια, βοηθά τούς Σανταίους ή όχι;
-Όποιος σας κατηγόρησε τον πατέρα μου, λέγει το κορίτσι, είναι ψεύτης και τον συκοφαντεί, μη τον πιστεύετε.
-Πιστεύομε στα μάτια μας, απαντά ο αξιωματικός, δίνοντας μ’ ένα κόπανο, στο κεφάλι του Αλή, γερό χτύπημα. Ο Αλής σωριάζεται κι’ ο αξιωματικός πυρώνει στη φωτιά ένα μυτερό σίδερο κι' αφού αυτό κοκκινίζει προστάζει την παιδούλα ν απλώσει τις παλάμες.
Τ κορίτσι υπακούει και με θάρρος ανοίγει τις παλάμες. Ό αξιωματικός ακουμπά τό πυρακτωμένο σίδερο στη μέση της παλάμης λέγοντας.
Τ κορίτσι υπακούει και με θάρρος ανοίγει τις παλάμες. Ό αξιωματικός ακουμπά τό πυρακτωμένο σίδερο στη μέση της παλάμης λέγοντας.
-Βοηθά ό πατέρας σου τούς Σανταίους;
Παρ' όλο τόν πόνο πού χτυπά στήν καρδιά τό τσιγαρισμένο κρέας, τό κορίτσι απαντά, όχι.
Ό αξιωματικός χώνει τό σίδερο ακόμα βαθύτερα, ενώ επαναλαμβάνει τόν ίδιο λόγο.
Βοηθά ό πατέρας σου τούς Σανταίους ;
-Όχι, όχι, απαντά τό κορίτσι, έτοιμο να σωριασθεί, άπ' τούς δριμείς πόνους·
Ό αξιωματικός ακουμπά τά τρυφερά χέρια στο πάτωμα, σπρώχνει τό πυρακτωμένο σίδερο μ’ όλη τή δύναμη του και τό βγάζει άπ’ τήν άλλη μεριά της παλάμης. Τό κορίτσι λιποθυμά κι ό άσπλαχνος αξιωματικός τραβά τό μυτερό σίδερο, τό ξαναπυρώνει και τό χώνει στήν καρδιά του κοριτσιού. Έπειτα περνά απ' το ξίφος τον πατέρα, τη μητέρα και τα υπόλοιπα παιδιά.
Μια τουρκική οικογένεια προστίθεται στον Μαρτυρικό χορό, άπό μια και μόνο αρετή, τήν αρετή της προς τόν πλησίον αγάπης.