Ένας μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης, ο Βίκτωρ Σιβετίδης, συνεχίζει να παραμένει σχετικά άγνωστος στην πατρίδα του, ενώ Ρουμάνοι και Γερμανοί δεν σταμάτησαν ποτέ - μετά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 - να έχουν σημαντικά έσοδα από τις πωλήσεις των βιβλίων του. Οι ανιστόρητοι - συνήθως - που αναλαμβάνουν να γράψουν ανθολογίες της ελληνικής λογοτεχνίας τον αγνοούν, όπως αγνοούν και όλους τους άλλους (εκτός από 3-4) κορυφαίους Πόντιους λογοτέχνες.
Η έλλειψη γνώσεων ιστορίας δεν διακρίνει μόνον τους άλλους Έλληνες. Πολλοί Πόντιοι έχουν μεσάνυχτα σχετικά με τον πολιτισμό τους, με τη λογοτεχνία τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Ποντίων εκδρομέων, που επισκέφθηκαν τελευταίως την Αίγυπτο και που έγραψαν μερικές σελίδες για την παρουσία του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, ενώ δεν ανέφεραν τίποτε για τον μεγάλο Πόντιο στοχαστή Γεώργιο Σκληρό - Κωνσταντινίδη και την παρουσία του στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Και αυτό, επειδή δεν γνωρίζουν.
Στην άγνοια και στην αδιαφορία οφείλεται και η απουσία του έργου του Βίκτωρα Σιβετίδη από την ελληνική πολιτισμική ιστορία.
Ο Βίκτωρ Σιβετίδης γεννήθηκε το 1915, στο χωριό Τιβίκ του Καρς (Καύκασος) και όχι στην Τάκβα.Σε ηλικία εφτά ετών ήρθε με την οικογένεια του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Πηγή της Αξιούπολης Κιλκίς. Σπούδασε στο Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης, ενώ, παραλλήλως, ειδικεύτηκε στην ταρίχευση πτηνών. Έγραψε, μάλιστα, και το βιβλίο «Πρακτικός οδηγός ταρίχευσης» και πήρε γι' αυτό βραβείο ευρεσιτεχνίας.
Στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος στα Διαβατά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης και γνώρισε από κοντά τα προβλήματα των απλών ανθρώπων.
Το 1940 - 1941 συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στο μέτωπο της Αλβανίας, όπου τραυματίστηκε στο κεφάλι και, με το πέρασμα των χρόνων, έχασε σιγά σιγά την ακοή του. Έναν χρόνο πριν πεθάνει, έλεγε στον γράφοντα: «Παναγιώτη, δεν μπορώ να γράψω ποίηση, γιατί δεν ακούω και η ποίηση είναι μουσική».
Τραυματίστηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πολεμώντας τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού).
Μετά την απελευθέρωση καταδιώχθηκε από τους Χίτες και τους άλλους ακροδεξιούς παρακρατικούς και αναγκάστηκε να καταφύγει στο βουνό ως αντάρτης.
Μετά τον εμφύλιο, ακολούθησε τη μοίρα χιλιάδων Ελλήνων, που κατέφυγαν στις ανατολικές χώρες. Εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας. Εκεί, ασχολήθηκε με τη συγγραφή, αισθανόμενος την ανάγκη να εκφράσει την κοσμοαντίληψη του, το περιβάλλον του, το πώς ζει και πώς έζησε, τις σκέψεις του.
Τα βιβλία του έχουν αλληγορικό χαρακτήρα, γιαυτό και μερικοί κριτικοί τον ονόμασαν σύγχρονο Αίσωπο.
Εξέδωσε στη Ρουμανία τα παιδικά - μορφωτικά και λογοτεχνικά βιβλία:
«Το πρώτο ιχνχογράφημα»,
«Ο ήλιος και το καντήλι»,
«Με τον μύθο συντροφιά»,
«Ο μώρος»,
«Το παράθυρο μου»,
«Η θάλασσα»,
«Η ελιά»,
«Ο μαγικός καθρέφτης»,
«Ο χρησμός του Ορέστη»,
«Μύθι και επιμύθια»
Όλα, σχεδόν, τα έργα του μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στα ρουμανικά, στα αγγλικά και στα σουηδικά. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τα βιβλία του είχαν τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη Ρουμανία.
Για το έργο του γράφτηκαν πολλές κριτικές σε ξένα έντυπα και σε ελάχιστα ελληνικά, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επέστρεψε για πάντα στην Ελλάδα.
Έγραψαν για το έργο του, κυρίως, αλλά και για τη ζωή του, οι εφημερίδες «Θεσσαλονίκη», «Αυγή» και «Μακεδονία».
Έφυγε με το παράπονο του λησμονημένου από τους συμπατριώτες του, τον Ιούνιο του 1985, αφού νοσηλεύτηκε για προβλήματα στους πνεύμονες, στο άσυλο «Άγιος Παντελεήμων» της Σταυρούπολης.
Την ίδια περίοδο, τα βιβλία του κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό και τα έσοδα πήγαιναν στο ρουμανικό κράτος.
Ο Βίκτωρ Σιβετίδης υπήρξε πολύμορφο ταλέντο. Ασχολήθηκε με επιτυχία με τη ζωγραφική και με τη μουσική, και ειδικότερα με το βιολί.
Σημαντικό μέρος του έργου του παραμένει ανέκδοτο, αφού ο γράφων και ο αδερφός του Βίκτορα, ο επίσης συγγραφέας Μάξιμος Σιβετίδης, δεν μπόρεσαν, παρά τις προσπάθειες τους, να το εκδώσουν, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Πάνος Γ. Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας