Η κοινωνική ζωή
Η ζωή των κατοίκων, όπως είπαμε, ήτο πρωτόγονος αλλά κατά την
γνώμην μου ένας ζηλευτός πρωτογονισμός.
Συνήθως οι οικογένειες ήταν πολυμελείς και αποτελούνταν από 10-12
και 18 ακόμα άτομα
(χουλιάρια). Οικογένειες πατριαρχικές, με πειθαρχία,
υπακοή και σεβασμόν προς τον αρχηγόν. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά την μητέρα του
παππού μου, αλλά η μητέρα μου με έλεγε πως όταν γεννήθηκα ζούσε ακόμα η γιαγιά
του παππού μου η Χρυσάνα, της οποίας εγώ, ο δευτερότοκος υιός του πατέρα μου, ο
οποίος και αυτός ήτο δευτερότοκος υιός του πατέρα του, δηλαδή ο
τρισέγγονος.
Τούτο όμως δεν με φαίνεται διόλου παράξενον, όταν σκέπτομαι ότι οι
απλοϊκοί εκείνοι άνθρωποι παντρεύονταν μόλις έρχονταν εις ηλικίαν γάμου, δηλαδή
από της εφηβικής ακόμα ηλικίας των και επειδή η ζωή ήτο λιτή και απέριττος ήσαν
μακρόζωοι.
Λαραχανή Ματσούκας |
Ο Θάνατος
Η υγεία των κατοίκων ήτο η φυσική υγεία. Γιατροί δεν υπήρχαν ούτε
ένας σε όλη την περιφέρεια, ως φάρμακα δε μεταχειρίζοντο τα πρόχειρα.
Ο θάνατος παντού και πάντοτε είναι σκληρός, κρύος και απαίσιος.
Εάν εις μερικούς τόπους πλήττει μόνον μίαν οικογένειαν ή τους πλησίον της
οικογενείας γειτόνους, εις τα απομακρυσμένα και μεμονωμένα εκείνα χωριά της
Ματσούκας του Πόντου, όπου οι κάτοικοι αποτελούσαν σχεδόν μίαν οικογένειαν, ο
θάνατος έπληττε όλους τους κατοίκους του χωριού.
Μόλις χτυπούσε η καμπάνα του θανάτου, όλοι οι κάτοικοι, οπουδήποτε
και αν ευρίσκοντο εγκατέλειπαν αμέσως τας εργασίας των και επέστρεφαν εις το
σπίτι τους μέχρι της ταφής του αποθανόντος.
Όπως πρωτόγονος ήτο η ταφή, πρωτόγονος περίπου ήτο και η κηδεία
και ο ενταφιασμός λιτός και απέριττος και ο νεκρός απετίθετο εις τας αγκάλας
της μητέρας γης μόνο με ένα σάβανο. Όσο φτωχός και αν ήτο όμως ο νεκρός, πάντοτε
την νεκρώσιμον ακολουθία έψαλλον τρεις ή τέσσερις ιερείς εκ των πλησίον χωρίων
και στην περίπτωσι των ευπορωτέρων και έξι και οκτώ και περισσότεροι.
Κατά την κηδείαν και του πτωχοτέρου ακόμα εμοιράζοντο εις όλους
ανεξαιρέτως κόλλυβα, τα οποία παρασκεύαζον και ετοποθέτουν επί δίσκου «σινίν»
με εξαιρετικήν καλαισθησίαν στολισμένα με καρπόν λεπτοκαρύων επιχρυσωμένων και
διακοσμημένα με εξαιρετική επιμέλειαν. Επίσης εμοίραζον και τεμάχια λευκού
άρτου, ο οποίος μόνον εις την περίπτωσιν αυτή εχρησιμοποιείτο. Ο συνήθης άρτος
ήτο από από αραβόσιτον και μόνον τας εορτάς των Χριστουγέννων, του Νέου Έτους,
των Φώτων και της Λαμπρής παρεσκεύαζον πίτες από πιτυρούχον άλευρον σίτου.
Τα ίδια κόλλυβα και άρτον έκαμναν εις το μνημόσυνον την 3η, την 9η ημέραν
από του θανάτου και κατά το εξάμηνον και τον χρόνον απαρεκλίτως και οι
πτωχότερες ακόμα οικογένειες.
Οι ευπορότερες οικογένειες κατά το ετήσιον μνημόσυνον εκτός από τα
παραπάνω έσφαζαν ένα ή δύο ζώα και παρεσκεύαζον και άλλα φαγητά εκτός από το
κρέας. Συνήθως σούπα με πατάτες και καλούσαν όλο το χωριό και ακόμα και άλλους
των πλησίον χωριών εις συνεστίασιν δια την ψυχήν του νεκρού. Αυτό το έλεγαν
«λουτρουγίαν». Επειδή όμως οι εύποροι ήσαν σπάνιοι και οι «λουτρουγίες»
γίνονταν σπάνια.
Τον νεκρόν το έκλαιγον όλοι οι ενήλικες, αλλά μοιρολογούσαν μόνον
οι δικοί τους. Δεν υπήρχαν όπως αλλού ειδικές μοιρολογίτρες. Ιδίως
μοιρολογούσαν όταν πέθαινε κανείς νέος ή νέα. Και θυμούμαι ένα μοιροόι νέας,
που πέθανε, όπως θυμάμαι, από συρίγγιον «συρατς' αν» και που την μοιρολογούσε η
καλίφωνος μητέρα μ' αυτά σχεδόν τα λόγια :
«Ατού (αυτού) χαράν κι γίνεται, τραπέζ' κι στολιστκάται .
Ατού παίγνιαν κι παίχκεται κρασίν κι ποτισκάται.
Ατού τα δέντρια αφύλλητα και τ' άθια (άνθη) μαρεμένα.
Ατού τα μάτια κουφά κιν τα δόντια ζαγκωμένα
(σκουριασμένα).
Ατού καμίαν κι γελούν πάντα μοιρολογούνε.
Κι ατού τα δέντρα κι φυλλών πουλόπα κι κηλαϊδούνε
».
Περικλής Τριανταφυλλίδης
Εκπαιδευτικός
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου