Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Αναγέννηση για την Ποντιακή λογοτεχνία.

Η ιστορική περίοδος ανάμεσα στα χρόνια 1927 και 1963, που υπήρξε μια Αναγέννηση για τους Ελληνοπόντιους, θα μείνει ανεπανάληπτη. Οι πρώτοι πρόσφυγες έζησαν, τότε, μια νέα περιπέτεια - μετά από τις ταλαιπωρίες της προσφυγιάς - την περιπέτεια του πνεύματος, του πολιτισμού. Ήταν σαν μια άμιλλα ανάμεσα στους Πόντιους λόγιους, ποιος θα δώσει το καλύτερο, αλλά και τα περισσότερα.
Μιλτιάδης  Νυμφόπουλος
 Στην άμιλλα συμμετείχαν με νεανικό ενθουσιασμό, ο Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις, ο Φίλων Κτενίδης, ο Γιώργος Ζερζελίδης, ο Παντελής Μελανοφρύδης, ο Οδυσσέας Λαμψίδης, ο Στάθης Αθανασιάδης - Γεροστάθης, ο Ιωάννης Αβραμάντης, ο Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος, ο Ανανίας Νικολαΐδης, ο Νίκος Λαπαριδης, ο Ιορδάνης Παμπούκης, ο Πολύχρονης Ενεπεκίδης, ο Ιωακείμ Σαλτσής, ο Σίμος Λιανίδης, ο Γεώργιος Φιρτινίδης, ο Κώστας Καλλίδης, ο Γιώργος Λαμψίδης, ο Νίκος Καπνάς, ο Ξενοφών Άκογλου (Ξένος Ξενίτας), ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, ο Μιχάλης Μεταλλείδης, ο Γεώργιος Σουμελίδης, ο Ζαχαρίας Μουσικίδης, ο Κώστας Ασιατίδης κ. ά.
Το ετήσιο περιοδικό «Αρχείον Πόντου», με τα δημοσιεύματά του, που αφορούσαν την ιστορία, τη λαογραφία, κάπου κάπου και τη λογοτεχνία των Ποντίων, είχε το προβάδισμα στην άμιλλα αυτή και ακολουθούσαν, η «Ποντιακή Εστία», τα «Ποντιακά Φύλλα», τα «Χρονικά του Πόντου», το «Ποντιακό Θέατρο» (Ποντιακό), η «Ποντιακή Φωνή», κατόπιν, κ.τ.λ.
Εκείνη η μαχητική περίοδος, με τον κατοπινά ελεγχόμενο ενθουσιασμό, που τον επέβαλλε ο φόβος μήπως και παρεξηγηθούν «εθνικά» οι Πόντιοι, άρχισε αργά αλλά σταθερά να δίνει τη θέση της στην ελεγχόμενη «ανώδυνη» λαογραφία, μέχρι, περίπου, τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε ζωήρεψε και πάλι το ενδιαφέρον για την ιστορία και τον πολιτισμό των Ποντίων, λιγότερο ενθουσιώδες και αυθόρμητο, περισσότερο, όμως, μεστωμένο και βαθυστόχαστο, για να φτάσει στις τελευταίες δεκαετίες στο αίτημα για αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, και στην εμφάνιση μιας σειράς ιστορικών και λογοτεχνών, πολύ υψηλού επιπέδου.
Φίλων  Κτενίδης
Σήμερα, που οι λόγιοι της πρώτης γενιάς των Ποντίων έφυγαν όλοι, αναρωτιέται κανείς αν έληξε- με τον θάνατό τους - η ενημερωτική, δημιουργική και διδακτική αποστολή τους ή, μήπως το έργο τους θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για παραπέρα έρευνα σε όλα τα επίπεδα πολλών παραμέτρων του πολιτισμού των Ποντίων και, βασικά, του ποντιακού γλωσσικού φαινόμενου.
Η απάντηση είναι ότι δεν ολοκληρώθηκε η αποστολή τους και μετά τη λήξη αυτής της Αναγέννησης, γιατί κάθε αναγέννηση θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για ένα νέο ξεκίνημα και μια καινούργια ανάπτυξη, όπως συνέβη στον μικρασιατικό Πόντο μετά τον Διαφωτισμό του 1880, οπότε το νέο ξεκίνημα έγινε μέσα από τα περιοδικά «Εύξεινος Πόντος» (1880-1881), «Αστήρ του Πόντου» (1884-1886) και «Επιθεώρησις» (1910-1911) της Τραπεζούντας και το περιοδικό «Πόντος» (1910-1911) της Μερζιφούντας.
Οι λόγιοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς των Ποντίων πρόσφεραν όσα είχαν ή όσα πρόφτασαν να προσφέρουν, συμβάλλοντας, άλλος λίγο άλλος πολύ, ποσοτικά και ποιοτικά, στην εξέλιξη του πολιτισμού των Ποντίων. Οι νεότεροι, αντίθετα με την άποψη ορισμένων  ότι ο ποντιακός πολιτισμός αφομοιώθηκε ή αφομοιώνεται από τον γενικότερο ελληνικό πολιτισμό, έχουν χρέος να συνεχίσουν. Ο ποντιακός πολιτισμός - τμήμα του γενικότερου ελληνικού πολιτισμού - δεν μπορεί να αφομοιωθεί. Απλώς παραμερίστηκε. Η λογοτεχνία των Ποντίων δεν βρήκε τη θέση που της αρμόζει και κινείται, ακόμη και σήμερα, στο περιθώριο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Φαίνεται και σήμερα ως ξένο σώμα, κάτι που διαφέρει από την υπόλοιπη ελληνική λογοτεχνία, απλώς και μόνον γιατί δεν μπορεί να γίνει άμεσα κατανοητή, λόγω της διαλέκτου. Η διάλεκτος, όμως, αυτή είναι ελληνική, με περισσότερα αρχαϊκά στοιχεία από την κοινή νεοελληνική και, επομένως, η λογοτεχνία που γράφεται στην ποντιακή διάλεκτο αποτελεί τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Εξετάζεται και προβάλλεται η διαλεκτική, σε μεγάλο μέρος της, κρητική λογοτεχνία, επειδή βρέθηκαν οι Κρητικοί - όχι άλλοι - που τη μελέτησαν και πρόβαλαν τα έργα της.
 Στους Κρητικούς αυτούς ανήκει ο έπαινος και ελάχιστα στους μη Κρητικούς, που, παρεμπιπτόντως, μάλλον, παρά συστηματικά, ασχολήθηκαν με την κρητική λογοτεχνία, που είναι γραμμένη σε θεατρική μορφή και περιλαμβάνει πολύ σημαντικά έργα. Το ίδιο δεν έγινε και με τους Πόντιους, γιατί η ποντιακή λογοτεχνία απομονώθηκε και δεν απασχόλησε τους Πόντιους μελετητές.
 Στάθης Ταξίδης
Οι λόγιοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς εκείνο που έκαναν σωστά ήταν να καταγράψουν, κατά το δυνατόν ο καθένας, τις γνώσεις τους γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό των Ποντίων. Εκτός από λίγους, οι περισσότεροι είχαν περιορισμένες γνώσεις, αυτές που αφορούσαν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι, μερικοί και αυτές που άκουσαν ή διάβασαν, κυρίως για τις περιοχές όπου είχαν ζήσει. Ακόμη, όμως, και οι λίγοι που είχαν μια, περίπου, καθολική γνώση της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελληνοποντίων, δεν αναφέρουν τίποτε για τους άλλους Πόντιους, δηλαδή τους Τούρκους ή μουσουλμάνους, τους Αρμένιους, τους Κούρδους, που ζούσαν κατά χιλιάδες στην περιοχή του μικρασιατικού Πόντου. Δεν ξέρουν τίποτε από τη λογοτεχνία αυτών των εθνοτικών ομάδων κι έτσι δεν μπόρεσαν να κάνουν εκείνοι κάποια σύγκριση και δεν άφησαν πηγές για τους κατοπινούς μελετητές για μια συγκριτική παρουσίαση της λογοτεχνίας. Ο κατοπινός μελετητής είναι, έτσι, υποχρεωμένος να καταφύγει σε απρόσιτες, απλησίαστες πηγές και λόγω γλώσσας και λόγω καταστροφής ή απόκρυψης των πηγών, που οφείλεται στην ασυνεννοησία των πολιτικών ηγετών αυτών των εθνοτήτων.
Παρά τις σημαντικές ελλείψεις τους, ωστόσο, και παρά τις αδυναμίες τους, οι λόγιοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς των Ποντίων, χωρίς να το επιδιώξουν ή και χωρίς να το καταλαβαίνουν σε όλη του την έκταση, επειδή επιδρούσε στη σκέψη τους έντονα ο συναισθηματισμός, με τα γραπτά τους ζωογόνησαν το πνεύμα των κατοπινών λογιών και λογοτεχνών, ακόμη και εκείνων που ξεχωρίζουν κάποιους από τους παλιούς, για να τους απορρίψουν. Όπως και να έχει, στη συνέχεια, η ιδέα που ώθησε τους πρώτους πρόσφυγες ξεπέρασε τα στενά όρια του ποντιακού χώρου, βασίστηκε κατά πολύ στα γενικότερα ποντιακά ήθη, χωρίς να κλείνει τα μάτια στα σύγχρονα, δεν κατόρθωσε, όμως, να προβληθεί όσο έπρεπε και γιατί οι Πόντιοι μπήκαν σε ένα είδος πολιτιστικής καραντίνας - μετά τις καραντίνες της Καλαμαριάς και της Μακρονήσου - από τους υπόλοιπους Έλληνες, εξαιτίας της ποντιακής διαλέκτου, και για άλλους, πολιτικούς λόγους, και έτσι ότι αφορούσε τους Πόντιους έμπαινε στο περιθώριο, εκτός από τον χορό — είναι χορευταράδες! — και κάποια από τα έθιμά τους.
Βλάσης  Αγτζίδης
Οι Πόντιοι λογοτέχνες της δεύτερης γενιάς πλάστηκαν ως ψυχές και ως γνώσεις από τους λογογράφους και λογοτέχνες της πρώτης γενιάς, μερικές φορές από τις προφορικές τους αφηγήσεις, όπως το ομολογούν όλοι, σχεδόν, οι Πόντιοι συγγραφείς, αλλά, κυρίως, από τα γραπτά τους, είτε αυτά αφορούσαν την ιστορία είτε, πάλι, τη λαογραφία και τη λογοτεχνία. Η επίδρασή τους, δηλαδή, υπήρξε άμεση και καταλυτική σε εκείνους, που, στη συνέχεια, έδωσαν σημαντικά έργα, όπως στη λογοτεχνία ο Ηλίας Τσιρκινίδης, που εμφανίστηκε σχετικά αργά, ουσιαστικά ο Στάθης Χριστοφορίδης,, η Βέρα Αντωνιάδου, η Νόρα Κωνσταντινίδου (και στη λαογραφία και ιστορία), ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης (στο θέατρο), ο Ηλίας Γαλανοματίδης, η Ελένη Πιπερίδου - Λαφαζάνη, ο Νίκος Σωματαρίδης, ο Θεόδωρος Αμπεριάδης, ο Γιώργος Χατζόπουλος, ή στην ιστορία, ο Κώστας Φωτιάδης, ο Βλάσης Αγτζίδης, ο Στάθης Πελαγίδης,, ο Πάνος Καϊσίδης, ο Γιώργος Αντωνιάδης (Πάφρα Σερρών), ο Αχιλλέας Ανθεμίδης, ο Γιώργος Θ. Παπαδόπουλος, ο Κώστας Νικολαΐδης, ο Στάθης Ταξίδης, ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ο Παύλος Τσακιρίδης,   ο Χρήστος Κοπτερόπουλος, ο Τάσος Τροχόπουλος, ο Τάκης Τάμης, και στη λαογραφία, ο Νίκος Λαπαρίδης, ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης, ο Γιώργος Χατζόπουλος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος (Γρεβενά), ο Γιώργος Παρχαρίδης (φιλόλογος, Κοζάνη) κ. ά.

Πάνος  Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah