Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Μετά την ήττα στον πόλεμο του 1897 το Κρητικό Ζήτημα πέρασε σε δεύτερη μοίρα για την ελληνική διπλωματία. Η αυτονόμηση της Μεγαλονήσου προοιωνιζόταν τη μελλοντική επιδίκαση του ζητήματος αυτού στην Ελλάδα. Αντίθετα, η διαρκής ενίσχυση της παρουσίας των Βουλγάρων στη Μακεδονία, στην αρχή με την ίδρυση σχολείων και οικοτροφείων με την επιρροή της Εξαρχίας και στη συνέχεια με πιο δυναμικές ενέργειες, είχε θορυβήσει κυρίως νεαρούς Έλληνες αξιωματικούς και διπλωμάτες, καθώς και μια ομάδα πανεπιστημιακών, που ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει.
Ήδη από το 1899 Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζόμενων χριστιανικών πληθυσμών. Η πολιτική όμως αυτή δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, γι’ αυτό οι κομιτατζήδες εξαπέλυσαν λίγο μετά το 1900 ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον Ελλήνων και Σέρβων, επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό των πληθυσμών της Μακεδονίας.
Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης έπεισε την Ελλάδα να εγκαταλείψει τη μέχρι τότε παθητική στάση της και να στείλει στη Μακεδονία ομάδες ανταρτών με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς (Παύλος Μελάς, Τέλλος Αγαπηνός κ.ά.). Στόχος ήταν να προστατέψουν τους ανυπεράσπιστους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς, με τη βοήθεια ενός δικτύου πρακτόρων τα νήματα του οποίου κινούσαν τα προξενεία του Μοναστηριού (υποπρόξενος Ίων Δραγούμης) και της Θεσσαλονίκης (πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς) με τη συνεργασία του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ουσιαστικά διμέτωπος, αφού οι ομάδες των ανταρτών (μακεδονομάχοι) έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τις τουρκικές δυνάμεις καταστολής.
Οι συγκρούσεις κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια (1904-1908), αλλά κατά την Επανάσταση των Νεότουρκων (Ιούλιος 1908), με τη γενική αμνηστία που παραχωρήθηκε, επιβλήθηκε μια άτυπη ανακωχή στο χώρο της Μακεδονίας. Η Ελλάδα από τους αγώνες αυτούς βγήκε ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ
Η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία και οι συνεχείς επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το πρόσχημα της προστασίας των διαφόρων εθνοτήτων, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν την αντίδραση νέων μορφωμένων Τούρκων αξιωματικών. Αυτοί πίστευαν ότι, αν οι ίδιοι επιχειρούσαν επανάσταση, θα έβαζαν τέλος στην κακοδιοίκηση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' και οι ξένοι δεν θα είχαν πλέον την πρόφαση να επέμβουν.
Η επανάσταση, υπό την ηγεσία των Εμβέρ, Τζεμάλ και Ταλαάτ, ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1908 και οι διακηρύξεις των αξιωματικών για αδελφοσύνη και ισονομία ανάμεσα στις εθνότητες γέμισαν με ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας.
Οι ελπίδες όμως αυτές γρήγορα διαψεύστηκαν, καθώς έγινε φανερό ότι οι Νεότουρκοι στην πραγματικότητα ήθελαν να αφομοιώσουν τις άλλες εθνότητες. Η σύγκρουση ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων με έπαθλο τη Μακεδονία φαινόταν αναπόφευκτη.
Η Ελλάδα, η οποία είχε αποφύγει να εμπλακεί στα γεγονότα που ακολούθησαν την Επανάσταση στο Θέρισο της Κρήτης -στην οποία πρωταγωνίστησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (Μάρτιος 1905) - και είχαν ως αποτέλεσμα νέες παραχωρήσεις στους Κρητικούς εκ μέρους των Τούρκων, έκανε το ίδιο και το 1908.
Τότε και πάλι οι κάτοικοι του νησιού κήρυξαν την ένωση με το ελληνικό βασίλειο. Οι κυβερνήσεις του Γ. Θεοτόκη και του Δ. Ράλλη, υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα και τις απειλές της Τουρκίας και αναλογιζόμενες τις συνέπειες της ήττας του 1897, προτίμησαν να κρατήσουν την περίφημη και άκρως ταπεινωτική για τον ελληνικό λαό «άψογον στάσιν».
Η οργή και η απελπισία των Ελλήνων αξιωματικών οδήγησαν σε μια επανάσταση, ανάλογη με εκείνη των Νεότουρκων, η οποία οφειλόταν στην αγανάκτηση των στρατιωτικών για τους συμβιβασμούς των πολιτικών κ,λπ., καθώς και στις νέες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Το κίνημα εκδηλώθηκε, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά, στο Γουδί τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστουτου 1909.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ
Το κίνημα αυτό των αξιωματικών είχε το λαό με το μέρος του. Μάλιστα, στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου διατυπώθηκαν επαναστατικές για την εποχή αξιώσεις: επιβολή φόρου εισοδήματος, προστασία της παραγωγής, βελτίωση της θέσης των εργατών, καταδίκη της τοκογλυφίας κ.ά. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό του παλιού πολιτικού κόσμου, η αδυναμία του Στρατιωτικού Συνδέσμου -έργο του οποίου υπήρξε η επανάσταση- να υποδείξει συγκεκριμένες λύσεις αποτελμάτωσε τους σκοπούς του και δημιούργησε την εντύπωση ότι η χώρα θα επανερχόταν στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 1909.
Η έμπνευση όμως που είχαν ορισμένοι αξιωματικοί να καλέσουν στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποδείχθηκε σωτήρια όχι μόνο για την επανάσταση αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Ο Βενιζέλος τους συμβούλευσε να προκηρύξουν εκλογές για την ανάδειξη αναθεωρητικής Βουλής προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Από τις εκλογές αυτές νικητής βγήκε ο Βενιζέλος, ενώ αναδείχθηκαν και νέα πρόσωπα από τις αστικές και αγροτικές περιοχές.
Ο κύριος σκοπός του Βενιζέλου ήταν να εκσυγχρονίσει το κράτος, να εξυγιάνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα συστηματικής εργασίας και να οργανώσει στρατό και στόλο ικανό για την άμυνα της χώρας, αφού, όπως πολύ ορθά διέβλεπε, ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναπόφευκτος. Για την καλύτερη προετοιμασία, μάλιστα, του στρατού κάλεσε γαλλική αποστολή υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Εντού.
Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΕΣ
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αντιθέσεις ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη φαινόταν ότι ήταν τόσο έντονες ώστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έπρεπε να ανησυχεί για πιθανή συμμαχία τους εναντίον της. Όμως, η Επανάσταση των Νεότουρκων και η εθνικιστική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση, η οποία προέκυψε από αυτή, απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες έπεισαν τις κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου ότι η σύμπραξη και η συνεργασία ήταν τα μόνα μέσα για να πετύχουν την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.
Την πρώτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση έκαναν η Βουλγαρία (βασιλιάς Φερδινάνδος) και η Σερβία (βασιλιάς Πέτρος), χώρες σλαβικές αλλά με αντικρουόμενα συμφέροντα. Το 1909, με τη βοήθεια του Ρώσου πρεσβευτή στο Βελιγράδι Χάρτβιγκ, οι δύο χώρες αποκατέστησαν τις μεταξύ τους σχέσεις και σύναψαν μυστική συνθήκη (Σόφια, 13 Μαρτίουτου 1912) με επιθετικό χαρακτήρα (πρόβλεπε και επιθετικές πρωτοβουλίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμη και στην περίπτωση που ένας από τους δύο συμμάχους θα εκτιμούσε ότι κινδύνευαν ζωτικά του συμφέροντα). Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Γκέσωφ έδινε μεγάλη σημασία στη συμμαχία με τη Σερβία, θεωρώντας ότι η Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την ήττα του 1897, μόνο από θαλάσσης μπορούσε να βοηθήσει τον κοινό αγώνα.
Υπό αυτό το πρίσμα ξεκίνησαν μυστικές συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία στα τέλη του 1911, οι οποίες στις 29 Μαΐου του 1912 κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας (η μια χώρα θα βοηθούσε την άλλη αν δεχόταν επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι δύο αυτές συνθήκες συνοδεύονταν και από πρωτόκολλα στρατιωτικής συνεργασίας.
Τη στιγμή της έκρηξης του πολέμου καμιά συνθήκη δεν συνέδεε την Ελλάδα και τη Σερβία, ενώ οι συνεννοήσεις των συμμάχων με το Μαυροβούνιο ήταν καθαρά προφορικές.
Παρά τις αντιδράσεις, κυρίως της Γαλλίας και λιγότερο της Βρετανίας, για το ενδεχόμενο αλλαγής των συνόρων στη Βαλκανική και παρά τους φόβους της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας για τις επιπτώσεις που θα είχε ένας πόλεμος στα συμφέροντά τους, οι σύμμαχοι, εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη θέση της Τουρκίας, εξαιτίας του Ιταλοτουρκικού Πολέμου του 1911 και της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Αλβανία, κλιμάκωσαν τις πιέσεις τους επιδιώκοντας την κήρυξη του πολέμου.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912 (Π.Η.) ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου Νικόλαος κήρυξε πρώτος τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λίγες μέρες αργότερα ακολούθησαν και οι υπόλοιποι σύμμαχοι (5 Οκτωβρίου του 1912).
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η ελληνική πλευρά, προεξοφλώντας την έναρξη των επιχειρήσεων, είχε φροντίσει να στείλει νωρίς στη Μακεδονία 250 περίπου μακεδονομάχους. Αυτοί είχαν εντολή να προετοιμάσουν τον ντόπιο πληθυσμό για την επικείμενη εξόρμηση του ελληνικού στρατού, σχηματίζοντας αντάρτικες ομάδες, ικανές να δράσουν επικουρικά προς τις τακτικές δυνάμεις.
Ο ελληνικός στρατός ήταν χωρισμένος σε δύο συγκροτήματα: ένα υπό το διάδοχο Κωνσταντίνο (τέσσερις μεραρχίες ενεργού στρατού, τρεις εφεδρικές και μία ταξιαρχία ιππικού), το οποίο κινήθηκε από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία, και ένα άλλο υπό το στρατηγό Σαπουντζάκη (ένα σύνταγμα πεζικού, τέσσερα τάγματα ευζώνων, ένα τάγμα εθνοφρουρών, δύο μοίρες πυροβολικού και μία ίλη ιππικού), που όφειλε να διεξαγάγει αμυντικό αγώνα στον ποταμό Άραχθο σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Οι ελληνικές δυνάμεις κινήθηκαν στην κατεύθυνση Ελασσόνας-Σερβίας-Κοζάνης και κατόρθωσαν να απωθήσουν τις τουρκικές δυνάμεις στη μάχη της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και λίγο αργότερα στο Σαραντάπορο (9 Οκτωβρίου).
Στις 13 Οκτωβρίου οι Έλληνες είχαν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή της Κοζάνης και με παρότρυνση του πρωθυπουργού Βενιζέλου ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κινηθεί προς τη Βέροια και μετά να επιδιώξει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προλαβαίνοντας έτσι τα προελαύνοντα βουλγαρικά στρατεύματα.
Στις 19 και στις 20 Οκτωβρίου οι Τούρκοι αντέταξαν άμυνα στην περιοχή των Γιαννιτσών, προσπαθώντας να αποτρέψουν τη διάβαση του Αξιού ποταμού, αλλά δεν τα κατάφεραν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Θεσσαλονίκη. Μετά τη διάβαση του Αξιού ο ελληνικός στρατός κινήθηκε προς την πόλη, ακολουθώντας την ίδια οδό που είχε ακολουθήσει πριν από 482 χρόνια ο Μουράτ Β'.
Στις 26 Οκτωβρίου ο αρχιστράτηγος των τουρκικών δυνάμεων στη Μακεδονία, Ταξίν πασάς, μόλις αντιλήφθηκε ότι οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποκλείσει κάθε δρόμο διαφυγής, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Την επομένη ο ελληνικός στρατός παρέλασε στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων η V Ελληνική Μεραρχία, πλαγιοφυλακή της στρατιάς, ενώ επιχειρούσε να κινηθεί προς τη Φλώρινα, δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες, αφού στην αρχή την καθήλωσαν, κατόπιν την έτρεψαν σε άτακτη φυγή προς την Κοζάνη (μάχη του Σόροβιτς ή Αμύνταιου, 21-24 Οκτωβρίου).
Η ατυχής αυτή εξέλιξη δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική προέλαση, ενώ η διαλυμένη V Μεραρχία, υπό νέα διοίκηση, ανασυντάχτηκε στην Κοζάνη και συνέχισε την προέλαση προς το Μοναστήρι.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Τη στιγμή που υπογραφόταν η συνθηκολόγηση στη Θεσσαλονίκη, έφτασε στις παρυφές της πόλης η VII Βουλγαρική Μεραρχία, η οποία είχε προελάσει διαμέσου της κοιλάδας του ποταμού Στρυμόνα. Ο Βούλγαρος στρατηγός αξίωσε να επιτραπεί η είσοδος της μεραρχίας στην πόλη, αν και στο μεταξύ είχε εγγράφως ενημερωθεί για τη συνθηκολόγηση. Η επιμονή αυτή πρόδιδε την προσπάθεια των Βουλγάρων να εμφανίσουν τη συνθηκολόγηση ως προϊόν κοινής ελληνοβουλγαρικής δράσης, ώστε την κατάλληλη στιγμή να προβάλουν δικαιώματα συγκυριαρχίας (condominium).
Η έντονη αντίδραση του Κωνσταντίνου στο βουλγαρικό αίτημα -επέτρεψε μόνο την είσοδο δύο ταγμάτων στην πόλη, των οποίων ηγούνταν οι πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλος, για λόγους αβρότητας προς το πρόσωπό τους- είχε ως αποτέλεσμα να ξεκαθαρίσει στη συνείδηση των μελών της βουλγαρικής ηγεσίας ότι μόνο με τα όπλα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη Θεσσαλονίκη.
Ο ελληνικός στρατός δεν σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη. Επιθυμία της ελληνικής ηγεσίας ήταν να εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της προς τους Σέρβους, γι’ αυτό άρχισε μια ταχεία προέλαση προς το Μοναστήρι, ώστε σι τουρκικές δυνάμεις να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών. Οι επιχειρήσεις του Οστρόβου, όπως είναι περισσότερο γνωστές, οδήγησαν στην κατάληψη της Φλώρινας, ενώ η παρουσία ισχυρών ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή έπεισε τους Τούρκους να παραδώσουν το Μοναστήρι στους Σέρβους.
Οι ίδιοι κατέφυγαν στην Κορυτσά για να εμποδίσουν κίνηση των Ελλήνων προς τα Ιωάννινα μέσω Λεσκοβικίου. Σύντομα η Κορυτσά καταλήφθηκε (7 Δεκεμβρίου) από τρεις ελληνικές μεραρχίες και έτσι απελευθερώθηκε η δίοδος προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου.
National Geographic Magazine
Μετά την ήττα στον πόλεμο του 1897 το Κρητικό Ζήτημα πέρασε σε δεύτερη μοίρα για την ελληνική διπλωματία. Η αυτονόμηση της Μεγαλονήσου προοιωνιζόταν τη μελλοντική επιδίκαση του ζητήματος αυτού στην Ελλάδα. Αντίθετα, η διαρκής ενίσχυση της παρουσίας των Βουλγάρων στη Μακεδονία, στην αρχή με την ίδρυση σχολείων και οικοτροφείων με την επιρροή της Εξαρχίας και στη συνέχεια με πιο δυναμικές ενέργειες, είχε θορυβήσει κυρίως νεαρούς Έλληνες αξιωματικούς και διπλωμάτες, καθώς και μια ομάδα πανεπιστημιακών, που ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει.
Ήδη από το 1899 Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζόμενων χριστιανικών πληθυσμών. Η πολιτική όμως αυτή δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, γι’ αυτό οι κομιτατζήδες εξαπέλυσαν λίγο μετά το 1900 ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον Ελλήνων και Σέρβων, επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό των πληθυσμών της Μακεδονίας.
Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης έπεισε την Ελλάδα να εγκαταλείψει τη μέχρι τότε παθητική στάση της και να στείλει στη Μακεδονία ομάδες ανταρτών με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς (Παύλος Μελάς, Τέλλος Αγαπηνός κ.ά.). Στόχος ήταν να προστατέψουν τους ανυπεράσπιστους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς, με τη βοήθεια ενός δικτύου πρακτόρων τα νήματα του οποίου κινούσαν τα προξενεία του Μοναστηριού (υποπρόξενος Ίων Δραγούμης) και της Θεσσαλονίκης (πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς) με τη συνεργασία του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ουσιαστικά διμέτωπος, αφού οι ομάδες των ανταρτών (μακεδονομάχοι) έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τις τουρκικές δυνάμεις καταστολής.
Οι συγκρούσεις κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια (1904-1908), αλλά κατά την Επανάσταση των Νεότουρκων (Ιούλιος 1908), με τη γενική αμνηστία που παραχωρήθηκε, επιβλήθηκε μια άτυπη ανακωχή στο χώρο της Μακεδονίας. Η Ελλάδα από τους αγώνες αυτούς βγήκε ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ
Η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία και οι συνεχείς επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το πρόσχημα της προστασίας των διαφόρων εθνοτήτων, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν την αντίδραση νέων μορφωμένων Τούρκων αξιωματικών. Αυτοί πίστευαν ότι, αν οι ίδιοι επιχειρούσαν επανάσταση, θα έβαζαν τέλος στην κακοδιοίκηση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' και οι ξένοι δεν θα είχαν πλέον την πρόφαση να επέμβουν.
Η επανάσταση, υπό την ηγεσία των Εμβέρ, Τζεμάλ και Ταλαάτ, ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1908 και οι διακηρύξεις των αξιωματικών για αδελφοσύνη και ισονομία ανάμεσα στις εθνότητες γέμισαν με ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας.
Οι ελπίδες όμως αυτές γρήγορα διαψεύστηκαν, καθώς έγινε φανερό ότι οι Νεότουρκοι στην πραγματικότητα ήθελαν να αφομοιώσουν τις άλλες εθνότητες. Η σύγκρουση ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων με έπαθλο τη Μακεδονία φαινόταν αναπόφευκτη.
Η Ελλάδα, η οποία είχε αποφύγει να εμπλακεί στα γεγονότα που ακολούθησαν την Επανάσταση στο Θέρισο της Κρήτης -στην οποία πρωταγωνίστησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (Μάρτιος 1905) - και είχαν ως αποτέλεσμα νέες παραχωρήσεις στους Κρητικούς εκ μέρους των Τούρκων, έκανε το ίδιο και το 1908.
Τότε και πάλι οι κάτοικοι του νησιού κήρυξαν την ένωση με το ελληνικό βασίλειο. Οι κυβερνήσεις του Γ. Θεοτόκη και του Δ. Ράλλη, υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα και τις απειλές της Τουρκίας και αναλογιζόμενες τις συνέπειες της ήττας του 1897, προτίμησαν να κρατήσουν την περίφημη και άκρως ταπεινωτική για τον ελληνικό λαό «άψογον στάσιν».
Η οργή και η απελπισία των Ελλήνων αξιωματικών οδήγησαν σε μια επανάσταση, ανάλογη με εκείνη των Νεότουρκων, η οποία οφειλόταν στην αγανάκτηση των στρατιωτικών για τους συμβιβασμούς των πολιτικών κ,λπ., καθώς και στις νέες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Το κίνημα εκδηλώθηκε, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά, στο Γουδί τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστουτου 1909.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ
Το κίνημα αυτό των αξιωματικών είχε το λαό με το μέρος του. Μάλιστα, στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου διατυπώθηκαν επαναστατικές για την εποχή αξιώσεις: επιβολή φόρου εισοδήματος, προστασία της παραγωγής, βελτίωση της θέσης των εργατών, καταδίκη της τοκογλυφίας κ.ά. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό του παλιού πολιτικού κόσμου, η αδυναμία του Στρατιωτικού Συνδέσμου -έργο του οποίου υπήρξε η επανάσταση- να υποδείξει συγκεκριμένες λύσεις αποτελμάτωσε τους σκοπούς του και δημιούργησε την εντύπωση ότι η χώρα θα επανερχόταν στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 1909.
Η έμπνευση όμως που είχαν ορισμένοι αξιωματικοί να καλέσουν στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποδείχθηκε σωτήρια όχι μόνο για την επανάσταση αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Ο Βενιζέλος τους συμβούλευσε να προκηρύξουν εκλογές για την ανάδειξη αναθεωρητικής Βουλής προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Από τις εκλογές αυτές νικητής βγήκε ο Βενιζέλος, ενώ αναδείχθηκαν και νέα πρόσωπα από τις αστικές και αγροτικές περιοχές.
Ο κύριος σκοπός του Βενιζέλου ήταν να εκσυγχρονίσει το κράτος, να εξυγιάνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα συστηματικής εργασίας και να οργανώσει στρατό και στόλο ικανό για την άμυνα της χώρας, αφού, όπως πολύ ορθά διέβλεπε, ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναπόφευκτος. Για την καλύτερη προετοιμασία, μάλιστα, του στρατού κάλεσε γαλλική αποστολή υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Εντού.
Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΕΣ
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αντιθέσεις ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη φαινόταν ότι ήταν τόσο έντονες ώστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έπρεπε να ανησυχεί για πιθανή συμμαχία τους εναντίον της. Όμως, η Επανάσταση των Νεότουρκων και η εθνικιστική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση, η οποία προέκυψε από αυτή, απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες έπεισαν τις κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου ότι η σύμπραξη και η συνεργασία ήταν τα μόνα μέσα για να πετύχουν την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.
Την πρώτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση έκαναν η Βουλγαρία (βασιλιάς Φερδινάνδος) και η Σερβία (βασιλιάς Πέτρος), χώρες σλαβικές αλλά με αντικρουόμενα συμφέροντα. Το 1909, με τη βοήθεια του Ρώσου πρεσβευτή στο Βελιγράδι Χάρτβιγκ, οι δύο χώρες αποκατέστησαν τις μεταξύ τους σχέσεις και σύναψαν μυστική συνθήκη (Σόφια, 13 Μαρτίουτου 1912) με επιθετικό χαρακτήρα (πρόβλεπε και επιθετικές πρωτοβουλίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμη και στην περίπτωση που ένας από τους δύο συμμάχους θα εκτιμούσε ότι κινδύνευαν ζωτικά του συμφέροντα). Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Γκέσωφ έδινε μεγάλη σημασία στη συμμαχία με τη Σερβία, θεωρώντας ότι η Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την ήττα του 1897, μόνο από θαλάσσης μπορούσε να βοηθήσει τον κοινό αγώνα.
Υπό αυτό το πρίσμα ξεκίνησαν μυστικές συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία στα τέλη του 1911, οι οποίες στις 29 Μαΐου του 1912 κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης αμυντικής συμμαχίας (η μια χώρα θα βοηθούσε την άλλη αν δεχόταν επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι δύο αυτές συνθήκες συνοδεύονταν και από πρωτόκολλα στρατιωτικής συνεργασίας.
Τη στιγμή της έκρηξης του πολέμου καμιά συνθήκη δεν συνέδεε την Ελλάδα και τη Σερβία, ενώ οι συνεννοήσεις των συμμάχων με το Μαυροβούνιο ήταν καθαρά προφορικές.
Παρά τις αντιδράσεις, κυρίως της Γαλλίας και λιγότερο της Βρετανίας, για το ενδεχόμενο αλλαγής των συνόρων στη Βαλκανική και παρά τους φόβους της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας για τις επιπτώσεις που θα είχε ένας πόλεμος στα συμφέροντά τους, οι σύμμαχοι, εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη θέση της Τουρκίας, εξαιτίας του Ιταλοτουρκικού Πολέμου του 1911 και της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Αλβανία, κλιμάκωσαν τις πιέσεις τους επιδιώκοντας την κήρυξη του πολέμου.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912 (Π.Η.) ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου Νικόλαος κήρυξε πρώτος τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λίγες μέρες αργότερα ακολούθησαν και οι υπόλοιποι σύμμαχοι (5 Οκτωβρίου του 1912).
Παύλος Μελάς |
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η ελληνική πλευρά, προεξοφλώντας την έναρξη των επιχειρήσεων, είχε φροντίσει να στείλει νωρίς στη Μακεδονία 250 περίπου μακεδονομάχους. Αυτοί είχαν εντολή να προετοιμάσουν τον ντόπιο πληθυσμό για την επικείμενη εξόρμηση του ελληνικού στρατού, σχηματίζοντας αντάρτικες ομάδες, ικανές να δράσουν επικουρικά προς τις τακτικές δυνάμεις.
Ο ελληνικός στρατός ήταν χωρισμένος σε δύο συγκροτήματα: ένα υπό το διάδοχο Κωνσταντίνο (τέσσερις μεραρχίες ενεργού στρατού, τρεις εφεδρικές και μία ταξιαρχία ιππικού), το οποίο κινήθηκε από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία, και ένα άλλο υπό το στρατηγό Σαπουντζάκη (ένα σύνταγμα πεζικού, τέσσερα τάγματα ευζώνων, ένα τάγμα εθνοφρουρών, δύο μοίρες πυροβολικού και μία ίλη ιππικού), που όφειλε να διεξαγάγει αμυντικό αγώνα στον ποταμό Άραχθο σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Οι ελληνικές δυνάμεις κινήθηκαν στην κατεύθυνση Ελασσόνας-Σερβίας-Κοζάνης και κατόρθωσαν να απωθήσουν τις τουρκικές δυνάμεις στη μάχη της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και λίγο αργότερα στο Σαραντάπορο (9 Οκτωβρίου).
Στις 13 Οκτωβρίου οι Έλληνες είχαν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή της Κοζάνης και με παρότρυνση του πρωθυπουργού Βενιζέλου ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κινηθεί προς τη Βέροια και μετά να επιδιώξει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προλαβαίνοντας έτσι τα προελαύνοντα βουλγαρικά στρατεύματα.
Στις 19 και στις 20 Οκτωβρίου οι Τούρκοι αντέταξαν άμυνα στην περιοχή των Γιαννιτσών, προσπαθώντας να αποτρέψουν τη διάβαση του Αξιού ποταμού, αλλά δεν τα κατάφεραν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Θεσσαλονίκη. Μετά τη διάβαση του Αξιού ο ελληνικός στρατός κινήθηκε προς την πόλη, ακολουθώντας την ίδια οδό που είχε ακολουθήσει πριν από 482 χρόνια ο Μουράτ Β'.
Στις 26 Οκτωβρίου ο αρχιστράτηγος των τουρκικών δυνάμεων στη Μακεδονία, Ταξίν πασάς, μόλις αντιλήφθηκε ότι οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποκλείσει κάθε δρόμο διαφυγής, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Την επομένη ο ελληνικός στρατός παρέλασε στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων η V Ελληνική Μεραρχία, πλαγιοφυλακή της στρατιάς, ενώ επιχειρούσε να κινηθεί προς τη Φλώρινα, δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες, αφού στην αρχή την καθήλωσαν, κατόπιν την έτρεψαν σε άτακτη φυγή προς την Κοζάνη (μάχη του Σόροβιτς ή Αμύνταιου, 21-24 Οκτωβρίου).
Η ατυχής αυτή εξέλιξη δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική προέλαση, ενώ η διαλυμένη V Μεραρχία, υπό νέα διοίκηση, ανασυντάχτηκε στην Κοζάνη και συνέχισε την προέλαση προς το Μοναστήρι.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Τη στιγμή που υπογραφόταν η συνθηκολόγηση στη Θεσσαλονίκη, έφτασε στις παρυφές της πόλης η VII Βουλγαρική Μεραρχία, η οποία είχε προελάσει διαμέσου της κοιλάδας του ποταμού Στρυμόνα. Ο Βούλγαρος στρατηγός αξίωσε να επιτραπεί η είσοδος της μεραρχίας στην πόλη, αν και στο μεταξύ είχε εγγράφως ενημερωθεί για τη συνθηκολόγηση. Η επιμονή αυτή πρόδιδε την προσπάθεια των Βουλγάρων να εμφανίσουν τη συνθηκολόγηση ως προϊόν κοινής ελληνοβουλγαρικής δράσης, ώστε την κατάλληλη στιγμή να προβάλουν δικαιώματα συγκυριαρχίας (condominium).
Η έντονη αντίδραση του Κωνσταντίνου στο βουλγαρικό αίτημα -επέτρεψε μόνο την είσοδο δύο ταγμάτων στην πόλη, των οποίων ηγούνταν οι πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλος, για λόγους αβρότητας προς το πρόσωπό τους- είχε ως αποτέλεσμα να ξεκαθαρίσει στη συνείδηση των μελών της βουλγαρικής ηγεσίας ότι μόνο με τα όπλα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη Θεσσαλονίκη.
Ο ελληνικός στρατός δεν σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη. Επιθυμία της ελληνικής ηγεσίας ήταν να εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της προς τους Σέρβους, γι’ αυτό άρχισε μια ταχεία προέλαση προς το Μοναστήρι, ώστε σι τουρκικές δυνάμεις να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών. Οι επιχειρήσεις του Οστρόβου, όπως είναι περισσότερο γνωστές, οδήγησαν στην κατάληψη της Φλώρινας, ενώ η παρουσία ισχυρών ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή έπεισε τους Τούρκους να παραδώσουν το Μοναστήρι στους Σέρβους.
Οι ίδιοι κατέφυγαν στην Κορυτσά για να εμποδίσουν κίνηση των Ελλήνων προς τα Ιωάννινα μέσω Λεσκοβικίου. Σύντομα η Κορυτσά καταλήφθηκε (7 Δεκεμβρίου) από τρεις ελληνικές μεραρχίες και έτσι απελευθερώθηκε η δίοδος προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου.
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου