Όταν τη συναντήσαμε τη φρόντιζε η νύφη της, η Ελένη. Ο μεγαλύτερος εγγονός της ο Γιώργος Τσακπακίδης ήταν εξήντα έξι χρόνων. Η υπεραιωνόβια Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου έβγαινε στην αυλή, αυτοεξυπηρετιόταν, κινιόταν. Ποτιζε η ιδια τον κήπο της με το λάστιχο και τραγουδούσε το:" Λαχανά, πουλί μ' λαχανα".
Ύστερα θυμάται ένα απο τα παιδιά της, που του έλεγε να μείνει στο χωριό. Πήγε στην Αθήνα και πέθανε. Η Ελένη Σπανίδου, που το πατρικό της επίθετο ηταν Συμεωνιδου, είχε γεννηθεί το 1887 στο ορεινό χωριό Ζουμπουγλού της Σαμψούντας, πρός την πλευρά της Οινόης.
Η ταυτότητα της έγραφε ότι γεννήθηκε το 1890. Παντρεύτηκε δύο φορές, τι μια στην πατρίδα και μετά στο νέο Πετρίτσι.Στην Ελλάδα ήλθε μέσω Ρουμανίας, από τα βουνά της Τσερνας, όπου γεννήθηκε και ένα παιδί της το 1923, που παραλίγο να πεθάνει. Το έσωσε μια καλή νοσοκόμα.
Ο συζυγος της, που γενικά ηταν πολυ ταλαιπωρημένος, όταν το 1924 ηρθαν στο Χαμαγκιοϊ ( Κορδελιό Θεσσαλονίκης), πέθανε κι αφησε χήρα τη νεαρη γυναίκα του, η οποία με το παιδί στην αγκαλιά, πήρε τους δρόμους, γυρνώντας από χωριό σε χωριό.
Σταματούσε στα τσιφλικια, όπου μάζευε Μπασάκια(τα σταχυα που επεφταν στο χωραφι μετα τον θερισμο), τα καθαριζε,τα έκανε πληγούρι, για να φάει ιδια και το παιδι της .
Κάποια μέρη όπου βρέθηκε στον Νεο Πετριτσι, όπου ζήτησε να τη βοηθήσουν να ταϊσει το παιδί της. Ήταν 22χρονων. Εκεινη την μερα γινοταν γαμος στο χωριο. Τη ρώτησαν γιατί δε χορευεις, όλοι χορεύουν. Εκεινη τους διηγήθηκε την ταλαιπωρία της. Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι είναι καλός άνθρωπος και θέλησαν να τη βοηθήσουν. Την προξένησαν στον σαρανταρη χηρο Μιχάλη Σπανίδη, που είχε τρία παιδιά. Μαζί του έκανε άλλα τέσσερα.
Η ιδια θυμόταν ότι ο παππας που πήγε να βγάλει την άδεια γάμου, της είπε:"Παιδί μου, εσύ είσαι πολύ μικρή, πως θα παρεις την Σπανιδη που εχει τα διπλασια σου χρονια;". Εκείνοι του είπε ότι θέλει να δουλέψει στα χωράφια ή όπου να είναι, για να ζήσει το παιδί της. Ο Σπανίδης ήταν φτωχός, αλλά είχε το σπίτι, τη φωλιά να μείνω και εγώ.
Παρακαλούσα το Θεό να με βοηθήσει να μεγαλώσω τα παιδιά, που αποκτήσαμε μαζί, αλλά και τα τρια δικα του. Και ο Θεός με βοήθησε και τα προστάτεψα και τα μεγαλωσα.
Πριν αρχίσει να περιγραφει άλλες λεπτομέρειες της ζωής της, η Ελένη Σπανίδου στάθηκε για λίγο συλλογισμένη. Έδειχνε ότι προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη της τα περασμένα και ίσως να συγκρατηθεί για να μην κλάψει.
Η διήγηση της σκορπια, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ καλά στο μυαλό.
"Βγηκαμε στη θάλασσα, στην άκρη λέει. Ήταν τότε που μας έδιωχναν απο την πατρίδα. Ηρθε το τουρκικό πλοίο.Απο δυο-δυο εμεις τα κοριτσια, μαζί με τις γυναίκες, μπήκαμε μέσα.Μας κυνηγούσαν, δεν είχαμε να φάμε. Κρυβόμασταν. Πήγαμε μια μέρα να βρούμε κάτι να φάμε απο εναν κηπο και ηρθε ο νοικοκύρης και μας έσπασε στο ξύλο. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι σφάζανε τους Αρμενίους.
Μια μέρα μου δώσανε φαϊ σε ένα μποξαδακι και μου είπαν να το παω στον πατέρα μου, στα χωράφια. Εγώ φοβόμουνα. Όταν έφτασα στο χωραφι, ρωτησα τον πατέρα μου αν θα μας σφάξουν και εμας. Όχι μου λέει, εμάς δε θα μας πειράξουν, γιατί εμείς είμαστε Ελλήνες. Ύστερα από λίγο καιρό, οι Τούρκοι έσφαζαν εμάς. Στον ελληνοτουρκικό πολεμο, τρεις μερες κρυβομασταν μεσα στο δάσος.
Χτίζαμε καλύβες στα βουνά να μη μας βρουν οι Τούρκοι και μας σφαξουν. Επάνω στα βουνά μας συνάντησαν οι Έλληνες αντάρτες. Ο καπιτανος ηταν πανω στο αλογο. Οι Τούρκοι τον σκοτωσαν,εκοψαν το κεφάλι του και το γυριζαν από δω κι από εκεί.
Όταν τελειωσε ο πόλεμος, είπαμε θα κατέβουμε. Ήταν και δυο Αρμεναιοι μαζί μας. Είπαν θα έρθουμε κι εμείς μαζί σας. Εμείς τους είπαμε, θα σφάξουν και μας και εσας, γι αυτό να κρυφτειτε. Ολοι οι άλλοι είμασταν Ελλήνες.Οι Τούρκοι αρχισαν να μας δινουν αδεια να παμε στη Νεοκαισαρεία, στο παζάρι.
Δεν είχε σχολείο στο χωριο μας κι ετσι τα παιδιά πήγαιναν σε άλλα χωριά να μάθουν γράμματα. Τον άντρα μου, όταν τελειωσε το δημοτικό, του λέει ο μπαμπάς του, Γιώργο να πας μαθεις τεχνη, Τσαγκάρης, ο κόσμος τέχνη μαθαίνει. Λεει πατέρα θα παω. Δεν ήθελε. Δουλεψε οχτώ- δέκα μέρες και δεν μπόρεσε αλλο.Λεει στη μανα του ,αλλο δεν μπορω εκει μεσα.
Εγινε τσοπανος να φυλαει τα ζωα του του χωριού. Ύστερα πουλησαν τα γελάδια και πηραν προβατα. Ο πατερας μου ειχε μελισσια. Μαζευε το μελι στους τενεκεδες. Οι άλλοι δουλευαν στα χωράφια. Είχε πολλά χωράφια. Κι εμεις δουλευαμε στα χωραφια.
Μερικοι πηγαιναν και ψάρευαν. Στο χωριό μας δεν είχε Τουρκους. Τα γυρω χωριά ήταν ελληνικά. Με εστειλαν στην Οινοη, να δουλέψω σε ένα τουρκικό σπίτι, οπου εμεινα δύο χρόνια μέχρι που γυρισαν ο πατερας μου και η μάνα μου απο την εξορία. Πηγα στην χανουμισσα και της ειπα,θα φυγω.Εκεινη με εστειλε στο χωριο μου. Μετα μας βοήθησε ενας Τούρκος να ανεβουμε σε πλοιο που πηγαινει στη Ρουμανία .
Πάνω στο πλοίο δεν είχαμε να φάμε, ειμασταν εντελως νηστικοι, θα πεθαιναμε. Ήταν μαζί μας ενας γερος απο την Ρωσια που ανέβηκε στη βάρκα και πηγε στον Δουναβη. Όταν φτάσαμε εκεί τους είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι στο καραβι που θα κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα.
Το πλοίο μας αφησε εκει.Μετα ανεβηκαμε σ' αλλο πλοιο και κάναμε δωδεκα μερες στον Δουναβη.Παντοτε λεω θαρθει καιρος θα ανοίξει ο δρόμος, θα πάμε στον πόντο, αλλά ποιός θα ζει ποιός θα παει!!... Στο σπίτι μας από κοντα περνουσε το νερο.Είχαμε τόσο καλά. Τα εφαγαν ολα οι Τουρκοι .
Τρια αδελφια ηταν ο πατερας μου.Ολοι σ' ενα σπιτι ζουσαμε.Καθε συνυφαδα ειχε 4-5 παιδια.Και ολοι ειμασταν αγαπημενοι.Τον πρωτο λογο τον ειχε ο μεγαλος αδελφος. Το πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο και τον παππού μου Λαζαρο. Ο παππούς μου έλεγε, παιδιά θα ερθει μερα που ο πατέρας θα σκοτωσει το παιδι και το παιδί τον πατέρα.
Του λέγαμε όχι παππου, μπορεί να γίνει αυτό;Πέρασαν εκείνα.Τον πατερα μου τον σκοτωσαν,τον αδελφο μου τον σκοτωσαν,την αδελφη μου την σκοτωσαν,τους εστειλαν εξορια, τους βασανισαν.
Την Ελένη Σπανίδου Συμεωνίδου τιμησε το 2000 ο νομαρχης Σερρων ως την πιο ηλικιωμενη στον νομο και πιθανον σ' ολη την Ελλαδα.Η ταλαιπωρημενη αλλα ηρωϊκη γυναίκα πέθανε το 2001.
Καταγραφη:Νικου Τελιδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου