Ο Στάθης Χριστοφορίδης, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, με το οικογενειακό παρωνύμιο «Σάρπογλης», και της Σοφίας, το γένος Αραβόπουλου, γεννήθηκε το 1905 στο χωριό Κουνάκα της Άνω Ματσούκας του Πόντου. Πέθανε το 1984 στο χωριό Ξηρολίμνη Κοζάνης.
Τον Νοέμβριο του 1922, ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης έρχεται στο χωριό του από τη Ρωσία , όπου ήταν ξενιτεμένος , και διαβλέποντας μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ότι οι Τούρκοι θα τους αφανίσουν, παίρνει την οικογένεια του, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, τον Στάθη 17 χρόνων, τον Γιάννη τεσσάρων χρόνων και την Παρθένα έντεκα μηνών και με καράβι από την Τραπεζούντα με δικά του έξοδα, βγαίνει στον Πειραιά. Εκεί, υπολόγιζε ότι θα ζήσει την οικογένεια του με τα χρήματα που θα είχε και με το επάγγελμα του φούρναρη ή του εμπειροτέχνη εργολάβου, που ασκούσε στη Ρωσία.
Η γυναίκα του όμως, που ήταν μαθημένη στην Κουνάκα, με τις αγελάδες και τα μοσχάρια και με τα παρχάρια-ορεινά θερινά λιβάδια- ήθελε βουνά κι έτσι ο Κωνσταντίνος παίρνει την οικογένεια του, και από λιμάνι σε λιμάνι βγαίνει στην Ήπειρο. Εκεί, κάπου σ' ένα χωριό της Παραμυθιάς. Μένει προσωρινά.
Το καλοκαίρι του 1923, μετά την υπογραφή και εφαρμογή της συνθήκης περί ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πληροφορείται ο Κωνσταντίνος ότι πατριώτες από τα χωριά της Ματσούκας ήρθαν στα χωριά της Κοζάνης. Νοικιάζει, λοιπόν, ένα φορτηγό της εποχής και παίρνει την οικογένεια του και έρχεται στην Κοζάνη, όπου βρίσκει τους πατριώτες και συγγενείς από την Κουνάκα στο χωριό Σαχινλέρ, μετέπειτα Ξηρολίμνη, και μένει και αυτός.
Το 1925, ο κατοπινός συγγραφέας Στάθης Χριστοφορίδης παντρεύεται τη Βαρβάρα, θυγατέρα του Ιωάννη Ταρατσίδη. Από την Κουνάκα και οι δυο οικογένειες, κάτω από την ίδια στέγη, με κοινή οικονομία, ξεκινούν τον αγωνα επιβίωσης, με τους δυο γεωργικούς κλήρους που τους παραχώρησε η Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων. Αγαπούν τον τόπο, όπως όλοι οι πρόσφυγες, ριζώνουν σε αυτόν και με τον ιδρώτα τους τον αξιοποιούν. Κατορθώνουν μέσα σε λίγα χρόνια, με την γεωργία και την κτηνοτροφία, να συνέλθουν από την καταστροφή του ξεριζωμού και να ορθοποδήσουν. Το πρώτο τους μέλημα ήταν να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα.
"Άμον τα γράμματα να δείκ'νε τον άνθρωπον κανέναν ‘κ'έν'...Γράμματα αν 'κι μαθίζουμε τα παιδία εμούν, τ' ανίψια 'μούν, την γενεάν 'μούν, χίλια χρόνα κι άλλο αφκά σου Τούρκονος τα ποδάρα θα είμες...". Αυτά έλεγε ο αγράμματος γενάρχης τους, ο Αράπ'ς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας("Μαύρα καιρούς και μαύρα ημέρας- Ο ΓΙΑΓΚΟΝ"Αθήνα 1989 , σελ. 13),
Ο Στάθης Χριστοφοριδης, μικρό παιδί εφτά- οχτώ χρόνων, στην Κουνάκα, άκουγε μέρα νύχτα στα νυχτέρια, τη γιαγιά του να διηγείται τους αγώνες του παππού του, του Αμιρά, ενάντια στους αγάδες και τον ένοπλο αγώνα που οργάνωσαν ,σε συνεργασία με τον Αγά της Τόνιας, και για σαράντα χρόνια, μέχρι το 1840(που υπογράφηκε το Τανζιμάτ), προστάτεψαν τα χωριά της Άνω Ματσούκας.
Όλα αυτά τα διατηρούσε ο Στάθης Χριστοφοριδης, αναλλοίωτα στη μνήμη του και περίμενε την ευκαιρία να τα γράψει. Ο αγώνας, όμως της επιβίωσης, ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του(1935), τα μαύρα χρόνια της κατοχής, η καταδίκη και η εκτέλεση, το 1943 από τους Γερμανούς του αδελφού του Γιάννη, φοιτητή μαθηματικού, και τα σκληρά χρόνια του εμφύλιου, δεν άφησαν τον Στάθη Χριστοφορίδης να εκπληρώσει το χρέος προς την γιαγιά του, την εικόνα της οποίας είχε πάντα στο μυαλό του, όταν στα ατελείωτα νυχτέρια στο χωριό, στην Κουνάκα, και τις διηγήσεις των θρύλων των προγονών της, τον πλησίαζε στο κρεβάτι του, απ' όπου παρακολουθούσε, έσκυβε επάνω του και του έλεγε: "Ακούς σεϊρόπο* μ',ακούς; Αούτα ντο λέγουμε και ντο θα λέγουμε, βάλεν ατα καλά σ' ωτία σ' και γράψον ατα να μη ανασπάλκουν**.
Πότε άρχισε να γράφει ο Στάθης Χριστοφορίδης δεν είναι γνωστό. Ο ίδιος, στον πρόλογο του πρώτου του βιβλίου, που έχει τίτλο "Αμιράντ-Αραπάντ'",γράφει:
"Πολλά φοράς έγραψα κ' εφέκα ‘τα ση μέσεν κ'εχάσα και τα χαρτία".
Θα πρέπει να ξεκίνησε μετά το 1950 και στο ξεκίνημα και στο ξεκίνημα του , πιθανόν, να είχε και την παρότρυνση του αείμνηστου Γιώργου Ζερζελίδη, με τον οποίο συνεργάστηκε, τη δεκαετία αυτή, στην καταγραφή του τοπωνυμικού της Άνω Ματσούκας ("Αρχείον Πόντου", τ. 23/1959) και αργότερα, στην καταγραφή των οικογενειών της ίδιας περιοχής ("Αρχείον Πόντου", τ.. 30/1970). Οπωσδήποτε, όμως, κατά την δεκαετία του 1960 έγραφε. Στα χειρόγραφα του, στο τέλος του προτελευταίου κεφαλαίου του έργου του "Ο Γιάγκον", υπήρχε γραμμένο το ονοματεπώνυμο του και η ένδειξη "Ξηρολιμνη, Ιούνιος 1968".
Ο Στάθης Χριστοφορίδης, νοσταλγός της γενέτειρας του και των παραδόσεων της, με τα γράμματα που έμαθε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, της Κουνάκας, έγραψε απλά, ζωντανά, παραστατικά, με ειρμό και συνέχεια, στην ποντιακή διάλεκτο- στο ιδίωμα της Ματσούκας- όσα βαθιά στη μνήμη του κράτησε από τις διηγήσεις της γιαγιάς του για την ιστορία της γενιάς του, τις αναμνήσεις του από την γενέτειρα, τους θρύλους, τα ιστορικά ανέκδοτα, τα παραμύθια και άλλα ανέκδοτα, όσα στο διάστημα των πολλών δεκαετιών που πέρασαν κρατήθηκαν στην μνήμη του.
Έγραψε ο Στάθης Χριστοφορίδης και ξαλάφρωσε από το χρέος που αισθανόταν προς την γιαγιά του και προς τους προγόνους του.
Είχε , όμως, μια αγωνία, θα δουν το φως της δημοσιότητας τα όσα έγραφε;
Τη φροντίδα και την επιμέλεια της έκδοσης ανέλαβε ο γιος του Χριστόφορος. Όταν λίγους μήνες πριν πεθάνει(Μάρτιος 1984) διάβασε τα δοκίμια του πρώτου έργου του και τα αντιπαρέλαβε με τα χειρόγραφα του, ικανοποιημένος είπε:
"Τώρα είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσει η έκδοση και των άλλων μου χειρόγραφων".
Σημειώσεις
*σεϊρόπον,το = υποκοριστικό του σεϊρ, λεξη τούρκικη που σημαίνει θέα, περίγελος- εδώ μεταφορικά, το ταλαίπωρο παιδί, το αγαπημένο.
**ανασπάλκουν (ρήμα ανασπάλλω, ανασπάλουμαι) = ξεχνιούνται.
Τα έργα του Στάθη Χριστοφορίδη:
"Μαύρα ημέρας και μαύρα καιρούς"
Κυκλοφόρησε σε τρεις εκδόσεις, με τους επιμέρους τίτλους:
«Αμιράντ' - Αραπάντ'» , Αθήνα 1986.
«Ο Γιάγκον», Αθήνα 1989
«Κουνάκα, η γενέτειρα» Αναμνήσεις- θρύλοι- Ιστορικά Ανέκδοτα- Παραμύθια, Αθήνα 1993.
Γραμμένη από τον γιο του Χριστόφορο Χριστοφορίδη
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Santeos