Η περίπτωση του Οσμάν του Πόντιου
Νιώθαμε συγκίνηση, επιφύλαξη και ενθουσιασμό, στο τέλος. Ήταν και μια σχέση κρυφής φιλίας που ακολούθησε. Μας πλησίασε, και σε ωραία ποντιακή διάλεκτο, μας συστήθηκε. Οσμάν, Τουρκοπόντιος ή Πόντιος', που δεν ήξερε και ο ίδιος τι ακριβώς ήταν. Μας πήρε με το αυτοκίνητο του και στον δρόμο, μας έπεισε να πάμε στο γραφείο του.
Ο Οσμάν ήταν τοπογράφος. Η επίπλωση του γραφείου του ήταν χαρακτηριστικά τουρκική. Κόκκινες, βελούδινες ταπετσαρίες και έπιπλα αγορασμένα σίγουρα από κανένα παζάρι. Την Υπατία - Πατούλα - την είχε σε ιδιαίτερη θέση. Σημειώνουμε ότι τις νιφάδες του χιονιού ποντιακά τις λένε 'πατούλια'. Αμέσως ήρθε το τσάι στα χαρακτηριστικά γυάλινα ποτηράκια. Μας πέρασε στο σαλόνι του γραφείου, όπου, σε στάση προσευχής, ήταν ένας μολάς.
Δεν ξέρουμε τι είπαν μεταξύ τους τουρκικά. Όταν ο μολάς σηκώθηκε και έκανε ρολό το χαλάκι της προσευχής, συστηθήκαμε. Λέει ο Οσμάν: Ατός πα ας εμάς έν'. Άρχισε να παίζει κεμεντζέ και να τραγουδάει στα τουρκικά. Τι να έλεγε, άραγε, και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα του. Ισως για να ξεπεράσει τη συγκίνηση του, μας έδειξε έναν ανάγλυφο χάρτη της περιοχής. Με τα δάχτυλα του χάιδεψε ένα σημείο. «Αδά κείται το χωρίο μ'».
Ο Έλληνας μουσουλμάνος Οσμάν
Έφυγε δεκαπέντε χρόνων, σπούδασε στην Τραπεζούντα, όπου και απέκτησε οικογένεια. Δυο παλικάρια. Όταν περάσαμε πολύ κοντά από το σπίτι του, ζητήσαμε να μας γνωρίσει τη γυναίκα του, τη Φατμέ. Μισολυπημένα, μισοπεριφρονητικά είπε:
"Ατέ έν' Τουρκάλα, 'κ' έν' ας εμάς". Αυτά όλα ήταν η συνέχεια συζήτησης που άνοιξε η Πατούλα, ρωτώντας τον "γιατί όλα αυτά;".
Μας απάντησε με φωνή που ήθελε να την καταπιεί: "Κι εγώ ας εσάς είμαι". Φαίνεται, όμως, ότι πολλοί "έσαν ας εμάς". Όταν έπαιξε στο σαλόνι του την κεμεντζέ, έρχονταν ένας ένας κι άλλοι 'τ' εμετέρ' και στους σκοπούς επάνω, χόρευαν παθιασμένα!
Δεν θυμόμαστε πώς, σαν αερικά ένας ένας έφευγε! Μήπως τα δάκρυα μας ήταν πολύ 'πηχτά' και δεν τους βλέπαμε; Μας ήταν απαραίτητο να αποφορτισθούμε. Ο Οσμάν μας γύρισε στο ξενοδοχείο μας.
Στο ξενοδοχείο αυτό καταλάβαμε ότι συχνάζουν οι Έλληνες επισκέπτες. Πάντα έβλεπες κάποιους Τούρκους να περιμένουν, τάχα τυχαία, με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Όλοι αυτοί είχαν συνειδητοποιήσει σίγουρα τις ρίζες τους.
Επισκέψεις που προκαλούν συγκίνηση
Το ίδιο απόγευμα, η Υπατία Διονυσιάδου παρακάλεσε την Άννα Θεοφύλακτου να την οδηγήσει στο σπίτι των παππούδων της οικογένειας του Δημήτρη και της Πατούλας (Υπατίας) Μουμτζίδη, που βρισκόταν σε έναν στενό, σχετικά, αδιέξοδο δρόμο. Η Άννα Θεοφύλακτου, που γνωρίζει την Τραπεζούντα - και όχι μόνον - σαν τη γειτονιά της, μας οδήγησε έως εκεί.
Η Πατούλα, γεμάτη συγκίνηση, έσκυψε στο χαμηλό παράθυρο και έψαξε να δει αν υπήρχε κάποιο από τα δύο πανάκριβα ανθοδοχεία της οικογένειας. Η Άννα Θεοφύλακτου είχε δει αυτά τα ανθοδοχεία, σε προηγούμενη επίσκεψη της στο σπίτι, που το κατοικούν, φυσικά, Τούρκοι.
Εκείνη την ώρα, στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Η Πατούλα μας κοίταξε γεμάτη παράπονο! Το σπίτι ήταν ακόμη όμορφο, με μεγάλη αυλή. Η οικογένεια των παππούδων της ήταν εύπορη. Το επάγγελμα τους ήταν κηροποιοί.
Στην έπαυλη του τραπεζίτη Καπαγιαννίδη
Στην επιστροφή, η Άννα Θεοφύλακτου μας έδειξε το κτίριο της Τράπεζας Φωστηρόπουλου, σπίτια αρχοντικά άλλων Τραπεζουντίων. Είδαμε και την Τράπεζα Καπαγιαννίδη, που είχε μια έπαυλη έξω από την Τραπεζούντα. Όταν έγινε η ομαδική ξενάγηση, πήγαμε έως εκεί. Η έπαυλη βρίσκεται μέσα στο δάσος - ακόμη - του Σοούκ Σου (Κρυονερίου).
Μπαίνεις μέσα σε αυτήν από μια εντυπωσιακή σκάλα. Ο κήπος, ένα αριστούργημα, με γεωμετρική αντιστοιχία και με σιντριβάνια. Το όλο χτίσμα δίνει την εντύπωση μιας καλλιτεχνικής τούρτας και είναι κατάλευκη. Είχε εντυπωσιακή επίπλωση, διακόσμηση εξαιρετικού γούστου, με σπάνια αντικείμενα. Ανέσεις, που νομίζει ήταν πρόβλεψη για το μέλλον.
Από το μικρό μπαλκόνι, στα δεξιά του κτιρίου, έβλεπες μια μεγάλη αυλή, με μια πελώρια, σιδερένια, καγκελόπορτα. Από εκεί έμπαιναν οι άμαξες και όλοι άκουγαν τα κουδουνίσματα και το ποδοβολητό των αλόγων.
Η Τόνια Καρακατσάνη, ηλικιωμένη πια, δύσκολα κρατούσε τη μεγάλη της συγκίνηση. Από μικρό κορίτσι ανήκε στο προσωπικό της οικογένειας Καπαγιαννίδη. Στο κέντρο της σάλας υπήρχε ένα τραπέζι, σκεπασμένο με βελουδένιο τραπεζομάντιλο. Επάνω του ακουμπούσε το οικογενειακό άλμπουμ. Ακριβώς από επάνω, συμπλήρωνε την αρχοντιά του χώρου ένα φωτιστικό σπάνιας καλλιτεχνικής έμπνευσης. Οι μεσόπορτες της σάλας είχαν κρύσταλλα με χαραγμένο το μονόγραμμα της οικογένειας.
Στον πρώτο όροφο ήταν όλοι οι χώροι που εξυπηρετούσαν τους ενοίκους. Τα καλοριφέρ είχαν μικρά πορτάκια σε ανοίγματα που έπαιζαν τον ρόλο θερμοθάλαμου των φαγητών. Στον επάνω όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια. Σε μια από τις κρεβατοκάμαρες κοιμήθηκε ένα βράδυ ο Μουσταφά Κεμάλ.
Έτσι, τώρα, σερβίρουν οι Τούρκοι την έπαυλη Καπαγιαννίδη ως "κιόσκι του Κεμάλ". Για να μπούμε και να περιηγηθούμε αυτό το αριστούργημα, πληρώσαμε στην είσοδο εισιτήριο. Σε επόμενη φορά που επισκεφθήκαμε την έπαυλη, με πόνο και αγανάκτηση είδαμε να λείπουν όλα όσα μαρτυρούσαν ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες. Ούτε φωτογραφίες ούτε τα κρύσταλλα με το μονόγραμμα κ. ά.
Αφροδίτη Παπαδοπούλου-Τελίδου
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"