Θεμελιώδες συναίσθημα της ζωής αυτό που συνδέει τη μάνα με το παιδί, πώς ήταν δυνατόν να μην το απεικονίσει η τέχνη, να μην το υμνήσει η ποίηση! Πολύ δε περισσότερο, όταν η ποιήτρια αξιώθηκε να γίνει τέσσερις φορές μάνα, όπως η Ελευθερία Μαυρίδου, και η μητρική της ιδιότητα πήρε διαστάσεις και μέσα από την αηδονόλαλη ποιητική της έκφραση υψώθηκε ως το μεγαλειώδες αίσθημα του σύμπαντος κόσμου σ’ αυτήν την όγδοη ποιητική, της συλλογή, «Ωδή στη μάνα», με υπότιτλο «Ύμνοι και εγκώμια», έκδοση του 1995, κατορθώνει μέσα από τις εξήντα σελίδες των στίχων της να παρουσιάσει τη μορφή της μάνας, πολυδιάστατα, σε όλες τις φάσεις της λατρείας, του πόνου, της αγωνίας και της εκπληκτικής της αντίστασης στους κινδύνους.
«Μάνα στήριγμα, φως, καταφυγή» για τα παιδιά της, αγάπη που τη ζήλεψαν και άγγελοι ακόμη. Όμως, η Ελευθερία Μαυρίδου δεν αρκείται μόνον στις ειδυλλιακές εικόνες μάνας - παιδιού. Η ματιά της στρέφεται και στις δυστυχισμένες μάνες. Τις μάνες του πολέμου και της βαρβαρότητας, της πείνας και του ολέθρου, που αλαφιασμένες ζητούν από τον Θεό τους βοήθεια.Η μάνα του Τρίτου Κόσμου, που κρατά το σκελετωμένο παιδί της πάνω στο στραγγισμένο στήθος της. Η μάνα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι με τα παραμορφωμένα (σ. σ. από την αμερικανική ατομική βόμβα) παιδιά. Η μάνα της Παλαιστίνης και του Κουρδιστάν. Το κλάμα της Κατερίνας από το Ζαΐρ . Η Εβραία μάνα που στο Νταχάου, γεμάτη φρίκη, ένα σκέλεθρο και η ίδια, γίνεται μάρτυρας και αγία. Η Γιουγκοσλάβα, που σκυμμένη εδώ και τόσον καιρό, θρηνεί σπαρακτικά στους τάφους των παιδιών της. Η Κύπρια μάνα, ντυμένη μαυρομαντηλούσα, που επί είκοσι χρόνια προσμένει το αγνοούμενο παιδί της και το ψάχνει ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Και οι μάνες του ξεριζωμού του 1922, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που στήσαν από την τέφρα την εστία τους.
Παραθέτει, έτσι, με λόγο τρυφερό, χυμώδη και δραματικό, μια εκτεταμένη τοιχογραφία της μάνας και διεισδύει ακόμη και στις πιο ανομολόγητες λεπτεπίλεπτες αλήθειες, που πικραίνουν τη μάνα στο λειτούργημά της και καταπίνει αυτές «τις μικρές γουλιές».
Ξεκινά τη συλλογή η ποιήτρια με τη δική της μάνα, την ώρα του οριστικού αποχωρισμού, με το «αχ μάνα μου». Και σιγοκλαίει σ’ αυτήν την πικρή ώρα που χάνεται η σκέπη τ’ ουρανού καθώς της σταυρώνουν τα χέρια που την ανέθρεψαν, που τη θώπευσαν γλυκά.
Και αμέσως μετά παρουσιάζει τα «Χερουβικά». Την αγαλλίαση της μωρομάνας, που μοσχομυρίζει ο τόπος από την ανάσα του βρέφους της και γύρω πετάν Χερουβείμ για τη ροδαυγή της ζωής που κρατά η μάνα με περισσή λαχτάρα στον κόρφο της.
Μεθοδικά δομημένη η εξαίρετη αυτή «Ωδή στη μάνα» τονίζει έτσι την αντίθεση του τέλους και της αρχής, δηλαδή μυεί τον αναγνώστη στον μυστηριακό κύκλο της αέναης ύπαρξης του ανθρώπου.
Η Ελευθερία Μαυρίδου παρέδωσε μια ξεχωριστή πνευματική δημιουργία, μοναδική, ίσως, για την ελληνική γραμματεία και παράλληλα, κατέθεσε μαρτυρίες για τα δραματικά «ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα. Και όπως Ελευθερία Μαυρίδου πάντα, αυτή η γλυκόλαλη αηδόνα, με τov μελίρρυτό στίχο της, γοητεύει.
Μάνα, βγήκε ο Αυγερινός, ιδές
κι η Πούλια τρέμει στα ψηλά
κ' είν’ το μικρό σου ακόμα αγκαλιά
στη γης, στου ουρανού όλα τα μέρη
πού να την εύρω τέτοια ομορφιά!
Μάνα,κάποιοι άγγελοι
νοιώσανε ζήλια στην καρδιά,
τα Χερουβείμ ο ουρανός τα Σεραφείμ
στέλλει για να γευθούνε μέλι
Μάνας αγάπη για παιδιά.
Αγγελική Στεργίου
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου