Κατά το έτος 1921, το οποίον ήτο και το τελευταίον έτος της λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντος (όπως ελέγετο το γυμνάσιον Τραπεζούντος) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρον μετέπειτα δικηγόρον Δράμας και τον εξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτον τότε του Γυμνασίου, ανεχωρήσαμεν, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν εις τραπεσούντα δια προμηθείας, δια θερινάς διακοπάς εις Σαντά.
Εξεκινήσαμεν, όπως εγένετο δια την διαδρομήν αυτήν, λίαν πρωί και κατά τας απογευματινές ώρας της ίδιας ημέρας, εφτάσαμεν μέσον Όλασας εις το υπερκειμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διενυκτερεύσαμεν. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήτο ομιχλώδης και βροχερός.
Την επόμενη και πάλιν, λίαν πρωί εξεκινήσαμεν και το απόγευμα εφθάσαμεν εις Σαντά, η οποία κατά την περίοδον εκείνη ήτο αραιοκατοικημένη.
Η κατάστασις εις Σαντά, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζεν τίποτα το ιδιαίτερον και καμμία ένδειξις δεν υπήρχε διά το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνας, από την άφιξή μας, να επέλθει.
Την 15ην Αυγούστου εορτήν της Μονής Σουμελά, όπως εγίνετο κάθε έτος, έγινεν και τότε εκδρομή δια την Μονήν, εις την οποίαν πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένην επιστρέψαμεν και πάλιν εις Σαντά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομήν αυτήν διότι επρόκειτο να παίξη σημαντικόν ρόλον, δια την μετέπειτα τραγικήν μου ιστορίαν.
Τα πάντα εις Σαντά ήσαν ήρεμα, οπότε ένα βροχερόν απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασεν εις το χωρίον εις Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός, το Χιουτεούμ -Ταμπουρι.
Κανείς βέβαια και πάλιν δεν εφαντάζετο τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν εις συνήθεις κατ' αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών δι' αναζήτησιν ανυπόταχτων Σαντέων. Πάντως οι εξ Ισχανάντων ένοπλοι Σανταίοι μετά των οικογενειών των την νύκτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα ημπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον εις την βόρειαν περιοχήν της Σαντάς, όπου συνήθως κατέφευγαν μετά τας ενόπλους επιχειρήσεις των.
Ο πανικός μεταδόθηκε και εις τα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοχοι των οποίων την νύκτα έφυγανπρος το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ητο το μεγαλυτέρα των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα απεσύροντο και ημείς θα επέστρεφα- μεν και πάλι στα χωριά μας.
Η χωρητικότης του σπηλαίου ήτο μικρά και την κατέλαβον οι προνομιούχοι των ενόπλων οικογένειαι, όλοι δε οι άλλοι, ως κι εγώ κατέφυγαμεν και παρέμειναμεν κάτω από τα γειτονικά έλατα διά να προφυλαχθούμεν από την βροχήν.
Την επόμενην 9/9/1921 επειδή διεδόθη από άλλους που ήλθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επέκειτο επίθεσις των τουρκικών στρατευμάτων κατά των εις το σπήλαιον αθροισθεντων ενόπλων, των οποίων τον αριθμόν εφαντάζοντο μεγάλον και στρατιωτικώς διοργανωμένων, περί τα δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσαν μητέρα μου, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν εις τα χωριά μας.
Μαζί μας ευρέθηκαι μία νεαρά με ένα βρέφος εις την αγκαλιά της, της οποίας δεν εγνώριζα ούτε την προέλευσιν, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήτο απο τους δια παραθερισμόν κατ έτος εις Σαντά αφικνούμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταιων.
Ο Λαζαρίδης παρέμεινεν με τους υπολοίπους εις την περιοχήν του σπηλαίου ο δε Χειμωνίδης εις το χωρίον Κοσλαράντων, και η ηκολούθησεν την τύχην των εξορίσθεντων ν εις την περιοχήν Ερζερούμ και Χούνουζ.
Όταν επλησιάσαμεν εις το χωρίον μας, ανταμώσαμεν μερικούς άνδρας φεύγοντας προς την κατεύθυνσιν μας και μας επληροφόρησαν ότι εξεκενωθησαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συνεκέντρωσεν ο στρατός εις το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίο ήτο και το πλέον ακραίον χωρίον και το ευρισκόμενον εις την αντίθετον πλευρά του σπηλαίου προς Νότον.
Τότε προσετέθησαν εις την ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορείαν,κατέβημεν εις τον ποταμόν περάσαμεν αυτόν και καταφύγαμεν εις ένα μικρόν σπήλαιον άνωθεν του μύλου Γιαμάκ όπου και διενυκτερεύσαμεν.
Εννοείται ότι όλοι οι πορεία αυτή εγίνετο μόλις άρχισεν να νυκτώνει και από κανέναν δεν εγένετο αντιληπτή. Μεταξύ μας ευρέθη και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος. Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας ευρίσκετο εις το βάθος μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωρία ήσαν αθέατα και δεν ημπορούσαμεν να βλέπωμεν την επομένη, τι συνέβαινεν εις τα χωριά κι αν η συγκέντρωσις των κατοίκων εσυνεχίζετο ή διεκόπη και τι έγινεν με τους ες Πιστοφάντων συγκεντρωθέντας κατοίκους.
Την επομένην πρωϊαν, εν όλω δεκαεννέα άτομα με το βρέφος της νεαράς μητέρας, εξεκινήσαμνε διά μέσου του δάσους και βαδίζοντες προς βορράν εφθάσαμεν εις την περιοχήν κάτωθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, όπου ολίγον μακρύτερα από έναν ρυάκιον, το οποίο έλεγον ότι το βαθύν τ'ορμίν, εγκατεστάθημεν κάτω από τα έλατα.
Η ορατότης από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ητο το σπήλαιον. Αλλά και πάλιν τα χωριά ήσαν αθέατα, απλώς μας προκάλεσεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι αντικρίζαμεν ζεύγος αγελάδων αι οποίαι αδέσποται έβοσκον εις το ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου.
Φαίνεται ότι με την φυγήν από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωρίον των δεν εγειτνίαζεν με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευράν όπου είχαμε καταφύγει ημείς, κατέφυγαν και εγκατεστάθηκαν εις την ίδιαν περιοχήν με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζη η ιδική μας ομάδα την ιδικήν των, ενώ αυτοί παρ ότι μας αντελήφθησαν δε μας έδωσαν σημεία παραμονής των.
Από το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίον ήτο τελείως απομονωμένον από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, διαφυγή δεν εγένετο και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν εις τας οικίας των και ηκολούθησαν την οδό της εξορίας.
Την επομένην 11/9/1921 κατά την μεσημβρίαν ήρχισεν η του τακτικού στρατού επίθεσις κατά της περιοχής του σπηλαίου με σαλπιγγας, μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Ηι επίθεσις επανελήφθη και την επομένην καλώς μελετημένη και εντός ολίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν εις την περιοχήν του σπηλαίου.
Oι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξηφανίσθησαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζι τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχεν κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.
Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσεν το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτα, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διοτι είπεν αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστιν, ούτε θεόν.
Με το σκότος που ήλθεν η επίθεσις ετερματίσθη και δεν επανελήφθη, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωρίων, ειδοποιηθέντες, ήρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν εις τα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ητο ορατόν από τον δρόμον, ο οποίος ήτο τελείως απέναντί μας και οδηγεί εις τα προς βορράν τουρκικά χωριά.
Και πάλιν διά τα χωριά μας τίποτε δεν εγνωριζαμεν, διότι από την θέσιν μας ως αναφέρω δεν ήσαν ορατά. Επίσης ήσαν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν δια λεηλασίαν, κυρίως δια το χωριόν Ζουρνατσαντων, διότι ο δρόμος τον οποίον ηκολούθουν ήτο επί της ίδιας πλαγιάς όπου ευρισκόμεθα ημείς και κάτωθεν αυτής και ως εκ της δασώδους περιοχής ήσαν αθέατοι. Εις τα καθ' ημάς και πάλιν.
Δεν ξεύρω ποίες, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήσαν μαζί μας έφεραν μαζί τους ολίγον άλευρον και έναν χάλκινον σκεύος με βαθύ καπάκι,αυτά εστάθησαν σωτήρια δι'ολους,αλλά και μοιραία δια την έκβασιν της περιπέτειας μας.
Μερικοί άντρες εις μυστικάς συζητήσεις των ανεζήτουν τρόπον να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχεν και να απομακρυνθούν από την περιοχήν της Σαντάς, τα δε γυναικόπαιδα τους εγίνοντο βάρος δια την μετακίνησιν των. Εν τω μεταξύ ανέλαβον οι άντρες να κατεβούνε εις το βάθος του ρυακίου δια να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμεν και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφερον το υπόλοιπον προς διανομήν εις τα ανωθεν του ρυακίου αναμένοντα γυναικόπαιδα.
Και δια μεν τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετην των διάθεσιν των η ανοχή των ήτο υποχρεωτική, διότι αυτά είχον το ολίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους εγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι εφοβούντο μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εις τους διερχόμενους προς λεηλασίαν Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέραν του ή να το πάρει και να απομακρυνθή απο τους αλλους,ή να το πετάξει εις μιαν μικράν λίμνην που ολίγον παρακάτω εσχηματιζεν ρυάκιον.
Τοση δε επιμονή και αγρία ήτο η απαίτησις των,ώστε ηναγκάσθη μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει εις την μικράν λόμνην και να επανέλθη ικανοποιημένη, διότι εξησφάλισεν την ιδικήν της διάσωσιν και την ικανοποίησιν των αντρών ότι έτσι διέφυγον τον κίνδυνον να γίνουν αντιληπτοί.
Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπον όλους και θα έφευγον προς την περιοχή της Μονής αν εγνώριζαν τον δρόμον, τον οποίον εγώ τους είπα ότι εγνώριζον από την πρόσφατον η επίσκεψίν μου εις αυτήν την 15ην Αυγούστου.
Την τρίτην ημέραν της διαμονής μας την πρωϊαν της 13/9/1921 ως συνήθως κατήλθεν ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, εκ παιδικής περιεργείας, εις το βάθος του ρυακίου, άναψαν φωτιά και άρχισαν να παρασκευάζουν τον χυλόν.
Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος εξ Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς εκ Πινιατάντων, απεφάσισαν εως ότου ετοιμασθή ο χυλός,να φθάσουν διά μέσου του δάσους, εις την έναντι των επί της Δυτικής πλευράς χωρίων περιοχήν, διά να ιδουν τι γίνεται ,μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.
Δεν είχαμε απομακρυνθεί περί τα εκατό μέτρα από το σημείο όπου εψήνετο ο χυλός, οπότε φαίνεται ότι από την προηγούμενην ημέραν, Τούρκοι ένοπλοι αντελήφθησαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμεν, διά την παρασκευήν του χοιλού, βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακίου αρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έρριξαν και μια χειροβομβίδα, ως συνεπέρενα απο τον κρότον και με φωνές Κορκμαϊνούν( μη φοβάστε) τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν επί τόπου τον ένα μάλιστα άγνωστο διατί( ίσως τον παρομοίασαν με κάποιον γνωστό) δια σφαγής, όπως διαπίστωσαν την επόμενην οι υπεράνω καταφυφυγόντες κάτοικοι εκ Ζουρνατσάντων.
Κατά την επίθεση αυτήν τα γυναικόπαιδα που ευρίσκοντο κάπως μακριά από το ρυάκιον, και τα οποία δεν εγένοντο αντιληπτά από τους Τούρκους ετράπησαν προς βορράν και έπεσαν εις τον καταυλισμόν των εκ Ζουρνατσάντων και με την βοήθειαν αυτών αφού εξεκκενώθη η Σαντά από τον στρατόν και τους Τούρκους τσετέδες,τμηματικώς μετεφέρθησαν εις τα περί την Τραπεζούντα Ελληνικά χωριά και εκείθεν εις Τραπεζούντα.
Δύο εκ των γυναικών, η Γραμματικοπούλου Ελένη έκ Τερζάντων και η Ελένη Τεριά σύζυγος Χρυσάνθου εκ Πινιατάντων, φεύγουσαι πήραν κατεύθυνσιν προς την παραποτάμιον περιοχή, περιεπλανήθησαν εις τα περί το χωρίον Τερζάντων δάση, ετρέφοντο με λαχανίδας και πατάτας, τας οποίας επρομηθεύοντο την νύκτα από τους κήπους, μέχρι της 19/11/1921, οπότε τους συνάντησαν τυχαίως ένοπλοι Σανταίοι, με την βοήθειαν των οποίων έφτασαν εις Τραπεζούντα.
Ημείς οι τρείς ετραπημεν διά μέσου του δάσους προς Νότον, χωρίς να γινόμεθα αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυσιν των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχαεγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργειαν, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμον της φυγής μου και έτσι απεμακρυνθην από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα εις το άκρον του δάσους εις ξέφωτον και αι φωναί και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, εγύρισα να ιδώ που είναι οι άλλοι.
Αυτοί όμως εκρύφθησαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνοε τον οποίον ως παιδί δεν αντελαμβανόμην ,ήρχισα χαμηλοφώνως να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμμίαν απάντησιν δεν ελάμβανον, αν και ως εκ των υστέρων εξηκρίβωσα ενώ με άκουον δεν απαντούσαν, διότι εφοβούντο μήπως με συνέλαβον οι Τούρκοι και με υποχρέωσαν να τους φωνάξω δια να συλλάβουν και αυτούς.
Τέλος όταν απογοητεύθην και συγχρόνως με κατέλαβεν και ακατανίκητη νύστα και παρ' ότι η περιοχή αυτή εφημίζετο δια την παρουσίαν λύκων, εδέθηκα με ένα σάλι που έφερα εις την πλάτην μου,εις τον κορμό ενός δέντρου, διά να μην κοιμισμένος όπως ήμουν κατρακυλίσω λόγω του κατωφερούς του τοπίου και ευρεθώ επάνω εις το μονοπάτι που υπήρχεν ολίγον κάτω της θέσης μου και πέσω εις τας χείρας διερχομένων Τούρκων, κατελήφθην υπο τον ύπνον δεν ξεύρω επι πόσην ωραν, οπότε εξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμνον τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενον άνθρωπον ή και ζώον, αμέσως αρχισα να τρέχω προς την κατευθυνσιν του θορύβου οποίος απεμακρύνετο, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλιν τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβον και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχνον να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξευρον ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, δια την καταφυγήν μας εις την περιοχήν της Μονής Σουμελά.
Δια τον λόγον αυτόν μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος βγήκαν από τον κρυψώνα τους και έψαχνον να με βρούμε και έτσι εγλύτωσα από βέβαιο θάνατο που θα με εύρισκεν από τους Τούρκους την επομένη.
Απο εκεί άρχισεν η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Εβαδιζαμεν και οι τρεις χέρι με χέρι δια να μην απομακρυνθώμεν ο ένας από τον άλλον, αν ευρισκόμεθα αποτόμως μπροστά σε κάποιον κίνδυνον, αλλά να τρέξωμεν και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνσιν. Έτσι εφτάσαμεν παραποταμίως εις το παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής όπου και πέρασαμε το ποτάμι.
Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή εγίνετο νύχτα. Εγώ μόλις πέρασαμε το ποτάμι, επειδή τα εφθαρμένα υποδήματα μου εγλυστρούσαν όπως ήσαν βρεγμένα, εις την τελειως ανηφορικήν περιοχήν την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος.Τότε αντικρύσαμε τον τραγικόν Πανόραμα όλων των αμφιθετρικώς κειμένων σπιτιών των χωρίων Κοσλαράντων,Τερζάντων,Πινιατάντων,Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίωνται και ταπαράθυρα να φαίνωνται ως πανηγυρικώς φωτισμένα και τούτο διότι ως εκ της αθροίσεως των ξηρών εις τους αχυρώναν,η πυρκαϊα αυτών ή απο τον τουρκικό στρατό ή από τους περιοικους προς λεηλασίαν αθροισθέντας Τούρκους ητο ευκολωτάτη.
Από το απέναντι μας χωρίο Ζουρνατσάντων ηκούοντο Τουρκικαί φωναί, ίσως από αυτούς που διανυκτέρευσαν εκεί διά να συνεχίσουν την λεηλασίαν των , ή από την χαράν , ή τον φόβον των μήπως επιστρέψουν ένοπλοι από τους διασκορπισθέντες εις τα δάση Σανταίους και διότι ο τουρκικός στρατός με τους κατοίκους εγκατέλειψαν τη Σαντά και κατευθύνθησαν προς την Αργυρούπολη και απόλυτον ασφάλειαν δεν ησθάνοντο.
Επειδή το χωρίον Πιστοφάντων και πάλιν ήτο αθέατον από την θέση μας, επλησιάσαμεν,δια να ειδωμεν τι γίνεται εκεί με τους με τους συγκεντρωθέντας κατοίκους και μόλις διεπιστώσαμεν ότι και αυτό είχεν την ίδιαν τύχην με τα άλλα χωριά και εκαίετο,δεν μας έμενεν πλέον καμμία σανίς σωτηρίας παρα ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.
Ανηφορίζοντες από την θέσιν Κατσιά εφθάσαμεν μακράν των χωρίων εις την κορυφογραμμήν της δυτικής οροσειράς Καζουκλή. Ο καιρός ήταν διαυγής, Πανσέληνος εφώτιζε τα πάντα και ο ολόκληρος η περιοχή ως εκ της εποχής ήτο κεκαλυμμένη από πάχνην, η οποία με προκάλεσαν την επομένην ένα είδος ελαφρού κρυοπαγήματος, εις τα πέλματα αμφοτέρων των ποδιών μου.
Από του Καζουκλή επειδή χαραγμένος δρόμος δεν υπήρχε και η συχνή ομίχλη εγίνετο πολλές φορέςη αιτία να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, δι αυτό από εκεί μέχρι του πρώτου παρχαριου Κοβλακά, υπήρχον τοποθετημένες μεγάλες πέτρες εις κανονικήν απόστασιν η μια απο την αλλην, που έδειχναν την σωστήν πορείαν.
Τις πέτρες αυτές ετοποθέτησεν ο εκ Πινιατάντων Κωφίδης και ήσαν γνωστές ως ως τα σύνορα τη Κωφίδη. Αυτές ακολουθήσαμεν και ασφαλώς απεμακρύνθημεν από την περιοχή της Σαντάς.Απο του Κοβλακά εφθάσαμεν εις άλλο παρχάρι,που νομίζω οτι ελέγετο το Μονενέν.
Το παρχάρι αυτό παρ' ότι απείχε πολύ από τη Λιβεράν είχεν χορηγηθή εις αυτήν διά σουλτανικού φιρμανίου, με την μεσολάβησιν της Ελληνίδας συζύγου ενός σουλτάνου, της Μαρίας της Λιβεραίας, γνωστή ως Γκιούλ Μπαχάρ( εαρινού ρόδου).
Η πορεία μας ήτο εύκολη ως εκ της πανσελήνου, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διεσχίζετο από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχήν εκείνην διεκινούντομπρος χαμηλότερα και πλέον υπήνεμα μέρη.
Καθ'όλην αυτήν την πορεία μας ηκούσθησαν μόνο πέντε διαδοχικοί πυροβολισμοί, άγνωστον από ποίαν περιοχήν και που μετέβαλον την πορείαν μας σε αγώνα δρόμου. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχομεν περίπου ήμισυ τις ώρας δρόμον και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπησαμε την πόρτα της Μονής.
Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εξετέλη χρέη θυρωρού γνωστός του πατρός μου ο οποίος εφημέρευεν τον καιρόν εκείνον εις το εν τραπεζούντι Μετόχιον της Μονής, μας άνοιξεν και μας είπεν ότι το μοναστήρι είχε καταληφθεί από το στρατό που ήλθεν από την Σαντά ( βεβαίως αυτό δεν ήτο αληθές, εγένετο δε μονον από φόβον μήπως έφθαναν και άλλοι φυγάδες μετά την καταστροφήν της Σαντάς την οποίαν επληροφορήθησαν) και μας εφοδίασεν με ένα καρβέλι και ολίγοις ελιές, και μας συνεβούλευσεν να απομακρυνώμεν της περιοχής, πράγμα που εξετελέσαμεν αμέσως.
Μετά την απομάκρυνση μας από τη μονή περί τα 200 μέτρα και εξαπλώσαμεν εις ένα ευήλιον μέρος διά να αναπαυθώμεν. Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω, διότι είχον πρισθή τα πέλματα των ποδιών μου και όταν εδοκίμαζα να βαδίσω είχαν την εντύπωσιν ότι πατούσα επάνω σε καρφιά.
Δεν πέρασε παρά ολίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ηκούσθησαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και εφάνησαν κάπου δέκα άντδρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγον και αυτοί προς την περιοχή της μονής.
Και αυτοί ως ήτο επόμενον Πήραν από τον εκτελούντα χρέη θυρωρού μοναχόν την ίδια απάντησιν. Μετά την πληροφορία που έλαβον ότι ήτο αδύνατος η παραμονή τους, διότι το μοναστήρι εφιλοξένει το Χιουτεούμ-Ταμπουρί, απεφάσισαν να επιστρέψουν και πάλι στη Σαντά.
Μετ αυτών επέστρεψαν και οι Γιαμάκ Χαράλαμπος και Τεριάς Χρύσανθος, οι οποίοι αντάμωσαν εις τα δάση τους διαφυγόντας ένοπλους Σανταίους και με τη βοήθεια αυτών τμηματικώς έφτασαν τις Τραπεζούντα.
Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα περί την Μονήν. Μαζί μου παρεμεινεν και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος δια να μη μείνω μόνος. Από εκεί εγώ σερνόμενος πότε επί της λεκάνης και πότε φορτωμένο στην πλάτη Λαζαρίδη εφτασαμεν κατά μήκος της χαράδρας της Μονής, εις το Ελληνικόν χωρίον Σκαλίτα και εζητήσαμνε φιλοξενίαν από το Μετόχιον του Αγίου Κωσταντίνου το οποίον εξεμεταλεύετο με την οικογένειά τηςχήρας αδελφής του, ο ιερομόναχος Δοσίθεος, η οποία και μας εδόθη προθύμως.
Μετά παραμονή μας μιας εβδομάδας αντελήφθημεν ότι η παραμονή μας κατέστη κάπως βαρετή εις τους φιλοξενουντας μας και επειδή τα πόδια μου δεν μεενοχλούσαν πλέον, απεφασίσαμεν να αναχωρήσωμεν δια Λιβεράν. Διανυκτέρευσαμεν την νύκταν εις έναν αχερώνα του ελληνικού χωριού Αγουρζεμών, και την επομένην εφθασαμεν εις Λιβερά όπου εφιλοξενήθημεν εις οικίαν εκ Σαντάς γραμματέως της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως Ζαχαρία Γιαμάκ.
Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα, όπου επεκράτη ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν ήρχισεν ακόμα και όπου διεμενεν μονίμως ο πατήρ Αγαθάγγελος, μετά του μικρότερου αδελφού Ευσταθίου, γιατρού τώρα μονίμως διαμένοντος της Γαλλίας.
Έτσι έληξεν η εικοαήμερος περίπου περιπέτεια μου.
Ανδρέας Σπυράντης
Εξεκινήσαμεν, όπως εγένετο δια την διαδρομήν αυτήν, λίαν πρωί και κατά τας απογευματινές ώρας της ίδιας ημέρας, εφτάσαμεν μέσον Όλασας εις το υπερκειμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διενυκτερεύσαμεν. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήτο ομιχλώδης και βροχερός.
Ισχανάντων |
Την επόμενη και πάλιν, λίαν πρωί εξεκινήσαμεν και το απόγευμα εφθάσαμεν εις Σαντά, η οποία κατά την περίοδον εκείνη ήτο αραιοκατοικημένη.
Η κατάστασις εις Σαντά, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζεν τίποτα το ιδιαίτερον και καμμία ένδειξις δεν υπήρχε διά το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνας, από την άφιξή μας, να επέλθει.
Την 15ην Αυγούστου εορτήν της Μονής Σουμελά, όπως εγίνετο κάθε έτος, έγινεν και τότε εκδρομή δια την Μονήν, εις την οποίαν πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένην επιστρέψαμεν και πάλιν εις Σαντά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομήν αυτήν διότι επρόκειτο να παίξη σημαντικόν ρόλον, δια την μετέπειτα τραγικήν μου ιστορίαν.
Τα πάντα εις Σαντά ήσαν ήρεμα, οπότε ένα βροχερόν απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασεν εις το χωρίον εις Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός, το Χιουτεούμ -Ταμπουρι.
Κανείς βέβαια και πάλιν δεν εφαντάζετο τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν εις συνήθεις κατ' αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών δι' αναζήτησιν ανυπόταχτων Σαντέων. Πάντως οι εξ Ισχανάντων ένοπλοι Σανταίοι μετά των οικογενειών των την νύκτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα ημπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον εις την βόρειαν περιοχήν της Σαντάς, όπου συνήθως κατέφευγαν μετά τας ενόπλους επιχειρήσεις των.
Ο πανικός μεταδόθηκε και εις τα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοχοι των οποίων την νύκτα έφυγανπρος το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ητο το μεγαλυτέρα των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα απεσύροντο και ημείς θα επέστρεφα- μεν και πάλι στα χωριά μας.
Η χωρητικότης του σπηλαίου ήτο μικρά και την κατέλαβον οι προνομιούχοι των ενόπλων οικογένειαι, όλοι δε οι άλλοι, ως κι εγώ κατέφυγαμεν και παρέμειναμεν κάτω από τα γειτονικά έλατα διά να προφυλαχθούμεν από την βροχήν.
Την επόμενην 9/9/1921 επειδή διεδόθη από άλλους που ήλθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επέκειτο επίθεσις των τουρκικών στρατευμάτων κατά των εις το σπήλαιον αθροισθεντων ενόπλων, των οποίων τον αριθμόν εφαντάζοντο μεγάλον και στρατιωτικώς διοργανωμένων, περί τα δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσαν μητέρα μου, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν εις τα χωριά μας.
Μαζί μας ευρέθηκαι μία νεαρά με ένα βρέφος εις την αγκαλιά της, της οποίας δεν εγνώριζα ούτε την προέλευσιν, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήτο απο τους δια παραθερισμόν κατ έτος εις Σαντά αφικνούμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταιων.
Ο Λαζαρίδης παρέμεινεν με τους υπολοίπους εις την περιοχήν του σπηλαίου ο δε Χειμωνίδης εις το χωρίον Κοσλαράντων, και η ηκολούθησεν την τύχην των εξορίσθεντων ν εις την περιοχήν Ερζερούμ και Χούνουζ.
Όταν επλησιάσαμεν εις το χωρίον μας, ανταμώσαμεν μερικούς άνδρας φεύγοντας προς την κατεύθυνσιν μας και μας επληροφόρησαν ότι εξεκενωθησαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συνεκέντρωσεν ο στρατός εις το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίο ήτο και το πλέον ακραίον χωρίον και το ευρισκόμενον εις την αντίθετον πλευρά του σπηλαίου προς Νότον.
Τότε προσετέθησαν εις την ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορείαν,κατέβημεν εις τον ποταμόν περάσαμεν αυτόν και καταφύγαμεν εις ένα μικρόν σπήλαιον άνωθεν του μύλου Γιαμάκ όπου και διενυκτερεύσαμεν.
Εννοείται ότι όλοι οι πορεία αυτή εγίνετο μόλις άρχισεν να νυκτώνει και από κανέναν δεν εγένετο αντιληπτή. Μεταξύ μας ευρέθη και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος. Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας ευρίσκετο εις το βάθος μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωρία ήσαν αθέατα και δεν ημπορούσαμεν να βλέπωμεν την επομένη, τι συνέβαινεν εις τα χωριά κι αν η συγκέντρωσις των κατοίκων εσυνεχίζετο ή διεκόπη και τι έγινεν με τους ες Πιστοφάντων συγκεντρωθέντας κατοίκους.
Την επομένην πρωϊαν, εν όλω δεκαεννέα άτομα με το βρέφος της νεαράς μητέρας, εξεκινήσαμνε διά μέσου του δάσους και βαδίζοντες προς βορράν εφθάσαμεν εις την περιοχήν κάτωθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, όπου ολίγον μακρύτερα από έναν ρυάκιον, το οποίο έλεγον ότι το βαθύν τ'ορμίν, εγκατεστάθημεν κάτω από τα έλατα.
Η ορατότης από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ητο το σπήλαιον. Αλλά και πάλιν τα χωριά ήσαν αθέατα, απλώς μας προκάλεσεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι αντικρίζαμεν ζεύγος αγελάδων αι οποίαι αδέσποται έβοσκον εις το ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου.
Φαίνεται ότι με την φυγήν από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωρίον των δεν εγειτνίαζεν με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευράν όπου είχαμε καταφύγει ημείς, κατέφυγαν και εγκατεστάθηκαν εις την ίδιαν περιοχήν με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζη η ιδική μας ομάδα την ιδικήν των, ενώ αυτοί παρ ότι μας αντελήφθησαν δε μας έδωσαν σημεία παραμονής των.
Από το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίον ήτο τελείως απομονωμένον από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, διαφυγή δεν εγένετο και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν εις τας οικίας των και ηκολούθησαν την οδό της εξορίας.
Την επομένην 11/9/1921 κατά την μεσημβρίαν ήρχισεν η του τακτικού στρατού επίθεσις κατά της περιοχής του σπηλαίου με σαλπιγγας, μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Ηι επίθεσις επανελήφθη και την επομένην καλώς μελετημένη και εντός ολίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν εις την περιοχήν του σπηλαίου.
Το κρενίν τη Ευκλείδη |
Oι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξηφανίσθησαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζι τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχεν κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.
Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσεν το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτα, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διοτι είπεν αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστιν, ούτε θεόν.
Με το σκότος που ήλθεν η επίθεσις ετερματίσθη και δεν επανελήφθη, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωρίων, ειδοποιηθέντες, ήρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν εις τα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ητο ορατόν από τον δρόμον, ο οποίος ήτο τελείως απέναντί μας και οδηγεί εις τα προς βορράν τουρκικά χωριά.
Και πάλιν διά τα χωριά μας τίποτε δεν εγνωριζαμεν, διότι από την θέσιν μας ως αναφέρω δεν ήσαν ορατά. Επίσης ήσαν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν δια λεηλασίαν, κυρίως δια το χωριόν Ζουρνατσαντων, διότι ο δρόμος τον οποίον ηκολούθουν ήτο επί της ίδιας πλαγιάς όπου ευρισκόμεθα ημείς και κάτωθεν αυτής και ως εκ της δασώδους περιοχής ήσαν αθέατοι. Εις τα καθ' ημάς και πάλιν.
Δεν ξεύρω ποίες, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήσαν μαζί μας έφεραν μαζί τους ολίγον άλευρον και έναν χάλκινον σκεύος με βαθύ καπάκι,αυτά εστάθησαν σωτήρια δι'ολους,αλλά και μοιραία δια την έκβασιν της περιπέτειας μας.
Μερικοί άντρες εις μυστικάς συζητήσεις των ανεζήτουν τρόπον να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχεν και να απομακρυνθούν από την περιοχήν της Σαντάς, τα δε γυναικόπαιδα τους εγίνοντο βάρος δια την μετακίνησιν των. Εν τω μεταξύ ανέλαβον οι άντρες να κατεβούνε εις το βάθος του ρυακίου δια να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμεν και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφερον το υπόλοιπον προς διανομήν εις τα ανωθεν του ρυακίου αναμένοντα γυναικόπαιδα.
Και δια μεν τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετην των διάθεσιν των η ανοχή των ήτο υποχρεωτική, διότι αυτά είχον το ολίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους εγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι εφοβούντο μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εις τους διερχόμενους προς λεηλασίαν Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέραν του ή να το πάρει και να απομακρυνθή απο τους αλλους,ή να το πετάξει εις μιαν μικράν λίμνην που ολίγον παρακάτω εσχηματιζεν ρυάκιον.
Τοση δε επιμονή και αγρία ήτο η απαίτησις των,ώστε ηναγκάσθη μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει εις την μικράν λόμνην και να επανέλθη ικανοποιημένη, διότι εξησφάλισεν την ιδικήν της διάσωσιν και την ικανοποίησιν των αντρών ότι έτσι διέφυγον τον κίνδυνον να γίνουν αντιληπτοί.
Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπον όλους και θα έφευγον προς την περιοχή της Μονής αν εγνώριζαν τον δρόμον, τον οποίον εγώ τους είπα ότι εγνώριζον από την πρόσφατον η επίσκεψίν μου εις αυτήν την 15ην Αυγούστου.
Την τρίτην ημέραν της διαμονής μας την πρωϊαν της 13/9/1921 ως συνήθως κατήλθεν ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, εκ παιδικής περιεργείας, εις το βάθος του ρυακίου, άναψαν φωτιά και άρχισαν να παρασκευάζουν τον χυλόν.
Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος εξ Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς εκ Πινιατάντων, απεφάσισαν εως ότου ετοιμασθή ο χυλός,να φθάσουν διά μέσου του δάσους, εις την έναντι των επί της Δυτικής πλευράς χωρίων περιοχήν, διά να ιδουν τι γίνεται ,μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.
Δεν είχαμε απομακρυνθεί περί τα εκατό μέτρα από το σημείο όπου εψήνετο ο χυλός, οπότε φαίνεται ότι από την προηγούμενην ημέραν, Τούρκοι ένοπλοι αντελήφθησαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμεν, διά την παρασκευήν του χοιλού, βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακίου αρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έρριξαν και μια χειροβομβίδα, ως συνεπέρενα απο τον κρότον και με φωνές Κορκμαϊνούν( μη φοβάστε) τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν επί τόπου τον ένα μάλιστα άγνωστο διατί( ίσως τον παρομοίασαν με κάποιον γνωστό) δια σφαγής, όπως διαπίστωσαν την επόμενην οι υπεράνω καταφυφυγόντες κάτοικοι εκ Ζουρνατσάντων.
Κατά την επίθεση αυτήν τα γυναικόπαιδα που ευρίσκοντο κάπως μακριά από το ρυάκιον, και τα οποία δεν εγένοντο αντιληπτά από τους Τούρκους ετράπησαν προς βορράν και έπεσαν εις τον καταυλισμόν των εκ Ζουρνατσάντων και με την βοήθειαν αυτών αφού εξεκκενώθη η Σαντά από τον στρατόν και τους Τούρκους τσετέδες,τμηματικώς μετεφέρθησαν εις τα περί την Τραπεζούντα Ελληνικά χωριά και εκείθεν εις Τραπεζούντα.
Δύο εκ των γυναικών, η Γραμματικοπούλου Ελένη έκ Τερζάντων και η Ελένη Τεριά σύζυγος Χρυσάνθου εκ Πινιατάντων, φεύγουσαι πήραν κατεύθυνσιν προς την παραποτάμιον περιοχή, περιεπλανήθησαν εις τα περί το χωρίον Τερζάντων δάση, ετρέφοντο με λαχανίδας και πατάτας, τας οποίας επρομηθεύοντο την νύκτα από τους κήπους, μέχρι της 19/11/1921, οπότε τους συνάντησαν τυχαίως ένοπλοι Σανταίοι, με την βοήθειαν των οποίων έφτασαν εις Τραπεζούντα.
Ημείς οι τρείς ετραπημεν διά μέσου του δάσους προς Νότον, χωρίς να γινόμεθα αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυσιν των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχαεγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργειαν, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμον της φυγής μου και έτσι απεμακρυνθην από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα εις το άκρον του δάσους εις ξέφωτον και αι φωναί και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, εγύρισα να ιδώ που είναι οι άλλοι.
Αυτοί όμως εκρύφθησαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνοε τον οποίον ως παιδί δεν αντελαμβανόμην ,ήρχισα χαμηλοφώνως να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμμίαν απάντησιν δεν ελάμβανον, αν και ως εκ των υστέρων εξηκρίβωσα ενώ με άκουον δεν απαντούσαν, διότι εφοβούντο μήπως με συνέλαβον οι Τούρκοι και με υποχρέωσαν να τους φωνάξω δια να συλλάβουν και αυτούς.
Τέλος όταν απογοητεύθην και συγχρόνως με κατέλαβεν και ακατανίκητη νύστα και παρ' ότι η περιοχή αυτή εφημίζετο δια την παρουσίαν λύκων, εδέθηκα με ένα σάλι που έφερα εις την πλάτην μου,εις τον κορμό ενός δέντρου, διά να μην κοιμισμένος όπως ήμουν κατρακυλίσω λόγω του κατωφερούς του τοπίου και ευρεθώ επάνω εις το μονοπάτι που υπήρχεν ολίγον κάτω της θέσης μου και πέσω εις τας χείρας διερχομένων Τούρκων, κατελήφθην υπο τον ύπνον δεν ξεύρω επι πόσην ωραν, οπότε εξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμνον τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενον άνθρωπον ή και ζώον, αμέσως αρχισα να τρέχω προς την κατευθυνσιν του θορύβου οποίος απεμακρύνετο, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλιν τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβον και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχνον να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξευρον ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, δια την καταφυγήν μας εις την περιοχήν της Μονής Σουμελά.
Δια τον λόγον αυτόν μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος βγήκαν από τον κρυψώνα τους και έψαχνον να με βρούμε και έτσι εγλύτωσα από βέβαιο θάνατο που θα με εύρισκεν από τους Τούρκους την επομένη.
Πιστοφαντων |
Απο εκεί άρχισεν η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Εβαδιζαμεν και οι τρεις χέρι με χέρι δια να μην απομακρυνθώμεν ο ένας από τον άλλον, αν ευρισκόμεθα αποτόμως μπροστά σε κάποιον κίνδυνον, αλλά να τρέξωμεν και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνσιν. Έτσι εφτάσαμεν παραποταμίως εις το παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής όπου και πέρασαμε το ποτάμι.
Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή εγίνετο νύχτα. Εγώ μόλις πέρασαμε το ποτάμι, επειδή τα εφθαρμένα υποδήματα μου εγλυστρούσαν όπως ήσαν βρεγμένα, εις την τελειως ανηφορικήν περιοχήν την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος.Τότε αντικρύσαμε τον τραγικόν Πανόραμα όλων των αμφιθετρικώς κειμένων σπιτιών των χωρίων Κοσλαράντων,Τερζάντων,Πινιατάντων,Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίωνται και ταπαράθυρα να φαίνωνται ως πανηγυρικώς φωτισμένα και τούτο διότι ως εκ της αθροίσεως των ξηρών εις τους αχυρώναν,η πυρκαϊα αυτών ή απο τον τουρκικό στρατό ή από τους περιοικους προς λεηλασίαν αθροισθέντας Τούρκους ητο ευκολωτάτη.
Από το απέναντι μας χωρίο Ζουρνατσάντων ηκούοντο Τουρκικαί φωναί, ίσως από αυτούς που διανυκτέρευσαν εκεί διά να συνεχίσουν την λεηλασίαν των , ή από την χαράν , ή τον φόβον των μήπως επιστρέψουν ένοπλοι από τους διασκορπισθέντες εις τα δάση Σανταίους και διότι ο τουρκικός στρατός με τους κατοίκους εγκατέλειψαν τη Σαντά και κατευθύνθησαν προς την Αργυρούπολη και απόλυτον ασφάλειαν δεν ησθάνοντο.
Επειδή το χωρίον Πιστοφάντων και πάλιν ήτο αθέατον από την θέση μας, επλησιάσαμεν,δια να ειδωμεν τι γίνεται εκεί με τους με τους συγκεντρωθέντας κατοίκους και μόλις διεπιστώσαμεν ότι και αυτό είχεν την ίδιαν τύχην με τα άλλα χωριά και εκαίετο,δεν μας έμενεν πλέον καμμία σανίς σωτηρίας παρα ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.
Ανηφορίζοντες από την θέσιν Κατσιά εφθάσαμεν μακράν των χωρίων εις την κορυφογραμμήν της δυτικής οροσειράς Καζουκλή. Ο καιρός ήταν διαυγής, Πανσέληνος εφώτιζε τα πάντα και ο ολόκληρος η περιοχή ως εκ της εποχής ήτο κεκαλυμμένη από πάχνην, η οποία με προκάλεσαν την επομένην ένα είδος ελαφρού κρυοπαγήματος, εις τα πέλματα αμφοτέρων των ποδιών μου.
Από του Καζουκλή επειδή χαραγμένος δρόμος δεν υπήρχε και η συχνή ομίχλη εγίνετο πολλές φορέςη αιτία να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, δι αυτό από εκεί μέχρι του πρώτου παρχαριου Κοβλακά, υπήρχον τοποθετημένες μεγάλες πέτρες εις κανονικήν απόστασιν η μια απο την αλλην, που έδειχναν την σωστήν πορείαν.
Τις πέτρες αυτές ετοποθέτησεν ο εκ Πινιατάντων Κωφίδης και ήσαν γνωστές ως ως τα σύνορα τη Κωφίδη. Αυτές ακολουθήσαμεν και ασφαλώς απεμακρύνθημεν από την περιοχή της Σαντάς.Απο του Κοβλακά εφθάσαμεν εις άλλο παρχάρι,που νομίζω οτι ελέγετο το Μονενέν.
Το παρχάρι αυτό παρ' ότι απείχε πολύ από τη Λιβεράν είχεν χορηγηθή εις αυτήν διά σουλτανικού φιρμανίου, με την μεσολάβησιν της Ελληνίδας συζύγου ενός σουλτάνου, της Μαρίας της Λιβεραίας, γνωστή ως Γκιούλ Μπαχάρ( εαρινού ρόδου).
Η πορεία μας ήτο εύκολη ως εκ της πανσελήνου, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διεσχίζετο από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχήν εκείνην διεκινούντομπρος χαμηλότερα και πλέον υπήνεμα μέρη.
Καθ'όλην αυτήν την πορεία μας ηκούσθησαν μόνο πέντε διαδοχικοί πυροβολισμοί, άγνωστον από ποίαν περιοχήν και που μετέβαλον την πορείαν μας σε αγώνα δρόμου. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχομεν περίπου ήμισυ τις ώρας δρόμον και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπησαμε την πόρτα της Μονής.
Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εξετέλη χρέη θυρωρού γνωστός του πατρός μου ο οποίος εφημέρευεν τον καιρόν εκείνον εις το εν τραπεζούντι Μετόχιον της Μονής, μας άνοιξεν και μας είπεν ότι το μοναστήρι είχε καταληφθεί από το στρατό που ήλθεν από την Σαντά ( βεβαίως αυτό δεν ήτο αληθές, εγένετο δε μονον από φόβον μήπως έφθαναν και άλλοι φυγάδες μετά την καταστροφήν της Σαντάς την οποίαν επληροφορήθησαν) και μας εφοδίασεν με ένα καρβέλι και ολίγοις ελιές, και μας συνεβούλευσεν να απομακρυνώμεν της περιοχής, πράγμα που εξετελέσαμεν αμέσως.
Μετά την απομάκρυνση μας από τη μονή περί τα 200 μέτρα και εξαπλώσαμεν εις ένα ευήλιον μέρος διά να αναπαυθώμεν. Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω, διότι είχον πρισθή τα πέλματα των ποδιών μου και όταν εδοκίμαζα να βαδίσω είχαν την εντύπωσιν ότι πατούσα επάνω σε καρφιά.
Ερείπια σχολείου στο Πιστοφάντων |
Και αυτοί ως ήτο επόμενον Πήραν από τον εκτελούντα χρέη θυρωρού μοναχόν την ίδια απάντησιν. Μετά την πληροφορία που έλαβον ότι ήτο αδύνατος η παραμονή τους, διότι το μοναστήρι εφιλοξένει το Χιουτεούμ-Ταμπουρί, απεφάσισαν να επιστρέψουν και πάλι στη Σαντά.
Μετ αυτών επέστρεψαν και οι Γιαμάκ Χαράλαμπος και Τεριάς Χρύσανθος, οι οποίοι αντάμωσαν εις τα δάση τους διαφυγόντας ένοπλους Σανταίους και με τη βοήθεια αυτών τμηματικώς έφτασαν τις Τραπεζούντα.
Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα περί την Μονήν. Μαζί μου παρεμεινεν και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος δια να μη μείνω μόνος. Από εκεί εγώ σερνόμενος πότε επί της λεκάνης και πότε φορτωμένο στην πλάτη Λαζαρίδη εφτασαμεν κατά μήκος της χαράδρας της Μονής, εις το Ελληνικόν χωρίον Σκαλίτα και εζητήσαμνε φιλοξενίαν από το Μετόχιον του Αγίου Κωσταντίνου το οποίον εξεμεταλεύετο με την οικογένειά τηςχήρας αδελφής του, ο ιερομόναχος Δοσίθεος, η οποία και μας εδόθη προθύμως.
Μετά παραμονή μας μιας εβδομάδας αντελήφθημεν ότι η παραμονή μας κατέστη κάπως βαρετή εις τους φιλοξενουντας μας και επειδή τα πόδια μου δεν μεενοχλούσαν πλέον, απεφασίσαμεν να αναχωρήσωμεν δια Λιβεράν. Διανυκτέρευσαμεν την νύκταν εις έναν αχερώνα του ελληνικού χωριού Αγουρζεμών, και την επομένην εφθασαμεν εις Λιβερά όπου εφιλοξενήθημεν εις οικίαν εκ Σαντάς γραμματέως της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως Ζαχαρία Γιαμάκ.
Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα, όπου επεκράτη ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν ήρχισεν ακόμα και όπου διεμενεν μονίμως ο πατήρ Αγαθάγγελος, μετά του μικρότερου αδελφού Ευσταθίου, γιατρού τώρα μονίμως διαμένοντος της Γαλλίας.
Έτσι έληξεν η εικοαήμερος περίπου περιπέτεια μου.
Ανδρέας Σπυράντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου