Γλώσσα ποίηση, μουσική, ρυθμός, χορός, λέγει ό καθηγητής της Βυζαντινής μουσικής Σ. Καράς, παρουσιάζουν σ' εκείνον πού τά απολαμβάνει τον εσωτερικό κόσμο της ψυχής των δημιουργών τους· τους πόνους, τα βάσανα, τις χαρές και τις ελπίδες.
Η στιχουργία των Ποντιακών Ποιημάτων ακολούθησε κι αυτή τή νέα τονική ρυθμοποιϊα. Κατά τό ποιητικό μέτρο διακρίνεται σέ ποιήματα μέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους, κι αυτά είναι τά πιο πολλά από τά ακριτικά και όλα τα νεώτερα, αλλά και δωδεκασύλλαβους, δεκασύλλαβους, ακόμα και οκτασύλλαβους.
Τα δημοτικά άσματα του Πόντου κατά βάθος δέν διαφέρουν από τά άσματα των άλλων ελληνικών χωρών έχουν όμως ιδιαίτερο χρωματισμό, και μερικά καταφανή προτερήματα, συνδέονται μέ τό παρελθόν μέ στενότερους δεσμούς.
Εδώ όλοι και όλα: ήρωες, κύρης, μάνα, αδέλφια, κάστρα, κοντάρια είναι Έλλενοι και έλλενικά, κάποτε μάλιστα Τραντέλλενοι (τριάντα φορές έλληνες, υπερέλληνες).
Ήρωες τους είναι οι Ακρίτες , στρατιώτες τολμηροί γενναίοι, που ήσαν εγκατεστημένοι κοντά στά σύνορα, και είχαν έργο νά υπερασπίσουν τά άκρα τις απομεμακρυσμένες περιοχές από τις επιδρομές τών γειτόνων, προπάντων των Αράβων (Σαρακηνών). Και όχι μόνο απέκρουαν τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των γειτόνων, αλλά και οι ίδιοι έκαμναν τολμηρές επιδρομές και άγριες λεηλασίες. Ό λαός μεγαλοποίησε τα κατορθώματα τους έπλασε θρύλους και μύθους, τους αποθέωσε
Ακρίτες οι ίδιοι οι Πόντιοι και αγωνιστές, στον ήρωα των ακριτικών ασμάτων (τό Διγενή Άκριτα), δίνουν ανάγλυφη την εικόνα του ιδεώδους της ελληνικής παλικαριάς. Ζή ζωή σκληρή, άγρια, πολεμώντας μέ ανθρώπους και θεριά και μέ τά στοιχεία της φύσης, και ωστόσο ξέρει και την ήμερη και ήρεμη ζωή, πλάι στήν καλή του, χτίζει παλάτια και παραδείσους παραμυθένιους:
«Ακρίτας κάστρα εχτιζεν, Ακρίτας περιβόλια,
κι όσα του κόσμου τά νερά εκεί φέρ κι αυλακώνει,
κι όσα του κόσμου τά φυτά εκεί φέρ και φυτεύει, κ
κι όσα του κόσμου τά πουλιά εκεί φέρ και φωλεύει».
Ό ήρωας των ακριτικών ασμάτων ξέρει ν' αγωνίζεται γενναία, νά νικά και νά θριαμβεύει, αλλά και νά πέφτει γενναία, πέφτει στα βάθη της Ανατολής, σύμβολο αιώνιο της ελληνικής φιλοπατρίας και γενναιότητας και ελληνικής ψυχής, γιά τήν οποία ύψιστος ηθικός και κοινωνικός νόμος είναι ό αγώνας και ό θάνατος για την πατρίδα και την ελευθερία.
Τά ακριτικά άσματα όλα δεν είναι πλήρη, άλλων σώζεται μόνο ή αρχή άλλων τό τέλος, άλλα έχουν χάσματα και παρεμβολές και δεν είναι παράξενο, αφού αυτά τά τραγούδια δεν γράφηκαν ποτέ, αλλά έχουν μεταδοθεί από στόμα σε στόμα ολόκληρη χιλιετηρίδα!
. . «Απ' εναντίας είναι άξιον θαυμασμού, λέγει ό Γ. Σουμελίδης ότι διεσώθησαν τόσα τεμάχια, υπό συνθήκας πολύ δυσμενείς, μέσα εις την αμάθεια του λαού, ενώ γύρω όλα επανειλημμένως άνετρέποντο και μετεβάλλοντο σύρριζα, πολιτείαι, καθεστώτα, ήθη, πεποιθήσεις, ιδανικά, και μόνη άκοίμητος Έστιάς ή γιαγιά, ή καλαμάνα, έξηκολούθει επί 20, 25, 30 γενεές νά τραγουδάει τον παλαιόν σκοπόν, νά ξυπνά μέ τό νανούρισμα της παρά τό λίκνον τών νέων γενεών τήν ηχώ περασμένων ενδόξων χρόνων».
Τά ηρωικά τραγούδια έχουν μεγάλη αξία εθνική, αλλά και τά ιστορικά και τά άλλα στά οποία ψάλλετε ή ιστορία, οί θρύλοι, οι δοξασίες καί οι σκηνές του οικογενειακού και κοινωνικού βίου, ούτε λιγότερα, ούτε κατώτερης αξίας είναι:
Ό Μάραντον, δηλ. ή επιστροφή από τήν ξενιτιά και ή αναγνώριση του συζύγου.
Τη Τρίχας τό γεφύρ, όπου ζωγραφίζεται πολύ παραστατικά ή πάλη του οικογενειακού φίλτρου και του κοινωνικού καθήκοντος.
Ό Γιάννης ό Μονόγιαννες, ή πάλη του αδυνάτου ανθρώπου προς τους σκληρούς νόμους της φύσης, είναι αριστουργηματικό ποιήματα και άσματα της ποντιακής ψυχής. Εξ άλλου ή Λεμόνα, ή Δεσποίνη, Ή κόρ έπήεν σον Παρχάρ και άλλα πολλά, δίνουν μιά παράσταση της ειδυλλιακής ζωής του αγροτικού και ποιμενικού πληθυσμού τού Πόντου.
Πλούσια είναι και ή παραγωγή δίστιχων ερωτικών είναι δέ τόσο αυθόρμητη, τόσο απλή και ειλικρινής όλη ή στιχουργία τού Πόντου, ώστε σέ συνεπαίρνει μαζί μέ την ιδιότυπη γλώσσα, τό ρυθμό και τή μουσική της.
Ή ποντιακή μουσική δέν έχει καμιά επίδραση από τή Δύση ή τό Βορρά, είναι καθαρή βυζαντινή, όχι μόνο ώς προς τά διαστήματα, άλλά και ώς προς τήν τεχνοτροπία, τά ποντιακά άσματα θεμελιωμένα επάνω στά διαστήματα τής πολυηχίας, λέγει ό Σ. Καράς, κατά διάφορα γένη, χρόας και τρόπους μουσικούς, σώζει μορφολογικά πάρα πολλές αναλογίες και ομοιότητες προς την εκκλησιαστική μελοποιία.
Τή Τρίχας τό γεφύρ, Ή κόρ έπηεν σον παρχάρ, Μάνα για δός με τήν ευχή σ, Άφη κόρη τή μάνα σου, και άλλα, έχουν καταπληκτική ομοιότητα προς τά στιχηρά και άλλα μελωδήματα της 'Εκκλησίας.
Η δέ λύρα, τό κύριο μουσικό όργανο του Πόντου, είναι αυτή καθ' εαυτήν μνημείο μουσικό αξιοσπούδαστο, διότι .μόνο αυτή άπό τά σημερινά μουσικά όργανα σώζει τόν αχαϊκό τύπο τής Δωρικής λύρας, χορδισμένη κατά συνημμένα τετράχορδα (κατά τετάρτας).
Γι αυτό δημιουργείται αυτομάτως κατά τήν εκτέλεση λανθάνουσα αρμονική συνοδεία κατά παραλλήλους τετάρτας, ένα άπό τά πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής ποντιακής λύρας, φαινόμενο μουσικό αξιοσπούδαστο, μιά άπό τις παλαιότερες αρμονικές μορφές που έχουν δοκιμασθεί στή Δύση κατά τό μεσαίωνα.
Έπειτα έχει μιά γλύκα ιδιότυπη και ξεχωριστή άπό τά άλλα όργανα, κατά τήν ικανότητα του λυράρη βέβαια, είναι και τόσο στενά συνδεδεμένη ή λύρα μέ τό ποντιακό τραγούδι, ώστε το ύφος και τό χρώμα του νά μην είναι δυνατό νά αποδοθούν μέ άλλο οργανικό μέσο, παρά μόνο μ' αυτή.
Ό Πόντιος λυράρης, ποιητής μαζί και μελοποιός, προπάντων τών ερωτικών διστίχων, είναι ό κύριος εμψυχωτής τών χορευτών, μπροστά από τούς οποίους παρελαύνει διαδοχικά παίζοντας τό όργανό του, έως ότου φθάσει να τους συνεπάρει σέ μιά μέθη διονυσιακή, αρχίζοντας άπό τούς ήρεμους ρυθμούς του "ομάλ" και φθάνοντας στους γρήγορους του «τίκ», του «λαγγευτού και τής σέρας».
0ι χοροί τού Πόντου έχουν μεγάλη ποικιλία - διακρίνται δέ περισσότερο άπό τους άλλους, διότι διατηρούν τον τύπο του κλειστού χορού, συνηθισμένου μόνο στον Πόντο από όλους δέ τούς χορούς, τό μεν ομάλ είναι ό πιο ευγενικός, ή δέ σέρα ή πιο ηρωική και ανδροπρεπής.
'Εκείνο που δίνει στους Πόντιους τιμητική θέση μέσα στον εθνικό οργανισμό είναι ή καθαρότητα τών φρονημάτων, οι εθνικοί και πατριωτικοί τους αγώνες, τά αρχαιότροπα και γνήσια ελληνικά ήθη και έθιμα, παραδόσεις, ποίηση, χοροί και εθνικά τραγούδια.
Η στιχουργία των Ποντιακών Ποιημάτων ακολούθησε κι αυτή τή νέα τονική ρυθμοποιϊα. Κατά τό ποιητικό μέτρο διακρίνεται σέ ποιήματα μέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους, κι αυτά είναι τά πιο πολλά από τά ακριτικά και όλα τα νεώτερα, αλλά και δωδεκασύλλαβους, δεκασύλλαβους, ακόμα και οκτασύλλαβους.
Τα δημοτικά άσματα του Πόντου κατά βάθος δέν διαφέρουν από τά άσματα των άλλων ελληνικών χωρών έχουν όμως ιδιαίτερο χρωματισμό, και μερικά καταφανή προτερήματα, συνδέονται μέ τό παρελθόν μέ στενότερους δεσμούς.
Εδώ όλοι και όλα: ήρωες, κύρης, μάνα, αδέλφια, κάστρα, κοντάρια είναι Έλλενοι και έλλενικά, κάποτε μάλιστα Τραντέλλενοι (τριάντα φορές έλληνες, υπερέλληνες).
Ήρωες τους είναι οι Ακρίτες , στρατιώτες τολμηροί γενναίοι, που ήσαν εγκατεστημένοι κοντά στά σύνορα, και είχαν έργο νά υπερασπίσουν τά άκρα τις απομεμακρυσμένες περιοχές από τις επιδρομές τών γειτόνων, προπάντων των Αράβων (Σαρακηνών). Και όχι μόνο απέκρουαν τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των γειτόνων, αλλά και οι ίδιοι έκαμναν τολμηρές επιδρομές και άγριες λεηλασίες. Ό λαός μεγαλοποίησε τα κατορθώματα τους έπλασε θρύλους και μύθους, τους αποθέωσε
Ακρίτες οι ίδιοι οι Πόντιοι και αγωνιστές, στον ήρωα των ακριτικών ασμάτων (τό Διγενή Άκριτα), δίνουν ανάγλυφη την εικόνα του ιδεώδους της ελληνικής παλικαριάς. Ζή ζωή σκληρή, άγρια, πολεμώντας μέ ανθρώπους και θεριά και μέ τά στοιχεία της φύσης, και ωστόσο ξέρει και την ήμερη και ήρεμη ζωή, πλάι στήν καλή του, χτίζει παλάτια και παραδείσους παραμυθένιους:
«Ακρίτας κάστρα εχτιζεν, Ακρίτας περιβόλια,
κι όσα του κόσμου τά νερά εκεί φέρ κι αυλακώνει,
κι όσα του κόσμου τά φυτά εκεί φέρ και φυτεύει, κ
κι όσα του κόσμου τά πουλιά εκεί φέρ και φωλεύει».
Ό ήρωας των ακριτικών ασμάτων ξέρει ν' αγωνίζεται γενναία, νά νικά και νά θριαμβεύει, αλλά και νά πέφτει γενναία, πέφτει στα βάθη της Ανατολής, σύμβολο αιώνιο της ελληνικής φιλοπατρίας και γενναιότητας και ελληνικής ψυχής, γιά τήν οποία ύψιστος ηθικός και κοινωνικός νόμος είναι ό αγώνας και ό θάνατος για την πατρίδα και την ελευθερία.
Τά ακριτικά άσματα όλα δεν είναι πλήρη, άλλων σώζεται μόνο ή αρχή άλλων τό τέλος, άλλα έχουν χάσματα και παρεμβολές και δεν είναι παράξενο, αφού αυτά τά τραγούδια δεν γράφηκαν ποτέ, αλλά έχουν μεταδοθεί από στόμα σε στόμα ολόκληρη χιλιετηρίδα!
. . «Απ' εναντίας είναι άξιον θαυμασμού, λέγει ό Γ. Σουμελίδης ότι διεσώθησαν τόσα τεμάχια, υπό συνθήκας πολύ δυσμενείς, μέσα εις την αμάθεια του λαού, ενώ γύρω όλα επανειλημμένως άνετρέποντο και μετεβάλλοντο σύρριζα, πολιτείαι, καθεστώτα, ήθη, πεποιθήσεις, ιδανικά, και μόνη άκοίμητος Έστιάς ή γιαγιά, ή καλαμάνα, έξηκολούθει επί 20, 25, 30 γενεές νά τραγουδάει τον παλαιόν σκοπόν, νά ξυπνά μέ τό νανούρισμα της παρά τό λίκνον τών νέων γενεών τήν ηχώ περασμένων ενδόξων χρόνων».
Τά ηρωικά τραγούδια έχουν μεγάλη αξία εθνική, αλλά και τά ιστορικά και τά άλλα στά οποία ψάλλετε ή ιστορία, οί θρύλοι, οι δοξασίες καί οι σκηνές του οικογενειακού και κοινωνικού βίου, ούτε λιγότερα, ούτε κατώτερης αξίας είναι:
Ό Μάραντον, δηλ. ή επιστροφή από τήν ξενιτιά και ή αναγνώριση του συζύγου.
Τη Τρίχας τό γεφύρ, όπου ζωγραφίζεται πολύ παραστατικά ή πάλη του οικογενειακού φίλτρου και του κοινωνικού καθήκοντος.
Ό Γιάννης ό Μονόγιαννες, ή πάλη του αδυνάτου ανθρώπου προς τους σκληρούς νόμους της φύσης, είναι αριστουργηματικό ποιήματα και άσματα της ποντιακής ψυχής. Εξ άλλου ή Λεμόνα, ή Δεσποίνη, Ή κόρ έπήεν σον Παρχάρ και άλλα πολλά, δίνουν μιά παράσταση της ειδυλλιακής ζωής του αγροτικού και ποιμενικού πληθυσμού τού Πόντου.
Πλούσια είναι και ή παραγωγή δίστιχων ερωτικών είναι δέ τόσο αυθόρμητη, τόσο απλή και ειλικρινής όλη ή στιχουργία τού Πόντου, ώστε σέ συνεπαίρνει μαζί μέ την ιδιότυπη γλώσσα, τό ρυθμό και τή μουσική της.
Ή ποντιακή μουσική δέν έχει καμιά επίδραση από τή Δύση ή τό Βορρά, είναι καθαρή βυζαντινή, όχι μόνο ώς προς τά διαστήματα, άλλά και ώς προς τήν τεχνοτροπία, τά ποντιακά άσματα θεμελιωμένα επάνω στά διαστήματα τής πολυηχίας, λέγει ό Σ. Καράς, κατά διάφορα γένη, χρόας και τρόπους μουσικούς, σώζει μορφολογικά πάρα πολλές αναλογίες και ομοιότητες προς την εκκλησιαστική μελοποιία.
Τή Τρίχας τό γεφύρ, Ή κόρ έπηεν σον παρχάρ, Μάνα για δός με τήν ευχή σ, Άφη κόρη τή μάνα σου, και άλλα, έχουν καταπληκτική ομοιότητα προς τά στιχηρά και άλλα μελωδήματα της 'Εκκλησίας.
Η δέ λύρα, τό κύριο μουσικό όργανο του Πόντου, είναι αυτή καθ' εαυτήν μνημείο μουσικό αξιοσπούδαστο, διότι .μόνο αυτή άπό τά σημερινά μουσικά όργανα σώζει τόν αχαϊκό τύπο τής Δωρικής λύρας, χορδισμένη κατά συνημμένα τετράχορδα (κατά τετάρτας).
Γι αυτό δημιουργείται αυτομάτως κατά τήν εκτέλεση λανθάνουσα αρμονική συνοδεία κατά παραλλήλους τετάρτας, ένα άπό τά πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής ποντιακής λύρας, φαινόμενο μουσικό αξιοσπούδαστο, μιά άπό τις παλαιότερες αρμονικές μορφές που έχουν δοκιμασθεί στή Δύση κατά τό μεσαίωνα.
Έπειτα έχει μιά γλύκα ιδιότυπη και ξεχωριστή άπό τά άλλα όργανα, κατά τήν ικανότητα του λυράρη βέβαια, είναι και τόσο στενά συνδεδεμένη ή λύρα μέ τό ποντιακό τραγούδι, ώστε το ύφος και τό χρώμα του νά μην είναι δυνατό νά αποδοθούν μέ άλλο οργανικό μέσο, παρά μόνο μ' αυτή.
Ό Πόντιος λυράρης, ποιητής μαζί και μελοποιός, προπάντων τών ερωτικών διστίχων, είναι ό κύριος εμψυχωτής τών χορευτών, μπροστά από τούς οποίους παρελαύνει διαδοχικά παίζοντας τό όργανό του, έως ότου φθάσει να τους συνεπάρει σέ μιά μέθη διονυσιακή, αρχίζοντας άπό τούς ήρεμους ρυθμούς του "ομάλ" και φθάνοντας στους γρήγορους του «τίκ», του «λαγγευτού και τής σέρας».
0ι χοροί τού Πόντου έχουν μεγάλη ποικιλία - διακρίνται δέ περισσότερο άπό τους άλλους, διότι διατηρούν τον τύπο του κλειστού χορού, συνηθισμένου μόνο στον Πόντο από όλους δέ τούς χορούς, τό μεν ομάλ είναι ό πιο ευγενικός, ή δέ σέρα ή πιο ηρωική και ανδροπρεπής.
'Εκείνο που δίνει στους Πόντιους τιμητική θέση μέσα στον εθνικό οργανισμό είναι ή καθαρότητα τών φρονημάτων, οι εθνικοί και πατριωτικοί τους αγώνες, τά αρχαιότροπα και γνήσια ελληνικά ήθη και έθιμα, παραδόσεις, ποίηση, χοροί και εθνικά τραγούδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου