«Μας έφερε στην Ελλάδα ένα γαλλικό βαπόρι , πολύ μεγάλο, από την Τραπεζούντα με πέντε χιλιάδες άτομα».
Έτσι αρχίζει τη διήγηση της για τις περιπέτειες που πέρασε μαζί με τους δικούς της κατά την ανταλλαγή του '22, η Βάσω Σαουριδου, από την Κρώμνη, εικοσάχρονη τότε κοπέλα.
«Το βαπόρι έπαιρνε κόσμο σε κάθε λιμάνι, από την Ορντού(Κοτύωρα), την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Σαμψούντα. Κατευθυνθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μας αποβίβασαν και μας πήγαν στο στρατόπεδο Σελιμιέ.Στο στρατόπεδο μείναμε είκοσι μέρες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες,περιμένοντας να έρθει άλλο βαπόρι να μας πάρει. Αυτό όμως, δεν ερχόταν. Αναγκαστήκαμε να βγάλουμε διαβατήρια, με τη μεσολάβηση του γνωστού για τη φιλανθρωπική του δράση Πάντζου(Παναγιώτη) Χ'Παναγιωτίδη.Έτσι μπορέσαμε και φύγαμε.
Φτάσαμε στο Καραμπουρνάκι στην Καλαμαριά, όπου μας πέρασαν από τα απολυμαντήριο, συνεχίζει τη διήγηση της η πρόσφυγας πρώτης γενιάς Βάσω Σαουρίδου,που έφυγε από τον κόσμο τον Ιούλη του 1986, σε ηλικία 85 χρόνων.Στη συνέχεια μας έβαλαν στις παράγκες και στα αντίσκηνα , όπου μείναμε δυο μήνες.
Ήρθε η επιτροπή και μας είπε να πάμε σε χωριά για μόνιμη εγκατάσταση. Ορισμένοι που ήταν πιο έξυπνοι και είχαν γνωστούς που είχαν έρθει νωρίτερα, εγκαταστάθηκαν στο Αρσακλί(Πανόραμα). Υπήρχαν τότε εδώ οι παράγκες , που χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο οι Άγγλοι και οι Γάλλοι σαν νοσοκομεία, για τους τραυματίες και τους ασθενείς στρατιώτες.
Στις παράγκες αυτές εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά οι πρώτοι κάτοικοι. Μερικοί έμεναν σε αντίσκηνα. Όσοι έρχονταν ύστερα με τα καραβιά και ήταν γνωστοί, τους ανέβαζαν με τα κάρα στο Πανόραμα που απείχε από την θάλασσα δέκα χιλιόμετρα.
Έτσι βρεθήκαμε στο Πανόραμα
Κάπως έτσι βρεθήκαμε και εμείς στο Πανόραμα, όπου, όταν ήρθαμε, δεν βρήκαμε τίποτε, ούτε σπίτια ούτε δέντρα ούτε νερό ούτε εκκλησία και σχολείο. Εδώ υπήρχε χάος, μόνον πουρνάρια είχε και εκείνα χαμηλά, επειδή το έδαφος ήταν γεμάτο πέτρες
Εμείς που ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε εδώ, αρχίσαμε να δημιουργούμε χώρους για χωράφια και σπίτια. Τα σπίτια τα φτιάχναμε με κερπίτσια (πλινθιά). Η επιτροπή του χωριού αποφάσισε να μετατρέψει μια παράγκα, τη μισή σε σχολείο και την άλλη μισή σε εκκλησία. Στην αρχή δεν υπήρχε καμπάνα στην εκκλησία. Χτυπούσαν με το σφυρί τα σίδερα για καμπάνα.
Η επιτροπή (ήταν πενταμελής) και όλοι οι κάτοικοι ήταν δραστήριοι και εργατικοί. Γρήγορα έκαναν άλλες επιτροπές για εράνους στα γύρω χωριά, να συγκεντρώσουν χρήματα για το σχολείο και να φέρουν νερό. Πήγαν και στον Εποικισμό για βοήθεια. Πέτυχαν αρκετά, έφτιαξαν το σχολείο και απελευθέρωσαν την παράγκα, που στο εξής λειτουργούσε εκεί μόνον η εκκλησία. Είχαμε έναν ιερέα δραστήριο, τον παπά Συμεών Μακρίδη, που ήταν και αυτός πρόσφυγας.
Σε κάθε οικογένεια ένα βόδι
Ο Εποικισμός έδωσε στις οικογένειες ξυλεία, για να κάνουν στέγες στα σπίτια. Τους έδωσαν και από ένα βόδι. Επειδή , όμως, έπρεπε να κάνουν τα βόδια ζευγάρι για το όργωμα και για τα κάρα , συνεργάζονταν δυο οικογένειες.
Αργότερα το δασαρχείο τους έδωσε φυτά δέντρων , κυρίως μουριές και ακακίες. Οι περισσότεροι προτίμησαν μουριές και ακακίες. Οι περισσότεροι προτίμησαν τις μουριές στις αυλές τους, γιατί ήθελαν να βάλουν κουκούλια (Σηροτροφία). Δεν τα κατάφεραν όμως. Άλλοι έβαλαν καπνά. Τον πρώτο χρόνο, κάτι έγινε με τα καπνά, τον δεύτερο, όμως τους τα έκαψαν. Άρχισαν να κάνουν διάφορα επαγγέλματα. Άλλοι έγιναν κτίστες, άλλοι εργάτες, φουρνάρηδες, μπακάληδες. Μερικοί συνέχισαν τη γεωργία και άλλοι έγιναν κτηνοτρόφοι. Όλες οι οικογένειες είχαν αγελάδες, για να εξασφαλίσουν το γάλα , αλλά και κότες.
Έγινε τόπος παραθερισμού
Πολύ γρήγορα , οι δημιουργικοί κάτοικοι έκαναν το Πανόραμα παραθεριστικό κέντρο για τους Θεσσαλονικείς. Οι παραθεριστές προτιμούσαν το Πανόραμα γιατί είχε ξηρό κλίμα, αλλά τραβούσε τους Θεσσαλονικείς εκεί και η ευγένεια, η καθαριότητα , η προσφορά των κατοίκων.
Οι πρώτοι παραθεριστές έμειναν ευχαριστημένοι, γι αυτό φρόντισαν να φέρουν και άλλους, γνωστούς και φίλους. Κάποιοι έχτισαν εξοχικά σπίτια. Έτσι , το Πανόραμα πήρε τα πάνω του. Οι κάτοικοι του πωλούσαν στους παραθεριστές γάλα. αυγά, κοτόπουλα και αρκετές φορές έπλεναν και τα ρούχα. Τα παιδιά πήγαιναν στο γυμνάσιο με τα πόδια γιατί δεν τους εξυπηρετούσε η συγκοινωνία, αλλά και γιατί ήταν ακριβό το εισιτήριο.
Έως το 1930 το Πανόραμα υπαγόταν στην Καπουτσίδα (Πυλαία), με πάρεδρο τον Λάζαρο Παναγιωτίδη. Μετά έγιναν κοινοτικές εκλογές και πρώτος Π΄ροεδρος εκλέχτηκε ο Πολυχρόνης Μαυρομάτης. Μετά από αρκετά χρόνια έγινε πρόεδρος ο Χαράλαμπος Γαλανός, που ήταν πολύ δραστήριος. Έκανε έργα, έφερε νερό, κατασκευάζοντας μια δεξαμενή. Τότε θεμελιώθηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Με προσωπική εργασία έφτιαξαν διάφορα έργα στο χωριό και το έκαναν καλύτερο. Από εκεί και πέρα , η πρόοδος και η προκοπή ήλθαν στο χωριό.
Νίκος Τελίδης
Έτσι αρχίζει τη διήγηση της για τις περιπέτειες που πέρασε μαζί με τους δικούς της κατά την ανταλλαγή του '22, η Βάσω Σαουριδου, από την Κρώμνη, εικοσάχρονη τότε κοπέλα.
«Το βαπόρι έπαιρνε κόσμο σε κάθε λιμάνι, από την Ορντού(Κοτύωρα), την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Σαμψούντα. Κατευθυνθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μας αποβίβασαν και μας πήγαν στο στρατόπεδο Σελιμιέ.Στο στρατόπεδο μείναμε είκοσι μέρες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες,περιμένοντας να έρθει άλλο βαπόρι να μας πάρει. Αυτό όμως, δεν ερχόταν. Αναγκαστήκαμε να βγάλουμε διαβατήρια, με τη μεσολάβηση του γνωστού για τη φιλανθρωπική του δράση Πάντζου(Παναγιώτη) Χ'Παναγιωτίδη.Έτσι μπορέσαμε και φύγαμε.
Φτάσαμε στο Καραμπουρνάκι στην Καλαμαριά, όπου μας πέρασαν από τα απολυμαντήριο, συνεχίζει τη διήγηση της η πρόσφυγας πρώτης γενιάς Βάσω Σαουρίδου,που έφυγε από τον κόσμο τον Ιούλη του 1986, σε ηλικία 85 χρόνων.Στη συνέχεια μας έβαλαν στις παράγκες και στα αντίσκηνα , όπου μείναμε δυο μήνες.
Ήρθε η επιτροπή και μας είπε να πάμε σε χωριά για μόνιμη εγκατάσταση. Ορισμένοι που ήταν πιο έξυπνοι και είχαν γνωστούς που είχαν έρθει νωρίτερα, εγκαταστάθηκαν στο Αρσακλί(Πανόραμα). Υπήρχαν τότε εδώ οι παράγκες , που χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο οι Άγγλοι και οι Γάλλοι σαν νοσοκομεία, για τους τραυματίες και τους ασθενείς στρατιώτες.
Στις παράγκες αυτές εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά οι πρώτοι κάτοικοι. Μερικοί έμεναν σε αντίσκηνα. Όσοι έρχονταν ύστερα με τα καραβιά και ήταν γνωστοί, τους ανέβαζαν με τα κάρα στο Πανόραμα που απείχε από την θάλασσα δέκα χιλιόμετρα.
Έτσι βρεθήκαμε στο Πανόραμα
Κάπως έτσι βρεθήκαμε και εμείς στο Πανόραμα, όπου, όταν ήρθαμε, δεν βρήκαμε τίποτε, ούτε σπίτια ούτε δέντρα ούτε νερό ούτε εκκλησία και σχολείο. Εδώ υπήρχε χάος, μόνον πουρνάρια είχε και εκείνα χαμηλά, επειδή το έδαφος ήταν γεμάτο πέτρες
Εμείς που ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε εδώ, αρχίσαμε να δημιουργούμε χώρους για χωράφια και σπίτια. Τα σπίτια τα φτιάχναμε με κερπίτσια (πλινθιά). Η επιτροπή του χωριού αποφάσισε να μετατρέψει μια παράγκα, τη μισή σε σχολείο και την άλλη μισή σε εκκλησία. Στην αρχή δεν υπήρχε καμπάνα στην εκκλησία. Χτυπούσαν με το σφυρί τα σίδερα για καμπάνα.
Η επιτροπή (ήταν πενταμελής) και όλοι οι κάτοικοι ήταν δραστήριοι και εργατικοί. Γρήγορα έκαναν άλλες επιτροπές για εράνους στα γύρω χωριά, να συγκεντρώσουν χρήματα για το σχολείο και να φέρουν νερό. Πήγαν και στον Εποικισμό για βοήθεια. Πέτυχαν αρκετά, έφτιαξαν το σχολείο και απελευθέρωσαν την παράγκα, που στο εξής λειτουργούσε εκεί μόνον η εκκλησία. Είχαμε έναν ιερέα δραστήριο, τον παπά Συμεών Μακρίδη, που ήταν και αυτός πρόσφυγας.
Σε κάθε οικογένεια ένα βόδι
Ο Εποικισμός έδωσε στις οικογένειες ξυλεία, για να κάνουν στέγες στα σπίτια. Τους έδωσαν και από ένα βόδι. Επειδή , όμως, έπρεπε να κάνουν τα βόδια ζευγάρι για το όργωμα και για τα κάρα , συνεργάζονταν δυο οικογένειες.
Αργότερα το δασαρχείο τους έδωσε φυτά δέντρων , κυρίως μουριές και ακακίες. Οι περισσότεροι προτίμησαν μουριές και ακακίες. Οι περισσότεροι προτίμησαν τις μουριές στις αυλές τους, γιατί ήθελαν να βάλουν κουκούλια (Σηροτροφία). Δεν τα κατάφεραν όμως. Άλλοι έβαλαν καπνά. Τον πρώτο χρόνο, κάτι έγινε με τα καπνά, τον δεύτερο, όμως τους τα έκαψαν. Άρχισαν να κάνουν διάφορα επαγγέλματα. Άλλοι έγιναν κτίστες, άλλοι εργάτες, φουρνάρηδες, μπακάληδες. Μερικοί συνέχισαν τη γεωργία και άλλοι έγιναν κτηνοτρόφοι. Όλες οι οικογένειες είχαν αγελάδες, για να εξασφαλίσουν το γάλα , αλλά και κότες.
Έγινε τόπος παραθερισμού
Πολύ γρήγορα , οι δημιουργικοί κάτοικοι έκαναν το Πανόραμα παραθεριστικό κέντρο για τους Θεσσαλονικείς. Οι παραθεριστές προτιμούσαν το Πανόραμα γιατί είχε ξηρό κλίμα, αλλά τραβούσε τους Θεσσαλονικείς εκεί και η ευγένεια, η καθαριότητα , η προσφορά των κατοίκων.
Οι πρώτοι παραθεριστές έμειναν ευχαριστημένοι, γι αυτό φρόντισαν να φέρουν και άλλους, γνωστούς και φίλους. Κάποιοι έχτισαν εξοχικά σπίτια. Έτσι , το Πανόραμα πήρε τα πάνω του. Οι κάτοικοι του πωλούσαν στους παραθεριστές γάλα. αυγά, κοτόπουλα και αρκετές φορές έπλεναν και τα ρούχα. Τα παιδιά πήγαιναν στο γυμνάσιο με τα πόδια γιατί δεν τους εξυπηρετούσε η συγκοινωνία, αλλά και γιατί ήταν ακριβό το εισιτήριο.
Έως το 1930 το Πανόραμα υπαγόταν στην Καπουτσίδα (Πυλαία), με πάρεδρο τον Λάζαρο Παναγιωτίδη. Μετά έγιναν κοινοτικές εκλογές και πρώτος Π΄ροεδρος εκλέχτηκε ο Πολυχρόνης Μαυρομάτης. Μετά από αρκετά χρόνια έγινε πρόεδρος ο Χαράλαμπος Γαλανός, που ήταν πολύ δραστήριος. Έκανε έργα, έφερε νερό, κατασκευάζοντας μια δεξαμενή. Τότε θεμελιώθηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Με προσωπική εργασία έφτιαξαν διάφορα έργα στο χωριό και το έκαναν καλύτερο. Από εκεί και πέρα , η πρόοδος και η προκοπή ήλθαν στο χωριό.
Νίκος Τελίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου