Εκείνο το απόγευμα, μετά τη φθινοπωρινή βροχή, ένιωσα την ανάγκη να βγω από το πατρικό σπίτι και να περπατήσω, να περπατήσω κι εγώ δεν ήξερα προς ποια κατεύθυνση, αρκεί να ξέφευγα από τις έγνοιες. Ήθελα να αισθανθώ τη μυρωδιά της βροχής πάνω στους δρόμους, στην κάθε είδους γωνιά και να ξεχάσω για λίγο τα βάσανα της καθημερινότητας. Δεν με ενδιέφερε πού θα με οδηγούσαν τα ασπόνδυλα πεζοδρόμια.
Ένα ήταν σίγουρο: δεν θα ξέφευγα εύκολα από κάποια όρια του εαυτού μου, του χώρου και του χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, τα όρια του χώρου ήταν η δυτική Θεσσαλονίκη. Περιοχή που την έζησα από μικρό παιδί και είδα όλες τις σταδιακά εμφανιζόμενες μεταμορφώσεις της.
Βγήκα από την εξώπορτα της πατρικής μονοκατοικίας. Γύρω μου άπλετο τσιμέντο, με τη μορφή πολυκατοικιών. Η βροχή είχε πλύνει δρόμους και πεζοδρόμια, σαν να τα είχε εξαγνίσει από την αδιαφορία του ανθρώπου για τα έσω και τα τριγύρω. Σημάδι της ξαφνικής και παρατεταμένης βροχής αποτελούσε μαζί με τους βρεγμένους δρόμους και ο ήχος του νερού που είχε μαζευτεί σε ταράτσες και μπαλκόνια και τώρα κυλούσε από τα λούκια, καταλήγοντας στους δρόμους και στα φρεάτια. Το νερό είχε ξεπλύνει λάδια και μαυρίλες από αυτοκίνητα, σκουπίδια, ακαθαρσίες από κατοικίδια ή αδέσποτα και φτυσίματα ανθρώπων. Ακόμη και σε κανονικές συνθήκες, χωρίς βροχή, ο άνθρωπος που περπατάει και διαθέτει καλή όραση, θα πρέπει να τα αποφεύγει όλα αυτά συνέχεια, με σλάλομ ή οχτάρια, σαν μεθυσμένος.
Είναι τόσο πολλά όλα αυτά που εμποδίζουν τον πεζό να βαδίσει σε δρόμους και πεζοδρόμια ... Αυτή είναι, εν μέρει, η εμφανής βρώμα και ακαταστασία των πόλεων.
Τα βήματά μου με οδήγησαν στην άκρη μιας πολυκατοικίας, μπροστά σε μια πλατεία, που έδινε την εντύπωση ξέφωτου σε δάσος. Ένιωσα να με αγγίζει μια ακτίνα φωτός από τον απογευματινό ήλιο που εμφανίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα σαν αθλητής, που παραδίδει τη σκυτάλη στον άνεμο, στα σύννεφα, τη βροχή και το κρύο του χειμώνα, που δεν θα αργούσε να εμφανιστεί.
Περπατούσα ώρα πολλή ανάμεσα στις πολυκατοικίες, αυτές που χτίστηκαν στη θέση των αμπελιών, των μπαξέδων και των μονοκατοικιών. Μια άλλη δροσιά είχαν, από όσο θυμάμαι, τα πρόσωπα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Στα ίδια πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη, αργότερα, μια απορία, που έδειχνε το ακατανόητο του πράγματος και ένα βλέμμα, στο οποίο ήταν αποτυπωμένο ένα πελώριο «γιατί», χωρίς απάντηση. Αυτοί υπήρξαν τα πρώτα θύματα της αστυφιλίας. Η μόνη παρηγοριά, προς το τέλος της ζωής τους, υπήρξε η διέξοδος προς τα ταβερνάκια με τη βαρελίσια ρετσίνα, όπου, μαζεμένοι σε παρέες, με μια κιθάρα, τραγουδούσαν τα βράδια παλιές καντάδες.
... Για μια κιθαρίτσα ξενυχτάνε τα κορίτσια
για ν’ ακούσουν της αγάπης τη φωνή ...
Παιδιά εμείς τότε, τρέχαμε στις αλάνες με ξεφούσκωτες μπάλες για ποδόσφαιρο, κάθε είδους παιχνίδι, κρυφτό, ποδήλατο, ... πόλεμο και άλλα. Εκείνο, όμως, που μας συνέπαιρνε όλους ήταν όταν ακουγόταν ο ήχος από εκείνα τα μικρά μονοκινητήρια εκπαιδευτικά αεροπλάνα, τα αεροπλανάκια, όπως τα λέγαμε, που πετούσαν χαμηλά και έριχναν διαφημιστικά. «Αεροπλανάκι», φωνάζαμε τότε όλοι μαζί, και ξεχυνόμασταν τρέχοντας σαν αλλοπαρμένοι προς τη μεριά που ο άνεμος παράσερνε τα μικρά και πολύχρωμα διαφημιστικά χαρτάκια. Τι ωραίο θέαμα ήταν να βλέπεις να πέφτουν κατά εκατοντάδες κυματιστά τα πολύχρωμα μικρά χαρτάκια! Σαν να έπεφτε ό,τι πολυτιμότερο είχε ο ουρανός. Κι εμείς τρέχαμε, τρέχαμε μακριά σε άλλες γειτονιές, για να τα αισθανθούμε να πέφτουν γύρω μας, επάνω μας και ν’ απλώνουμε τα χεράκια μας να μαζέψουμε όσο πιο πολλά γινόταν.
Σε μια τέτοια περιπλάνηση, διαπιστώσαμε ότι ανάμεσα στα χαρτάκια υπήρχε και ένα μικρό περιοδικό. Αυτό το κράτησα για πολλά χρόνια, στο τέλος, όμως, το πέταξα. Στις δύο πρώτες σελίδες έδειχνε έναν άνθρωπο που έβοσκε πρόβατα στο λιβάδι. Στην επόμενη εικόνα έδειχνε ένα εργοστάσιο διύλισης πετρελαίου, στο μέρος όπου ο βοσκός έβοσκε προηγουμένως τα πρόβατα. Η τελευταία σελίδα έδειχνε τον βοσκό στην είσοδο του νεόκτιστου εργοστασίου, εκεί όπου πλέον δούλευε, δίπλα στο IX αυτοκίνητό του, ντυμένο με κοστούμι και γραβάτα. Πρόβατα, φυσικά, δεν υπήρχαν πια. Αυτό συνέβη πριν χτιστεί το διυλιστήριο πετρελαίου.
Μετά από κάποια χρόνια λειτουργίας, η μόλυνση στην περιοχή αυτή είναι ανυπολόγιστη. Οι κήποι (μπαξέδες), οι λαχανόκηποι και τα αμπέλια δεν υπάρχουν πια. Βιοτεχνίες, βιομηχανίες και βυρσοδεψεία συσσωρεύτηκαν με το χρόνο και δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα μόλυνσης του περιβάλλοντος, αλλά και αντιαισθητικές εικόνες. Αυτός είναι ο λόγος που η δυτική Θεσσαλονίκη, πέρα από την πλατεία Δημοκρατίας, όπως ονομάζεται σήμερα, ή πλατεία Βαρδάρη ή Ιωάννου Μεταξά, όπως ονομαζόταν κατά καιρούς, δεν υπάρχει για την «υψηλή κοινωνία» της Θεσσαλονίκης. Λες και όταν προσπερνάς το πρόβλημα που προκάλεσες, αυτό παύει να υπάρχει!...
Σκέψεις και βήματα με οδήγησαν στην γνώριμη πολύβουη πλατεία Επταλόφου, όπου τα καφέ και οι δρόμοι με τα μαγαζιά ήταν γεμάτα με νέους ανθρώπους , ενώ οι μεγαλύτεροι κάθονταν στα παγκάκια γύρω από το συντριβάνι. Κάθε είδους συζήτηση , ανακατεμένη με τους ήχους των εναλλασσόμενων πιδάκων και των διάφορων τροχοφόρων. Αισθάνθηκα το νου μου να πνίγεται στο γύρω τίποτα και τάχυνα το βήμα να βρω έναν παράδρομο να ξεφύγω από την κακώς εννοούμενη διασκέδαση του σύγχρονου ανθρώπου.
Θυμήθηκα τον ποιητή που έγραφε:
Γυρτοί οι ώμοι του και κάτω από τα δυο μπαστούνια
Δυο σακάτικα πόδια κρέμονται κι είναι δεν είναι στα εικοσιδυό του.
Γύρω φωνές, καφενέδες, κλάξον φορέματα πολύχρωμα
-έναν καφέ βαρύ γλυκό και άφθονα αφόρητα βλέμματα.
Ο δρόμος εμπρός του μακρύς, χωρίς έλεος
Κι όταν μακριά από τις φωνές φύγει το σκοτάδι, η παγωνιά
κι η μοναξιά θα είναι οι σύντροφοί του.
Επιτέλους απομακρύνθηκα.
Θα κατευθυνόμουν πιο πάνω, προς τα πρώην καπνεργοστάσια. Προς τα εκεί η δόμηση ήταν αραιότερη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν αποκλειστικά οριζόντια. Όχι, Αυτό ανήκει στο παρελθόν. Κι εκεί η κάθετη, η σύγχρονη κατασκευή αποτελούσε τον κανόνα.
Η πολυκατοικία με τα διαμερίσματα, τα νέα κελιά των ανθρώπων, ορθώνεται παντού. Το ανθρώπινο τερατούργημα σε όλη του η μεγαλοπρέπεια, ενώ τα χωριά έχουν από πολλά χρόνια ερημώσει.
Το σούρουπο, όμως, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του χωρίς να το καταλάβω. Ο χρόνος, είχε πει ο αρχαίος Έλληνας σοφός, είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς (μπίλιες). Περπατούσα, όμως, ήδη περίπου δύο ώρες και αισθάνθηκα πως θα ήθελα να καθήσω λίγο σ' ένα παγκάκι στο μεγάλο μασκρόστενο πάρκο της περιοχής. Όταν αισθάνθηκα και πάλι ξεκούραστος, σηκώθηκα με την πρόθεση να πάω σ’ ένα πραγματικό καφενείο από εκείνα τα παλιά να πιω έναν καφέ. Ήξερα πως υπήρχαν τέτοια στην περιοχή. Δεν άργησα να βρω ένα.
Καφενείον ... Τα δυο Φεγγάρια...έγραφε η επιγραφή πάνω από την είσοδο. Τραπέζια έξω και μέσα. Μια παρέα έξω έπιναν ρετσίνα με τον ανάλογο μεζέ, ενώ κάποιοι άλλοι μέσα, το είχαν ρίξει στο τσίπουρο. Κάθισα. Σε λίγο έφτασε και ...ο μεολίγην που είχα παραγγείλει. Τέτοια ξεχασμένα καφενεδάκια μακριά από τη βουή τα προτιμούσα γιατί είχαν την ογμή των ανθρώπων του μόχθου. Κάποια στιγμή φάνηκαν πέντε έξι γύρω από ένα τραπέζι. Τα ρούχα και τα παπούτσια τους ήταν λερωμένα από τσιμέντο, ασβέστη και λάσπη. Μόλις είχαν ρίξει την πλάκα του σπιτιού ενός από την παρέα και ανησυχούσαν μη βρέξει και πάνε οι κόποι τους χαμένοι. Ταυτόχρονα μιλούσαν και μερικοί από αυτούς έπιναν ρετσίνα, ενώ οι υπόλοιποι τσίπουρο. Όλοι ήταν μεταξύ τους συγγενείς και φίλοι, ποντιακής καταγωγής. Διηγούνταν ιστορίες από τον Πόντο που είχαν ακούσει από τους γονείς, συγγενείς και φίλους. Ήταν φανερό πως, παρ’ όλη την κούρασή τους, σε λίγο θα ξεκινούσε μεγάλο γλέντι. Μια κούραση γλυκιά από το χτίσιμο του σπιτιού, το ρίξιμο της πλάκας, που για τους φτωχούς και τίμιους ήταν, και ίσως εξακολουθεί να είναι ακόμη, το όνειρο μιας ζωής. Εφόσον, λοιπόν, η στέγη είχε γίνει, το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα, μπορούσαν να γλεντήσουν το γεγονός. Ανάμεσα στα λεγόμενά τους έγινε φανερό πως περίμεναν και κάποιον λυράρη φίλο τους, τον Κλεάνθη, να παίξει, να σύρ’ με το τοξάρ’ν ατ’ να παίζ’ την λύραν και να ιεύνε, και να χορέψουν.
Και οι δικοί μου πρόγονοι είχαν έρθει από την Τραπεζούντα του Πόντου και από μικρός έμαθα την ποντιακή γλώσσα που είναι μια εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, παρακολουθούσα τον διάλογο της παρέας και μια βαθιά χαρά είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου. Οι κουβέντες τους με οδήγησαν στις ιστορίες που είχα ακούσει από τον παππού και τη γιαγιά μου για τη ζωή τους... σην πατρίδαν, όπως ονόμαζαν τη γη που αναγκάστηκαν να αφήσουν για πάντα. Ευτυχώς, είχα φροντίσει να καταγράψω, εκτός από τη μνήμη και σε χαρτί, τις αμέτρητες ιστορίες που άκουσα από ανθρώπους της εποχής εκείνης, που δεν υπάρχουν πια... Έτσι, δεν θα χανόταν η πορεία τους στη ζωή και θα φρόντιζα κάποια στιγμή να αρχίσω την ταξινόμηση και τη σύνθεση των όσων είχα γράψει, δίνοντας και έναν ανάλογο τίτλο.
Εκείνη τη στιγμή, ένα ταξί, από εκείνα τα παλιά τεράστια αμερικάνικα, έκανε την εμφάνισή του και στάθμευσε εμπρός στο καφενείο. Ήταν το ταξί του Κλεάνθη,
- Καλώς τον Κλεάνθην , φώναξαν οι περισσότεροι από την παρέα και σηκώθηκαν όρθιοι να του σφίξουν το χέρι.
-Καθέστεν, μη σκούστεν 'κ' είμαι υπουργός, Μω την πίστ-ι-σ’! Άλλ’ ’κ’ είν’; Εμείς είμες; Όλαν, θ’ αρχίζω με τον «Γιάννεν», τον «Μονόγιαννεν» τον μαναχόν τον Γιάννεν.
(Καθίστε μη σηκώνεστε, δεν είμαι δα και υπουργός. Εμείς είμαστε, άλλοι δεν υπάρχουν; Λοιπόν, θα αρχίσω με το τραγούδι του Γιάννη, που ήταν μόνος).
-Ποίον αραεύ'ς, Κλέανθη, πας κι αραεύ’ς, κανίναν έμορφον κορίτσ’; Είπε ένας από την παρέα, βλέποντας τον να κοιτάζει ερευνητικά τριγύρω.
-Πασκίμ’ κακόν θα έτον;, απάντησε ο Κλεάνθης και χαμογέλασε, ενώ τα μάτια του έκαναν έναν γύρο, μήπως και δει κάποια γυναίκα. Δεν είδε καμία και απογοητευμένος κάθισε με την παρέα..
Γέλια και ιστορίες από την καθημερινότητα. Σε λίγο, η κασετίνα άνοιξε και φάνηκε η ποντιακή λύρα. Η παρέα γνώριζε πόσο καλά έπαιζε λύρα ο Κλεάνθης και κοίταζαν τις κινήσεις του με γλυκιά προσμονή.
-Θα ιεύετεν, αρ ιέψτεν, είπε ο Κλεάνθης και άρχισε να παίζει. Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τέτοιο γλυκό παραπονιάρικο παίξιμο, ενώ ταυτόχρονα ξεσήκωνε, όχι μόνον από την καρέκλα που καθόσουν, αλλά και από το χώμα που πατούσες. Αισθανόσουν πως δεν ήθελες να σταματήσει ο σκοπός για να μην πατάς στο έδαφος. Η ψυχή έβγαινε από το σώμα, επιτέλους, και πετούσε εκεί που δεν μπο-ρεί να φτάσει το σώμα. Η φωνή του λυράρη σμπλήρωνε και κατεύθυνε τους ήχους της λύρας, ενισχύοντας τη διάθεση των χορευτών , που με τη σειρά τους συνόδευαν τον χορό τους με τις ανάλογες ξαφνικές φωνές που απαιτούνται σε κάποια σημεία του χορού. Χόρεψαν διπάτ’, τικ σο γόνατον, τρομαχτόν, τρυγόνα και τέλος σέρραν.
Παιδιά, γυναίκες και περαστικοί έμειναν εκεί να χορέψουν ή να θαυμάσουν τους ρυθμούς της λύρας και όσους χόρευαν. Όλοι ενώθηκαν, έγιναν ένα μεταξύ τους κάτω από τους αντρειωμένους αυτούς ήχους που είχαν την ικανότητα να ξεμπλέκουν το κουβάρι της σκληρής καθημερινής ζωής και να δίνουν χαρά σε κουρασμένες ανθρώπινες ζωές.
Είχα ανακατευτεί κι εγώ με την παρέα στον χορό και αισθανόμουν μια γλυκειά κούραση. Ο νους μου ήταν ήρεμος, καθαρός και πειθαρ-χημένος, ενώ ταυτόχρονα μια άλλη αίσθηση ελευθερίας με είχε πλημμυρίσει. Ο χρόνος είχε πάψει να υπάρχει και οι καρδιές, χωρίς να έχουν να μοιράσουν τίποτε με κανέναν , φώτιζαν τα βλέμματα, δίνοντας στα πρόσωπα μια ανείπωτη φωτεινότητα.
Για μια στιγμή αισθάνθηκα πως όλα αυτά ήταν σαν να μην υπήρχαν, σαν να ζούσα σε έναν ονειρεμένο τόπο και ας έπιανα τα χέρια των ανθρώπων και ας πατούσα στη στέρεη γη. Ήμουν σίγουρος , όπως και οι άλλοι γύρω, ο καθένας με τον τρόπο του, ότι βρισκόμασταν όλοι ... υπό τους ήχους της αέναης λύρας των προγόνω μας... Θυμήθηκα τα λόγια του παππού, χρόνια πριν, που έλεγε, όταν άκουγε λύρα: Άκ’σον, έν’ άμον την λαλίαν τη Θεού...
Ξημερώματα τέλειωσε το γλέντι. Δεν έβρεξε άλλο εκείνη τη νύχτα Η πλάκα στην οικοδομή θα έδεσε καλά και η παρέα θα κοιμήθηκε ήσυχη, γαληνεμένη.
Ήμουν τόσο κουρασμένος, όταν γύρισα στο πατρικό μου σπίτι, αλλά και τόσο ειρηνεμένος, που κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.
Χρήστος Κοπτερόπουλος του Δημητρίου και της Αναστασίας
ο εκ Θεσσαλονίκης Τραπεζούντιος.
Σ.Σ. το κείμενο γράφηκε στην δεκαετία του '80.
Ένα ήταν σίγουρο: δεν θα ξέφευγα εύκολα από κάποια όρια του εαυτού μου, του χώρου και του χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, τα όρια του χώρου ήταν η δυτική Θεσσαλονίκη. Περιοχή που την έζησα από μικρό παιδί και είδα όλες τις σταδιακά εμφανιζόμενες μεταμορφώσεις της.
Βγήκα από την εξώπορτα της πατρικής μονοκατοικίας. Γύρω μου άπλετο τσιμέντο, με τη μορφή πολυκατοικιών. Η βροχή είχε πλύνει δρόμους και πεζοδρόμια, σαν να τα είχε εξαγνίσει από την αδιαφορία του ανθρώπου για τα έσω και τα τριγύρω. Σημάδι της ξαφνικής και παρατεταμένης βροχής αποτελούσε μαζί με τους βρεγμένους δρόμους και ο ήχος του νερού που είχε μαζευτεί σε ταράτσες και μπαλκόνια και τώρα κυλούσε από τα λούκια, καταλήγοντας στους δρόμους και στα φρεάτια. Το νερό είχε ξεπλύνει λάδια και μαυρίλες από αυτοκίνητα, σκουπίδια, ακαθαρσίες από κατοικίδια ή αδέσποτα και φτυσίματα ανθρώπων. Ακόμη και σε κανονικές συνθήκες, χωρίς βροχή, ο άνθρωπος που περπατάει και διαθέτει καλή όραση, θα πρέπει να τα αποφεύγει όλα αυτά συνέχεια, με σλάλομ ή οχτάρια, σαν μεθυσμένος.
Είναι τόσο πολλά όλα αυτά που εμποδίζουν τον πεζό να βαδίσει σε δρόμους και πεζοδρόμια ... Αυτή είναι, εν μέρει, η εμφανής βρώμα και ακαταστασία των πόλεων.
Τα βήματά μου με οδήγησαν στην άκρη μιας πολυκατοικίας, μπροστά σε μια πλατεία, που έδινε την εντύπωση ξέφωτου σε δάσος. Ένιωσα να με αγγίζει μια ακτίνα φωτός από τον απογευματινό ήλιο που εμφανίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα σαν αθλητής, που παραδίδει τη σκυτάλη στον άνεμο, στα σύννεφα, τη βροχή και το κρύο του χειμώνα, που δεν θα αργούσε να εμφανιστεί.
Περπατούσα ώρα πολλή ανάμεσα στις πολυκατοικίες, αυτές που χτίστηκαν στη θέση των αμπελιών, των μπαξέδων και των μονοκατοικιών. Μια άλλη δροσιά είχαν, από όσο θυμάμαι, τα πρόσωπα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Στα ίδια πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη, αργότερα, μια απορία, που έδειχνε το ακατανόητο του πράγματος και ένα βλέμμα, στο οποίο ήταν αποτυπωμένο ένα πελώριο «γιατί», χωρίς απάντηση. Αυτοί υπήρξαν τα πρώτα θύματα της αστυφιλίας. Η μόνη παρηγοριά, προς το τέλος της ζωής τους, υπήρξε η διέξοδος προς τα ταβερνάκια με τη βαρελίσια ρετσίνα, όπου, μαζεμένοι σε παρέες, με μια κιθάρα, τραγουδούσαν τα βράδια παλιές καντάδες.
... Για μια κιθαρίτσα ξενυχτάνε τα κορίτσια
για ν’ ακούσουν της αγάπης τη φωνή ...
Παιδιά εμείς τότε, τρέχαμε στις αλάνες με ξεφούσκωτες μπάλες για ποδόσφαιρο, κάθε είδους παιχνίδι, κρυφτό, ποδήλατο, ... πόλεμο και άλλα. Εκείνο, όμως, που μας συνέπαιρνε όλους ήταν όταν ακουγόταν ο ήχος από εκείνα τα μικρά μονοκινητήρια εκπαιδευτικά αεροπλάνα, τα αεροπλανάκια, όπως τα λέγαμε, που πετούσαν χαμηλά και έριχναν διαφημιστικά. «Αεροπλανάκι», φωνάζαμε τότε όλοι μαζί, και ξεχυνόμασταν τρέχοντας σαν αλλοπαρμένοι προς τη μεριά που ο άνεμος παράσερνε τα μικρά και πολύχρωμα διαφημιστικά χαρτάκια. Τι ωραίο θέαμα ήταν να βλέπεις να πέφτουν κατά εκατοντάδες κυματιστά τα πολύχρωμα μικρά χαρτάκια! Σαν να έπεφτε ό,τι πολυτιμότερο είχε ο ουρανός. Κι εμείς τρέχαμε, τρέχαμε μακριά σε άλλες γειτονιές, για να τα αισθανθούμε να πέφτουν γύρω μας, επάνω μας και ν’ απλώνουμε τα χεράκια μας να μαζέψουμε όσο πιο πολλά γινόταν.
Σε μια τέτοια περιπλάνηση, διαπιστώσαμε ότι ανάμεσα στα χαρτάκια υπήρχε και ένα μικρό περιοδικό. Αυτό το κράτησα για πολλά χρόνια, στο τέλος, όμως, το πέταξα. Στις δύο πρώτες σελίδες έδειχνε έναν άνθρωπο που έβοσκε πρόβατα στο λιβάδι. Στην επόμενη εικόνα έδειχνε ένα εργοστάσιο διύλισης πετρελαίου, στο μέρος όπου ο βοσκός έβοσκε προηγουμένως τα πρόβατα. Η τελευταία σελίδα έδειχνε τον βοσκό στην είσοδο του νεόκτιστου εργοστασίου, εκεί όπου πλέον δούλευε, δίπλα στο IX αυτοκίνητό του, ντυμένο με κοστούμι και γραβάτα. Πρόβατα, φυσικά, δεν υπήρχαν πια. Αυτό συνέβη πριν χτιστεί το διυλιστήριο πετρελαίου.
Μετά από κάποια χρόνια λειτουργίας, η μόλυνση στην περιοχή αυτή είναι ανυπολόγιστη. Οι κήποι (μπαξέδες), οι λαχανόκηποι και τα αμπέλια δεν υπάρχουν πια. Βιοτεχνίες, βιομηχανίες και βυρσοδεψεία συσσωρεύτηκαν με το χρόνο και δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα μόλυνσης του περιβάλλοντος, αλλά και αντιαισθητικές εικόνες. Αυτός είναι ο λόγος που η δυτική Θεσσαλονίκη, πέρα από την πλατεία Δημοκρατίας, όπως ονομάζεται σήμερα, ή πλατεία Βαρδάρη ή Ιωάννου Μεταξά, όπως ονομαζόταν κατά καιρούς, δεν υπάρχει για την «υψηλή κοινωνία» της Θεσσαλονίκης. Λες και όταν προσπερνάς το πρόβλημα που προκάλεσες, αυτό παύει να υπάρχει!...
Σκέψεις και βήματα με οδήγησαν στην γνώριμη πολύβουη πλατεία Επταλόφου, όπου τα καφέ και οι δρόμοι με τα μαγαζιά ήταν γεμάτα με νέους ανθρώπους , ενώ οι μεγαλύτεροι κάθονταν στα παγκάκια γύρω από το συντριβάνι. Κάθε είδους συζήτηση , ανακατεμένη με τους ήχους των εναλλασσόμενων πιδάκων και των διάφορων τροχοφόρων. Αισθάνθηκα το νου μου να πνίγεται στο γύρω τίποτα και τάχυνα το βήμα να βρω έναν παράδρομο να ξεφύγω από την κακώς εννοούμενη διασκέδαση του σύγχρονου ανθρώπου.
Θυμήθηκα τον ποιητή που έγραφε:
Γυρτοί οι ώμοι του και κάτω από τα δυο μπαστούνια
Δυο σακάτικα πόδια κρέμονται κι είναι δεν είναι στα εικοσιδυό του.
Γύρω φωνές, καφενέδες, κλάξον φορέματα πολύχρωμα
-έναν καφέ βαρύ γλυκό και άφθονα αφόρητα βλέμματα.
Ο δρόμος εμπρός του μακρύς, χωρίς έλεος
Κι όταν μακριά από τις φωνές φύγει το σκοτάδι, η παγωνιά
κι η μοναξιά θα είναι οι σύντροφοί του.
Επιτέλους απομακρύνθηκα.
Θα κατευθυνόμουν πιο πάνω, προς τα πρώην καπνεργοστάσια. Προς τα εκεί η δόμηση ήταν αραιότερη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν αποκλειστικά οριζόντια. Όχι, Αυτό ανήκει στο παρελθόν. Κι εκεί η κάθετη, η σύγχρονη κατασκευή αποτελούσε τον κανόνα.
Η πολυκατοικία με τα διαμερίσματα, τα νέα κελιά των ανθρώπων, ορθώνεται παντού. Το ανθρώπινο τερατούργημα σε όλη του η μεγαλοπρέπεια, ενώ τα χωριά έχουν από πολλά χρόνια ερημώσει.
Το σούρουπο, όμως, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του χωρίς να το καταλάβω. Ο χρόνος, είχε πει ο αρχαίος Έλληνας σοφός, είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς (μπίλιες). Περπατούσα, όμως, ήδη περίπου δύο ώρες και αισθάνθηκα πως θα ήθελα να καθήσω λίγο σ' ένα παγκάκι στο μεγάλο μασκρόστενο πάρκο της περιοχής. Όταν αισθάνθηκα και πάλι ξεκούραστος, σηκώθηκα με την πρόθεση να πάω σ’ ένα πραγματικό καφενείο από εκείνα τα παλιά να πιω έναν καφέ. Ήξερα πως υπήρχαν τέτοια στην περιοχή. Δεν άργησα να βρω ένα.
Καφενείον ... Τα δυο Φεγγάρια...έγραφε η επιγραφή πάνω από την είσοδο. Τραπέζια έξω και μέσα. Μια παρέα έξω έπιναν ρετσίνα με τον ανάλογο μεζέ, ενώ κάποιοι άλλοι μέσα, το είχαν ρίξει στο τσίπουρο. Κάθισα. Σε λίγο έφτασε και ...ο μεολίγην που είχα παραγγείλει. Τέτοια ξεχασμένα καφενεδάκια μακριά από τη βουή τα προτιμούσα γιατί είχαν την ογμή των ανθρώπων του μόχθου. Κάποια στιγμή φάνηκαν πέντε έξι γύρω από ένα τραπέζι. Τα ρούχα και τα παπούτσια τους ήταν λερωμένα από τσιμέντο, ασβέστη και λάσπη. Μόλις είχαν ρίξει την πλάκα του σπιτιού ενός από την παρέα και ανησυχούσαν μη βρέξει και πάνε οι κόποι τους χαμένοι. Ταυτόχρονα μιλούσαν και μερικοί από αυτούς έπιναν ρετσίνα, ενώ οι υπόλοιποι τσίπουρο. Όλοι ήταν μεταξύ τους συγγενείς και φίλοι, ποντιακής καταγωγής. Διηγούνταν ιστορίες από τον Πόντο που είχαν ακούσει από τους γονείς, συγγενείς και φίλους. Ήταν φανερό πως, παρ’ όλη την κούρασή τους, σε λίγο θα ξεκινούσε μεγάλο γλέντι. Μια κούραση γλυκιά από το χτίσιμο του σπιτιού, το ρίξιμο της πλάκας, που για τους φτωχούς και τίμιους ήταν, και ίσως εξακολουθεί να είναι ακόμη, το όνειρο μιας ζωής. Εφόσον, λοιπόν, η στέγη είχε γίνει, το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα, μπορούσαν να γλεντήσουν το γεγονός. Ανάμεσα στα λεγόμενά τους έγινε φανερό πως περίμεναν και κάποιον λυράρη φίλο τους, τον Κλεάνθη, να παίξει, να σύρ’ με το τοξάρ’ν ατ’ να παίζ’ την λύραν και να ιεύνε, και να χορέψουν.
Και οι δικοί μου πρόγονοι είχαν έρθει από την Τραπεζούντα του Πόντου και από μικρός έμαθα την ποντιακή γλώσσα που είναι μια εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, παρακολουθούσα τον διάλογο της παρέας και μια βαθιά χαρά είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου. Οι κουβέντες τους με οδήγησαν στις ιστορίες που είχα ακούσει από τον παππού και τη γιαγιά μου για τη ζωή τους... σην πατρίδαν, όπως ονόμαζαν τη γη που αναγκάστηκαν να αφήσουν για πάντα. Ευτυχώς, είχα φροντίσει να καταγράψω, εκτός από τη μνήμη και σε χαρτί, τις αμέτρητες ιστορίες που άκουσα από ανθρώπους της εποχής εκείνης, που δεν υπάρχουν πια... Έτσι, δεν θα χανόταν η πορεία τους στη ζωή και θα φρόντιζα κάποια στιγμή να αρχίσω την ταξινόμηση και τη σύνθεση των όσων είχα γράψει, δίνοντας και έναν ανάλογο τίτλο.
Εκείνη τη στιγμή, ένα ταξί, από εκείνα τα παλιά τεράστια αμερικάνικα, έκανε την εμφάνισή του και στάθμευσε εμπρός στο καφενείο. Ήταν το ταξί του Κλεάνθη,
- Καλώς τον Κλεάνθην , φώναξαν οι περισσότεροι από την παρέα και σηκώθηκαν όρθιοι να του σφίξουν το χέρι.
-Καθέστεν, μη σκούστεν 'κ' είμαι υπουργός, Μω την πίστ-ι-σ’! Άλλ’ ’κ’ είν’; Εμείς είμες; Όλαν, θ’ αρχίζω με τον «Γιάννεν», τον «Μονόγιαννεν» τον μαναχόν τον Γιάννεν.
(Καθίστε μη σηκώνεστε, δεν είμαι δα και υπουργός. Εμείς είμαστε, άλλοι δεν υπάρχουν; Λοιπόν, θα αρχίσω με το τραγούδι του Γιάννη, που ήταν μόνος).
-Ποίον αραεύ'ς, Κλέανθη, πας κι αραεύ’ς, κανίναν έμορφον κορίτσ’; Είπε ένας από την παρέα, βλέποντας τον να κοιτάζει ερευνητικά τριγύρω.
-Πασκίμ’ κακόν θα έτον;, απάντησε ο Κλεάνθης και χαμογέλασε, ενώ τα μάτια του έκαναν έναν γύρο, μήπως και δει κάποια γυναίκα. Δεν είδε καμία και απογοητευμένος κάθισε με την παρέα..
Πλατεία Εφταλόφου |
-Θα ιεύετεν, αρ ιέψτεν, είπε ο Κλεάνθης και άρχισε να παίζει. Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τέτοιο γλυκό παραπονιάρικο παίξιμο, ενώ ταυτόχρονα ξεσήκωνε, όχι μόνον από την καρέκλα που καθόσουν, αλλά και από το χώμα που πατούσες. Αισθανόσουν πως δεν ήθελες να σταματήσει ο σκοπός για να μην πατάς στο έδαφος. Η ψυχή έβγαινε από το σώμα, επιτέλους, και πετούσε εκεί που δεν μπο-ρεί να φτάσει το σώμα. Η φωνή του λυράρη σμπλήρωνε και κατεύθυνε τους ήχους της λύρας, ενισχύοντας τη διάθεση των χορευτών , που με τη σειρά τους συνόδευαν τον χορό τους με τις ανάλογες ξαφνικές φωνές που απαιτούνται σε κάποια σημεία του χορού. Χόρεψαν διπάτ’, τικ σο γόνατον, τρομαχτόν, τρυγόνα και τέλος σέρραν.
Παιδιά, γυναίκες και περαστικοί έμειναν εκεί να χορέψουν ή να θαυμάσουν τους ρυθμούς της λύρας και όσους χόρευαν. Όλοι ενώθηκαν, έγιναν ένα μεταξύ τους κάτω από τους αντρειωμένους αυτούς ήχους που είχαν την ικανότητα να ξεμπλέκουν το κουβάρι της σκληρής καθημερινής ζωής και να δίνουν χαρά σε κουρασμένες ανθρώπινες ζωές.
Είχα ανακατευτεί κι εγώ με την παρέα στον χορό και αισθανόμουν μια γλυκειά κούραση. Ο νους μου ήταν ήρεμος, καθαρός και πειθαρ-χημένος, ενώ ταυτόχρονα μια άλλη αίσθηση ελευθερίας με είχε πλημμυρίσει. Ο χρόνος είχε πάψει να υπάρχει και οι καρδιές, χωρίς να έχουν να μοιράσουν τίποτε με κανέναν , φώτιζαν τα βλέμματα, δίνοντας στα πρόσωπα μια ανείπωτη φωτεινότητα.
Για μια στιγμή αισθάνθηκα πως όλα αυτά ήταν σαν να μην υπήρχαν, σαν να ζούσα σε έναν ονειρεμένο τόπο και ας έπιανα τα χέρια των ανθρώπων και ας πατούσα στη στέρεη γη. Ήμουν σίγουρος , όπως και οι άλλοι γύρω, ο καθένας με τον τρόπο του, ότι βρισκόμασταν όλοι ... υπό τους ήχους της αέναης λύρας των προγόνω μας... Θυμήθηκα τα λόγια του παππού, χρόνια πριν, που έλεγε, όταν άκουγε λύρα: Άκ’σον, έν’ άμον την λαλίαν τη Θεού...
Ξημερώματα τέλειωσε το γλέντι. Δεν έβρεξε άλλο εκείνη τη νύχτα Η πλάκα στην οικοδομή θα έδεσε καλά και η παρέα θα κοιμήθηκε ήσυχη, γαληνεμένη.
Ήμουν τόσο κουρασμένος, όταν γύρισα στο πατρικό μου σπίτι, αλλά και τόσο ειρηνεμένος, που κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.
Χρήστος Κοπτερόπουλος του Δημητρίου και της Αναστασίας
ο εκ Θεσσαλονίκης Τραπεζούντιος.
Σ.Σ. το κείμενο γράφηκε στην δεκαετία του '80.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου