«Η Θεσσαλονίκη και οι Πόντιοι»

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο ιστορικός - ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, στον πανηγυρικό λόγο, με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη και οι Πόντιοι», αναφέρθηκε στις πρώτες εντυπώσεις του από τον ερχομό των προσφύγων του 1914 και στη συνέχεια στη συνεργασία του με τον καθηγητή Μάξιμο Μαραβελάκη που είχε αναλάβει το 1926 - 1929 διευθυντής του υδραυλικού τμήματος του Εποικισμού Μακεδονίας.
 Τότε κατανόησε ο Απ. Βακαλόπουλος την εθνική σημασία του προσφυγικού ζητήματος για την καθ’ όλη ιστορία του έθνους. Τότε γνώρισε τον Θεοφύλακτο Θεοφύλακτο και τον Φίλωνα Κτενίδη και μέσω αυτών ήρθε σε επαφή με πρόσφυγες και άκουσε πολλές λεπτομέρειες από τις ταλαιπωρίες που γνώρισαν οι Έλληνες πρόσφυγες από τις περιοχές Σοχούμ, Καρς, Αρδαχάν, Τιφλίδα, Τσάλκα, Μπας Κετσίτ, Αργυρούπολη και Κρώμνη, αλλά και από άλλες περιοχές, όπως το Σταυρίν.
 Με τουρκικά και ξένα πλοία τους μετέφεραν στους στρατώνες «Σελιμιέ» του Χαϊδάρπασα της Κωνσταντινούπολης, στον Άγιο Στέφανο και στα νησιά Χάλκη και Αντιγόνη του Μαρμαρά, όπου έμειναν ως τον Αύγουστο του 1923, ωσότου η ελληνική κυβέρνηση τους μεταφέρει με τα πλοία της στο Μικρό Καραμπουρνού, απ’ όπου σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους της Μακεδονίας.
Το δράμα των Ποντίων στους τουρκικούς στρατώνες «Σελιμιέ» είναι αδύνατο να το συλλάβει κανείς, αν δεν διαβάσει τις συνταρακτικές σελίδες του βιβλίου «Μαύρη Θάλασσα. Χρονικό από την τραγωδία του Πόντου», που έγραψε ο παλαιός και αγαπητός μου φοιτητής και τώρα εκλεκτός εκπαιδευτικός Χρήστος Σαμουηλίδης, στηριζόμενος στις αφηγήσεις των συγγενών του και άλλων προσφύγων, φοιτητής που εισήκουσε την έκκλησή μου για τη συλλογή και καταγραφή των περιπετειών των συμπατριωτών του.
Και να που τώρα, όπως διαβάζω το «Πρόγραμμα των εργασιών του συνεδρίου», βλέπω με μεγάλη μου χαρά να αντιπροσωπεύονται εδώ ως σύνεδροι ή και πρόεδροι συνεδριάσεων και άλλοι παλαιοί εκλεκτοί φοιτητές μου.
Από το παραπάνω βιβλίο του Σαμουηλίδη ξεσηκώνω λίγα σχετικά με τα δεινά των
Ποντίων στους στρατώνες του «Σελιμιέ» στο Χαϊδάρπασα και με την αναχώρηση των εκτοπισμένων και των άλλων μετά την 1 Ιανουαρίου 1924:
Κατά το πρώτο εκείνο διάστημα της εξόδου των Ρωμιών του Πόντου, οι θάνατοι από τις αρρώστιες και τις άλλες ταλαιπωρίες έφτασαν τους τετρακοσίους τη βδομάδα. Και ο αριθμός αυτός μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, γιατί οι πρόσφυγες που κλείνονταν στην καραντίνα του Σελιμιέ, με τον καιρό πλήθαιναν και έφτασαν σε πολλές χιλιάδες.
 Στριμωγμένοι όπως ήταν ασφυχτικά μέσα στους θαλάμους των στρατώνων, χωρίς νερό και σωστή τροφή, μέσα στην ερημιά και στη δυσωδία, ζούσαν ένα μαρτύριο χειρότερο κι αυτό της κόλασης. Η δίψα έκαιγε τα σωθικά των προσφύγων σαν φωτιά. Η πείνα έσφαζε τα στομάχια, ρίχνοντας τους αδύνατους οργανισμούς στα βρόχια της αρρώστιας και η αρρώστια τους έστελνε κατευθείαν στα νύχια του Χάρου ...
Το Μάρτιο του 1924 άρχισε κανονικά η ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τους μακρινούς τόπους εξορίας στα βάθη της Ανατολής, από τα βουνά και τα δάση, από τις ερημιές και τις σπηλιές, από τα Αμελέ Ταμπουρού και τις άγριες φυλακές, τα αποδεκατισμένα υπολείμματα του ρωμαίικου πληθυσμού του Πόντου πήραν τον κατήφορο για τα μεγάλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας να μπουν στο πρώτο καράβι που θα έφευγε για την Ελλάδα.
Αυτά γράφει ο Σαμουηλίδης.
Και για παράδειγμα του οδοιπορικού των κατοίκων ενός μόνο χωριού, του Σταυρίν, αναφέρω τα στοιχεία που σημειώσαμε με τον Μαραβελάκη, στο κοινό μας βιβλίο. Σύμφωνα με αυτά, στις 21 Ιανουαρίου 1924 ξεκίνησαν οι ελληνικές οικογένειες από το Σταυρίν, ακολουθώντας τον δημόσιο δρόμο Σταυρίν - Άρδασσα - Ζύγανα Νταγκ Χαμψίκιοϊ - Τσεβισλίκ - Τραπεζούντα. Από εκεί, με τρία ελληνικά πλοία, ανάμεσα στα οποία ήταν η «Καβάλα» και η «Πίνδος», αναχώρησαν για την Ελλάδα και αποβιβάστηκαν στο Μικρό Καραμπουρνού Θεσσαλονίκης και με το τρίτο στον Αγιο Γεώργιο Σαλαμίνας. Κατόπιν, από τους τόπους της αποβίβασής τους, σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, 30 οικογένειες στον Πειραιά, 30 στο Κάτω Θεοδωράκι Κιλκίς, 15 στη Νέα Κρώμνη Δράμας, 10 στον Βόλο, 10 στο Δουροτλάρ (Προάστιο) Εορδαίας, 5 στη Νέα Σάντα Κιλκίς και οι υπόλοιποι σε άλλους τόπους.
Όπως βλέπουμε, η Θεσσαλονίκη υπήρξε το κύριο καταφύγιο προσφύγων, η πόλη όπου έμειναν, τελικά, πολλοί από τους Ποντίους, που κατοικούσαν στις πανάρχαιες παράλιες ελληνικές πόλεις του Ευξείνου, στην Αμισό (Σαμψούντα), στα Κοτύωρα (Ορντού), στην Κερασούντα και στην Τραπεζούντα. Οι αστοί, δηλαδή, Πόντιοι επεζήτησαν την αστική εγκατάσταση.
Και μια αξιοσημείωτη γενική παρατήρηση: όλοι οι πρόσφυγες και ειδικά, βέβαια, οι Πόντιοι, συνεπαρμένοι από τη βαθιά αποτυπωμένη μέσα στην ψυχή τους εικόνα της μακρινής τους πατρίδας, αναζητούσαν στους νέους τόπους τ’ αντίστοιχό της χαρακτηριστικά. Σχηματίζονταν κάποτε επιτροπές, που επισκέπτονταν τους τόπους αυτούς, εξέταζαν τις τυχόν υπάρχουσες ομοιότητες, τα άλλα πλεονεκτήματα που παρουσίαζαν και κατόπιν έκαναν την επιλογή του τόπου και αποφάσιζαν την εγκατάστασή τους.
Οι Πόντιοι, μέσα στις νέες πατρίδες τους διαφύλαξαν τη συνοχή τους, τις ωραίες αξέχαστες παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμά τους, περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική ομάδα προσφύγων, τους χορούς, τα τραγούδια τους, τις φορεσιές τους, γενικά ολόκληρο τον λαϊκό τους πολιτισμό, τον βυζαντινό κόσμο, που μετά την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, τον μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες.

Αποστολος Βακαλοπουλος

Α' Παγκοσμιο Ποντιακο Συνεδριο 7-14 Ιουλιου 1985.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah