Γενάρης 1933. Ήμουν μαθητής γυμνασίου, στην α' τάξη. Χιόνι
και παγωνιά μεγάλη. Ένα Σάββατο, μας ανακοινώνει ο γυμνασιάρχης για τον αυριανό
εκκλησιασμό ότι θα γίνει ατομικά και όχι ομαδικά, λόγω του καιρού.
Έτσι και έγινε. Ετοιμάζομαι το πρωί της Κυριακής, ντύνομαι
ζεστά, όσο μπορούσα, και κάνω να ξεκινήσω. Νοίκιαζα μόνος ένα δωμάτιο σε
κοζανίτικο σπίτι. Την ώρα που θα ξεκινούσα, μου λέει η νοικοκυρά: «Νίκο,
περίμενέ με, θα έλθω και εγώ με την Ευθυμούλα
στην εκκλησία».
Άγιος Νικόλαος -Κοζάνης |
Σε λίγο ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Η εκκλησία δεν ήταν μακριά.
Κρατούσα γερά από το χέρι τη μικρή Ευθυμούλα και βαδίζαμε προσεκτικά μην
πέσουμε μέσα στο χιόνι. Νάσου και φτάσαμε στην εκκλησία, στον Άγιο Νικόλαο, τον
πολιούχο της Κοζάνης. Μπροστά στην πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, καθόταν ένας
γέρος ζητιάνος, τυλιγμένος με ένα παλτό, με τσαρούχια και χοντρές μάλλινες
κάλτσες. Μπροστά του, μέσα στο χιόνι, είχε το καπέλο του, ένα κασκέτο, και
ψέλλιζε:
«Βοήθεια σας, παρακαλώ, ο Θεός να σ’χωρέσει τα ποθαμένα
σας, έχω τέσσερα μικρά παιδιά, χωρίς γυναίκα. Βοηθήστε με, παρακαλώ».
Η σπιτονοικοκυρά μου, η κυρία Βικτωρία, ρίχνει δυο δεκάρες
μέσα στο κασκέτο και, απευθυνόμενη στη μικρή Ευθυμούλα, της λέει:
«Δεν τρως το φαγητό σου, ε! Αύριο θα σε φέρω και θα σε δώσω
σ’ αυτόν τον αούτο, τον πρόσφυγα. Αυτοί τρώνε τα παιδάκια, που δεν τρώνε το
φαγητό τους, άκουσες, είδες;».
Το κοριτσάκι κατατρόμαξε και, φοβισμένο, είπε στη μαμά του:
«Μη, μαμά, θα τρώω, μη, από σήμερα θα τρώω!».
Μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και χωρίσαμε. Πήγα βιαστικά εκεί που
συνήθως στεκόμασταν στον ομαδικό μας εκκλησιασμό Στα αυτιά μου ακόμη ακούω και
σήμερα, μετά από εβδομήντα χρόνια «μη, μαμά, μη με δώσεις στον αούτο, στον
πρόσφυγα». Αυτά δεν ξεχνιούνται. Έκαναν, τότε, βαθιά πληγή στην παιδική μου
ψυχή, που πυορροεί ακόμη, Αφηρημένος μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου,
που ήταν πολύ κοντά μου, μονολογούσα και έλεγα μέσα μου:
«Άγιε Νικόλα, είμαι πρόσφυγας, αλλά είμαι Ελληνόπουλο.
Σ’χώρα μας αν κάναμε λάθος και γίναμε πρόσφυγες, άλλοι μας κάνανε πρόσφυγες, οι
ισχυροί του κόσμου!».
Πέρασαν χρόνια, ο πόλεμος του 1940, η ξενική κατοχή, ο
εμφύλιος, και η συμπεριφορά των αδελφών μας Ελλήνων προς τους πρόσφυγες δεν
άλλαξε και, μάλιστα, ύστερα από την τεράστια προσφορά τους στη μητέρα πατρίδα,
την Ελλάδα.
Ένα περιστατικό επιβεβαιώνει αυτό που λέω. Το 1950, ο
ακροδεξιάς βουλευτής Αρκαδίας Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, από το βήμα της Βουλής,
αποκάλεσε τους πρόσφυγες «τουρκόσπορους». Την πρέπουσα απάντηση του έδωσε ο
βουλευτής Λεωνίδας Ιασονίδης, απευθυνόμενος προς τους άλλους βουλευτές: «Απορώ
πώς, κ. συνάδελφοι, ένας απόγονος του Τούρκου του Βασίλη (Τουρκοβασίλης) είναι
Έλληνας και ένας απόγονος του Ιάσονα (Ιασονίδης) είναι Τούρκος!».
Αυτά και μερικά άλλα έρχονται στη σκέψη μου και νιώθω
καλύτερα από τους άλλους τον νεοποντιακό στίχο: «’Σ σα ξένα είμαι Έλληνας και
’ς σην Ελλάδαν ξένος!».
Νίκος Λαπαρίδης
Πηγη: Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου