ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα ρευστή, καθώς άλλαξαν συνεχώς τα σύνορα, ενώ με πολύ μεγάλη ευκολία συνάπτονταν και διαλύονταν συμμαχίες ανάμεσα σε παλαιά και νέα κράτη.
Οι συγκρούσεις μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων της ηπείρου, μετά το Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870, μεταφέρθηκαν είτε έξω από την Ευρώπη, με τη μορφή του αποικιακού ανταγωνισμού, είτε στην περιφέρεια, με την αναζωπύρωση του γνωστού Ανατολικού Ζητήματος. Παράλληλα, σε αυτό το σύνθετο και με πολλές παραμέτρους διπλωματικό παιχνίδι προστέθηκαν και άλλοι παίκτες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, αλλά και κράτη που είχαν δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η Σερβία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης, αναδύθηκαν νέες ιδεολογίες, ως «παρενέργεια» της εφαρμογής της αρχής των εθνοτήτων, όλες με πρώτο συνθετικό το παν- (παγγερμανισμός, πανσλαβισμός, παντουρανισμός κ.ά.). Έτσι, διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την επόμενη μεγάλη σύγκρουση.
Οι ισχυροί όμως πρωταγωνιστές, παρά τις αξιώσεις που πρόβαλλε ο καθένας και την ένταση που πολλές φορές επικρατούσε, δεν ευνοούσαν με τη στάση τους, εκείνη τη χρονική στιγμή, τις ανοιχτές συγκρούσεις ανάμεσα στους «μικρούς», τους δευτεραγωνιστές, όπως ήταν και η Ελλάδα, διότι κατανοούσαν πως ένα μικρής κλίμακας επεισόδιο εύκολα θα οδηγούσε σε γενικευμένη σύγκρουση, όπως αποδείχθηκε περίτρανα έπειτα από μερικές δεκαετίες στο Σεράγεβο. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου του 1878, Ν.Η.), δηλαδή ως μια αξιόλογη προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων να αποφασίζουν για ζητήματα ασφάλειας και ειρήνης, λαμβάνοντας υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και αποφεύγοντας τη διασάλευση της ισορροπίας ισχύος σε περιοχές μεγάλου ενδιαφέροντος - κάτι τέτοιο συνέβη με τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή μετά το Συνέδριο του Βερολίνου.
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Οι αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου αποτέλεσαν σταθμό για τις ελληνικές επιδιώξεις στο χώρο της Βαλκανικής. Εκτός από τα εδαφικά οφέλη που προέκυψαν για τη χώρα -προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου (ο σημερινός νομός Άρτας παραχωρήθηκε στην Ελλάδα) με τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (2 Ιουλίου του 1881, Ν.Η.) - και το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η δημιουργία ενός υπερμεγέθους βουλγαρικού κράτους, έστω και αυτόνομου, όπως πρόβλεπε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (5 Μαρτίου του 1878), η ελληνική εξωτερική πολιτική έγινε πιο ευέλικτη.
Ο αλυτρωτισμός που συνδαύλιζε τη Μεγάλη Ιδέα συνεχίστηκε, ωστόσο το υπουργείο Εξωτερικών εφάρμοσε νέες μεθόδους για τη διείσδυση στις αλύτρωτες περιοχές. Για παράδειγμα, αξιοποίησε πιο αποτελεσματικά, σε σχέση με το παρελθόν, τα ελληνικά σχολεία. Βέβαια, όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν σήμαιναν πλήρη κατανόηση του νέου δόγματος ευρωπαϊκής ασφάλειας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις του συνεδρίου: Οποιαδήποτε επέκταση συνόρων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε θα είχε την απόλυτη συναίνεση των Μεγάλων Δυνάμεων είτε θα αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός, ως συνέπεια στρατιωτικής νίκης.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΣΤΟΝ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου (1881), το ελληνικό κράτος διευρύνθηκε κατά 13.000 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμός του αυξήθηκε κατά 500.000 κατοίκους. Οι Έλληνες της Κρήτης, οι οποίοι εκείνη την περίοδο δεν δημιούργησαν προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση, αποζημιώθηκαν με την επέκταση του Οργανικού Νόμου του 1868, που κατοχυρώθηκε με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878). Η σύμβαση πρόβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, ότι θα γινόταν ετήσια συνέλευση στην οποία οι χριστιανοί θα είχαν την πλειοψηφία, ενώ ορίστηκε ως επίσημη γλώσσα της συνέλευσης και των δικαστηρίων η ελληνική.
Παρά τα εδάφη που κέρδισαν και τα άλλα οφέλη, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και η κυβέρνησή του δέχτηκαν ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια από την αντιπολίτευση, στην οποία ηγετικό ρόλο έπαιζε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τότε ο Τρικούπης κατήγγειλε τον Κουμουνδούρο ως προδότη, αλλά, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, στις αρχές του 1882, ακολούθησε, ευτυχώς για τη χώρα, διαφορετική πολιτική.
Πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει τις αψυχολόγητες και τυχοδιωκτικές ενέργειες, δηλαδή να μην απειλεί με πόλεμο την Τουρκία και να πάψει να στέλνει αντάρτες στα εδάφη της, και να ασχοληθεί με το νοικοκύρεμα των οικονομικών της, την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής (σιδηρόδρομος, οδικό δίκτυο, λιμάνια), την ενίσχυση της παραγωγής και του εμπορίου, καθώς και την αναδιοργάνωση και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών της. Ορθά, λοιπόν, επαναπροσδιόρισε τους σκοπούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, δίνοντας μεγάλη σημασία στην προσέγγιση της Τουρκίας και της Αυστρίας, στην τήρηση επιφυλακτικής στάσης απέναντι στη Σερβία και κυρίως απέναντι στη Βουλγαρία, την οποία προσπάθησε να προσεγγίσει χωρίς επιτυχία, εξαιτίας των φανερών πλέον διεκδικήσεων που πρόβαλλαν οι δύο αυτές χώρες στη Μακεδονία.
Το Σεπτέμβριο του 1885 ο Δηλιγιάννης, ο οποίος στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Τρικούπη στην πρωθυπουργία, αντιμετώπισε τη σοβαρή κρίση που ξέσπασε με την προσπάθεια της Βουλγαρίας να προσαρτήσει πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία στα εδάφη της. Ο Δηλιγιάννης, αν και σκόπευε να εμπλέξει τη χώρα σε πόλεμο, κήρυξε γενική επιστράτευση, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, που αξίωσαν με τελεσίγραφο την αποστράτευση, ενώ οι Βρετανοί απέκλεισαν και ελληνικά λιμάνια. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Έπειτα από λίγες μέρες (Μάιος 1886) ο Τρικούπης επανήλθε στην εξουσία για να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό του έργο.
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
Ο Τρικούπης, μετά την επάνοδό του στην εξουσία, συνέχισε την προσπάθειά του να προετοιμάσει τη χώρα στο στρατιωτικό τομέα και να την καταστήσει αξιόλογο και αξιόπιστο παράγοντα της διεθνούς πολιτικής στην περιοχή. Έτσι, προχώρησε στη μετάκληση γαλλικής στρατιωτικής και ναυτικής αποστολής για να βελτιώσει την εκπαίδευση του προσωπικού, ενώ συγχρόνως αναδιοργάνωσε τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Επίσης, μείωσε τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας για να εξοικονομήσει χρήματα, τα οποία χρησιμοποίησε μαζί με εκείνα του ομολογιακού δανείου των 40.000.000 δραχμών για την αγορά εξοπλισμού και εφοδίων για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ανάμεσα σε αυτές τις αγορές ήταν τα τρία θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά που ναυπηγήθηκαν στη Γαλλία, οι τέσσερις ατμομυοδρόμωνες τύπου Αλφειός που κατασκευάστηκαν στην Αγγλία και πολλές άλλες μικρότερες μονάδες του στόλου.
Ένας από τους κύριους στόχους του ήταν να απαρτίζεται το στράτευμα από ευσυνείδητους αξιωματικούς και όχι από ένστολους πολιτικούς, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, προκειμένου να επικρατεί πειθαρχία. Γι’ αυτό απαγόρευσε στους εν ενεργεία αξιωματικούς κάτω από το βαθμό του συνταγματάρχη να μετέχουν ως υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές.
Σε πολιτικό, τέλος, επίπεδο προσπάθησε να διαλύσει τις διάφορες «πατριωτικές οργανώσεις», οι οποίες συχνά παρενέβαιναν στο κυβερνητικό έργο, με επικίνδυνες για τα συμφέροντα της χώρας συνέπειες, ενώ ανάμεσα στα μέλη τους συγκαταλέγονταν και πολλοί αξιωματικοί.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η συνετή πολιτική του Τρικούπη έδωσε τη θέση της στη χρεοκοπία που αναγκάστηκε να κηρύξει το 1893 ως αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας αλλά και της υπερχρέωσης της χώρας, για την οποία και ο ίδιος ήταν υπεύθυνος. Το γεγονός αυτό ανέκοψε το εκσυγχρονιστικό του έργο και επανέφερε στο προσκήνιο δυνάμεις που, στο όνομα των δικαίων του έθνους, άφησαν την εξωτερική πολιτική στα χέρια εξωθεσμικών παραγόντων, όπως ήταν η Εθνική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1894.
Η δυσμενής οικονομική κατάσταση, οι πιέσεις των ξένων ομολογιούχων -ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και Έλληνες- για ορθολογιστική διαχείριση του χρέους και η αδυναμία της κυβέρνησης του Δηλιγιάννη να πετύχει έναν έντιμο συμβιβασμό είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη η εσφαλμένη εντύπωση ότι η χώρα ήταν θύμα διεθνούς εκβιασμού. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την αλλοπρόσαλλη πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στους στρατιωτικούς, οι οποίοι, εξαιτίας άστοχων ενεργειών και υποχωρήσεών της, είχαν γίνει και πάλι ρυθμιστές της εξωτερικής πολιτικής. Όλα αυτά οδήγησαν σε νέες περιπέτειες.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα ρευστή, καθώς άλλαξαν συνεχώς τα σύνορα, ενώ με πολύ μεγάλη ευκολία συνάπτονταν και διαλύονταν συμμαχίες ανάμεσα σε παλαιά και νέα κράτη.
Οι συγκρούσεις μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων της ηπείρου, μετά το Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870, μεταφέρθηκαν είτε έξω από την Ευρώπη, με τη μορφή του αποικιακού ανταγωνισμού, είτε στην περιφέρεια, με την αναζωπύρωση του γνωστού Ανατολικού Ζητήματος. Παράλληλα, σε αυτό το σύνθετο και με πολλές παραμέτρους διπλωματικό παιχνίδι προστέθηκαν και άλλοι παίκτες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, αλλά και κράτη που είχαν δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η Σερβία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης, αναδύθηκαν νέες ιδεολογίες, ως «παρενέργεια» της εφαρμογής της αρχής των εθνοτήτων, όλες με πρώτο συνθετικό το παν- (παγγερμανισμός, πανσλαβισμός, παντουρανισμός κ.ά.). Έτσι, διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την επόμενη μεγάλη σύγκρουση.
Οι ισχυροί όμως πρωταγωνιστές, παρά τις αξιώσεις που πρόβαλλε ο καθένας και την ένταση που πολλές φορές επικρατούσε, δεν ευνοούσαν με τη στάση τους, εκείνη τη χρονική στιγμή, τις ανοιχτές συγκρούσεις ανάμεσα στους «μικρούς», τους δευτεραγωνιστές, όπως ήταν και η Ελλάδα, διότι κατανοούσαν πως ένα μικρής κλίμακας επεισόδιο εύκολα θα οδηγούσε σε γενικευμένη σύγκρουση, όπως αποδείχθηκε περίτρανα έπειτα από μερικές δεκαετίες στο Σεράγεβο. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου του 1878, Ν.Η.), δηλαδή ως μια αξιόλογη προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων να αποφασίζουν για ζητήματα ασφάλειας και ειρήνης, λαμβάνοντας υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και αποφεύγοντας τη διασάλευση της ισορροπίας ισχύος σε περιοχές μεγάλου ενδιαφέροντος - κάτι τέτοιο συνέβη με τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή μετά το Συνέδριο του Βερολίνου.
Τα μοναστήρια των Μετεώρων το 1912 |
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Οι αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου αποτέλεσαν σταθμό για τις ελληνικές επιδιώξεις στο χώρο της Βαλκανικής. Εκτός από τα εδαφικά οφέλη που προέκυψαν για τη χώρα -προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου (ο σημερινός νομός Άρτας παραχωρήθηκε στην Ελλάδα) με τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (2 Ιουλίου του 1881, Ν.Η.) - και το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η δημιουργία ενός υπερμεγέθους βουλγαρικού κράτους, έστω και αυτόνομου, όπως πρόβλεπε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (5 Μαρτίου του 1878), η ελληνική εξωτερική πολιτική έγινε πιο ευέλικτη.
Ο αλυτρωτισμός που συνδαύλιζε τη Μεγάλη Ιδέα συνεχίστηκε, ωστόσο το υπουργείο Εξωτερικών εφάρμοσε νέες μεθόδους για τη διείσδυση στις αλύτρωτες περιοχές. Για παράδειγμα, αξιοποίησε πιο αποτελεσματικά, σε σχέση με το παρελθόν, τα ελληνικά σχολεία. Βέβαια, όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν σήμαιναν πλήρη κατανόηση του νέου δόγματος ευρωπαϊκής ασφάλειας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις του συνεδρίου: Οποιαδήποτε επέκταση συνόρων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε θα είχε την απόλυτη συναίνεση των Μεγάλων Δυνάμεων είτε θα αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός, ως συνέπεια στρατιωτικής νίκης.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΣΤΟΝ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου (1881), το ελληνικό κράτος διευρύνθηκε κατά 13.000 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμός του αυξήθηκε κατά 500.000 κατοίκους. Οι Έλληνες της Κρήτης, οι οποίοι εκείνη την περίοδο δεν δημιούργησαν προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση, αποζημιώθηκαν με την επέκταση του Οργανικού Νόμου του 1868, που κατοχυρώθηκε με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878). Η σύμβαση πρόβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, ότι θα γινόταν ετήσια συνέλευση στην οποία οι χριστιανοί θα είχαν την πλειοψηφία, ενώ ορίστηκε ως επίσημη γλώσσα της συνέλευσης και των δικαστηρίων η ελληνική.
Παρά τα εδάφη που κέρδισαν και τα άλλα οφέλη, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και η κυβέρνησή του δέχτηκαν ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια από την αντιπολίτευση, στην οποία ηγετικό ρόλο έπαιζε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τότε ο Τρικούπης κατήγγειλε τον Κουμουνδούρο ως προδότη, αλλά, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, στις αρχές του 1882, ακολούθησε, ευτυχώς για τη χώρα, διαφορετική πολιτική.
Πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει τις αψυχολόγητες και τυχοδιωκτικές ενέργειες, δηλαδή να μην απειλεί με πόλεμο την Τουρκία και να πάψει να στέλνει αντάρτες στα εδάφη της, και να ασχοληθεί με το νοικοκύρεμα των οικονομικών της, την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής (σιδηρόδρομος, οδικό δίκτυο, λιμάνια), την ενίσχυση της παραγωγής και του εμπορίου, καθώς και την αναδιοργάνωση και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών της. Ορθά, λοιπόν, επαναπροσδιόρισε τους σκοπούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, δίνοντας μεγάλη σημασία στην προσέγγιση της Τουρκίας και της Αυστρίας, στην τήρηση επιφυλακτικής στάσης απέναντι στη Σερβία και κυρίως απέναντι στη Βουλγαρία, την οποία προσπάθησε να προσεγγίσει χωρίς επιτυχία, εξαιτίας των φανερών πλέον διεκδικήσεων που πρόβαλλαν οι δύο αυτές χώρες στη Μακεδονία.
Το Σεπτέμβριο του 1885 ο Δηλιγιάννης, ο οποίος στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Τρικούπη στην πρωθυπουργία, αντιμετώπισε τη σοβαρή κρίση που ξέσπασε με την προσπάθεια της Βουλγαρίας να προσαρτήσει πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία στα εδάφη της. Ο Δηλιγιάννης, αν και σκόπευε να εμπλέξει τη χώρα σε πόλεμο, κήρυξε γενική επιστράτευση, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, που αξίωσαν με τελεσίγραφο την αποστράτευση, ενώ οι Βρετανοί απέκλεισαν και ελληνικά λιμάνια. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Έπειτα από λίγες μέρες (Μάιος 1886) ο Τρικούπης επανήλθε στην εξουσία για να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό του έργο.
Χαρίλαος Τρικούπης |
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
Ο Τρικούπης, μετά την επάνοδό του στην εξουσία, συνέχισε την προσπάθειά του να προετοιμάσει τη χώρα στο στρατιωτικό τομέα και να την καταστήσει αξιόλογο και αξιόπιστο παράγοντα της διεθνούς πολιτικής στην περιοχή. Έτσι, προχώρησε στη μετάκληση γαλλικής στρατιωτικής και ναυτικής αποστολής για να βελτιώσει την εκπαίδευση του προσωπικού, ενώ συγχρόνως αναδιοργάνωσε τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Επίσης, μείωσε τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας για να εξοικονομήσει χρήματα, τα οποία χρησιμοποίησε μαζί με εκείνα του ομολογιακού δανείου των 40.000.000 δραχμών για την αγορά εξοπλισμού και εφοδίων για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ανάμεσα σε αυτές τις αγορές ήταν τα τρία θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά που ναυπηγήθηκαν στη Γαλλία, οι τέσσερις ατμομυοδρόμωνες τύπου Αλφειός που κατασκευάστηκαν στην Αγγλία και πολλές άλλες μικρότερες μονάδες του στόλου.
Ένας από τους κύριους στόχους του ήταν να απαρτίζεται το στράτευμα από ευσυνείδητους αξιωματικούς και όχι από ένστολους πολιτικούς, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, προκειμένου να επικρατεί πειθαρχία. Γι’ αυτό απαγόρευσε στους εν ενεργεία αξιωματικούς κάτω από το βαθμό του συνταγματάρχη να μετέχουν ως υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές.
Σε πολιτικό, τέλος, επίπεδο προσπάθησε να διαλύσει τις διάφορες «πατριωτικές οργανώσεις», οι οποίες συχνά παρενέβαιναν στο κυβερνητικό έργο, με επικίνδυνες για τα συμφέροντα της χώρας συνέπειες, ενώ ανάμεσα στα μέλη τους συγκαταλέγονταν και πολλοί αξιωματικοί.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η συνετή πολιτική του Τρικούπη έδωσε τη θέση της στη χρεοκοπία που αναγκάστηκε να κηρύξει το 1893 ως αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας αλλά και της υπερχρέωσης της χώρας, για την οποία και ο ίδιος ήταν υπεύθυνος. Το γεγονός αυτό ανέκοψε το εκσυγχρονιστικό του έργο και επανέφερε στο προσκήνιο δυνάμεις που, στο όνομα των δικαίων του έθνους, άφησαν την εξωτερική πολιτική στα χέρια εξωθεσμικών παραγόντων, όπως ήταν η Εθνική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1894.
Η δυσμενής οικονομική κατάσταση, οι πιέσεις των ξένων ομολογιούχων -ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και Έλληνες- για ορθολογιστική διαχείριση του χρέους και η αδυναμία της κυβέρνησης του Δηλιγιάννη να πετύχει έναν έντιμο συμβιβασμό είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη η εσφαλμένη εντύπωση ότι η χώρα ήταν θύμα διεθνούς εκβιασμού. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την αλλοπρόσαλλη πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στους στρατιωτικούς, οι οποίοι, εξαιτίας άστοχων ενεργειών και υποχωρήσεών της, είχαν γίνει και πάλι ρυθμιστές της εξωτερικής πολιτικής. Όλα αυτά οδήγησαν σε νέες περιπέτειες.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897
Η δράση της Εθνικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1894 και διαλύθηκε υπό το βάρος των δυσμενών στρατιωτικών εξελίξεων το 1897, ήταν μια πολιτική εκτροπή στο δημόσιο βίο της χώρας. Αυτό φάνηκε κυρίως με το υπόμνημα που έστειλε η Εταιρεία στις αρχές του 1897 προς το βασιλιά Γεώργιο Α' και προς τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη. Με το υπόμνημα, το ύφος του οποίου λίγο απείχε από εκείνο ενός pronunciamiento -αν και η Εταιρεία δεν είχε θεσμικό ρόλο-, ζητούσε από τους πολιτειακούς παράγοντες να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να προετοιμάσουν το έθνος για πόλεμο.
Η ηχηρή «υπενθύμιση» προς την πολιτική ηγεσία του αυτονόητου για κάθε στρατό, δηλαδή της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, μαρτυρούσε ότι οι αξιωματικοί που είχαν περιέλθει στους κόλπους της Εθνικής Εταιρείας προσπαθούσαν να επιβάλουν εξωθεσμικές λύσεις στη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας.
Η Εθνική Εταιρεία, με την ανοχή της κυβέρνησης και με τις ευλογίες πολλών πολιτικών, στρατιωτικών και εκπροσώπων του εμπορικού και βιομηχανικού κόσμου, κατάφερε με τη βοήθεια του Τύπου να εξάψει το πατριωτικό αίσθημα του λαού. Παράλληλα, σχεδίασε την αποστολή αντάρτικων σωμάτων τα οποία στη συνέχεια προωθήθηκαν στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Αφορμή για την «εξόρμηση» στάθηκε μια εξέγερση των Κρητικών το 1896, που αντιμετωπίστηκε με σκληρότητα από την οθωμανική κυβέρνηση πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στις 3 Φεβρουάριου του 1897 σώμα εθελοντών υπό το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσο με το πρόσχημα της προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών, αν και οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ήδη στείλει ναυτικές μοίρες γι’ αυτόν το σκοπό.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, με διάβημά τους προς τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, ζήτησαν την αποχώρηση άνευ όρων του ελληνικού εθελοντικού σώματος και των Τούρκων ατάκτων, καθώς και την αναγνώριση της αυτονομίας της Κρήτης και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του σουλτάνου στο νησί.
Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, υπό την πίεση λαϊκών εκδηλώσεων που υποκινούνταν από την Εταιρεία και επειδή φοβόταν τυχόν ανατροπή του, απέρριψε το διάβημα, αποδεχόμενος μόνο την περίπτωση της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Η κλιμάκωση της κρίσης, κυρίως από την Ελλάδα, στην οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν πρόθυμες να παρέμβουν υπέρ κανενός, οδήγησε στη σύγκρουση. Στις 5 Απριλίου του 1897 η Πύλη, επικαλούμενη παραβίαση των συνόρων της από ελληνικές αντάρτικες ομάδες, κήρυξε τον πόλεμο. Η Αθήνα, διά στόματος πρωθυπουργού, αποδέχτηκε την πρόκληση, επιρρίπτοντας στην Τουρκία την ευθύνη για την έναρξη των εχθροπραξιών.
Θωρηκτό Αβέρωφ |
Ο ΑΤΥΧΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στον πόλεμο εντελώς απροετοίμαστος, ενώ αντίθετα ο τουρκικός ήταν επαρκώς προετοιμασμένος, σε επιτελικό και τακτικό επίπεδο, από Γερμανούς συμβούλους, ιδιαίτερα από το συνταγματάρχη Κόλμαρ Γκολτς. Μέχρι τις 12 Απριλίου οι ελληνικές δυνάμεις υπερασπίζονταν τις θέσεις τους επί της μεθοριακής γραμμής στα βόρεια της Λάρισας. Η αδικαιολόγητη όμως οπισθοχώρηση μονάδων πυροβολικού και πεζικού στη διάρκεια της μάχης των Δελερίων κατέληξε σε γενική υποχώρηση του στρατού αρχικά προς τη Λάρισα και στη συνέχεια προς τα Φάρσαλα (13 Απριλίου). Η κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν τραγική και ο διάδοχος του θρόνου και αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος προσπάθησε να πετύχει την ανασύνταξή του. Στο μεταξύ ο Τούρκος αρχιστράτηγος Ετέμ πασάς κινήθηκε προς το Βόλο για να καταλάβει την πόλη.
Παρά τις συνεχείς και επίμονες προσπάθειες τους, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση της III Ελληνικής Ταξιαρχίας στην περιοχή του Βελεστίνου (15-18 Απριλίου του 1897) και μόνο όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος διέταξε σύμπτυξη προς τα Φάρσαλα κατέλαβαν το Βόλο. Στη συνέχεια, στις 23 Απριλίου, στράφηκαν εναντίον του κυρίως σώματος του ελληνικού στρατού στα Φάρσαλα. Στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου, οι εκδηλώσεις του όχλου εξώθησαν την κυβέρνηση του Δηλιγιάννη σε παραίτηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Δημήτριος Ράλλης, ενώ είχε καταλυθεί η έννομος τάξη.
Στη μάχη που έγινε στα Φάρσαλα (23 Απριλίου), αν και ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις των Τούρκων, εντούτοις, επειδή ο Κωνσταντίνος είχε βάσιμες υπόνοιες ότι εξελισσόταν κυκλωτικός ελιγμός από τον αντίπαλο, αποφασίστηκε η συντεταγμένη σύμπτυξη στις οχυρές θέσεις του Δομοκού. Εκεί οι ελληνικές δυνάμεις θα έδιναν την αποφασιστική, για την περαιτέρω εξέλιξη του πολέμου, μάχη.
Στις 5 Μαΐου άρχισε η μάχη, η οποία τελικά οδήγησε και σε νέα σύμπτυξη του ελληνικού στρατού στην περιοχή της διάβασης της Όθρυος, Δερβέν Φούρκας. Η μάχη και σε αυτή την τοποθεσία κατέληξε σε νέα ήττα των Ελλήνων, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως προς τη Λαμία.
Η αποτελεσματική παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β' έπεισε το σουλτάνο να αποδεχτεί την κατάπαυση του πυρός. Η ανακωχή υπογράφηκε στην Ταράτσα της Λαμίας (8 Μαΐου του 1897) τη στιγμή που οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να καταλάβουν την πόλη της Λαμίας και να κινηθούν στη συνέχεια προς την Αθήνα. Επιχειρήσεις πολύ μικρότερης κλίμακας έγιναν και στο μέτωπο της Ηπείρου, αλλά οι δύο μάχες που έδωσαν ο ελληνικές δυνάμεις στα Πέντε Πηγάδια και στο Γρίμποβο δεν ήταν νικηφόρες.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ
Οι όροι της συνθήκης που υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Νοεμβρίου του 1897 μαρτυρούσαν την αποφασιστικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να διατηρήσουν τη μεταξύ τους ομοφωνία στο Ανατολικό Ζήτημα. Οι εδαφικοί όροι ήταν ανέλπιστα επιεικείς για την Ελλάδα, η οποία έχανε μόνο ορισμένα στρατηγικής σημασίας υψώματα στη συνοριακή γραμμή. Οι οικονομικοί όροι όμως ήταν επαχθείς.
Η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στην Τουρκία πολεμική αποζημίωση ύψους 4.000.000 τουρκικών λιρών, αντί των 10.000.000 που η τελευταία απαιτούσε. Για να αποπληρωθεί το δάνειο που θα έδιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην Ελλάδα για την πληρωμή της αποζημίωσης, αλλά και για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ομολογιούχων, ορίστηκε διεθνής οικονομική επιτροπή για τον έλεγχο των δημοσιονομικών του ελληνικού κράτους (Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου).
Αντίθετα από τα παραπάνω, επιτυχής ήταν για την Ελλάδα η διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος. Η Κρήτη απέκτησε καθεστώς αυτονομίας, ύπατος αρμοστής των Μεγάλων Δυνάμεων ορίστηκε ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεώργιου Α', πρίγκιπας Γεώργιος, διατηρήθηκε η υψηλή κυριαρχία του σουλτάνου και διατάχθηκε η εκκένωση του νησιού από τις τουρκικές φρουρές. Ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στην Κρήτη το Δεκέμβριο του 1898 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς η εκεί παρουσία του ερμηνεύτηκε ως αρχή της ένωσης.
National Geographic Magazine
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου