Είπαμε αλλού ότι οι Κουρτιδαίοι στα τελευταία χρόνια της ύπαρξης της Σαντάς έκαναν σοβαρές παρεκτροπές κατά του πληθυσμού της Σαντάς. Για μερικές απ' αυτές είχαν την δικαιολογία ότι σαν φτωχοί και σαν άγρυπνοι φύλακες της Σαντάς που ήσαν έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος να κουτσοζήσουν κι αυτοί.
Αυτό σωστό, μα οι Κουρτιδαίοι δεν έπρεπε να πάρουν μονοπώλιο την υπεράσπιση της Σαντάς, και είχαν καθήκον να καλέσουν όλα τα παλικάρια της Σαντάς να πάρουν μέρος στον αγώνα κι αυτά εναντίον των γύρω της Σαντάς κακοποιών Τούρκων, που από το 1870 ως το 1916 κάθονταν σαν εφιάλτες πάνω στα στήθη της Σάντας.
Τότε ο αγώνας των Κουρτιδαίων θα ήταν προσφιλής σ’ όλη τη Σαντά και όχι μισητός. 'Επειτα, καθόρισαν οι Κουρτιδαίοι, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, φόρο ασφαλείας σε βάρος όλου του πληθυσμού αδιακρίτως, αφού διαίρεσαν τον πληθυσμό σε τρεις κατηγορίες.
Για την Α' κατηγορία καθόρισαν φόρο 10 πανκανότες τον χρόνο, για τη Β' 5 πανκανότες, και για τη Γ' κατηγορίας 2,5 πανκανότες.
Στον καθορισμό του φόρου αυτού δεν πήραν οι Κουρτιδαίοι υπ’ όψη τους την απερίγραπτη φτώχεια του λαού της Σαντάς, αλλά πήραν υπ’ όψη το πως θα καλοζήσουν αυτοί, κι αυτό είναι που τους έκαμε μισητούς όχι σε μας προσωπικά, αλλά στον φορολογούμενο φτωχόκοσμο της Σαντάς, ο οποίος μη έχοντας να πληρώσει τις καθορισμένες πανκανότες αναγκαζόταν να τους προσφέρει όλα τα γαλακτομικά του προϊόντα.
Μια τέτοια φορολογία έπρεπε να γίνει με την συγκατάθεση των προεστών της Σαντάς, οι οποίοι άμα έβλεπαν όλα τα παλικάρια ενωμένα στον κοινό αγώνα, θα παραδέχονταν όχι να φορολογήσουν τον φτωχόκοσμο της Σαντάς, αλλά να διενεργήσουν κάποιον έρανο μεταξύ των οπωσδήποτε εύπορων κατοίκων για την εξασφάλιση του επιούσιου στις οικογένειες των αγωνιστών.
Γι' αυτό τον έρανο έγινε κάποια σκέψη, μα οι Κουρτιδαίοι ευθύς εξ αρχής τον απέκρουσαν, γιατί έλπιζαν μεγάλα ποσά από τις ληστείες που θα έκαναν σε βάρος των Τούρκων και από τους φόρους που καθόρισαν, ενώ από τον έρανο θα έπαιρνε ο καθένας κάθε μήνα μετά πολλής δυσκολίας 10 πανκανότες, ίσως και λιγότερες. Για τις ως άνω ληστείες δεν τους καταδίκασε η κοινή γνώμη της Σαντάς, μα η φορολογία του φτωχόκοσμου φάνηκε ανυπόφορη σ' όλους τους Σανταίους.
Εκτός του φόρου τούτου ανακατεύονταν οι Κουρτιδαίοι και στα συνοικέσια των νέων της Σαντάς, και παντρεύανε με το στανιό κορίτσια με ανθρώπους που δεν καταδέχονταν τα κορίτσια αυτά ούτε να τους φτύσουν. Σ' αυτό το ζήτημα δεν στάθηκαν στο ύψος τους οι αντάρτες της ομάδας των Κουρτιδαίων. Έπειτα στο ζήτημα της αδελφής μου Ελένης αδίκησαν κι μένα, γιατί την χώρισαν από τον άνδρα της, τον οποίο στεφάνωσαν παράνομα το φθινόπωρο του 1920 με κάποια άλλη αφού του πήρανε 60 πανκανότες.
Για το ζήτημα αυτό έγραψα από την Κερασέα—Χότσης όπου εργαζόμουν σαν δημοδιδάσκαλος, ένα επιτιμητικό γράμμα, με το οποίο τους υπενθύμιζα ότι ήσαν όλοι τους μαθητές μου και ότι δεν έπρεπε να φερθούν τόσο απάνθρωπα προς εμένα, μα αυτοί εξεμάνησαν εναντίον μου και απείλησαν πως αν ανέβω στη Σάντα θα με πετσοκόψουνε. Εγώ όμως δεν τους φύλαξα κακία για αυτό και τους πρόσφερα υπηρεσίες πολύτιμες στον αγώνα τους όταν τους συνάντησα σαν απεσταλμένος του Μητροπολίτη και της τούρκικης κυβέρνησης, γιατί τον αγώνα τους κατά των αυθαιρεσιών των Τούρκων τους θεώρησα και τον θεωρώ εθνικό.
Στο μεταξύ η ομάδα των Κουρτιδαίων άρπαξε 6 αγελάδες και 120 πανκανότες από τους Κώστα Ασλανίδη, Λάζαρο Μαραντίδη, Βαρβάρα Πιστοφίδου κ. ά. κατοίκους Τσακαλάντων και Πιστοφάντων. Αυτές οι εισπράξεις ήσαν βέβαια παράνομες και αυθαίρετες, οι Κουρτιδαίοι όμως ισχυρίζονταν ότι οι φορολογούμενοι ήσαν εύποροι, γιατί τους ήρθαν εμβάσματα από την Αμερική, και ότι σαν εύποροι έπρεπε να πληρώσουν για την ασφάλεια της Σαντάς.
Σωστό αυτό, θα το δικαιολογήσουμε απόλυτα. Θα δικαιολογήσουμε απόλυτα και την αδικία που έκαναν σε μένα, θα δικαιολογήσουμε και την αδικία που έκαναν σε όλο το φορολογούμενο φτωχόκοσμο, όχι όμως απόλυτα, αλλά δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε ποσώς και την δολοφονία του μουχτάρη Πιστοφάντων Αλέξη Τσαρσή, η οποία δολοφονία έγινε ως εξής:
Ο μουχτάρης αυτός εξουσιοδοτήθηκε κατά τον Απρίλη του 1919 από την Γενική Συνέλευση των κατοίκων Πιστοφάντων να διαμαρτυρηθεί στους Κουρτιδαίους για τις αυθαίρετες εισπράξεις τους από τον φτωχόκοσμο της Σαντάς και για τις 45 πανκανότες τις οποίες εισέπραξαν οι Πιστοφανταίοι από τον φόρο της δεκάτης (αχσιάρ), και τις οποίες επρόκειτο να παραδώσουν στο δημόσιο ταμείο. Αυτές τις τσέπωσαν οι Κουρτιδαίοι λέγοντας πως αυτοί είναι που φυλάγουν τη Σαντά και όχι η Τούρκικη κυβέρνηση. Σ’ αυτό είχαν δίκαιο, μα δεν μπορούσαμε για 45 πανκανότες να παλέψουμε με την τούρκικη κυβέρνηση γιατί αυτή θα μας χαρακτήριζε τότε ως επαναστάτες και αλίμονο!
Ο μουχτάρης κατά την συνάντησή του με τους Κουρτιδαίους στην ενορία Ισχανάντων τους έκανε αυστηρές παρατηρήσεις και οι Κουρτιδαίοι σαν άλλοι δικτάτορες μη ανεχόμενοι και την ελάχιστη αντίδραση από πουθενά, πρώτα πρώτα γρονθοκόπησαν τον μουχτάρη μέσα στο καφενείο και ύστερα έβαλαν τον Χ. Λ. να τον σκοτώσει.
Και πράγματι ο X. Λ. παρακολούθησε τον μουχτάρη κατά τον δρόμο προς το Πιστοφάντων και τον δολοφόνησε κοντά στην τοποθεσία τη Γοργόρ το λιθάρ. Το γεγονός αυτό σχετίζεται λιγάκι με την Σταλινική νοοτροπία, και γι' αυτό κυρίως δεν δικαιολογείτε. Αν δεν είχαν οι Κουρτιδαίοι σε βάρος τους τη δολοφονία αυτή, όλες οι άλλες παρεκτροπές τους θα ήσαν ξεχασμένες.
Τώρα όμως;
Τώρα οι Πιστοφανταίοι και πολλοί άλλοι Σανταίοι που αδικήθηκαν, ρίχνουν λίθον αναθέματος κατά της μνήμης των Κουρτιδαίων και βρίζουν κι εμάς πού μιλάμε για την εθνική τους δράση. Θα παρακαλέσω λοιπόν τους απανταχού Σανταίους να καταλογίσουν ευθύνη στους Κουρτιδαίους μονάχα για τη δολοφονία του μουχτάρη Πιστοφάντων και τις άλλες παρεκτροπές τους να τις συγχωρέσουν, γιατί αυτοί με την αντίσταση τους κατά της τούρκικης βίας και αγριότητας δόξασαν πράγματι και εξύψωσαν τη Σάντα στην πανελλήνια συνείδηση.
Και η τελευταία δικαιολογία για τις παρεκτροπές τους είναι ότι κανένας στον κόσμο δεν είναι τέλειος· ο καθένας μας έχουμε και προτερήματα και ελαττώματα.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Δάσκαλος-Συγραφέας
Αυτό σωστό, μα οι Κουρτιδαίοι δεν έπρεπε να πάρουν μονοπώλιο την υπεράσπιση της Σαντάς, και είχαν καθήκον να καλέσουν όλα τα παλικάρια της Σαντάς να πάρουν μέρος στον αγώνα κι αυτά εναντίον των γύρω της Σαντάς κακοποιών Τούρκων, που από το 1870 ως το 1916 κάθονταν σαν εφιάλτες πάνω στα στήθη της Σάντας.
Τότε ο αγώνας των Κουρτιδαίων θα ήταν προσφιλής σ’ όλη τη Σαντά και όχι μισητός. 'Επειτα, καθόρισαν οι Κουρτιδαίοι, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, φόρο ασφαλείας σε βάρος όλου του πληθυσμού αδιακρίτως, αφού διαίρεσαν τον πληθυσμό σε τρεις κατηγορίες.
Για την Α' κατηγορία καθόρισαν φόρο 10 πανκανότες τον χρόνο, για τη Β' 5 πανκανότες, και για τη Γ' κατηγορίας 2,5 πανκανότες.
Στον καθορισμό του φόρου αυτού δεν πήραν οι Κουρτιδαίοι υπ’ όψη τους την απερίγραπτη φτώχεια του λαού της Σαντάς, αλλά πήραν υπ’ όψη το πως θα καλοζήσουν αυτοί, κι αυτό είναι που τους έκαμε μισητούς όχι σε μας προσωπικά, αλλά στον φορολογούμενο φτωχόκοσμο της Σαντάς, ο οποίος μη έχοντας να πληρώσει τις καθορισμένες πανκανότες αναγκαζόταν να τους προσφέρει όλα τα γαλακτομικά του προϊόντα.
Μια τέτοια φορολογία έπρεπε να γίνει με την συγκατάθεση των προεστών της Σαντάς, οι οποίοι άμα έβλεπαν όλα τα παλικάρια ενωμένα στον κοινό αγώνα, θα παραδέχονταν όχι να φορολογήσουν τον φτωχόκοσμο της Σαντάς, αλλά να διενεργήσουν κάποιον έρανο μεταξύ των οπωσδήποτε εύπορων κατοίκων για την εξασφάλιση του επιούσιου στις οικογένειες των αγωνιστών.
Γι' αυτό τον έρανο έγινε κάποια σκέψη, μα οι Κουρτιδαίοι ευθύς εξ αρχής τον απέκρουσαν, γιατί έλπιζαν μεγάλα ποσά από τις ληστείες που θα έκαναν σε βάρος των Τούρκων και από τους φόρους που καθόρισαν, ενώ από τον έρανο θα έπαιρνε ο καθένας κάθε μήνα μετά πολλής δυσκολίας 10 πανκανότες, ίσως και λιγότερες. Για τις ως άνω ληστείες δεν τους καταδίκασε η κοινή γνώμη της Σαντάς, μα η φορολογία του φτωχόκοσμου φάνηκε ανυπόφορη σ' όλους τους Σανταίους.
Εκτός του φόρου τούτου ανακατεύονταν οι Κουρτιδαίοι και στα συνοικέσια των νέων της Σαντάς, και παντρεύανε με το στανιό κορίτσια με ανθρώπους που δεν καταδέχονταν τα κορίτσια αυτά ούτε να τους φτύσουν. Σ' αυτό το ζήτημα δεν στάθηκαν στο ύψος τους οι αντάρτες της ομάδας των Κουρτιδαίων. Έπειτα στο ζήτημα της αδελφής μου Ελένης αδίκησαν κι μένα, γιατί την χώρισαν από τον άνδρα της, τον οποίο στεφάνωσαν παράνομα το φθινόπωρο του 1920 με κάποια άλλη αφού του πήρανε 60 πανκανότες.
Για το ζήτημα αυτό έγραψα από την Κερασέα—Χότσης όπου εργαζόμουν σαν δημοδιδάσκαλος, ένα επιτιμητικό γράμμα, με το οποίο τους υπενθύμιζα ότι ήσαν όλοι τους μαθητές μου και ότι δεν έπρεπε να φερθούν τόσο απάνθρωπα προς εμένα, μα αυτοί εξεμάνησαν εναντίον μου και απείλησαν πως αν ανέβω στη Σάντα θα με πετσοκόψουνε. Εγώ όμως δεν τους φύλαξα κακία για αυτό και τους πρόσφερα υπηρεσίες πολύτιμες στον αγώνα τους όταν τους συνάντησα σαν απεσταλμένος του Μητροπολίτη και της τούρκικης κυβέρνησης, γιατί τον αγώνα τους κατά των αυθαιρεσιών των Τούρκων τους θεώρησα και τον θεωρώ εθνικό.
Στο μεταξύ η ομάδα των Κουρτιδαίων άρπαξε 6 αγελάδες και 120 πανκανότες από τους Κώστα Ασλανίδη, Λάζαρο Μαραντίδη, Βαρβάρα Πιστοφίδου κ. ά. κατοίκους Τσακαλάντων και Πιστοφάντων. Αυτές οι εισπράξεις ήσαν βέβαια παράνομες και αυθαίρετες, οι Κουρτιδαίοι όμως ισχυρίζονταν ότι οι φορολογούμενοι ήσαν εύποροι, γιατί τους ήρθαν εμβάσματα από την Αμερική, και ότι σαν εύποροι έπρεπε να πληρώσουν για την ασφάλεια της Σαντάς.
Σωστό αυτό, θα το δικαιολογήσουμε απόλυτα. Θα δικαιολογήσουμε απόλυτα και την αδικία που έκαναν σε μένα, θα δικαιολογήσουμε και την αδικία που έκαναν σε όλο το φορολογούμενο φτωχόκοσμο, όχι όμως απόλυτα, αλλά δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε ποσώς και την δολοφονία του μουχτάρη Πιστοφάντων Αλέξη Τσαρσή, η οποία δολοφονία έγινε ως εξής:
Ο μουχτάρης αυτός εξουσιοδοτήθηκε κατά τον Απρίλη του 1919 από την Γενική Συνέλευση των κατοίκων Πιστοφάντων να διαμαρτυρηθεί στους Κουρτιδαίους για τις αυθαίρετες εισπράξεις τους από τον φτωχόκοσμο της Σαντάς και για τις 45 πανκανότες τις οποίες εισέπραξαν οι Πιστοφανταίοι από τον φόρο της δεκάτης (αχσιάρ), και τις οποίες επρόκειτο να παραδώσουν στο δημόσιο ταμείο. Αυτές τις τσέπωσαν οι Κουρτιδαίοι λέγοντας πως αυτοί είναι που φυλάγουν τη Σαντά και όχι η Τούρκικη κυβέρνηση. Σ’ αυτό είχαν δίκαιο, μα δεν μπορούσαμε για 45 πανκανότες να παλέψουμε με την τούρκικη κυβέρνηση γιατί αυτή θα μας χαρακτήριζε τότε ως επαναστάτες και αλίμονο!
Ο μουχτάρης κατά την συνάντησή του με τους Κουρτιδαίους στην ενορία Ισχανάντων τους έκανε αυστηρές παρατηρήσεις και οι Κουρτιδαίοι σαν άλλοι δικτάτορες μη ανεχόμενοι και την ελάχιστη αντίδραση από πουθενά, πρώτα πρώτα γρονθοκόπησαν τον μουχτάρη μέσα στο καφενείο και ύστερα έβαλαν τον Χ. Λ. να τον σκοτώσει.
Και πράγματι ο X. Λ. παρακολούθησε τον μουχτάρη κατά τον δρόμο προς το Πιστοφάντων και τον δολοφόνησε κοντά στην τοποθεσία τη Γοργόρ το λιθάρ. Το γεγονός αυτό σχετίζεται λιγάκι με την Σταλινική νοοτροπία, και γι' αυτό κυρίως δεν δικαιολογείτε. Αν δεν είχαν οι Κουρτιδαίοι σε βάρος τους τη δολοφονία αυτή, όλες οι άλλες παρεκτροπές τους θα ήσαν ξεχασμένες.
Τώρα όμως;
Τώρα οι Πιστοφανταίοι και πολλοί άλλοι Σανταίοι που αδικήθηκαν, ρίχνουν λίθον αναθέματος κατά της μνήμης των Κουρτιδαίων και βρίζουν κι εμάς πού μιλάμε για την εθνική τους δράση. Θα παρακαλέσω λοιπόν τους απανταχού Σανταίους να καταλογίσουν ευθύνη στους Κουρτιδαίους μονάχα για τη δολοφονία του μουχτάρη Πιστοφάντων και τις άλλες παρεκτροπές τους να τις συγχωρέσουν, γιατί αυτοί με την αντίσταση τους κατά της τούρκικης βίας και αγριότητας δόξασαν πράγματι και εξύψωσαν τη Σάντα στην πανελλήνια συνείδηση.
Και η τελευταία δικαιολογία για τις παρεκτροπές τους είναι ότι κανένας στον κόσμο δεν είναι τέλειος· ο καθένας μας έχουμε και προτερήματα και ελαττώματα.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Δάσκαλος-Συγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου