Αναρτώνται δύο δημοσιεύματα απο τοπικές εφημερίδες που έγραψαν για την καμπάνα που έφεραν οι πρόσφυγες Πόντιοι
από το Καρς ο φιλόλογος Δημήτρης Νικοπολιτίδης και ο μακαρίτης δάσκαλος και
καλλιτέχνης Αριστείδης Σιδέρης.
Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στα δύο
κείμενα δεν συμφωνούν απολύτως (όπως το άνομα του δωρητή της καμπάνας τσάρου ή
κάποιοι αριθμοί), ωστόσο όλες είναι ενδιαφέρουσες και χαρακτηριστικές της
κατάστασης που επικρατούσε κατά τη δεκαετία του 1930 σε μια επαρχιακή πόλη,
όπως το Κιλκίς.
Δυστυχώς υπάρχουν πολλά τυπογραφικά
και άλλα λάθη στο δημοσίευμα του αξέχαστου Αριστείδη Σιδέρη, που δυσκολεύουν
την ανάγνωση, για τα οποία έγινε προσπάθεια να εξαλειφθούν όσο είναι δυνατόν. Ο
Σιδέρης γνώριζε πολύ καλά την ελληνική, παρά το γεγονός ότι έζησε επί πολλά
χρόνια στις ΗΠΑ. Εφιστάται η προσοχή του αναγνώστη στην πληροφορία του συγγραφέα - που ανήκε στη συντηρητική παράταξη - ότι «ήτο
το έτος 1946 πον ευρίσκοντο εις Κιλκίς Άγγλοι στρατιώται της 4ης Μεραρχίας».
Ήταν τότε που άρχιζε ο εμφύλιος στην Ελλάδα και οι Αγγλοι βρίσκονταν στο
προσφυγικό Κιλκίς, για να μετράνε τους Έλληνες νεκρούς από τις δύο
αλληλοεξοντωνόμενες παρατάξεις!
Η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε τραγικά αποτελέσματα και για τις 70.000, περίπου, Ελληνοπόντιους του Καρς - Αρταχάν. Ο,τι απέκτησαν με μεγάλους κόπους και μόχθους στα 40 χρόνια (1878-1918) που έζησαν εκεί, αναγκάστηκαν, για να γλιτώσουν από την εκδικητική μανία των Τούρκων, να τα εγκαταλείψουν και να πάρουν το δρόμο για την αιώνια πατρίδα, που τους ήταν εντελώς άγνωστη και που μόνον ακουστά την είχαν.
Μέσα στην παραζάλη και τη μεγάλη σύγχυση που επικράτησε τότε εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης, δεν ξέχασαν τη μεγάλη καμπάνα που τους χάρισε ο τσάρος Νικόλαος Β' και που κοσμούσε την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του Καρς.
Η μεγάλη καμπάνα του Καρς, μπροστά στο ναό του Αγίου Γεωργίου, στον ομώνυμο λόφο. |
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης έμεινε μέχρι το 1929, μέχρι να περιέλθει, δηλαδή, στην κυριότητα των Ποντοκαυκασίων του Κιλκίς, γιατί έως τότε ήταν στην κυριότητα των Πο-ντοκαυκασίων Καλαμαριάς. Το 1929 μεταφέρθηκε σιδηροδρομικός στο σταθμό Κιλκίς, στην Κρηστώνα, και από εκεί φορτώθηκε και μεταφέρθηκε με κάρο, ειδικά κατασκευασμένο για το βάρος της καμπάνας, που ζύγιζε τέσσερις, περίπου, τόνους (256 πουντ) και τοποθετήθηκε στην αυλή της μητρόπολης. Εκεί έγινε προσκύνημα από τους Κιλκισιώτες και ιδιαιτέρως τους Καρσλήδες. Συγκίνηση, δάκρυα και πολλές αναμνήσεις. Όλοι θυμούνταν μεγαλεία του παρελθόντος.
Δεν θα ξεχάσω τη χαρά της θείας μου Ειρήνης, αδελφής του πατέρα μου, και τα συγκινητικά της λόγια: Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά σην εγκλεσίαν, επήγα εγκαλάστα το, εφίλεσα’ το και έκλαψα.
Συγκινούμαι, και ποιος δεν συγκινείται, κάθε φορά που θυμάμαι τα νοσταλγικά λόγια της θείας μου, κι ας ήμουν μικρό παιδί τότε που τα άκουσα.
Το 1933 πάρθηκε απόφαση από το κοινοτικό συμβούλιο Κιλκίς να μεταφερθεί η καμπάνα και να τοποθετηθεί στον λόφο του Αγίου Γεωργίου. Η μεταφορά της πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι φωτογραφίες της εποχής. Ομιλητής ορίστηκε ο διευθυντής του γυμνασίου Κιλκίς Αθανάσιος Τσούντας, ανεψιός του αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα, από τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας. Η μεταφορά έγινε με δύο ζεύγη βουβάλια και δύο ζεύγη βόδια. Τοποθετήθηκε η καμπάνα σε ένα πρόχειρο καμπαναριό, που κατασκεύασε ο σιδηρουργός Χαράλαμπος Κουραλίδης. Το καινούργιο γλωσσίδι κατασκεύασε ο επίσης σιδηρουργός Αλέξανδρος Τσαβδαρίδης. Ο βροντερός ήχος της μεγάλης καμπάνας ακουγόταν σε απόσταση 20 έως 25 χιλιομέτρων.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και σε ανύποπτο χρόνο, η μεγάλη καμπάνα του Καρς ξεκρεμάστηκε και μεταφέρθηκε και πάλι στην αυλή της μητρόπολης. Το 1956, με εντολή του τότε μητροπολίτη Πολυανής-Αξιωτών-Παιονίας και Κιλκισίου Ιωακείμ Σμυρνιώτη, η μεγάλη καμπάνα κομματιάστηκε και στάλθηκε σε χυτήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο έφτιαξε από το μέταλλο εφτά μικρές καμπάνες, αυτές που υπάρχουν στο καμπαναριό της μητρόπολης.
Το κειμήλιο - γιατί για κειμήλιο επρόκειτο - που έπρεπε να κοσμεί την πόλη του Κιλκίς και να θυμίζει τις αλησμόνητες πατρίδες στις επερχόμενες γενιές, είχε, δυστυχώς, αυτό το άδοξο και τραγικό τέλος.
Δημήτρης Νικοπολιτίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου