Χαμηλά, μέσα στη ρεματιά, ανάμεσα σε πανύψηλες λεύκες, ήταν η καλύβα της Ζαϊμίνας, χήρας με μια θυγατέρα, την Πατούλα.
Κανείς δεν έμαθε από πού, αυτό το όνομα. Η Ζαϊμίνα ήταν άρρωστη με ψηλό πυρετό, όταν ο μακαρίτης ο άντρας της άρπαξε από δίπλα της το νήπιο, άρρωστο κι αυτό, και το πήγε σ’ έναν αρμένη παπά και το βάφτισε, μην αποθάνει αβάφτιστο, χωρίς το «άγιον μύρον». Ο παπάς ονομάτισε το παιδί μ’ αυτό το όνομα, χωρίς να ρωτήσει κανένα. Μάνα όμως και παιδί γεννήκανε καλά. Αυτό ήταν το θέλημα του θεού. Ζήσανε σ’ εκείνα τα μέρη όλο τον πόλεμο και την επανάσταση των μπολσεβίκων κι έπειτα ήρθαν στην Καλαμαριά, να σώσουν τουλάχιστον την πίστη τους, όπως έλεγαν. Εκεί, σ’ ένα απ’ τα κάρα της Δημαρχίας, που τριγύριζαν ανάμεσα στις προσφυγικές παράγκες, φόρτωσαν κάποια μέρα και τον μακαρίτη τον άντρα της και μαζί μ’ άλλους, τον θάψανε σ’ ένα λάκκο.
Τώρα η Πατούλα ζει στο χωριό. Είναι μεγάλη πια. Δεκατριών χρονών. Τριγυρίζει ξυπόλυτη μέσα στη ρεματιά, ακούει τη μέρα τους γρύλους και το βράδυ τα βατράχια κι ανασκελισμένη προσπαθεί να δει από χάμω την κορυφή της πιο ψηλής λεύκας. Ψάχνει για φωλιές πουλιών. Συχνά τανιέται κι αποτανιέται καθώς κάτι σα σάλαγο διαπερνά τα σωθικά της. Είναι μέρες τώρα που η μάνα της την ησύχασε να μην τρομάξει, άμα ξαναδεί αίμα στα ρούχα της. Είναι που έγινε γυναίκα. Και δε νογούσε γιατί τάχα ως τότε δεν ήταν γυναίκα.
Η Ζαϊμίνα έκανε πολλά όνειρα για την κόρη της — και ποια μάνα δεν κάνει! Να μεγαλώσει, να παντρευτεί ένα νέο κι όμορφο παλικάρι, μοναχοκέφαλο, να μην έχει πεθερά και πεθερό, να τους χουσμιατεύει, όπως συνηθιζόταν σ’ εκείνα τα μέρη. Να ’ναι ψηλός. Ήταν και η Πατούλα ψηλή. Να ’ναι αστείος, αγαπήσιμος, νοικοκύρης. Να τον πάρει σώγαμπρο. Να μπει άντρας στο σπίτι. Ποιος μαθές θα πάει στο χωράφι. Ψιθυρίζεται κιόλας ότι θα γίνει οριστική διανομή των χωραφιών. Άλλοι λένε ότι ο κλήρος θα είναι τριάντα στρέμματα, αν βέβαια το διπλανό χωριό δεν πάρει τη χερσάδα, κι άλλοι, πάλι, είκοσι. Όσο και να ’ναι, μια φορά το χωράφι θέλει άντρα. Ποιος να κόψει τις βατσινιές, τις αφάνες, τ’ αγριοπούρναρα και ποιος να πάει στο βουνό για ξύλα. Έπειτα το θέρος, τ’ αλώνια... είναι βαριές δουλειές. Θέλουν άντρα.
Κι όπως συμβαίνει στα χωριά κάποτε ήλθαν και στο χωριό της Πατούλας, απ’ άλλα μέρη, δυο άγνωστοι νέοι που ξεχώριζαν. Λεβέντες, χορευταράδες, ο ένας μάλιστα έπαιζε και λύρα. Στο πι και φι έστηνε χορό γύρω στη μεγάλη ακακία, όπου, ώρες ολόκληρες, νέοι και νέες πηδούσαν πάνω στους ήχους της λύρας, που δεν τους φαίνονταν καθόλου μονότονοι. Κι ήρθαν απάνω στην ώρα τα παλικάρια αυτά, γιατί στη διανομή ο παντρεμένος, έπαιρνε-τριάντα στρέμματα κι ο λεύτερος δέκα. Ήταν ένας τρόπος να παντρεύονται οι νέοι, να πυκνώσει το μιλέτι στη Μακεδονία.
Η Πατούλα έπρεπε να παντρευτεί το Φώλο, το λυράρη. Θα ’κανε ωραία παιδιά μαζί του. έμαθαν κι από πού κρατούσε η σκούφια του. ήταν γιος κάποιου ψάλτη, όμως το ’σκάσε μαζί με το φίλο του τον Χάμπο — ήταν το άλλο παιδί — κι ήρθαν στην Ελλάδα από πριν τον πόλεμο κι έγιναν χωροφύλακες. Τώρα ήλθαν στα χωριά και θέλουν να κονέψουν. Να κάνουν οικογένεια.
Η Ζαϊμίνα το ’ταξε στον εαυτό της. Αυτό θα γίνει. Είναι λίγο μεγάλος, βέβαια, αλλά δεν πειράζει. Ο άντρας δεν γερνάει. Έπειτα έχει τόσες άλλες χάρες.
— Φώλο, του είπε μια μέρα. Εκεί κοντά σ’ εμάς, ψηλά στο χείλος της ρεματιάς, ένας Βούλγαρος θα φύγει. Θα πάει στην πατρίδα του. Πήγαινε να κάτσεις στην αχερώνα του και μόλις φύγει να πάρεις εσύ το σπίτι του. Τον λένε Τράικο. Η οικογένειά του έφυγε. Πες του ότι σ’ έστειλα εγώ. του δίνω καμιά φορά γιαούρτι και σούπα από γάλα με κολοκύθια.
Ο Φώλος δεν έχασε καιρό. Στο ένα χέρι πήρε τα πράγματά του και στο άλλο τη λύρα του και πήγε στον Τράικο.
— Ε, Τράικο, η Ζαϊμίνα μου είπε να κοιμούμαι στην αχερώνα σου. Γίνεται;
— Α, μπρε πώς ντεν γκίνεται. Στον οντά να πέσεις. Εγκώ το άλλο Κυριακή, το φεύγομι.
Έτσι κι έγινε.
Ο Φώλος, κατά τα δειλινά, έπαιρνε τη λύρα του και καθόταν στην άκρη της ρεματιάς, κρεμούσε τα πόδια του στο βάραθρο κι άρχιζε να παίζει τη λύρα του και να τραγουδά. Της αγάπης και του αποχωρισμού. Η ψυχή του ήταν ίδιο δαδί, που έκαιγε ολόχρονα. «Φωτιάν έχω ’ς σην καρδία μ’», έλεγε.
Η Πατούλα απ’ αντίκρυ, κάτω χαμηλά, φρόντιζε να τον βλέπει, χωρίς όμως και να φαίνεται. Κοντολυγούσε κάτω απ’ τα κλώνια μιας ιτιάς και προσπαθούσε να τον βλέπει καθαρά, καθώς το φως της μέρας όλο και λιγόστευε κι η νύχτα άπλωνε απ’ την ανατολή στη δύση.
Η Ζαϊμίνα ωστόσο δεν ήταν από κείνες που άφηναν τον πρώτο λόγο σε άλλους. Κι ούτε κι η κόρη της θα μιλούσε πρώτη. Μόνο η ίδια θα ’παίρνε την απόφαση, που, για την κόρη της, θα ήταν νόμος.
Γι’ αυτό, μόλις αποβράδυαζε έπαιρνε τα μέτρα της. Φώναζε:
—Πατούλα, έλα μέσα γρήγορα.
Η Πατούλα έτρεχε και κούρνιαζε στη γωνιά της χαρτοκαλύβας, από τη μεριά που έβαζε λιγότερο νερό όταν έβρεχε και βυθιζόταν στους συλλογισμούς της. Ένιωθε ότι όλο και περισσότερο ήθελε ν’ ακούει και να βλέπει το Φώλο και σιγά-σιγά άρχισε και να τον πονάει για την αφάνεια και τη μοναξιά του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι να ’ναι όλα αυτά που ένιωθε, όμως ήταν ωραία πράματα. Αισθανόταν ευχάριστα.
Όπου κάποιο βράδυ, Μάης μήνας θα ’τανε, η Πατούλα δεν άκουσε τη μάνα της να μιλάει με την Ποζία, την αγελάδα τους, όπως το συνήθιζε, μόλις απογυρνούσε από τη βοσκή και της ετοίμαζε το μεζέ, για να την αρμέξει. Κατάλαβε ότι η Ποζία αργόμεινε να γυρίσει, κάπου γύρω στο χωριό, όπου θα βρήκε χαμηλόκλωνα καραγάτσια και θα καταβρόχθιζε τις φυλλοκορφάδες τους, καθώς ήταν τόσο λαίμαργη. Η Πατούλα, για να βεβαιωθεί, καθώς ήταν ανεβασμένη στην ιτιά φώναξε μια-δυο φορές τη μάνα της, μα απόκριση δεν πήρε. Κατέβηκε αμέσως και πήγε τρεχάτη προς το ανοίχτωμα της ρεματιάς κι έκανε πως κάτι έψαχνε να βρει καταγής, ενώ ήταν όλη αυτιά στις λιγωμένες δοξαριές του Φώλου. Και σε λίγο η λύρα σώπασε.
Είχε νυχτώσει πια κι ο Φώλος που είχε δει την Πατούλα, αστραπιαία βρέθηκε μπροστά της. Εκείνη έκανε να φωνάξει, αλλά ο Φώλος τής έφραξε το στόμα και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. έπειτα κυλίστηκαν στη γη. Πάλεψαν, μα τελικά η Πατούλα έγινε δική του. Κάτι σαν γαλήνη ένιωσε η Πατούλα να διαπερνά το κορμί της. Έπειτα, ανασηκώθηκε τρομαγμένη κι έφυγε γοργά-γοργά, από τον τόπο που αμάρτησε, όπως νόμιζε, και πήγε και κουκουλώθηκε στο γιατάκι της.
Η ζωή για τους άλλους κυλούσε ήρεμη, μα για την Πατούλα ο κόσμος αναποδογύρισε. Ένιωθε το κορμί της ν’ αναστατώνεται και η ψυχή της να μοιάζει με ασίγαστη θάλασσα. Στιγμή δεν έβγαινε απ’ το νου της ο Φώλος, ενώ σιγά-σιγά η κοιλιά της φούσκωνε.
Η Ζαϊμίνα έβλεπε την αλλαγή κι άλλοτε μάλωνε την κόρη της κι άλλοτε τη χάιδευε. Ήταν ανεξήγητο που η Πατούλα δεν είχε πια τα ρούχα της.
Τελικά η Πατούλα είπε στη μάνα της το μυστικό, κι εκείνη — περίεργο — δεν βρήκε άλλο να ρωτήσει, παρά:
— Του το είπες; Θα σε πάρει;
Κανείς δεν έμαθε από πού, αυτό το όνομα. Η Ζαϊμίνα ήταν άρρωστη με ψηλό πυρετό, όταν ο μακαρίτης ο άντρας της άρπαξε από δίπλα της το νήπιο, άρρωστο κι αυτό, και το πήγε σ’ έναν αρμένη παπά και το βάφτισε, μην αποθάνει αβάφτιστο, χωρίς το «άγιον μύρον». Ο παπάς ονομάτισε το παιδί μ’ αυτό το όνομα, χωρίς να ρωτήσει κανένα. Μάνα όμως και παιδί γεννήκανε καλά. Αυτό ήταν το θέλημα του θεού. Ζήσανε σ’ εκείνα τα μέρη όλο τον πόλεμο και την επανάσταση των μπολσεβίκων κι έπειτα ήρθαν στην Καλαμαριά, να σώσουν τουλάχιστον την πίστη τους, όπως έλεγαν. Εκεί, σ’ ένα απ’ τα κάρα της Δημαρχίας, που τριγύριζαν ανάμεσα στις προσφυγικές παράγκες, φόρτωσαν κάποια μέρα και τον μακαρίτη τον άντρα της και μαζί μ’ άλλους, τον θάψανε σ’ ένα λάκκο.
Τώρα η Πατούλα ζει στο χωριό. Είναι μεγάλη πια. Δεκατριών χρονών. Τριγυρίζει ξυπόλυτη μέσα στη ρεματιά, ακούει τη μέρα τους γρύλους και το βράδυ τα βατράχια κι ανασκελισμένη προσπαθεί να δει από χάμω την κορυφή της πιο ψηλής λεύκας. Ψάχνει για φωλιές πουλιών. Συχνά τανιέται κι αποτανιέται καθώς κάτι σα σάλαγο διαπερνά τα σωθικά της. Είναι μέρες τώρα που η μάνα της την ησύχασε να μην τρομάξει, άμα ξαναδεί αίμα στα ρούχα της. Είναι που έγινε γυναίκα. Και δε νογούσε γιατί τάχα ως τότε δεν ήταν γυναίκα.
Η Ζαϊμίνα έκανε πολλά όνειρα για την κόρη της — και ποια μάνα δεν κάνει! Να μεγαλώσει, να παντρευτεί ένα νέο κι όμορφο παλικάρι, μοναχοκέφαλο, να μην έχει πεθερά και πεθερό, να τους χουσμιατεύει, όπως συνηθιζόταν σ’ εκείνα τα μέρη. Να ’ναι ψηλός. Ήταν και η Πατούλα ψηλή. Να ’ναι αστείος, αγαπήσιμος, νοικοκύρης. Να τον πάρει σώγαμπρο. Να μπει άντρας στο σπίτι. Ποιος μαθές θα πάει στο χωράφι. Ψιθυρίζεται κιόλας ότι θα γίνει οριστική διανομή των χωραφιών. Άλλοι λένε ότι ο κλήρος θα είναι τριάντα στρέμματα, αν βέβαια το διπλανό χωριό δεν πάρει τη χερσάδα, κι άλλοι, πάλι, είκοσι. Όσο και να ’ναι, μια φορά το χωράφι θέλει άντρα. Ποιος να κόψει τις βατσινιές, τις αφάνες, τ’ αγριοπούρναρα και ποιος να πάει στο βουνό για ξύλα. Έπειτα το θέρος, τ’ αλώνια... είναι βαριές δουλειές. Θέλουν άντρα.
Κι όπως συμβαίνει στα χωριά κάποτε ήλθαν και στο χωριό της Πατούλας, απ’ άλλα μέρη, δυο άγνωστοι νέοι που ξεχώριζαν. Λεβέντες, χορευταράδες, ο ένας μάλιστα έπαιζε και λύρα. Στο πι και φι έστηνε χορό γύρω στη μεγάλη ακακία, όπου, ώρες ολόκληρες, νέοι και νέες πηδούσαν πάνω στους ήχους της λύρας, που δεν τους φαίνονταν καθόλου μονότονοι. Κι ήρθαν απάνω στην ώρα τα παλικάρια αυτά, γιατί στη διανομή ο παντρεμένος, έπαιρνε-τριάντα στρέμματα κι ο λεύτερος δέκα. Ήταν ένας τρόπος να παντρεύονται οι νέοι, να πυκνώσει το μιλέτι στη Μακεδονία.
Η Πατούλα έπρεπε να παντρευτεί το Φώλο, το λυράρη. Θα ’κανε ωραία παιδιά μαζί του. έμαθαν κι από πού κρατούσε η σκούφια του. ήταν γιος κάποιου ψάλτη, όμως το ’σκάσε μαζί με το φίλο του τον Χάμπο — ήταν το άλλο παιδί — κι ήρθαν στην Ελλάδα από πριν τον πόλεμο κι έγιναν χωροφύλακες. Τώρα ήλθαν στα χωριά και θέλουν να κονέψουν. Να κάνουν οικογένεια.
Η Ζαϊμίνα το ’ταξε στον εαυτό της. Αυτό θα γίνει. Είναι λίγο μεγάλος, βέβαια, αλλά δεν πειράζει. Ο άντρας δεν γερνάει. Έπειτα έχει τόσες άλλες χάρες.
— Φώλο, του είπε μια μέρα. Εκεί κοντά σ’ εμάς, ψηλά στο χείλος της ρεματιάς, ένας Βούλγαρος θα φύγει. Θα πάει στην πατρίδα του. Πήγαινε να κάτσεις στην αχερώνα του και μόλις φύγει να πάρεις εσύ το σπίτι του. Τον λένε Τράικο. Η οικογένειά του έφυγε. Πες του ότι σ’ έστειλα εγώ. του δίνω καμιά φορά γιαούρτι και σούπα από γάλα με κολοκύθια.
Ο Φώλος δεν έχασε καιρό. Στο ένα χέρι πήρε τα πράγματά του και στο άλλο τη λύρα του και πήγε στον Τράικο.
— Ε, Τράικο, η Ζαϊμίνα μου είπε να κοιμούμαι στην αχερώνα σου. Γίνεται;
— Α, μπρε πώς ντεν γκίνεται. Στον οντά να πέσεις. Εγκώ το άλλο Κυριακή, το φεύγομι.
Έτσι κι έγινε.
Ο Φώλος, κατά τα δειλινά, έπαιρνε τη λύρα του και καθόταν στην άκρη της ρεματιάς, κρεμούσε τα πόδια του στο βάραθρο κι άρχιζε να παίζει τη λύρα του και να τραγουδά. Της αγάπης και του αποχωρισμού. Η ψυχή του ήταν ίδιο δαδί, που έκαιγε ολόχρονα. «Φωτιάν έχω ’ς σην καρδία μ’», έλεγε.
Η Πατούλα απ’ αντίκρυ, κάτω χαμηλά, φρόντιζε να τον βλέπει, χωρίς όμως και να φαίνεται. Κοντολυγούσε κάτω απ’ τα κλώνια μιας ιτιάς και προσπαθούσε να τον βλέπει καθαρά, καθώς το φως της μέρας όλο και λιγόστευε κι η νύχτα άπλωνε απ’ την ανατολή στη δύση.
Η Ζαϊμίνα ωστόσο δεν ήταν από κείνες που άφηναν τον πρώτο λόγο σε άλλους. Κι ούτε κι η κόρη της θα μιλούσε πρώτη. Μόνο η ίδια θα ’παίρνε την απόφαση, που, για την κόρη της, θα ήταν νόμος.
Γι’ αυτό, μόλις αποβράδυαζε έπαιρνε τα μέτρα της. Φώναζε:
—Πατούλα, έλα μέσα γρήγορα.
Η Πατούλα έτρεχε και κούρνιαζε στη γωνιά της χαρτοκαλύβας, από τη μεριά που έβαζε λιγότερο νερό όταν έβρεχε και βυθιζόταν στους συλλογισμούς της. Ένιωθε ότι όλο και περισσότερο ήθελε ν’ ακούει και να βλέπει το Φώλο και σιγά-σιγά άρχισε και να τον πονάει για την αφάνεια και τη μοναξιά του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι να ’ναι όλα αυτά που ένιωθε, όμως ήταν ωραία πράματα. Αισθανόταν ευχάριστα.
Όπου κάποιο βράδυ, Μάης μήνας θα ’τανε, η Πατούλα δεν άκουσε τη μάνα της να μιλάει με την Ποζία, την αγελάδα τους, όπως το συνήθιζε, μόλις απογυρνούσε από τη βοσκή και της ετοίμαζε το μεζέ, για να την αρμέξει. Κατάλαβε ότι η Ποζία αργόμεινε να γυρίσει, κάπου γύρω στο χωριό, όπου θα βρήκε χαμηλόκλωνα καραγάτσια και θα καταβρόχθιζε τις φυλλοκορφάδες τους, καθώς ήταν τόσο λαίμαργη. Η Πατούλα, για να βεβαιωθεί, καθώς ήταν ανεβασμένη στην ιτιά φώναξε μια-δυο φορές τη μάνα της, μα απόκριση δεν πήρε. Κατέβηκε αμέσως και πήγε τρεχάτη προς το ανοίχτωμα της ρεματιάς κι έκανε πως κάτι έψαχνε να βρει καταγής, ενώ ήταν όλη αυτιά στις λιγωμένες δοξαριές του Φώλου. Και σε λίγο η λύρα σώπασε.
Είχε νυχτώσει πια κι ο Φώλος που είχε δει την Πατούλα, αστραπιαία βρέθηκε μπροστά της. Εκείνη έκανε να φωνάξει, αλλά ο Φώλος τής έφραξε το στόμα και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. έπειτα κυλίστηκαν στη γη. Πάλεψαν, μα τελικά η Πατούλα έγινε δική του. Κάτι σαν γαλήνη ένιωσε η Πατούλα να διαπερνά το κορμί της. Έπειτα, ανασηκώθηκε τρομαγμένη κι έφυγε γοργά-γοργά, από τον τόπο που αμάρτησε, όπως νόμιζε, και πήγε και κουκουλώθηκε στο γιατάκι της.
Η ζωή για τους άλλους κυλούσε ήρεμη, μα για την Πατούλα ο κόσμος αναποδογύρισε. Ένιωθε το κορμί της ν’ αναστατώνεται και η ψυχή της να μοιάζει με ασίγαστη θάλασσα. Στιγμή δεν έβγαινε απ’ το νου της ο Φώλος, ενώ σιγά-σιγά η κοιλιά της φούσκωνε.
Η Ζαϊμίνα έβλεπε την αλλαγή κι άλλοτε μάλωνε την κόρη της κι άλλοτε τη χάιδευε. Ήταν ανεξήγητο που η Πατούλα δεν είχε πια τα ρούχα της.
Τελικά η Πατούλα είπε στη μάνα της το μυστικό, κι εκείνη — περίεργο — δεν βρήκε άλλο να ρωτήσει, παρά:
— Του το είπες; Θα σε πάρει;
Η Πατούλα γεμάτη χαρά απάντησε:
— Αμέ, μ’ αγαπάει
Η δυσκολία ήταν τώρα ότι ο Φώλος δεν ήθελε ούτε σπιτόγαμπρος να πάει, ούτε την πεθερά του να πάρει στο σπίτι του. Τ’ άκουσε η Ζαϊμίνα και, χωρίς να το δείχνει, έγινε θεριό. Περισσότερο μάλιστα που ο λόγος ήταν το βγαλμένο μάτι της.
—Δεν θέλω να ζω μ’ άνθρωπο που ’χει ένα μάτι, είχε πει ο Φώλος στην Πατούλα.
Η Ζαϊμίνα, όταν ήταν παιδί, παίζοντας ν’ ένα άλλο παιδί, που ήταν κρυμμένο σε μια αχερώνα και πίεζε από μέσα την πόρτα να μην ανοίξει, έσκυψε να δει από μια τρύπα που είχε η πόρτα και ο άλλος από μέσα της έμπηξε στο μάτι μια κακοσπασμένη βατσινόβεργα.
Αλλά τώρα δεν ήταν καιρός να σκεφθεί άλλο τίποτε. Το παιδί μεγάλωνε. Σε τρεις βδομάδες θα γινόταν η διανομή. Ένας παπάς, για τέσσερα χωριά, μόλις που προλάβαινε να κάνει γάμους. Σ’ ένα γάμο με τρία άλλα ζευγάρια μαζί, παντρεύτηκαν κι ο Φώλος με την Πατούλα. Και με την ώρα του το παιδί γεννήθηκε.
Όταν, όμως, το μωρό έγινε δέκα μηνών, οι διαβολές κι οι κατηγορίες που έλεγε όλον τον καιρό η Ζαϊμίνα για τον γαμπρό της, φέρανε τ’ αποτελέσματά τους. Η Πατούλα με το μωρό κι ένα μπόγο ρούχα, ξαναγύρισε στη μάνα της. Τώρα θα ζούσε πια κοντά της. Ο Φώλος ήταν τύραννος!
Σιγά-σιγά τα πράματα πάλι άλλαξαν. Η Πατούλα δεν άντεξε και ξαναγύρισε στον άντρα της κι αυτή τη φορά χωρίς το παιδί, που δεν της τ’ άφηνε ούτε στιγμή η Ζαϊμίνα. Αυτή η προσβολή, να φύγει η Πατούλα από κοντά της, ήταν για τη Ζαϊμίνα ασήκωτη βρισιά. Έβαλε μπρος το σχέδιο να εξοντώσει τον Φώλο. Φώναξε στο σπίτι της τρία παλικάρια, συγγενείς του άντρα της, και κλαίγοντας τους είπε:
-Αυτός ο μαγκούφης, ο ξένος, ο ακαμάτης, άρπαξε με το ζόρι την Πατούλα και ποιος ξέρει τι τραβάει στα χέρια του. θα μ’ αφήσετε έτσι; Δεν με λυπάστε; Η προσβολή είναι και δική σας. Να πάτε να του σπάσετε το κεφάλι και να πάρετε τη φυλακισμένη, να τη φέρετε στο παιδί της. Είναι αμαρτία στο θεό, ένας αδέσποτος σκύλος, ένας μπεζεβέγκης.
Οι νέοι άρπαξαν από μια μαγκούρα και, μέσα απ’ τη ρεματιά, τράβηξαν κατά του Τράικου, που είχε φύγει πια από καιρό για τη Βουλγαρία. Ήταν απόβραδο κι ο Φώλος ήσυχος καθόταν στο κατωθύρι κι αποφλοίωνε καλαμπόκια.
-Την Πατούλα, του είπαν. Αλλιώς θα σε σκοτώσουμε.
Ο Φώλος ατάραχος απάντησε:
-Εγώ από σας και την κιόρογλη (τυφλή, την πεθερά του) τη ζητώ.
Οι νέοι μπήκαν μέσα στον οντά μα δεν είδαν τίποτε. Δυο-τρία τσούλια ριγμένα σε μια ψάθα, μια άδεια ανεμοκούνια κρεμασμένη από τα καδρόνια της οροφής και τίποτε άλλο. Έφυγαν άπρακτοι.
Όταν σκοτείνιασε, ο Φώλος πήγε στη θημωνιά που είχε φτιάξει απ’ τις καλαμποκιές, τράβηξε ένα δεμάτι κι έβγαλε απ’ τον κρυψώνα της την Πατούλα.
Σε δυο μέρες, η Ζαϊμίνα έστειλε και το μωρό.
Από τη συλλογή διηγημάτων «Βάσανα και θυμοί».
Το μικρό αφιέρωμα στον Γιάννη Χαρατσίδη δημοσιεύεται με τη φροντίδα του δικηγόρου από τα Αμάραντα Κιλκίς Αχιλλέα Πηλείδη.
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου