αφήγηση από αυτόπτη μάρτυρα
Είναι καλοκαίρι του έτους 1921 και κλείσαν τα σχολεία. Ο πατέρας μου Ιωάννης Αδάκτυλος (Παρμαξούς), Σανταίος μένει μόνιμα στην Τραπεζούντα, ενορία Δαφνούντα με την οκταμελή οικογένεια του, σε μια επταώροφη ιδιόκτητη οικοδομή και τα παιδιά του όλα πηγαίνουν στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, εγώ δε τελείωσα την πρώτη Δημοτικού.
Κάθε καλοκαίρι με το κλείσιμο των Σχολείων, μας έστελνε στην Σάντα για παραθερισμό, είχαμε και σπίτι δικό μας από τον παππού μας Απόστολο Παρμαξούς.
Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος Δημοσίων Έργων στην Ρωσία και με την επανάσταση του 1917 αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν κι έφυγε και ήλθε στην Τραπεζούντα κι έκτισε μια εξαώροφη οικοδομή στην οποία σ' έναν όροφο κατοικούσαμε εμείς και τους άλλους τους νοίκιαζε.
Την εποχή εκείνοι ενοικιαστάς είχαμε τον Καθηγητή Χειμωνίδη, την Περσική Πρεσβεία και έναν Ταγματάρχη Τούρκο, τον Σατετίν Μπέη που ήτο Κρητικός και ήξερε καλά τα ελληνικά και άλλους νοικιαστάς, και ένα όροφο κενό που φιλοξενούσε τους πατριώτες, τους Σανταίους που διανυκτέρευαν όταν κατέβαιναν από το χωριό.
Όλα τ' αδέλφια πηγαίναμε στο Φροντιστήριο πλην της μικρής μας αδελφής, εγώ δε τελείωσα την πρώτη Δημοτικού. Κάθε καλοκαίρι με τις διακοπές των Σχολείων ο πατέρας μας έστελνε με την μητέρα μας για παραθερισμό στο χωριό όπου είχαμε και σπίτι του παππού μας.
Ο πατέρας μας ήταν Μουχτάρης Τραπεζούντας και το 1921 με τις διακοπές μας έστελνε στην Σάντα, όλη την οικογένεια του για το καλοκαίρι, πλην της μεγάλης αδελφής μας, για να τον περιποιείται.
Πηγαίναμε πεζή πορεία δύο ημερών κι εμένα και την μικρότερη αδελφή μου με άλογο και μέσα σε καλάθια, όλο το καλοκαίρι περάσαμε καλά. Ήμουν πολύ χαρούμενος και γνώρισα και πολλά παιδιά φίλους και συγγενείς.
Ήμουν 7 ετών και είχα τελειώσει την Α' τάξη του Δημοτικού του Φροντιστηρίου. Ένα πρωί που ξυπνήσαμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι από Τουρκικά στρατεύματα και αντάρτες (Τσέτες) από τα γύρω Τουρκικά χωριά και να βλέπουμε να καίονται τα σπίτια και ουράνιες φωτιές στα σπίτια του χωριού, και οι αχυρώνες που είχαν τις προμήθειες για τον χειμώνα με χόρτα ξηρά να φωτίζουν όλην την περιοχή και τα επτά χωριά της Σάντας.
Οι αντάρτες Έλληνες, που ήσαν λίγοι και με αδύνατο οπλισμό, δεν μπορούσαν ν' αντισταθούν, και πολλοί με τις οικογένειες τους κατέφυγαν στα γύρω βουνά, αφού έδωσαν μικρές οδομαχίες. Όσοι δεν πρόφθασαν να φύγουν οι Τούρκοι τους μάζεψαν και τους άνδρες τους κλείσανε μέσα στις εκκλησίες και όλους τους άλλους, γυναίκες και άνδρες τους οδήγησαν προς το Κουρδιστάν με πορεία πολλών ημερών, στο Ερζερούμ και το Χουνούζ.
Η οικογένεια η δική μας, η μητέρα μας, τα τρία κορίτσια και δύο αγόρια μείναμε στο σπίτι και μαγειρεύαμε για τους Τούρκους αξιωματικούς, και τούτο χάρη στον αξιωματικό Τούρκο που γνώριζε τον πατέρα μου από το Μουχταρλίκι και μας έστειλε με τον στρατό στο χωριό Τσουκανόνι που μας φιλοξένησε ο Κατηρτζής (αγωγιάτης) φίλος του πατέρα μου.
Όλους τους υπόλοιπους τους εξόρισαν χειμώνα με φοβερό κρύο και χιόνια. Όλα τα χωριά της Σάντας εξορισμένοι και χωρίς τροφή πολλές φορές εκεί στην περιοχή των Κούρδων, άλλοι πέθαναν στους δρόμους και άλλοι μέσα στα χωριά του Κουρδιστάν, έζησαν πολλά βασανιστήρια και αρρώστιες και δυστυχίες, πολλοί άφησαν εκεί τα κόκαλα τους.
Οι αντάρτες σκορπίσανε και άλλοι έφυγαν στη Ρωσία και άλλοι σε διάφορα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, και πολλοί σκοτώθηκαν στις μάχες. Ύστερα από αρκετό χρόνο και κατόπιν της συνθήκης περί ανταλλαγής πληθυσμών στην Λοζάννη, οι εξόριστοι μεταφέρθηκαν στην Τραπεζούντα, πολλοί χωρίς γονείς και πολλοί χωρίς παιδιά και μανάδες μεταφέρθηκαν στην Τραπεζούντα και κλείστηκαν σ' ένα στρατόπεδο γυμνοί και ανυπόδητοι και χωρίς τροφή.
Ο πατέρας μου, όπως ανέφερα, ήτανε Μουχτάρης της Τραπεζούντας, και φίλος ενός Τούρκου Ταγματάρχη καταγωγής από την Κρήτη που ήξερε καλά τα ελληνικά και ήτο εφοπλιστής είχε ένα δικό του καράβι, συμφώνησε μαζί του να μεταφέρει όλους αυτούς τους πατριώτες του στην Κωνσταντινούπολη με την συμφωνία να γράψει το σπίτι μας στ' όνομα του.
Η συμφωνία έγινε και μια των ημερών φορτώθηκε το καράβι του Τούρκου με όλους τους Σανταίους που ήσαν στο στρατόπεδο και μαζί και εμείς φύγαμε για την Κωνσταντινούπολη, όπου οι Τούρκοι μας κλείσανε σ' ένα στρατόπεδο στο ανατολικό μέρος της πόλης στο Σελιμιέ Κινσλά. Εκεί από πολλές αρρώστιες οι μισοί πεθάνανε, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου και ο Καθηγητής Χειμωνίδης και η γυναίκα του.
Στο διάστημα της παραμονής μας στο στρατόπεδο, το οποίο είναι τεράστιο, υπήρχαν και τα συμμαχικά στρατεύματα Αγγλογάλλων και Αμερικάνων με ιδιαίτερους χώρους, χωρίς να υπάρχουν μεταξύ μας επαφές.
Ο πατέρας μου δωροδόκησε τους φύλακες και έφυγε από την φυλακή και πήγε στην πόλη. εκεί έβρισκε πατριώτες, χωριανούς, πλουσίους και έκανε εράνους σε είδη τροφίμων κυρίως και χρημάτων και ρουχισμού και τα έφερε και τα μοίρασε στους πατριώτες μας.
Όταν όμως εκεί αρρωστήσαμε όλοι και κόντευε να πεθάνουμε και μεις, τότε αναγκάσθηκε να δωροδοκήσει πάλι τους φύλακες και μπήκε μέσα τους, ακολούθως αρρώστησε και αυτός και μας άφησε ορφανά την οικογένεια μας και απροστάτευτα ορφανά, τις χήρες που έφερε μαζί μας 13 άτομα ύστερα από 8-9 μήνες παραμονής μας στο στρατόπεδο που μπήκαμε περίπου 12.000 μαζί μας άλλους εκτός Σάντας, αναχωρήσαμε για την Ελλάδα μας περίπου 6.000,οι υπόλοιποι ετάφησαν σε λάκκους που άνοιγαν οι Τούρκοι και την επομένη δεν βρισκόταν κανένας τους κατέφαγαν τα άγρια θηρία.
Τον πατέρα μου τον θάψαμε στο Ελληνικό Νεκροταφείο του Σκούτερη γιατί είχαμε χρήματα και τον μετέφερε ο φίλος και συγγενής μας Παυλίδης Χρυσόστομος. Προτού πεθάνει ο πατέρας μου κάλεσε τον ανεψιό του και δάσκαλο Κουφατζή Ιωάννη να προστατεύσει τους αρρωστημένους Σανταίους του και τον κατέστησε υπεύθυνο για την προστασία τους και την ασφαλή μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Ύστερα από την παραμονή μας στο στρατόπεδο, φύγαμε για την Ελλάδα και το πλοίο όλους μας μας μετέφερα στην Καβάλα, στον Όρμο της Κεραμωτής Χρυσουπόλεως και μας αποβίβασε στην παραλία, εντός μιας εβδομάδας μας εγκατέστησαν στο χωριό Καρατσάκιοι (Πέρνη).
Επειδή όμως υπήρχε ελονοσία μεγίστου βαθμού κατόπιν παραπόνων και τη βοήθεια του τότε βουλευτή Λάμπρου Λαμπριανίδη μεταφερθήκαμε 100 περίπου οικογένειες στα Κύργια Δράμας.
Κων/νος Αδάκτυλος
Κύργια Δράμας
Είναι καλοκαίρι του έτους 1921 και κλείσαν τα σχολεία. Ο πατέρας μου Ιωάννης Αδάκτυλος (Παρμαξούς), Σανταίος μένει μόνιμα στην Τραπεζούντα, ενορία Δαφνούντα με την οκταμελή οικογένεια του, σε μια επταώροφη ιδιόκτητη οικοδομή και τα παιδιά του όλα πηγαίνουν στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, εγώ δε τελείωσα την πρώτη Δημοτικού.
Κάθε καλοκαίρι με το κλείσιμο των Σχολείων, μας έστελνε στην Σάντα για παραθερισμό, είχαμε και σπίτι δικό μας από τον παππού μας Απόστολο Παρμαξούς.
Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος Δημοσίων Έργων στην Ρωσία και με την επανάσταση του 1917 αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν κι έφυγε και ήλθε στην Τραπεζούντα κι έκτισε μια εξαώροφη οικοδομή στην οποία σ' έναν όροφο κατοικούσαμε εμείς και τους άλλους τους νοίκιαζε.
Ξεριζωμένοι Πόντιοι στο λιμάνι της Τραπεζούντας |
Την εποχή εκείνοι ενοικιαστάς είχαμε τον Καθηγητή Χειμωνίδη, την Περσική Πρεσβεία και έναν Ταγματάρχη Τούρκο, τον Σατετίν Μπέη που ήτο Κρητικός και ήξερε καλά τα ελληνικά και άλλους νοικιαστάς, και ένα όροφο κενό που φιλοξενούσε τους πατριώτες, τους Σανταίους που διανυκτέρευαν όταν κατέβαιναν από το χωριό.
Όλα τ' αδέλφια πηγαίναμε στο Φροντιστήριο πλην της μικρής μας αδελφής, εγώ δε τελείωσα την πρώτη Δημοτικού. Κάθε καλοκαίρι με τις διακοπές των Σχολείων ο πατέρας μας έστελνε με την μητέρα μας για παραθερισμό στο χωριό όπου είχαμε και σπίτι του παππού μας.
Ο πατέρας μας ήταν Μουχτάρης Τραπεζούντας και το 1921 με τις διακοπές μας έστελνε στην Σάντα, όλη την οικογένεια του για το καλοκαίρι, πλην της μεγάλης αδελφής μας, για να τον περιποιείται.
Πηγαίναμε πεζή πορεία δύο ημερών κι εμένα και την μικρότερη αδελφή μου με άλογο και μέσα σε καλάθια, όλο το καλοκαίρι περάσαμε καλά. Ήμουν πολύ χαρούμενος και γνώρισα και πολλά παιδιά φίλους και συγγενείς.
Ήμουν 7 ετών και είχα τελειώσει την Α' τάξη του Δημοτικού του Φροντιστηρίου. Ένα πρωί που ξυπνήσαμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι από Τουρκικά στρατεύματα και αντάρτες (Τσέτες) από τα γύρω Τουρκικά χωριά και να βλέπουμε να καίονται τα σπίτια και ουράνιες φωτιές στα σπίτια του χωριού, και οι αχυρώνες που είχαν τις προμήθειες για τον χειμώνα με χόρτα ξηρά να φωτίζουν όλην την περιοχή και τα επτά χωριά της Σάντας.
Οι αντάρτες Έλληνες, που ήσαν λίγοι και με αδύνατο οπλισμό, δεν μπορούσαν ν' αντισταθούν, και πολλοί με τις οικογένειες τους κατέφυγαν στα γύρω βουνά, αφού έδωσαν μικρές οδομαχίες. Όσοι δεν πρόφθασαν να φύγουν οι Τούρκοι τους μάζεψαν και τους άνδρες τους κλείσανε μέσα στις εκκλησίες και όλους τους άλλους, γυναίκες και άνδρες τους οδήγησαν προς το Κουρδιστάν με πορεία πολλών ημερών, στο Ερζερούμ και το Χουνούζ.
Η οικογένεια η δική μας, η μητέρα μας, τα τρία κορίτσια και δύο αγόρια μείναμε στο σπίτι και μαγειρεύαμε για τους Τούρκους αξιωματικούς, και τούτο χάρη στον αξιωματικό Τούρκο που γνώριζε τον πατέρα μου από το Μουχταρλίκι και μας έστειλε με τον στρατό στο χωριό Τσουκανόνι που μας φιλοξένησε ο Κατηρτζής (αγωγιάτης) φίλος του πατέρα μου.
Όλους τους υπόλοιπους τους εξόρισαν χειμώνα με φοβερό κρύο και χιόνια. Όλα τα χωριά της Σάντας εξορισμένοι και χωρίς τροφή πολλές φορές εκεί στην περιοχή των Κούρδων, άλλοι πέθαναν στους δρόμους και άλλοι μέσα στα χωριά του Κουρδιστάν, έζησαν πολλά βασανιστήρια και αρρώστιες και δυστυχίες, πολλοί άφησαν εκεί τα κόκαλα τους.
Οι αντάρτες σκορπίσανε και άλλοι έφυγαν στη Ρωσία και άλλοι σε διάφορα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, και πολλοί σκοτώθηκαν στις μάχες. Ύστερα από αρκετό χρόνο και κατόπιν της συνθήκης περί ανταλλαγής πληθυσμών στην Λοζάννη, οι εξόριστοι μεταφέρθηκαν στην Τραπεζούντα, πολλοί χωρίς γονείς και πολλοί χωρίς παιδιά και μανάδες μεταφέρθηκαν στην Τραπεζούντα και κλείστηκαν σ' ένα στρατόπεδο γυμνοί και ανυπόδητοι και χωρίς τροφή.
Ο πατέρας μου, όπως ανέφερα, ήτανε Μουχτάρης της Τραπεζούντας, και φίλος ενός Τούρκου Ταγματάρχη καταγωγής από την Κρήτη που ήξερε καλά τα ελληνικά και ήτο εφοπλιστής είχε ένα δικό του καράβι, συμφώνησε μαζί του να μεταφέρει όλους αυτούς τους πατριώτες του στην Κωνσταντινούπολη με την συμφωνία να γράψει το σπίτι μας στ' όνομα του.
Τραπεζούντα |
Στο διάστημα της παραμονής μας στο στρατόπεδο, το οποίο είναι τεράστιο, υπήρχαν και τα συμμαχικά στρατεύματα Αγγλογάλλων και Αμερικάνων με ιδιαίτερους χώρους, χωρίς να υπάρχουν μεταξύ μας επαφές.
Ο πατέρας μου δωροδόκησε τους φύλακες και έφυγε από την φυλακή και πήγε στην πόλη. εκεί έβρισκε πατριώτες, χωριανούς, πλουσίους και έκανε εράνους σε είδη τροφίμων κυρίως και χρημάτων και ρουχισμού και τα έφερε και τα μοίρασε στους πατριώτες μας.
Όταν όμως εκεί αρρωστήσαμε όλοι και κόντευε να πεθάνουμε και μεις, τότε αναγκάσθηκε να δωροδοκήσει πάλι τους φύλακες και μπήκε μέσα τους, ακολούθως αρρώστησε και αυτός και μας άφησε ορφανά την οικογένεια μας και απροστάτευτα ορφανά, τις χήρες που έφερε μαζί μας 13 άτομα ύστερα από 8-9 μήνες παραμονής μας στο στρατόπεδο που μπήκαμε περίπου 12.000 μαζί μας άλλους εκτός Σάντας, αναχωρήσαμε για την Ελλάδα μας περίπου 6.000,οι υπόλοιποι ετάφησαν σε λάκκους που άνοιγαν οι Τούρκοι και την επομένη δεν βρισκόταν κανένας τους κατέφαγαν τα άγρια θηρία.
Τον πατέρα μου τον θάψαμε στο Ελληνικό Νεκροταφείο του Σκούτερη γιατί είχαμε χρήματα και τον μετέφερε ο φίλος και συγγενής μας Παυλίδης Χρυσόστομος. Προτού πεθάνει ο πατέρας μου κάλεσε τον ανεψιό του και δάσκαλο Κουφατζή Ιωάννη να προστατεύσει τους αρρωστημένους Σανταίους του και τον κατέστησε υπεύθυνο για την προστασία τους και την ασφαλή μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Ύστερα από την παραμονή μας στο στρατόπεδο, φύγαμε για την Ελλάδα και το πλοίο όλους μας μας μετέφερα στην Καβάλα, στον Όρμο της Κεραμωτής Χρυσουπόλεως και μας αποβίβασε στην παραλία, εντός μιας εβδομάδας μας εγκατέστησαν στο χωριό Καρατσάκιοι (Πέρνη).
Επειδή όμως υπήρχε ελονοσία μεγίστου βαθμού κατόπιν παραπόνων και τη βοήθεια του τότε βουλευτή Λάμπρου Λαμπριανίδη μεταφερθήκαμε 100 περίπου οικογένειες στα Κύργια Δράμας.
Κων/νος Αδάκτυλος
Κύργια Δράμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου